Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPPE LÉGER

της 7ης Απριλίου 2005 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-544/03

Mobistar SA

κατά

Commune de Fléron

και C-545/03

Belgacom Mobile SA

κατά

Commune de Schaerbeek

[αίτηση του Conseil d’État (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)]





«Τηλεπικοινωνίες – Οδηγία 97/13/ΕΚ – Δημοτική κανονιστική ρύθμιση για την επιβολή τέλους επί των υποδομών κινητής τηλεφωνίας – Έλλειψη νομιμότητας»

1.     Στις παρούσες υποθέσεις το βελγικό Conseil d’État ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τα άρθρα 49 ΕΚ και 3γ της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (2), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 96/2/ΕΚ (3) (στο εξής: οδηγία). Το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν αντιβαίνει στις διατάξεις αυτές η καθιέρωση, με δημοτική κανονιστική ρύθμιση, ετήσιου τέλους για τις κεραίες, τους ιστούς και τους πυλώνες μεταδόσεως για το παγκόσμιο σύστημα κινητών επικοινωνιών (Global system for mobile communications, στο εξής: GSM).

I –    Η επίμαχη εθνική ρύθμιση και οι κύριες δίκες

2.     Οι διαφορές στις κύριες δίκες αφορούν δύο κανονιστικές αποφάσεις. Η πρώτη εκδόθηκε από το δημοτικό συμβούλιο του Schaerbeek κατά τη συνεδρίασή του της 8ης Οκτωβρίου 1997 και προβλέπει την επιβολή, για τις χρήσεις 1997 έως και 1999, ετήσιου τέλους για τις «εξωτερικές κεραίες», δηλαδή για τις παραβολικές κεραίες και τις κεραίες αναμεταδόσεως GSM. Το οφειλόμενο από τον κύριο της κεραίας τέλος καθορίζεται σε 100 000 βελγικά φράγκα (BEF) (δηλαδή 2 478,94 ευρώ) για τις κεραίες αναμεταδόσεως GSM και σε 5 000 BEF (δηλαδή 123,95 ευρώ) για τις παραβολικές κεραίες.

3.     Η δεύτερη απόφαση εκδόθηκε από το δημοτικό συμβούλιο του Fléron στις 27 Ιανουαρίου 1998 και καθιερώνει από την 1η Ιανουαρίου 1998 και για μια τριετία την επιβολή ετήσιου τέλους για τις κεραίες, τους ιστούς και τους πυλώνες μεταδόσεως GSM. Το τέλος αυτό, το οποίο οφείλεται επίσης από τον κύριο της κεραίας, ανέρχεται και αυτό σε 100 000 BEF (δηλαδή 2 478,94 ευρώ) για κάθε κεραία.

4.     Κατά των δύο αυτών αποφάσεων έχουν υποβάλει αιτήσεις ακύρωσης ενώπιον του Conseil d’État δύο επιχειρήσεις κινητής τηλεφωνίας που είναι εγκατεστημένες στο Βέλγιο, η εταιρία Mobistar SA (στο εξής: Mobistar) και η εταιρία Belgacom Mobile SA (στο εξής: Belgacom Mobile). Οι δύο αυτές επιχειρήσεις ζητούν την ακύρωση των επίδικων τελών, ισχυριζόμενες, μεταξύ άλλων, ότι αντιβαίνουν στα άρθρα 49 ΕΚ και 3γ της οδηγίας, καθόσον αποτελούν αθέμιτα εμπόδια στην ανάπτυξη του τηλεπικοινωνιακού δικτύου τους και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κινητής επικοινωνίας.

II – Η κοινοτική ρύθμιση

5.     Σκοπός της οδηγίας είναι η ελευθέρωση του τομέα των τηλεπικοινωνιών. Η οδηγία εκδόθηκε με βάση το άρθρο 90, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 86, παράγραφος 3, ΕΚ) και επέβαλλε αρχικά την κατάργηση των αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων για την παροχή των λοιπών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών πλην των δορυφορικών επικοινωνιών, της κινητής τηλεφωνίας και της φωνητικής τηλεφωνίας.

6.     Η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια επανειλημμένα, ώστε να καλύψει τις δορυφορικές επικοινωνίες το 1994 (4), τις υπηρεσίες και τα συστήματα κινητών και προσωπικών επικοινωνιών το 1996 (5) και, τέλος, το 1996, το σύνολο επίσης των υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας και τηλεπικοινωνιών, περιλαμβανομένων και της δημιουργίας και της εκμεταλλεύσεως των δικτύων που είναι αναγκαία για την παροχή των υπηρεσιών αυτών (6).

7.     Όσον αφορά ειδικότερα την κινητή τηλεφωνία, σκοπός της πρώτης τροποποίησης που επήλθε το 1996 ήταν να δοθεί στους επιχειρηματίες η δυνατότητα να εκμεταλλεύονται και να αναπτύσσουν το δίκτυο τηλεφωνίας τους για να ασκούν τις δραστηριότητες για τις οποίες τους έχει χορηγηθεί άδεια ή εξουσιοδότηση, καθώς και να επιλέγουν ελεύθερα τη σχετική υποδομή (7). Το βήμα αυτό θεωρήθηκε ουσιώδους σημασίας για να εξουδετερωθούν οι υφιστάμενες τότε στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και, ιδιαίτερα, για να μπορέσουν οι εν λόγω επιχειρηματίες να ελέγχουν τις βασικές δαπάνες τους (8). Έτσι, το άρθρο 3γ της οδηγίας, που προστέθηκε με την οδηγία 96/2, προέβλεπε τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την άρση όλων των περιορισμών εις βάρος των φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων κινητής και προσωπικής επικοινωνίας σχετικά με την ιδιοπαροχή υποδομής, τη χρήση υποδομών που παρέχονται από τρίτους και την κοινή χρήση της υποδομής, άλλων μέσων και εγκαταστάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιούν τις υποδομές αυτές μόνο για εκείνες τις δραστηριότητες που προβλέπονται στην άδεια ή στην εξουσιοδότησή τους.»

8.     Το κανονιστικό πλαίσιο που δημιούργησαν τα παραπάνω κανονιστικά κείμενα τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια εν μέρει με την οδηγία 200/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (9). Η οδηγία αυτή όμως, ενόψει της χρονικής ισχύος της, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

III – Οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής απόφασης

9.     Το βελγικό Conseil d’État, ενώπιον του οποίου υπέβαλαν αίτηση ακύρωσης η Belgacom Mobile και η Mobistar, εξηγεί ότι το ζήτημα του συμβατού των επίδικων αποφάσεων με την οδηγία 96/2, η οποία απαγορεύει τους περιορισμούς στην ανάπτυξη των δικτύων κινητών επικοινωνιών, προϋποθέτει την ερμηνεία της έννοιας «περιορισμός».

10.   Κατά το Conseil d’État, αν και η έννοια αυτή δεν ορίζεται ούτε στο άρθρο 1 ούτε στο άρθρο 3γ της οδηγίας, από τις αιτιολογικές σκέψεις που περιλαμβάνονται στο προοίμιο της οδηγίας 96/2 συνάγεται καταρχήν ότι οι εν λόγω περιορισμοί είναι τεχνικής μόνο φύσης, αφού αναφέρονται π.χ. «η κατάργηση των περιορισμών στην εκ μέρους των φορέων εκμετάλλευσης του κινητού δικτύου λειτουργία και ανάπτυξη των δικτύων τους» (πρώτη αιτιολογική σκέψη) και το γεγονός ότι «ο αριθμός των αδειών που χορηγούνται εξακολουθεί να περιορίζεται [...] [και] τα κράτη μέλη [να] επιβάλλουν τεχνικούς περιορισμούς, όπως είναι η απαγόρευση της χρησιμοποίησης άλλων υποδομών» (τέταρτη αιτιολογική σκέψη).

11.   Το Conseil d’État τονίζει ότι από κανένα όμως στοιχείο δεν συνάγεται ότι οι περιορισμοί τους οποίους πρέπει να άρουν τα κράτη είναι αποκλειστικά και μόνο τεχνικής φύσης ή ότι η απαρίθμηση των τεχνικών περιορισμών στο προοίμιο της οδηγίας 96/2 είναι περιοριστική: συγκεκριμένα, το άρθρο 3γ της οδηγίας αναφέρεται ρητά σε «όλους» τους περιορισμούς στην υποδομή, οπότε ανακύπτουν ευλόγως αμφιβολίες κατά πόσον το εν λόγω άρθρο αφορά επίσης τα φορολογικά μέτρα που ισχύουν για τις υποδομές των κινητών επικοινωνιών.

12.   Το Conseil d’État προσθέτει ότι τίθεται επίσης το ζήτημα του συμβατού των επίδικων τελών με το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα με το άρθρο 49 ΕΚ.

13.   Υπό τις συνθήκες αυτές το εθνικό δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα δύο προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 49 […] ΕΚ την έννοια ότι απαγορεύει την καθιέρωση, με κανονιστική πράξη εθνικής αρχής ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως, τέλους που επιβάλλεται για τις υποδομές κινητής και προσωπικής επικοινωνίας, οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στις άδειες και εξουσιοδοτήσεις;

2)      Το άρθρο 3γ της οδηγίας […], το οποίο επιβάλλει την άρση “όλων των περιορισμών”, απαγορεύει την καθιέρωση, με κανονιστική πράξη εθνικής αρχής ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως, τέλους που επιβάλλεται για τις υποδομές κινητής και προσωπικής επικοινωνίας, οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στις άδειες και εξουσιοδοτήσεις;»

IV – Η άποψή μου επί της υποθέσεως

14.   Μολονότι τα δύο ερωτήματα του Conseil d’État αφορούν μόνο τα άρθρα 49 ΕΚ και 3γ της οδηγίας, φρονώ ότι, όπως τονίστηκε κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, για την επίλυση της κύριας διαφοράς πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ένα άλλο νομοθετικό κείμενο που έχει εφαρμογή εν προκειμένω, και συγκεκριμένα η οδηγία 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (10).

15.   Η οδηγία αυτή αποτελεί, όπως προκύπτει από το προοίμιό της (11), ένα από τα μέτρα που θέσπισε ο κοινοτικός νομοθέτης μετά την 1η Ιανουαρίου 1998 για την επίτευξη της πλήρους ελευθέρωσης των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και υποδομών. Προς τούτο η οδηγία 97/13 δημιουργεί ένα κοινό πλαίσιο για τις γενικές και τις ειδικές άδειες που χορηγούν τα κράτη μέλη στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών: για τη σημαντική διευκόλυνση της εισόδου νέων φορέων στην αγορά (12) η οδηγία αυτή προβλέπει ότι τα καθεστώτα γενικών και ειδικών αδειών πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια που να είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και να μη δημιουργούν διακρίσεις (13). Με το πνεύμα αυτό, η οδηγία 97/13 θεσπίζει φορολογικές διατάξεις που αποσκοπούν στην ενθάρρυνση του ανταγωνισμού και στον περιορισμό των χρηματικών επιβαρύνσεων που μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη στις επιχειρήσεις του τομέα των τηλεπικοινωνιών.

16.   Κατά συνέπεια, όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να επιβάλλουν, όπως εν προκειμένω, φορολογικές επιβαρύνσεις στους φορείς κινητής τηλεφωνίας που είναι κάτοχοι εξουσιοδότησης ή ειδικής άδειας (14), είναι υποχρεωμένα να τηρούν τις διατάξεις της οδηγίας 97/13. Η οδηγία αυτή έχει συνεπώς σημασία για την επίλυση των διαφορών στις κύριες δίκες, αφού μπορεί να οδηγήσει αφ’ εαυτής το Conseil d’État να ακυρώσει την εφαρμογή των επίδικων δημοτικών αποφάσεων. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (15), προτίθεμαι συνεπώς να παράσχω στο Conseil d’État όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την ερμηνεία της οδηγίας αυτής.

Α – Επί της οδηγίας 97/13

17.   Οι κρίσιμες διατάξεις της οδηγίας 97/13 περιλαμβάνονται στα άρθρα 6 και 11.

18.   Το άρθρο 6 επιγράφεται «Τέλη και επιβαρύνσεις διαδικασιών γενικών αδειών». Προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί χρηματοδοτικών συνεισφορών στην παροχή καθολικής υπηρεσίας σύμφωνα με το παράρτημα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα τέλη που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις στα πλαίσια των διαδικασιών χορήγησης αδειών αποσκοπούν αποκλειστικά στην κάλυψη των διοικητικών δαπανών χορήγησης, διαχείρισης, ελέγχου και εκτέλεσης του εφαρμοστέου συστήματος γενικών αδειών. Τα τέλη αυτά δημοσιεύονται κατά ενδεδειγμένο και επαρκώς λεπτομερή τρόπο, ώστε να είναι ευχερώς προσιτά.»

19.   Το άρθρο 11 της οδηγίας 97/13 επιγράφεται «Τέλη και επιβαρύνσεις ειδικών αδειών». Προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα τέλη που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις ως μέρος των διαδικασιών χορήγησης αδειών αποσκοπούν αποκλειστικά στην κάλυψη των διοικητικών δαπανών που συνεπάγεται η έκδοση, διαχείριση, έλεγχος και εκτέλεση της εκάστοτε ειδικής αδείας. Τα τέλη των ειδικών αδειών είναι ανάλογα προς τις σχετικές εργασίες και δημοσιεύονται κατά ενδεδειγμένο και επαρκώς λεπτομερή τρόπο, ώστε οι εν λόγω πληροφορίες να είναι ευχερώς προσιτές.

2.      Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1, όταν χρησιμοποιούνται πόροι εν ανεπαρκεία, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στις εθνικές κανονιστικές αρχές τους να επιβάλλουν πρόσθετα τέλη που αντανακλούν την ανάγκη βέλτιστης χρήσης των πόρων αυτών· τα τέλη δεν εισάγουν διακρίσεις, ενώ δι’ αυτών λαμβάνεται ιδίως υπόψη η ανάγκη παροχής κινήτρων ανάπτυξης καινοτόμων υπηρεσιών και του ανταγωνισμού.»

20.   Το περιεχόμενο και η έκταση εφαρμογής των διατάξεων αυτών αποσαφηνίστηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-292/01 και C-293/01, Albacom και Infostrada (16).

21.   Αντικείμενο των υποθέσεων εκείνων ήταν ένας ιταλικός νόμος (17) με τον οποίο καθιερωνόταν η επιβολή εισφοράς επί των δραστηριοτήτων εγκαταστάσεως και προμήθειας τηλεπικοινωνιακών δικτύων, παροχής στο κοινό υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας και υπηρεσιών κινητών και προσωπικών επικοινωνιών. Οφειλέτες της εισφοράς ήσαν οι κάτοχοι γενικών ή ειδικών αδειών παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Το ύψος της εισφοράς καθοριζόταν με βάση ποσοστό του κύκλου εργασιών, ο οποίος περιελάμβανε τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών του προηγούμενου έτους, και συγκεκριμένα 3 % για το 1999, 2,7 % για το 2000, 2,5 % για το 2001, 2 % για το 2002 και 1,5 % για το 2003.

22.   Οι δύο εταιρίες Albacom και Infostrada, κάτοχοι ειδικών αδειών, πρόσβαλαν την επίμαχη εισφορά, ισχυριζόμενες ότι αντέβαινε στο άρθρο 11 της οδηγίας 97/13.

23.   Το Δικαστήριο, στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης, διαπίστωσε ότι η επίμαχη εισφορά δεν ενέπιπτε σε καμία από τις περιπτώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 6 και 11 της οδηγίας 97/13: η εισφορά αυτή δεν αποσκοπούσε ούτε στην κάλυψη των διοικητικών δαπανών της διαδικασίας χορήγησης άδειας ούτε στη διασφάλιση της χρήσης πόρων εν ανεπαρκεία ούτε στη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών (18).

24.   Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριζε ότι η επίμαχη εισφορά δεν ήταν πάντως απαγορευμένη. Κατά την κυβέρνηση αυτή, αφού το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/13 επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν συμπληρωματικές επιβαρύνσεις όταν πρόκειται για πόρους εν ανεπαρκεία, πρέπει επίσης να τους επιτρέπεται να επιβάλλουν συμπληρωματικές επιβαρύνσεις που προορίζονται, όπως στην υπόθεση εκείνη, να συμβάλλουν στις επενδύσεις που πραγματοποιεί το Δημόσιο για την επίτευξη της ελευθέρωσης του τηλεπικοινωνιακού τομέα (19).

25.   Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα αυτό για δύο λόγους. Καταρχάς διαπίστωσε ότι το άρθρο 11 της οδηγίας 97/13 πρέπει, ενόψει του γράμματός του, να ερμηνεύεται στενά (20). Πράγματι, το άρθρο 11, παράγραφος 1, προβλέπει ρητά ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα τέλη που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις ως μέρος των διαδικασιών χορήγησης αδειών αποσκοπούν αποκλειστικά στην κάλυψη των διοικητικών δαπανών που συνεπάγονται οι εργασίες που είναι αναγκαίες κατά το σύστημα των αδειών, η δε παράγραφος 2 του άρθρου 11 εισάγει μια εξαίρεση από τον γενικό αυτό κανόνα, η οποία αφορά αποκλειστικά και μόνο τους «πόρους εν ανεπαρκεία».

26.   Στη συνέχεια το Δικαστήριο δέχτηκε ότι, αν τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να καθορίζουν τις οικονομικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών λόγω των διαδικασιών χορήγησης αδειών, το κοινό πλαίσιο που καθιερώνει η οδηγία 97/13 δεν θα είχε καμιά πρακτική αποτελεσματικότητα (21). Συγκεκριμένα, το πλαίσιο αυτό αποσκοπεί στην εναρμόνιση της φύσης και της έκτασης των χρηματικών επιβαρύνσεων που έχουν σχέση με τις διαδικασίες χορήγησης αδειών και τις οποίες μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη επί των επιχειρήσεων του εν λόγω τομέα, ώστε να καταργηθούν τα εμπόδια στην ελεύθερη παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και να διευκολυνθεί σημαντικά η είσοδος νέων επιχειρηματιών στην αγορά (22). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αν η Ιταλική Δημοκρατία είχε την εξουσία να διατηρήσει σε ισχύ την επίδικη εισφορά, θα επρόκειτο για την επιβολή νέου σημαντικού εμποδίου στη διαδικασία ελευθέρωσης, πράγμα που θα ήταν επομένως αντίθετο με τους σκοπούς της οδηγίας 97/13.

27.   Επομένως, οι χρηματικές επιβαρύνσεις που μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη στις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών σε σχέση με τις διαδικασίες χορήγησης αδειών ή τις ίδιες τις άδειες απαριθμούνται περιοριστικά: απαγορεύεται κάθε τέτοια επιβάρυνση που δεν εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες που προβλέπει η οδηγία 97/13.

28.   Εν προκειμένω όμως δεν αμφισβητείται ότι τα επίδικα τέλη δεν εμπίπτουν σε καμία από τις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητά από τα άρθρα 6 και 11 της οδηγίας 97/13.

29.   Συγκεκριμένα, οι δήμοι του Schaerbeek και του Fléron εξήγησαν με τις παρατηρήσεις τους ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επιδιώκουν δύο σκοπούς διαφορετικής σημασίας (23). Ο πρώτος σκοπός, ο οποίος αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό, έχει καθαρά φορολογικό χαρακτήρα: οι δήμοι επιδιώκουν να αποκτήσουν επαρκή έσοδα, ώστε να καλύπτουν όλες τις δαπάνες τις οποίες συνεπάγονται οι δραστηριότητές τους. Ο δήμος του Fléron τόνισε μάλιστα ότι, από την άποψη αυτή, τα επίδικα τέλη έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με οποιοδήποτε άλλο φόρο, καθόσον επιβαρύνουν τον φορολογούμενο για τον λόγο και μόνο ότι ασκεί ορισμένο επάγγελμα ή ορισμένη δραστηριότητα. Ο δεύτερος σκοπός των επίδικων αποφάσεων, ο οποίος είναι δευτερεύων, είναι περιβαλλοντικής φύσεως: οι δήμοι επιθυμούν να αποφευχθεί ο πολλαπλασιασμός των εξωτερικών κεραιών εντός των ορίων τους και να αποζημιωθούν για την αισθητική βλάβη που προκαλεί η παρουσία αυτών των κεραιών.

30.   Είναι επομένως σαφές ότι τα επίδικα τέλη δεν ανήκουν σε καμία από τις τρεις κατηγορίες που προβλέπουν τα άρθρα 6 και 11 της οδηγίας 97/13: σκοπός τους δεν είναι ούτε η κάλυψη των διοικητικών δαπανών που οφείλονται στη διαδικασία γενικής αδειοδότησης ή χορήγησης ειδικής άδειας ούτε η συμβολή στη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας ούτε η διασφάλιση της χρήσης των «πόρων εν ανεπαρκεία», κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/13.

31.   Από τη δικογραφία εξάλλου προκύπτει ότι οι τρεις αυτές κατηγορίες δαπανών καλύπτονται από άλλες εισφορές, τις οποίες θέσπισε το βασιλικό διάταγμα της 7ης Μαρτίου 1995, σχετικά με τη δημιουργία και την εκμετάλλευση δικτύων κινητής τηλεφωνίας GSM (24), όπως έχει τροποποιηθεί (25). Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του διατάγματος αυτού προβλέπει π.χ. ότι οι επιχειρήσεις που κατέχουν γενική άδεια οφείλουν να καταβάλλουν ετησίως αφενός ένα τέλος ύψους 10 000 000 BEF (δηλαδή 247 893,52 ευρώ) για την κάλυψη των «δαπανών για τη διαχείριση της άδειας» και αφετέρου ένα τέλος ύψους 1 000 000 BEF (δηλαδή 24 789,35 ευρώ) για τις «δαπάνες διαθεσιμότητας των συχνοτήτων». Επιπλέον, το άρθρο 15 bis του βασιλικού διατάγματος προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις που είναι κάτοχοι γενικής άδειας οφείλουν να συμβάλλουν οικονομικά σε ένα Ταμείο Καθολικής Υπηρεσίας στον Τομέα των Τηλεπικοινωνιών, σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.

32.   Κατά συνέπεια, τα επίδικα τέλη δεν ανήκουν στις κατηγορίες των επιτρεπόμενων χρηματικών επιβαρύνσεων που προβλέπει η οδηγία 97/13.

33.   Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υποστήριξε πάντως ότι τα επίδικα τέλη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τέλη προοριζόμενα να διασφαλίσουν τη βέλτιστη δυνατή χρήση «πόρων εν ανεπαρκεία» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, οι οποίοι εν προκειμένω θα συνίσταντο στις κεραίες μετάδοσης για το GSM.

34.   Φρονώ ότι η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η έννοια «πόροι εν ανεπαρκεία» χρησιμοποιείται στην οδηγία 97/13 για να δηλώσει άλλα κυρίως στοιχεία, π.χ. τους διαθέσιμους αριθμούς τηλεφώνου ή, όπως στο βασιλικό διάταγμα, τις ραδιοσυχνότητες (26), δεν αμφισβητείται ότι εν προκειμένω τα επίδικα τέλη δεν επιβλήθηκαν για να διασφαλίσουν ότι οι διάφοροι φορείς κινητής τηλεφωνίας θα μοιράζονται τις κεραίες μετάδοσης για το GSM. Όπως είδαμε ήδη, ο κύριος σκοπός της επιβολής των τελών αυτών ήταν η πραγματοποίηση φορολογικών εσόδων και ο δευτερεύων η αντιστάθμιση των αρνητικών συνεπειών που έχει από αισθητική και περιβαλλοντική άποψη η παρουσία των κεραιών αυτών.

35.   Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή υποστήριξε επίσης ότι η λύση που δόθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Albacom και Infostrada δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω. Υπενθύμισε ότι τα άρθρα 6 και 11 της οδηγίας 97/13 έχουν εφαρμογή μόνο στα τέλη που επιβάλλονται «στα πλαίσια των διαδικασιών χορήγησης αδειών» και ότι στην υπόθεση που αφορούσε η απόφαση εκείνη υπήρχε άμεση σχέση μεταξύ της κατοχής της άδειας και της επίμαχης εισφοράς, η οποία επιβαλλόταν στις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών για τον λόγο και μόνο ότι ήσαν κάτοχοι άδειας. Κατά την Επιτροπή όμως, εν προκειμένω δεν υπάρχει τέτοια σχέση, αφού το επίδικο τέλος δεν οφείλεται από τον κάτοχο της άδειας, αλλά από τον κύριο της κεραίας.

36.   Συμφωνώ με τη Mobistar ότι η συλλογιστική αυτή είναι υπερβολικά τυπολατρική. Συγκεκριμένα, είναι προφανές ότι, στην πράξη, όσοι έχουν την κυριότητα των κεραιών μετάδοσης GSM είναι επίσης κάτοχοι ειδικής ή γενικής άδειας κατά την έννοια της οδηγίας 97/13. Η Επιτροπή εξάλλου δεν παρέθεσε κανένα παράδειγμα περίπτωσης στην οποία η υποδομή κινητής τηλεφωνίας να ανήκει σε πρόσωπο που να μην έχει άδεια δημιουργίας και εκμετάλλευσης δικτύου κινητής τηλεφωνίας βάσει γενικής ή ειδικής άδειας.

37.   Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η διατήρηση σε ισχύ των επίδικων τελών αντιβαίνει στις διατάξεις της οδηγίας 97/13.

Β – Επί των άρθρων 49 ΕΚ και 3γ της οδηγίας

38.   Με βάση τα δεδομένα αυτά, τα ερωτήματα του Conseil d’État ως προς την ερμηνεία των άρθρων 49 ΕΚ και 3γ της οδηγίας δεν έχουν πλέον αντικείμενο.

V –    Πρόταση

39.   Κατόπιν των παραπάνω σκέψεων, προτείνω επομένως στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στις αιτήσεις του Conseil d’État για την έκδοση προδικαστικής απόφασης:

«Οι διατάξεις της οδηγίας 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, και ειδικότερα το άρθρο 11, έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτές η κανονιστική ρύθμιση δημοτικής αρχής που προβλέπει την επιβολή ετήσιου τέλους για τις υποδομές κινητής και προσωπικής επικοινωνίας, όταν ο κύριος της υποδομής είναι κάτοχος άδειας κατά την έννοια των διατάξεων αυτών.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 192, σ. 10.


3 – Οδηγία 96/2/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά τις κινητές και προσωπικές επικοινωνίες (ΕΕ L 20, σ. 59).


4 – Οδηγία 94/46/ ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 1994 (ΕΕ L 268, σ. 15).


5 – Οδηγία 96/2.


6 – Οδηγία 96/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό (ΕΕ L 74, σ. 13). Η οδηγία 90/388 τροποποιήθηκε επίσης με την οδηγία 95/51/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 1995, ως προς την κατάργηση των περιορισμών στη χρήση των καλωδιακών τηλεοπτικών δικτύων για την παροχή ήδη ελευθερωμένων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 256, σ. 49), και με την οδηγία 1999/64/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 1999, προκειμένου να εξασφαλισθεί ο νομικός διαχωρισμός της παροχής δικτύων τηλεπικοινωνιών από την παροχή δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης που ανήκουν στον ίδιο φορέα (ΕΕ L 175, σ. 39).


7 – Πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/2.


8 – Όπ.π.


9 – ΕΕ L 249, σ. 21.


10 – ΕΕ L 117, σ. 15. Σύμφωνα με το άρθρο 25 της οδηγίας 97/13, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την εν λόγω οδηγία «το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο έως 31 Δεκεμβρίου 1997». Για το διάστημα μεταξύ της έναρξης της ισχύος της οδηγίας αυτής στις 27 Μαΐου 1997 και της λήξης της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο στις 31 Δεκεμβρίου 1997 υπενθυμίζω απλώς ότι, κατά τη νομολογία, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, «να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά το επιδιωκόμενο από την οδηγία […] αποτέλεσμα» (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-129/96, Inter-Environnement Wallonie, Συλλογή 1997, σ. I-7411, σκέψη 45).


11 – Πρώτη, τρίτη και πέμπτη αιτιολογική σκέψη.


12 – Πέμπτη αιτιολογική σκέψη.


13 – Δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη.


14 – Από τη δικογραφία προκύπτει ότι στη Mobistar και στην Belgacom Mobile χορηγήθηκε από τον Υπουργό Τηλεπικοινωνιών ειδική άδεια για τη δημιουργία και εκμετάλλευση δικτύου GSM στο Βέλγιο: η άδεια αυτή χορηγήθηκε στη Mobistar στις 27 Νοεμβρίου 1995 (βλ. τις γραπτές παρατηρήσεις της Mobistar, σημείο 3) και στην Belgacom Mobile στις 2 Ιουλίου 1996 (βλ. τις γραπτές παρατηρήσεις της Belgacom Mobile, σημείο 1, και το βασιλικό διάταγμα της 2ας Ιουλίου 1996, με το οποίο χορηγήθηκε στην εταιρία Belgacom Mobile άδεια για την εκμετάλλευση δικτύου κινητής τηλεφωνίας GSM και το οποίο αποτελεί το παράρτημα 1 των εν λόγω παρατηρήσεων).


15 – Το Δικαστήριο δέχεται κατά πάγια νομολογία ότι, για να δώσει χρήσιμη απάντηση στο εθνικό δικαστήριο που του έχει υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, ενδέχεται να πρέπει να λάβει υπόψη του διατάξεις του κοινοτικού δικαίου στις οποίες δεν έχει αναφερθεί το εθνικό αυτό δικαστήριο με το ερώτημά του (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1986, 35/85, Tissier, Συλλογή 1986, σ. 1207, σκέψη 9, της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-107/98, Teckal, Συλλογή 1999, σ. I-8121, σκέψη 39, της 16ης Ιανουαρίου 2003, C-265/01, Pansard κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-683, σκέψη 19, και της 22ας Ιανουαρίου 2004, C-271/01, COPPI, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27).


16 – Συλλογή 2003, σ. I-9449.


17 – Επρόκειτο για το άρθρο 20, παράγραφος 2, του νόμου 448, της 23ης Δεκεμβρίου 1998, περί δημοσιονομικών μέτρων σταθεροποιήσεως και αναπτύξεως (δημοσιονομικός νόμος του 1999) (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 302, της 29ης Δεκεμβρίου 1998, σ. 5).


18 – Προπαρατεθείσα απόφαση Albacom και Infostrada (σκέψεις 24 έως 28).


19 – Όπ.π., σκέψεις 31 και 32.


20 – Όπ.π., σκέψεις 33 και 34.


21 – Όπ.π., σκέψη 38. Βλ. επίσης επ’ αυτού τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στην ίδια υπόθεση (σκέψη 52).


22 – Προπαρατεθείσα απόφαση Albacom και Infostrada (σκέψεις 35 έως 37).


23 – Βλ. τις γραπτές παρατηρήσεις του δήμου του Schaerbeek (σ. 14 έως 17) και τις γραπτές παρατηρήσεις του δήμου του Fléron (σ. 8).


24 – Moniteurbelge [βελγική Εφημερίδα της Κυβέρνησης] της 8ης Απριλίου 1995, στο εξής: βασιλικό διάταγμα.


25 – Βλ. το παράρτημα 2 των γραπτών παρατηρήσεων της Belgacom Mobile.


26 – Βλ. συναφώς τα σημεία 29 έως 32 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στις υποθέσεις C-327/03 και C-328/03, ISIS Multimedia Net και Firma O2, οι οποίες εκκρεμούν ακόμη ενώπιον του Δικαστηρίου.