Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

CHRISTINE STIX-HACKL

της 14ης Ιουλίου 2005 1(1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-266/04 έως C-270/04, C-276/04 και C-321/04 έως C-325/04

Nazairdis SAS (C-266/04)

Jaceli SA (C-267/04)

Komogo SA (C-268/04)

Tout pour la maison SARL (C-269/04)

Distribution Casino France SAS (C-270/04)

Bricorama France SAS (C-276/04)

Distribution Casino France 3 SAS (C-321/04)

Société Casino France, διάδοχος της SA IMQEF, διαδόχου της SA JUDIS (C-322/04)

Dechrist Holding SA (C-323/04)

Komogo SA (C-324/04)

Tout pour la maison SARL (C-325/04)

κατά

Caisse Nationale de l’Organisation Autonome d’Assurance Vieillesse des Travailleurs non salariés des Professions Industrielles et Commerciales (Organic)

[αιτήσεις του Tribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Étienne (C-266/04 έως C-270/04 και C-276/04) και του Cour d’appel de Lyon (C-321/04 έως C-325/04) (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]





«Άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ – Φόρος επιβαλλόμενος με βάση την επιφάνεια των χώρων πωλήσεως – Διάθεση του προϊόντος του φόρου»


Περιεχόμενα


I –   Εισαγωγή

II – Εθνικό νομικό πλαίσιο

Α –   Ο φόρος για την υποστήριξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας

Β –   Η διάθεση του προϊόντος του φόρου

1.     Η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως

2.     Οι λοιποί τρόποι διαθέσεως του TACA

α)     Διάθεση υπέρ του Fisac

β)     Διάθεση υπέρ των βασικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιοτεχνία και των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιομηχανία και στο εμπόριο

γ)     Διάθεση υπέρ της CPDC

III – Οι διαφορές των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

IV – Ανάλυση

Α –   Προκριματικές παρατηρήσεις επί του παραδεκτού των αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

Β –   Επί της μη υποβολής ορισμένων εμπορικών καταστημάτων λιανικής πωλήσεως στον φόρο

1.     Ουσιώδες του ερωτήματος όσον αφορά τη διαφορά των κυρίων δικών

2.     Επικουρικώς: χαρακτηρισμός της μη υποβολής ορισμένων εμπορικών καταστημάτων στον φόρο

Γ        Επί της υπάρξεως αναγκαστικής σχέσεως προς το προϊόν του TACA

1.     Απάντηση των διαδίκων στην έγγραφη ερώτηση του Δικαστηρίου

2.     Νομική εκτίμηση

α)     Νομολογιακό πλαίσιο

β)     Νομική ανάλυση

Δ –   Επί των διαφόρων παρεμβάσεων στη χρηματοδότηση των οποίων συμβάλλει ο επίδικος φόρος

1.     Κύρια επιχειρήματα των ενδιαφερομένων

2.     Νομική εκτίμηση

α)     Νομολογιακό πλαίσιο

β)     Επί του συστήματος της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως

γ)     Επί της συμπληρωματικής επιχορηγήσεως προς τα συστήματα ασφαλίσεως γήρατος

δ)     Επί των κατ’ ιδίαν μέτρων που χορηγούν το Fisac και η CPDC

V –   Πρόταση

I –    Εισαγωγή

1.     Οι αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών κατά τις οποίες τέθηκε υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα του γαλλικού φόρου για την υποστήριξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας.

II – Εθνικό νομικό πλαίσιο

 Α –       Ο φόρος για την υποστήριξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας

2.     Κατά το άρθρο 1 του νόμου 72-657, της 13ης Ιουλίου 1972, περί θεσπίσεως μέτρων υπέρ ορισμένων κατηγοριών ηλικιωμένων εμπόρων και βιοτεχνών (2), «θεσπίζονται […] μέτρα υποστηρίξεως υπέρ των εν ενεργεία ή συνταξιούχων ασφαλισμένων στα συστήματα ασφαλίσεως γήρατος των απασχολουμένων στη βιοτεχνία, στη βιομηχανία και στο εμπόριο».

3.     Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 72-657, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 94-1162, της 29ης Δεκεμβρίου 1994, περί θεσπίσεως δημοσιονομικού νόμου για το 1995 (στο εξής: νόμος 72-657) (3), καθιέρωσε έναν φόρο για την υποστήριξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας (taxe d’aide au commerce et à l’artisanat, στο εξής: TACA).

4.     Ο TACA είναι φόρος με προοδευτικό συντελεστή, ο οποίος πλήττει άμεσα τα εγκατεστημένα στη Γαλλία καταστήματα λιανικής πωλήσεως τα οποία διαθέτουν επιφάνεια πωλήσεως άνω των 400 m² και πραγματοποιούν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 460 000 ευρώ. Οι φορολογικοί συντελεστές αυξάνουν προοδευτικά με βάση το ποσό του ετησίου κύκλου εργασιών ανά m².

5.     Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της ένδικης διαφοράς, τον TACA εισέπραττε το Caisse nationale de l’organisation autonome d’assurance vieillesse des professions industrielles et commerciales (Εθνικό ταμείο αυτοτελούς οργανώσεως της ασφαλίσεως γήρατος των απασχολουμένων στη βιομηχανία και στο εμπόριο, στο εξής: ταμείο Organic).

 Β –       Η διάθεση του προϊόντος του φόρου

1.      Η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως

6.     Σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 10 του νόμου 72-657, το προϊόν του TACA προορίζεται για τη χρηματοδότηση ενός ειδικού αντισταθμιστικού βοηθήματος υπέρ ορισμένων εμπόρων και βιοτεχνών οσάκις παύουν οριστικώς κάθε δραστηριότητα μετά την ηλικία των εξήντα ετών, υπό την προϋπόθεση ότι οι πόροι τους δεν υπερβαίνουν ορισμένο όριο.

7.     Το άρθρο 106 του νόμου 81-1160, της 30ής Δεκεμβρίου 1981, περί δημοσιονομικού νόμου για το 1982, που κατόπιν τροποποιήθηκε με τον νόμο 95-95, της 1ης Φεβρουαρίου 1995, και με τον νόμο 2002-1575, της 30ής Δεκεμβρίου 2002, αντικατέστησε αυτό το ειδικό αντισταθμιστικό βοήθημα με μια αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως. Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:

«Οι έμποροι και οι βιοτέχνες που είναι ασφαλισμένοι επί δεκαπέντε έτη τουλάχιστον στα συστήματα ασφαλίσεως γήρατος των απασχολουμένων στη βιοτεχνία, στη βιομηχανία και στο εμπόριο μπορούν να τύχουν κατόπιν αιτήματός τους, αν οι πόροι τους δεν υπερβαίνουν ένα καθοριζόμενο με διάταγμα όριο, βοηθήματος καταβαλλομένου από τα ανωτέρω ασφαλιστικά ταμεία μετά τη συμπλήρωση:

a.      του εξηκοστού έτους της ηλικίας τους, οσάκις παύουν οριστικώς κάθε δραστηριότητα·

b.      του πεντηκοστού εβδόμου έτους της ηλικίας τους, εφόσον αποδεικνύουν ότι δεν τυγχάνουν του προσωπικού πλεονεκτήματος της αμέσου συνταξιοδοτήσεως, οσάκις η παύση της δραστηριότητάς τους, χωρίς να θίγει την κάλυψη των αναγκών του τοπικού πληθυσμού, επέρχεται:

–      είτε κατόπιν συλλογικού μέτρου προβλεπόμενου στο άρθρο 4 του νόμου 89-1008, της 31ης Δεκεμβρίου 1989, περί της αναπτύξεως των εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων και της βελτιώσεως του οικονομικού, νομικού και κοινωνικού τους περιβάλλοντος·

–      είτε κατόπιν μέτρων αναδιαρθρώσεως του εμπορίου και της βιοτεχνίας που λαμβάνει το κράτος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του νόμου 82-653, της 29ης Ιουλίου 1982, περί μεταρρυθμίσεως του σχεδιασμού.

Ο έμπορος ή ο βιοτέχνης ο οποίος πάσχει από αναπηρία που τον καθιστά οριστικώς ανίκανο να συνεχίσει τη δραστηριότητά του απαλλάσσεται από την προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιο προϋπόθεση συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας.

[…]»

8.     Το διάταγμα 82-307, της 2ας Απριλίου 1982, καθορίζει τους όρους χορηγήσεως της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως. Το διάταγμα αυτό τέθηκε σε εφαρμογή με την υπουργική απόφαση της 13ης Αυγούστου 1996 (4). Το άρθρο 10 της υπουργικής αποφάσεως, όπως τροποποιήθηκε με την υπουργική απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2001, περί προσαρμογής σε ευρώ ορισμένων ποσών εκφρασμένων σε φράγκα (5), διευκρινίζει ότι «το ποσό της αποζημιώσεως πρέπει να κυμαίνεται από 3 140 ευρώ μέχρι 18 820 ευρώ για μια οικογένεια και από 2 020 ευρώ μέχρι 12 100 ευρώ για ένα άτομο χωρίς οικογένεια».

2.      Οι λοιποί τρόποι διαθέσεως του TACA

9.     Από τη θέσπιση του TACA, το προϊόν αυτού αυξήθηκε σημαντικά λόγω της αναπτύξεως του μεριδίου αγοράς της ευρείας διανομής και της αυξήσεως του εμβαδού των εμπορικών εγκαταστάσεων στη γαλλική επικράτεια. Έτσι, το άρθρο του νόμου 89-1008, της 31ης Δεκεμβρίου 1989, περί της αναπτύξεως των εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40-I του νόμου 96-1160, της 27ης Δεκεμβρίου 1996, περί χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως για το 1997, ορίζει τα εξής:

«Ο οργανισμός που έχει επιφορτισθεί με την είσπραξη του [TACA] εξουσιοδοτείται να διαθέτει το πλεόνασμα του προϊόντος του φόρου αυτού για συλλογικά μέτρα σκοπούντα στη διαφύλαξη της δραστηριότητας των εμπόρων σε τομείς που έχουν πληγεί από κοινωνικές ανακατατάξεις κατόπιν της εξελίξεως του εμπορίου, σε μέτρα που ευνοούν τη μεταβίβαση ή την αναδιάρθρωση εμπορικών ή βιοτεχνικών επιχειρήσεων και τη χρηματοδότηση των βασικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος των απασχολουμένων στη βιοτεχνία, στη βιομηχανία και στο εμπόριο.»

10.   Έτσι, το πλεόνασμα του προϊόντος του TACA διατέθηκε υπέρ του Fonds d’intervention pour la sauvegarde de l’artisanat et du commerce (Ταμείο επεμβάσεως για τη διαφύλαξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου, στο εξής: Fisac), υπέρ των βασικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιοτεχνία και των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιομηχανία και στο εμπόριο και υπέρ της comité professionnel de la distribution des carburants (επαγγελματικής επιτροπής της διανομής καυσίμων, στο εξής: CPDC).

 α)     Διάθεση υπέρ του Fisac

11.   Το άρθρο 2 του διατάγματος 95-1140, της 27ης Οκτωβρίου 1995, περί της διαθέσεως του πλεονάσματος του προϊόντος του φόρου για την υποστήριξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας (6), προβλέπει ότι μέρος του πλεονάσματος του προϊόντος του TACA τροφοδοτεί έναν ειδικό λογαριασμό του Fisac.

12.   Σύμφωνα με το άρθρο 1 του διατάγματος 95-1140, το Fisac χρηματοδοτεί, αφενός, συλλογικά μέτρα τα οποία έχουν ως σκοπό να ευνοήσουν τη διατήρηση και την προσαρμογή του εμπορίου και της βιοτεχνίας προς διαφύλαξη της εμπορικής ζωής σε γεωγραφικούς ή επαγγελματικούς τομείς και της εξυπηρετήσεως από κοντινά καταστήματα, η οποία ευνοεί την κοινωνική ζωή, και, αφετέρου, μέτρα μεταβιβάσεως και αναδιαρθρώσεως προοριζόμενα για τις εμπορικές και τις βιοτεχνικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν ετήσιους κύκλους εργασιών χαμηλότερους από τα ποσά που καθορίζονται με απόφαση του αρμοδίου για το εμπόριο και τη βιοτεχνία υπουργού.

13.   Δυνάμει του άρθρου 8 του διατάγματος 95-1140, «οι αποφάσεις [περί χορηγήσεως των ενισχύσεων] λαμβάνονται από τον αρμόδιο για το εμπόριο και τη βιοτεχνία υπουργό κατόπιν γνωμοδοτήσεως [μιας] επιτροπής» η οποία συστάθηκε με το εν λόγω διάταγμα.

 β)     Διάθεση υπέρ των βασικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιοτεχνία και των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιομηχανία και στο εμπόριο

14.   Το άρθρο 40-II του νόμου 96-1160, της 27ης Δεκεμβρίου 1996, περί χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως για το 1997, συμπλήρωσε το άρθρο L. 633-9 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως με μια παράγραφο 6, η οποία προβλέπει ότι ένα κλάσμα του προϊόντος του TACA διατίθεται για τη χρηματοδότηση των βασικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιοτεχνία και των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιομηχανία και στο εμπόριο. Το ποσό του κατανέμεται, ανάλογα με το λογιστικό τους έλλειμμα, μεταξύ του ταμείου Organic και του Caisse nationale d’assurance vieillesse des artisans (Εθνικού ταμείου ασφαλίσεως γήρατος των βιοτεχνών, στο εξής: ταμείο Cancava).

15.   Το ποσό του TACA που διατίθεται για τη χρηματοδότηση των εν λόγω ασφαλιστικών συστημάτων καθορίζεται, ετησίως, με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας και του Υπουργού Απασχολήσεως και Αλληλεγγύης.

16.   Αυτός ο μηχανισμός χρηματοδοτήσεως των βασικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος καταργήθηκε με το άρθρο 35-IV του νόμου 2002-1575, περί δημοσιονομικού νόμου για το 2003.

 γ)     Διάθεση υπέρ της CPDC

17.   Η CPDC δημιουργήθηκε με το διάταγμα 91-284, της 19ης Μαρτίου 1991 (7). Σύμφωνα με το άρθρο 2 του διατάγματος 91-284, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του διατάγματος 98-132, της 2ας Μαρτίου 1998 (8), έχει ανατεθεί στην CPDC:

«1.      Η κατάρτιση και η εφαρμογή προγραμμάτων δράσεως με σκοπό την διευθέτηση του δικτύου διανομής των καυσίμων, τη βελτίωση της αποδοτικότητάς του, τον εκσυγχρονισμό των συνθηκών του εμπορίας και διαχειρίσεως και τη διατήρηση μιας ισορροπημένης εξυπηρετήσεως του συνόλου της εθνικής επικρατείας.

2.      Να προσφέρει τη συνδρομή της στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις προκειμένου να τις διευκολύνει στην υλοποίηση των καταρτισθέντων προγραμμάτων και να πραγματοποιεί προς τούτο κάθε χρήσιμη μελέτη.

3.      Να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που μπορούν να συντελέσουν στην υλοποίηση των προαναφερθέντων σκοπών και να τις διαδώσει στο οικείο επάγγελμα.»

18.   Τα άρθρα 4 επ. του διατάγματος 91-284 διευκρινίζουν ότι οι αποφάσεις της CPDC λαμβάνονται από το διοικητικό συμβούλιο της CPDC, ότι γνωστοποιούνται στον επίτροπο της κυβερνήσεως και στον ελεγκτή του Δημοσίου και ότι καθίστανται εκτελεστές αν κανένας από τους δύο δεν προβάλει βέτο εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών.

19.   Το άρθρο 1 του διατάγματος 98-132 ενίσχυσε τους πόρους της CPDC συμπληρώνοντας τα έσοδά της με μέρος του πλεονάσματος του TACA. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «μια κοινή απόφαση του αρμοδίου για τη βιομηχανία υπουργού, του αρμοδίου για το εμπόριο και τη βιοτεχνία υπουργού και του αρμοδίου για τον προϋπολογισμό υπουργού καθορίζει ετησίως το ανώτατο όριο των πόρων που διατίθενται στο πλαίσιο αυτό για την comité professionnel de la distribution de carburants».

20.   Η Επιτροπή επέτρεψε την ενίσχυση των πόρων της CPDC με την απόφαση N 294/97, της 18ης Ιουνίου 1997, όσον αφορά το διάστημα από το 1997 έως το 2000, για έναν προϋπολογισμό 60 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (FRF, περίπου 9 147 000 ευρώ) (9).

III – Οι διαφορές των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

21.   Στις 11 Απριλίου 2001, καθεμία από τις ενάγουσες των υποθέσεων C-321/04 έως C-325/04 άσκησε αγωγή κατά του ταμείου Organic ενώπιον του Tribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Étienne. Οι αγωγές αυτές σκοπούσαν στην επιστροφή των ποσών που οι εν λόγω εταιρίες είχαν καταβάλει ως TACA κατά τα έτη 1999 και/ή 2000. Οι ενάγουσες φρονούσαν ότι ο TACA είχε θεσπισθεί κατά παράβαση των άρθρων 87, παράγραφος 1, και 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

22.   Με αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2003, το Tribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Étienne απέρριψε τις αγωγές αυτές. Οι εν λόγω ενάγουσες των κυρίων δικών άσκησαν τότε έφεση ενώπιον του Cour d’appel de Lyon.

23.   Στις 7 Απριλίου 2003, η ενάγουσα της κύριας δίκης στην υπόθεση C-276/04 άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Étienne κατά του ταμείου Organic, προκειμένου να επιτύχει την επιστροφή των ποσών που είχε καταβάλει ως TACA για τα έτη 2000 έως 2002.

24.   Στις 11 Απριλίου 2003, οι ενάγουσες των κυρίων δικών στις υποθέσεις C-266/04 έως C-270/04 άσκησαν ενώπιον του ίδιου εθνικού δικαστηρίου πέντε αυτοτελείς αγωγές κατά του ταμείου Organic, προκειμένου να επιτύχουν την επιστροφή των ποσών που είχαν καταβάλει ως TACA για το 2001.

25.   Τα αιτούντα δικαστήρια στις υπό κρίση υποθέσεις διερωτώνται αν ο TACA θεσπίστηκε κατά παράβαση των άρθρων 87, παράγραφος 1, ΕΚ και 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ.

26.   Έτσι, το Cour d’appel de Lyon, με διατάξεις της 24ης Φεβρουαρίου 2004, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και ζήτησε από το Δικαστήριο να «αποφανθεί αν ο καταβαλλόμενος από [τις ενάγουσες των υποθέσεων C-321/04 έως C-325/04 TACA] χαρακτηρίζεται ή όχι κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ».

27.   Με διατάξεις της 5ης Απριλίου 2004, το Tribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Étienne αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C-266/04 έως C-270/04 και C-276/04:

«[Έχει] το άρθρο 87 ΕΚ […] την έννοια ότι οι συνδρομές που καταβάλλει το Δημόσιο στη Γαλλία, στο πλαίσιο της CPDC (Comité Professionnel de la Distribution des Carburants), του Fisac (Fonds d’Intervention pour la Sauvegarde de l’Artisanat et du Commerce), του βοηθήματος λόγω αποχωρήσεως από την εργασία των βιοτεχνών και των εμπόρων και της χρηματοδοτήσεως του συστήματος ασφαλίσεως γήρατος των μη μισθωτών που απασχολούνται στη βιομηχανία και στο εμπόριο και των μη μισθωτών που απασχολούνται στη βιοτεχνία, συνιστούν συστήματα κρατικών ενισχύσεων;»

IV – Ανάλυση

28.   Από τις γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν, ιδίως από την Επιτροπή, από τις ενάγουσες των κυρίων δικών και από τη Γαλλική Κυβέρνηση προκύπτει ότι δύο είδη μέτρων μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στις υπό κρίση υποθέσεις. Πρόκειται, αφενός, περί της μη υποβολής στον TACA ορισμένων εμπορικών καταστημάτων λιανικής πωλήσεως και, αφετέρου, περί των διαφόρων μέτρων που χρηματοδοτούνται από το προϊόν του TACA. Κατ’ αρχάς, πρέπει ωστόσο να τεθεί το ερώτημα αν είναι παραδεκτές οι δύο σειρές αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

 Α –         Προκριματικές παρατηρήσεις επί του παραδεκτού των αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

29.   Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2001, όλες οι ανωτέρω υποθέσεις ενώθηκαν προς διευκόλυνση της διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

30.   Πρέπει πρώτα απ’ όλα να διευκρινισθεί ότι και το Cour de cassation (Γαλλία) υπέβαλε αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως όσον αφορά τον TACA (10). Η διαδικασία επί της υποθέσεως αυτής ανεστάλη μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί των υπό κρίση υποθέσεων.

31.   Το παραδεκτό των αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση κατά την έγγραφη διαδικασία. Εντούτοις, παρατηρώ ότι ούτε οι διατάξεις περί παραπομπής του Τribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Étienne ούτε αυτές του Cour d’appel de Lyon καθιστούν αντιληπτό το αληθές περιεχόμενο των σχετικών με τις εν λόγω διατάξεις του εθνικού δικαίου ζητημάτων κοινοτικού δικαίου, δεδομένου ότι το Τribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Étienne, αφενός, δεν παρέχει καμία διευκρίνιση επί των διατάξεων αυτών και περιορίζεται, με τα προδικαστικά ερωτήματα, στην επίκληση ορισμένων τρόπων διαθέσεως του προϊόντος του επιδίκου φόρου και ότι το Cour d’appel de Lyon, αφετέρου, δεν διευκρινίζει πώς διατίθεται το προϊόν του επιμάχου φόρου. Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον από τον συνδυασμό των διατάξεων περί παραπομπής των δύο εθνικών δικαστηρίων μπορεί να γίνει επαρκώς αντιληπτό το εθνικό πλαίσιο.

32.   Συναφώς, πρέπει πάντως να υπομνησθεί ότι, κατά παγία νομολογία, τα στοιχεία που πρέπει να περιέχονται στις διατάξεις περί παραπομπής «δεν χρησιμεύουν απλώς στο να επιτρέπουν στο Δικαστήριο να δίδει χρήσιμες απαντήσεις, αλλά και στο να παρέχουν τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις των κρατών μελών καθώς και στους λοιπούς ενδιαφερομένους διαδίκους να καταθέτουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οργανισμού του Δικαστηρίου» (11). Υπό το πρίσμα της αρχής αυτής, οι διατάξεις περί παραπομπής του Τribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Étienne φαίνονται υπερβολικά σύντομες, δεδομένου ότι ουδόλως παρουσιάζουν τις επίμαχες εθνικές διατάξεις. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να γίνει παραπομπή στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι ή η Γαλλική Κυβέρνηση, κατά το μέτρο που οι κυβερνήσεις των άλλων κρατών μελών δεν τις είχαν στη διάθεσή τους κατά τον χρόνο της καταρτίσεως των δικών τους ενδεχομένων παρατηρήσεων.

33.   Αυτές οι ανεπάρκειες των αποφάσεων περί παραπομπής πρέπει να επισημανθούν, παρά ταύτα όμως δεν συνιστούν εμπόδιο, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της συνεκδικάσεως των υποθέσεων με εκείνες που εκκρεμούν κατόπιν των αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του Cour d’appel de Lyon, στην εκ μέρους του Δικαστηρίου παροχή χρήσιμων απαντήσεων στα εθνικά δικαστήρια.

 Επί της μη υποβολής ορισμένων εμπορικών καταστημάτων λιανικής πωλήσεως στον φόρο

1.      Ουσιώδες του ερωτήματος όσον αφορά τη διαφορά των κυρίων δικών

34.   Όσον αφορά το ζήτημα αν η μη υποβολή ορισμένων εμπορικών καταστημάτων στον TACA συνιστά κρατική ενίσχυση, αμφιβάλλω αν η διερεύνησή του ασκεί επιρροή, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου των διαφορών των κυρίων δικών. Συγκεκριμένα, αυτές έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις επιστροφής ποσών καταβληθέντων ως TACA από τα μεγάλα καταστήματα. Αν η απαλλαγή της οποίας τυγχάνουν ορισμένα εμπορικά καταστήματα συνιστούσε κρατική ενίσχυση, τα καταστήματα αυτά θα έπρεπε, ως λήπτες της ενισχύσεως, να την επιστρέψουν. Συνεπώς, ο ενδεχόμενος χαρακτηρισμός της απαλλαγής ως κρατικής ενισχύσεως δεν θα ασκούσε επιρροή επί της νομιμότητας της επιβολής του TACA. Επομένως, δεν κρίνω σκόπιμο να δώσει το Δικαστήριο απάντηση στο πρώτο αυτό σκέλος.

35.   Νομίζω ότι ο σύνδεσμος τον οποίον επιδιώκουν να θεμελιώσουν οι ενάγουσες των κυρίων δικών μεταξύ της μη υποβολής ορισμένων καταστημάτων στον φόρο και του κύρους της υποβολής των ιδίων στον φόρο οφείλεται σε σύγχυση την οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει μια υπερβολικά κατά γράμμα ερμηνεία της νομολογίας του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι μια φορολογική απαλλαγή ή μια απαλλαγή από ασφαλιστικές εισφορές μπορεί να αποτελεί ενίσχυση υπό την έννοια της Συνθήκης, αν αναλύεται ως μέτρο που συνιστά παρέκκλιση, ως εκ της καθαυτό φύσεώς του, σε σχέση με την οικονομία του γενικού συστήματος εντός του οποίου εντάσσεται (12), αφετέρου, ότι «ο τρόπος χρηματοδοτήσεως μιας ενίσχυσης μπορεί να καταστήσει ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά το σύνολο του συστήματος ενισχύσεων. Επομένως, η εξέταση μιας ενίσχυσης δεν μπορεί να διαχωρισθεί από τα αποτελέσματα του τρόπου χρηματοδοτήσεώς της […] Αντιθέτως, όταν η Επιτροπή εξετάζει ένα μέτρο ενίσχυσης οφείλει να λαμβάνει επίσης υπόψη τον τρόπο χρηματοδοτήσεως της ενίσχυσης στην περίπτωση που αυτός αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μέτρου» (13). Κατά τη γνώμη μου, ο συνδυασμός των αποφάσεων αυτών δεν μπορεί να θεμελιώσει τον ισχυρισμό ότι μια απαλλαγή –ως τρόπος χρηματοδοτήσεως της ενισχύσεως– πρέπει να θεωρείται συστηματικά ως αναπόσπαστο τμήμα ενός μέτρου ενισχύσεως.

36.   Συναφώς, παραθέτω την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2005, C-174/02, Streekgewest Westelijk Noord-Brabant (14), με την οποία το Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν υπάρχει αναγκαστική σχέση μεταξύ ενός φόρου και της χρηματοδοτήσεως μιας απαλλαγής από τον φόρο. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «το προϊόν αυτού του φόρου δεν επηρεάζει καθόλου το ύψος της ενισχύσεως. Πράγματι, η εφαρμογή της φορολογικής απαλλαγής και η έκτασή της δεν εξαρτώνται από το προϊόν του εν λόγω φόρου».

37.   Οι ενάγουσες των κυρίων δικών ισχυρίστηκαν κατά την προφορική διαδικασία ότι η υπόθεση εκείνη δεν μπορεί να είναι καθοριστική εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη όλων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών στοιχείων της. Επισήμαναν συναφώς ότι επρόκειτο περί γενικής φορολογικής ρυθμίσεως με αντικείμενο την προστασία του περιβάλλοντος, την κατάθεση του προϊόντος του φόρου στο Δημόσιο Ταμείο, την έλλειψη ανταγωνιστικής σχέσεως μεταξύ των υποκειμένων στον φόρο και των απαλλασσομένων επιχειρηματιών και την έλλειψη άμεσης και αδιάσπαστης σχέσεως μεταξύ του φόρου και ενός συγκεκριμένου τρόπου διαθέσεώς του, ενώ, στην υπό κρίση υπόθεση, πρόκειται περί ειδικής φορολογικής ρυθμίσεως, το προϊόν της οποίας δεν διατέθηκε στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους κατά τον κρίσιμο χρόνο. Επιπλέον, το προϊόν του TACA διατίθεται για θετικά μέτρα υπέρ των ανταγωνιστών των εναγουσών εταιριών και υπάρχει άμεση και αδιάσπαστη σχέση μεταξύ του φόρου και της ενισχύσεως που προκύπτει από απαλλαγές.

38.   Δεν αρνούμαι τις διαφορές μεταξύ του φορολογικού μέτρου επί του οποίου εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Streekgewest Westelijk Noord-Brabant, και του TACA, αλλά παραμένει γεγονός ότι αν οι απαλλαγές που προβλέπει η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση θεωρηθούν ενισχύσεις, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν συνάγεται εντεύθεν ότι οι ενάγουσες μπορούν νομίμως να αρνηθούν την καταβολή του TACA. Συγκεκριμένα, οσάκις μια ενίσχυση συνίσταται σε απαλλαγή από τον φόρο υπέρ ορισμένων υποκειμένων στον φόρο, δεν είναι παράνομη, βάση των άρθρων 87 επ. ΕΚ, η επιβολή του φόρου, αλλά το γεγονός ότι ορισμένοι επιχειρηματίες έχουν απαλλαγεί από αυτόν. Επομένως, θεωρώ ότι, ανεξαρτήτως των διαφορών μεταξύ του επιμάχου στην προπαρατεθείσα απόφαση φορολογικού μέτρου και του TACA, η απόφαση αυτή διατύπωσε μια γενική αρχή κατά την οποία δεν υπάρχει επαρκής σχέση μεταξύ του φόρου και του μέτρου ενισχύσεως υπό τη μορφή απαλλαγής. Εν προκειμένω, ακόμη και αν οι απαλλαγές που προβλέπει ο νόμος 72-657 επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς με τους διαφόρους τρόπους διαθέσεως του προϊόντος του TACA, δεν υπάρχει, παρά ταύτα, επαρκής σχέση μεταξύ των διαφόρων απαλλαγών και της επιβολής του φόρου. Η επιχειρηματολογία την οποία αναπτύσσουν οι ενάγουσες των κυρίων δικών, κατά την οποία υπάρχει στενή σχέση μεταξύ των απαλλαγών και των θετικών μέτρων που χρηματοδοτούνται από το προϊόν του TACA και, κατά συνέπεια, η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ επιβάλλει να επιτραπεί η επιστροφή του TACA στις εν λόγω ενάγουσες, μου φαίνεται συγκεχυμένη. Άπαξ ο χαρακτηρισμός που πρέπει να δοθεί στα θετικά μέτρα τα οποία χρηματοδοτούνται από το προϊόν του TACA δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό που πρέπει να δίδεται στις απαλλαγές, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν έχει σημασία κατά πόσο η εκ μέρους των κρατών μελών αναζήτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν, ενδεχομένως, υπό μορφή απαλλαγών, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, προσκρούει σε πρακτικές δυσχέρειες.

2.      Επικουρικώς: χαρακτηρισμός της μη υποβολής ορισμένων εμπορικών καταστημάτων στον φόρο

39.   Εν πάση περιπτώσει, η έλλειψη χρησιμότητας εν προκειμένω της εξετάσεως του χαρακτηρισμού που πρέπει να δοθεί, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στη μη υποβολή ορισμένων εμπορικών καταστημάτων λιανικής πωλήσεως στον φόρο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επικύρωση της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας.

40.   Επομένως, αν το Δικαστήριο επιθυμεί παρά ταύτα να αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού που πρέπει να δοθεί στη μη υποβολή στον φόρο ορισμένων εμπορικών καταστημάτων λιανικής πωλήσεως, αφενός, και ορισμένων μεγάλων καταστημάτων αναλόγως της ημερομηνίας εγκαταστάσεώς τους, αφετέρου (15), πρέπει να εξετάσει λεπτομερώς και με συνέπεια τις εν λόγω απαλλαγές με βάση τους σκοπούς που επιδιώκει η επίμαχη εθνική νομοθεσία.

41.   Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά παγία νομολογία, ο κοινωνικός χαρακτήρας των κρατικών παρεμβάσεων δεν αρκεί για να αποκλείεται, άνευ ετέρου, η δυνατότητα χαρακτηρισμού τους ως κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ (16). Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό «δεν προβαίνει σε διάκριση των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους» (17).

42.   Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ θέτει τέσσερις προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί ένα πλεονέκτημα στον αποδέκτη. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (18). Επίσης κατά παγία νομολογία, ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως ενισχύσεως απαιτεί να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (19).

43.   Όσον αφορά την απαλλαγή από φόρο του οποίου το προϊόν χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση κρατικών παρεμβάσεων, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι υπό εξέταση διατάξεις είναι το αποτέλεσμα ενεργειών του κράτους (20). Λαμβανομένου υπόψη του μηχανισμού που δημιούργησε η γαλλική νομοθεσία, ο επίδικος φόρος συνιστά πηγή εσόδων για τους οργανισμούς που υποδεικνύει το κράτος, μεταξύ των οποίων κατέχει πρωτεύουσα θέση το ταμείο Organic, και, κατά συνέπεια, η παραίτηση από μέρος των εσόδων, υπό τη μορφή της απαλλαγής ορισμένων επιχειρηματιών, θα μπορούσε να συνεπάγεται απώλεια πόρων για το κράτος.

44.   Συνεπώς, κατά παγία νομολογία, η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως, διότι δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές, όπως οι καθαυτό επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν ίδια αποτελέσματα. Κατά συνέπεια, δεν είναι ανάγκη σε όλες τις περιπτώσεις να αποδεικνύεται ότι πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση κρατικών πόρων προκειμένου το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις να μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (21).

45.   Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλεισθεί εν προκειμένω ότι η απαλλαγή ορισμένων εμπορικών καταστημάτων από τον επίδικο φόρο μπορεί να θεωρηθεί χρήση κρατικών πόρων. Πρέπει να ελεγχθεί αν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της βαλλόμενης εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η διαφορετική μεταχείριση εκ μέρους της βαλλόμενης νομοθεσίας όσον αφορά την υποβολή στον φόρο συνεπάγεται όντως χρήση πόρων και αν, αντιστοίχως, υφίσταται επιλεκτικό πλεονέκτημα, δηλαδή αν η νομοθεσία αυτή ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις.

46.   Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, ο γενικός εισαγγελέας A. Tizzano επισήμανε, με τις προτάσεις του επί της υποθέσεως Ferring (22), ότι «δεν μπορεί ούτε να γίνει δεκτό ούτε να αποκλειστεί εκ των προτέρων ότι η μη υποβολή συγκεκριμένων επιχειρηματιών στον φόρο ισοδυναμεί με τη χορήγηση επιλεκτικού πλεονεκτήματος υπό την έννοια του άρθρου [87 ΕΚ]. Επομένως, η λύση πρέπει να αναζητηθεί ανά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών κάθε υποθέσεως και συγκεκριμένα της υφιστάμενης ανταγωνιστικής σχέσεως των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών, του λόγου υπάρξεως του φόρου και των αποτελεσμάτων του.»

47.   Κατά τη νομολογία, «η έννοια της ενισχύσεως δεν αφορά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων σχετικά με επιβαρύνσεις, όταν αυτή η διαφοροποίηση προκύπτει από τη φύση και την οικονομία του συστήματος των σχετικών επιβαρύνσεων» (23).

48.   Επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή, το ταμείο Organic και η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίστηκαν ότι η μη υποβολή στον φόρο των μικρών εμπορικών καταστημάτων και ορισμένων άλλων εμπορικών καταστημάτων δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του επιμάχου φορολογικού συστήματος (24). Συνεπώς, δεν πρόκειται περί επιλεκτικών μέτρων, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Συναφώς, η Επιτροπή εξηγεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι μικρέμποροι κατόπιν της αναπτύξεως των νέων μορφών διανομής, οι δημόσιες αρχές της Γαλλίας ζήτησαν από τα μεγάλα καταστήματα να καταβάλουν προσπάθεια αλληλεγγύης αναλόγως της φοροδοτικής τους ικανότητας. Έτσι, ο TACA εισπράττεται με βάση έναν πίνακα προοδευτικών συντελεστών αναλόγως του ποσού του ετησίου κύκλου εργασιών ανά τετραγωνικό μέτρο, προβλέπεται δε απαλλαγή για τις επιφάνειες πωλήσεων κάτω των 400 m² ή για αυτές που πραγματοποιούν κύκλο εργασιών χαμηλότερο των 460 000 ευρώ και μειωμένος συντελεστής για τις επιφάνειες πωλήσεων μεταξύ των 400 και των 600 m². Είναι σύμφωνο προς τη φύση και την οικονομία ενός συστήματος που βασίζεται στην επαγγελματική αλληλεγγύη και θεμελιώνεται σε μια λογική αναδιανομής το ότι οι υποκείμενοι στον φόρο καθορίζονται αναλόγως της φοροδοτικής τους ικανότητας. Η Γαλλική Κυβέρνηση αναπτύσσει παρεμφερή επιχειρηματολογία. Κατά το ταμείο Organic, είναι σύμφωνο προς τη γενική οικονομία του συστήματος, του οποίου η θεμελιώδης αρχή είναι το να υποχρεωθούν τα μεγάλα καταστήματα να συμβάλουν στη διαφύλαξη του εμπορίου από κοντινά καταστήματα, το ότι οι υποκείμενοι στον φόρο καθορίζονται κυρίως αναλόγως του μεγέθους της επιφάνειας πωλήσεως, με έναν διορθωτικό συντελεστή βασιζόμενο στον κύκλο εργασιών που πραγματοποιείται εντός της εγκαταστάσεως, και, αντιστρόφως, το ότι απαλλάσσονται οι επιχειρήσεις που δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια αυτά (25).

49.   Αντιθέτως, οι ενάγουσες των κυρίων δικών ισχυρίζονται ότι, μολονότι είναι σύννομο να απαλλάσσονται τα εμπορικά καταστήματα που έχουν μικρή φοροδοτική ικανότητα, δηλαδή αυτά που πραγματοποιούν χαμηλό κύκλο εργασιών, τα πράγματα έχουν άλλως όσον αφορά τα εμπορικά καταστήματα που ανήκουν στα μεγάλα δίκτυα διανομής –τούτο δε ανεξαρτήτως της επιφανείας τους πωλήσεως– και τα μεγάλα καταστήματα που είναι εγκατεστημένα στο κέντρο της πόλης, τα οποία τυγχάνουν απαλλαγής λόγω της εγκαταστάσεώς τους πριν από την 1η Ιανουαρίου 1960 (άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου 72-657).

50.   Συμμερίζομαι εν μέρει μόνον την ανάλυση της Επιτροπής, της Γαλλικής Κυβερνήσεως και του ταμείου Organic η οποία, κατά τη γνώμη μου, αντλεί από τον κοινωνικό σκοπό της εν λόγω νομοθεσίας κάπως εσπευσμένα συμπεράσματα ως προς τον χαρακτηρισμό που πρέπει να δίδεται στις διάφορες περιπτώσεις της μη υποβολής στον φόρο.

51.   Θεωρώ απαραίτητο να διακρίνω, όπως ζητούν οι ενάγουσες των κυρίων δικών, μεταξύ των διαφόρων αυτών περιπτώσεων διατηρώντας κατά νου ότι, μολονότι ο αρχικός σκοπός του νόμου ήταν να καταστήσει δυνατή τη χορήγηση ενός βοηθήματος λόγω αποχωρήσεως προς τους βιοτέχνες και εμπόρους που πληρούσαν τις προϋποθέσεις από πλευράς πόρων, η αφθονία των εσόδων που προέρχονταν από τον φόρο επέτρεψε με την πάροδο του χρόνου να προβλεφθούν και άλλου τρόποι διαθέσεως του προϊόντος της επίδικης εισφοράς, μεταξύ των οποίων η διάθεση υπέρ του Fisac. Μια λεπτότερη ανάλυση των σκοπών που επιδιώκουν οι διάφορες παρεμβάσεις που χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων, μέσω της διαθέσεως του πλεονάσματος του προϊόντος του TACA εμφαίνει την ύπαρξη πολλαπλών σκοπών. Έτσι, μολονότι το βοήθημα λόγω αποχωρήσεως των βιοτεχνών και των εμπόρων εμπίπτει σαφώς στην περί αναδιανομής λογική του συστήματος, η οποία οδήγησε στη θέσπιση του TACA, οι δημόσιες παρεμβάσεις στο πλαίσιο του Fisac προφανώς σκοπούν κυρίως στη διατήρηση της θέλξεως –ιδίως από εμπορικής απόψεως– του κέντρου των πόλεων έναντι της αναπτύξεως των εμπορικών ζωνών στην περιφέρεια των πόλεων, πράγμα το οποίο μόνον εμμέσως εμπίπτει στην περί αναδιανομής λογική του εν λόγω συστήματος.

52.   Σε γενικότερο επίπεδο, προφανώς το ζήτημα το οποίο διαφαίνεται από την ανταλλαγή ισχυρισμών είναι το κατά πόσον η μη υπαγωγή σε φόρο ορισμένων επιχειρηματιών οι οποίοι είναι αποδέκτες μέτρων ενισχύσεως χρηματοδοτούμενων από το προϊόν του εν λόγω φόρου συμβιβάζεται προς τη γενική οικονομία του συστήματος, σε περίπτωση που υπάρχει σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των υποκειμένων στον φόρο και των απαλλασσομένων επιχειρηματιών. Θεωρώ απαραίτητο να δοθεί στο ζήτημα αυτό μια απάντηση με την οποία να γίνεται διάκριση αναλόγως της περιπτώσεως. Συγκεκριμένα, μολονότι η μη υποβολή ορισμένων επιχειρηματιών σε φόρο μπορεί να φαίνεται συνεπής, βάσει της περί αναδιανομής λογικής ενός συστήματος επαγγελματικής αλληλεγγύης, εφόσον οι εν λόγω επιχειρηματίες είναι αποδέκτες μέτρων ενισχύσεως που χρηματοδοτούνται μέσω του προϊόντος του εν λόγω φόρου, η συνέπεια αυτή προϋποθέτει τουλάχιστον ότι τα κριτήρια που καθορίζουν τους απαλλασσόμενους επιχειρηματίες βασίζονται στην ίδια λογική αναδιανομής.

53.   Συνεπώς, πρέπει να διερωτηθεί κανείς αν οι διακρίσεις στις οποίες προβαίνει η εθνική νομοθεσία όσον αφορά την υπαγωγή στον φόρο περιορίζονται στο να αντλούν τις συνέπειες της διαφοράς φοροδοτικής ικανότητας (26) και, συνεπώς, δικαιολογούνται αντικειμενικώς, οπότε δεν θίγεται η ισότητα μεταξύ ανταγωνιστών επιχειρηματιών.

54.   Εν προκειμένω, δεν μου φαίνεται βέβαιο ότι οι διακρίσεις στις οποίες προβαίνει η επίδικη εθνική νομοθεσία απορρέουν αποκλειστικώς από το ότι λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές φοροδοτικής ικανότητας. Έτσι, το κριτήριο της επιφάνειας πωλήσεως επιτρέπει στους εμπόρους που διαθέτουν επιφάνεια πωλήσεως μικρότερη από τα όρια που προβλέπει η εθνική νομοθεσία, αλλά πραγματοποιούν σημαντικό κύκλο εργασιών διότι ανήκουν σε δίκτυο διανομής του οποίου ο διακριτικός τίτλος χαίρει μεγάλης φήμης, να μη συμβάλλουν στην προσπάθεια αλληλεγγύης. Ο σκοπός της «αναζωογονήσεως» του κέντρου των πόλεων ωσαύτως δεν μπορεί να δικαιολογήσει αυτή τη διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ «μεγάλων» και «μικρών» καταστημάτων, δεδομένου ότι τα παρακείμενα σε πολλά από τα «μεγάλα καταστήματα» εμπορικά κέντρα φιλοξενούν τέτοια δίκτυα.

55.   Η απαλλαγή των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων των οποίων η εγκατάσταση ανατρέχει πριν από την 1η Ιανουαρίου 1960 ωφελεί, σύμφωνα με τις εξηγήσεις των εναγουσών των κυρίων δικών, οι οποίες δεν αντικρούσθηκαν επί του σημείου αυτού, κυρίως τα μεγάλα καταστήματα του κέντρου. Έτσι, προφανώς τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως αναλόγως του τόπου εγκαταστάσεώς τους. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η διατήρηση τέτοιων εμπορικών καταστημάτων στο κέντρο της πόλης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να παρασύρει πελάτες προς τα ευρισκόμενα στα πέριξ μικρά εμπορικά καταστήματα, οπότε η απαλλαγή μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη, τόσον από πλευράς της περί αναδιανομής λογικής του θεσπισθέντος συστήματος, όσον και από πλευράς της αναζωογονήσεως του κέντρου των πόλεων.

56.   Εν πάση περιπτώσει, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να προβεί στις αναγκαίες διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να συγκρίνει μεταξύ της καταστάσεως των υποκειμένων στον φόρο εμπορικών καταστημάτων και αυτής των απαλλασσομένων από τον φόρο.

57.   Όσον αφορά τις προϋποθέσεις περί των αποτελεσμάτων επί του διακρατικού εμπορίου και περί της προσβολής του ανταγωνισμού, η Επιτροπή προφανώς παραπέμπει, ορθώς, στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99 (27), κατά την οποία, «όταν κρατική ενίσχυση καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση. Προς τούτο, δεν είναι αναγκαίο η επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση να μετέχει η ίδια στις εξαγωγές. […]

Ομοίως, οσάκις κράτος μέλος χορηγεί ενισχύσεις σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παροχής υπηρεσιών και της διανομής, δεν είναι αναγκαίο οι επιχειρήσεις που έλαβαν τις ενισχύσεις να ασκούν οι ίδιες τις δραστηριότητές τους εκτός του εν λόγω κράτους μέλους προκειμένου οι ενισχύσεις να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο, ιδίως οσάκις πρόκειται για επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες κοντά στα σύνορα δύο κρατών μελών.

Το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών».

58.   Επομένως, το γεγονός ότι η μη υποβολή στον TACA ωφελεί κυρίως τα μικρού μεγέθους εμπορικά καταστήματα δεν μπορεί να αποκλείσει την πλήρωση των προϋποθέσεων περί των αποτελεσμάτων επί του διακρατικού εμπορίου και περί της προσβολής του ανταγωνισμού.

59.   Εν κατακλείδι, φρονώ, κυρίως, ότι δεν συντρέχει λόγος να εξετασθεί ποιος χαρακτηρισμός πρέπει να δοθεί, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στις διάφορες περιπτώσεις μη υποβολής στον φόρο τις οποίες προβλέπει η επίμαχη εθνική νομοθεσία. Επικουρικώς, πρέπει να κληθεί το εθνικό δικαστήριο να συγκρίνει μεταξύ της καταστάσεως των υποκειμένων στον φόρο εμπορικών καταστημάτων και αυτής των απαλλασσομένων από τον φόρο, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη εθνική νομοθεσία, προκειμένου να ελέγξει αν πληρούται η προϋπόθεση της επιλεκτικότητας.

 Γ ?         Επί της υπάρξεως αναγκαστικής σχέσεως προς το προϊόν του TACA

60.   Πριν ακόμη εξετασθεί ο χαρακτηρισμός που πρέπει να δοθεί, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στα διάφορα μέτρα που χρηματοδοτούνται, τουλάχιστον εν μέρει, από το προϊόν του TACA, πρέπει να εξετασθεί προηγουμένως αν υπάρχει αναγκαστική σχέση μεταξύ του TACA και των διαφόρων αυτών μέτρων. Συγκεκριμένα, ελλείψει τέτοιας σχέσεως, ο εν λόγω φόρος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο μέρος των μέτρων αυτών και, συνεπώς, ο χαρακτηρισμός των μέτρων αυτών δεν ασκεί επιρροή επί των αγωγών επιστροφής των καταβληθέντων φόρων οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

61.   Καθόσον το Δικαστήριο εξέδωσε αποφάσεις διευκρινίζουσες αυτή την έννοια της αναγκαστικής σχέσεως μετά την κατάθεση των υπομνημάτων στην υπό κρίση υπόθεση, κάλεσε εγγράφως τους διαδίκους να εκφράσουν τη γνώμη τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση «επί του ζητήματος αν υπάρχει αναγκαστική σχέση, υπό την έννοια των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2005, C-174/02, Streekgewest Westlijk Noord-Brabant (μη δημοσιευθείσας ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 26) και C-175/02, Pape (μη δημοσιευθείσας ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 15) μεταξύ του TACA και των διαφόρων μέτρων που χρηματοδοτούνται από το προϊόν του φόρου αυτού».

1.      Απάντηση των διαδίκων στην έγγραφη ερώτηση του Δικαστηρίου

62.   Οι ενάγουσες των κυρίων δικών φρονούν ότι οι υπό κρίση υποθέσεις διαφέρουν, ιδίως, από την προπαρατεθείσα υπόθεση Streekgewest. Η έλλειψη αναγκαστικής σχέσεως στην υπόθεση εκείνη οφείλεται στο ότι επρόκειτο περί γενικής φορολογικής ρυθμίσεως με αντικείμενο την προστασία του περιβάλλοντος, ότι το προϊόν του φόρου κατετίθετο στο Δημόσιο Ταμείο, ότι οι υποκείμενοι στον φόρο και οι απαλλασσόμενοι επιχειρηματίες δεν τελούσαν σε σχέση ανταγωνισμού και ότι δεν υπήρχε άμεση και αδιάσπαστη σχέση μεταξύ του φόρου και ενός συγκεκριμένου τρόπου διαθέσεώς του. Αντιθέτως, στις υπό κρίση υποθέσεις, πρόκειται περί ειδικής ρυθμίσεως σκοπούσας στην ενίσχυση ορισμένων κατηγοριών εμπόρων τους οποίους ανταγωνίζονται οι υποκείμενοι στον TACA, το προϊόν του TACA δεν διατέθηκε στο Δημόσιο Ταμείο κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα και ο TACA χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση θετικών μέτρων υπέρ των ανταγωνιστών των εναγουσών εταιριών.

63.   Όσον αφορά τις καταβληθείσες στο πλαίσιο του Fisac ενισχύσεις, οι ενάγουσες των κυρίων δικών παρατηρούν ότι το Fisac τροφοδοτείται από το πλεόνασμα του προϊόντος του φόρου και μια διυπουργική απόφαση καθορίζει το ανώτατο όριο των πόρων που διατίθενται για τον σκοπό αυτό. Το ίδιο ισχύει για την επιχορήγηση προς το σύστημα ασφαλίσεως γήρατος των εμπόρων και βιοτεχνών και για τη χρηματοδότηση της CPDC.

64.   Οι ενάγουσες των κυρίων δικών ισχυρίζονται επίσης ότι υπάρχει ωσαύτως άμεση και αδιάσπαστη σχέση μεταξύ του φόρου και της ενισχύσεως υπό μορφή απαλλαγής, οπότε πρέπει να γίνει δεκτή η ύπαρξη αναγκαστικής σχέσεως μεταξύ του TACA και της απαλλαγής των μικρών εμπορικών καταστημάτων. Τόσο το ταμείο Organic όσο και η Γαλλική Κυβέρνηση απορρίπτουν την ανάλυση αυτή παραπέμποντας στην προπαρατεθείσα απόφαση Streekgewest.

65.   Το ταμείο Organic ισχυρίζεται ότι το κλάσμα του προϊόντος του TACA που δεν προορίζεται για τη χρηματοδότηση της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως υπολογίζεται βάσει του –μεταβλητού– ποσού του συνολικού κονδυλίου της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως και ότι οι διάφοροι τρόποι διαθέσεως αυτού του κλάσματος του προϊόντος καθορίζονται ετησίως κατά τη διακριτική εκτίμηση των εθνικών αρχών. Συνεπώς, το πλεόνασμα που είναι διαθέσιμο για τη χρηματοδότηση άλλων μέτρων πλην του συστήματος της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως είναι μεταβλητό· εξάλλου, το πλεόνασμα αυτό διατίθεται, εν μέρει, για τη χρηματοδότηση δημοσίων παρεμβάσεων οι οποίες δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις, όπως αυτές του EPARECA (28). Επιπλέον, τόσο το Fisac όσο και η CPDC διαθέτουν και άλλους πόρους πλην του διατιθεμένου κλάσματος του προϊόντος του TACA. Τέλος, το ταμείο Organic υπογραμμίζει ότι μέρος του προϊόντος του TACA μπορεί πάντοτε να εισπραχθεί και να διατεθεί κατευθείαν στον προϋπολογισμό του κράτους. Υπό τις συνθήκες αυτές, το προϊόν του TACA δεν ασκεί άμεση επιρροή στο ποσό των κατ’ ιδίαν ενισχύσεων τις οποίες ενδεχομένως χορηγούν το Fisac ή η CPDC.

66.   Η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή συμμερίζονται κατά κύριο λόγο την ανάλυση του ταμείου Organic και υπογραμμίζουν ότι το ποσό και το ανώτατο όριο των ενισχύσεων που μπορεί να καταβάλει το Fisac ή η CPDC προσδιορίζονται από κανονιστικά κείμενα χωρίς ουδόλως να καθορίζονται με βάση το προϊόν του φόρου. Η Επιτροπή επισημαίνει επιπλέον ότι το ποσό που διατίθεται για καθένα από τους διαφόρους προορισμούς του πλεονάσματος του προϊόντος του TACA καθορίζεται στην αρχή του έτους και παραμένει κεκτημένο ανεξαρτήτως του προϊόντος του φόρου. Δεν υπάρχει, ωσαύτως, συγκεκριμένος γνώμονας για την κατανομή του πλεονάσματος του προϊόντος του φόρου μεταξύ των διαφόρων τρόπων διαθέσεως.

2.      Νομική εκτίμηση

 α)     Νομολογιακό πλαίσιο

67.   Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως περιλαμβάνει όχι μόνον ορισμένες επιβαρύνσεις υπέρ τρίτων, αναλόγως του τρόπου διαθέσεως του προϊόντος των επιβαρύνσεων αυτών (29), αλλά και αυτή καθεαυτήν την επιβολή μιας συνιστώσας τέτοια επιβάρυνση εισφοράς (30).

68.   Σύμφωνα με τις παρατεθείσες αποφάσεις (31), «για να θεωρηθεί ότι ένας φόρος ή μέρος του φόρου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μέτρου ενισχύσεως, πρέπει να υφίσταται οπωσδήποτε σχέση μεταξύ του φόρου και της ενισχύσεως βάσει της συναφούς εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια ότι το προϊόν του φόρου πρέπει να προορίζεται απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως. Αν υφίσταται τέτοια σχέση, το προϊόν του φόρου επηρεάζει άμεσα το μέγεθος της ενισχύσεως και, κατά συνέπεια, την εκτίμηση περί του αν συμβιβάζεται η ενίσχυση αυτή με την κοινή αγορά (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 25ης Ιουνίου 1970, 47/69, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 341, σκέψεις 17, 20 και 21). Βάσει του σκεπτικού αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση που υφίσταται αυτή η σχέση μεταξύ του μέτρου ενισχύσεως και της χρηματοδοτήσεώς του, η ανακοίνωση του μέτρου ενισχύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης πρέπει να αφορά και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του, έτσι ώστε η Επιτροπή να μπορεί να προβεί στην εξέτασή του βάσει πλήρους πληροφορήσεως. Άλλως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να κηρυχθεί συμβατό ένα μέτρο ενισχύσεως το οποίο δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί συμβατό αν η Επιτροπή γνώριζε τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του (αποφάσεις Van Calster κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψεις 49 και 50, και της 15ης Ιουλίου 2004, C-345/02, Pearle κ.λπ., που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 30).»

 β)     Νομική ανάλυση

69.   Οι διάφοροι διάδικοι παρουσίασαν τη διαδικασία διαθέσεως του προϊόντος του TACA κατά παρόμοιο τρόπο, αλλά διαφώνησαν ως προς τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν εντεύθεν ως προς το κριτήριο της αναγκαστικής σχέσεως.

70.   Όσον αφορά τη σχέση την οποία οι ενάγουσες των κυρίων δικών επιχειρούν να θεμελιώσουν μεταξύ των απαλλαγών και του προϊόντος του TACA, παραπέμπω απλώς στις παρατηρήσεις μου ανωτέρω (32).

71.   Όσον αφορά τη σχέση που πρέπει να θεμελιωθεί μεταξύ του TACA και των διαφόρων τρόπων διαθέσεως του προϊόντος του, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι η ύπαρξη αναγκαστικής σχέσεως μεταξύ του TACA και της χρηματοδοτήσεως του συστήματος του βοηθήματος λόγω αποχωρήσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ευλόγως, δεδομένου ότι ο TACA θεσπίστηκε προκειμένου να χρηματοδοτήσει κυρίως τη χορήγηση του πλεονεκτήματος αυτού στους βιοτέχνες και στους εμπόρους των οποίων οι επιχειρήσεις χάνουν την αξία τους λόγω της εξαπλώσεως των μεγάλων καταστημάτων.

72.   Συνεπώς, οι διαφορές απόψεων επικεντρώνονται στον μηχανισμό διαθέσεως του πλεονάσματος του προϊόντος του φόρου αυτού, το οποίο μπορεί να προκύψει μετά την καταβολή των αποζημιώσεων λόγω αποχωρήσεως στα άτομα που πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου.

73.   Η ύπαρξη αναγκαστικής σχέσεως θα μπορούσε να απορρέει από το ότι το προϊόν του TACA χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση διαφόρων παρεμβάσεων για τις οποίες χρησιμοποιούνται δημόσιοι πόροι. Συναφώς, το ζήτημα έγκειται στο αν η αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη πλεονάσματος και η έλλειψη συγκεκριμένου γνώμονα για την κατανομή αυτού του ενδεχομένου πλεονάσματος μεταξύ των διαφόρων τρόπων διαθέσεώς του δεν επιτρέπουν να γίνει δεκτή η ύπαρξη αναγκαστικής σχέσεως μεταξύ του φόρου και των εν λόγω τρόπων διαθέσεως.

74.   Πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσον το προϊόν του φόρου επηρεάζει άμεσα το μέγεθος των διαφόρων ενισχύσεων ή, για να επαναλάβω τις σκέψεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στις προτάσεις του επί των υποθέσεων Streekgewest και Pape (33), κατά πόσον «η κατάργηση του φόρου συνεπάγεται επίσης την κατάργηση της ειδικής πηγής από την οποία χρηματοδοτείται η ενίσχυση». Προς τούτο, ο γενικός εισαγγελέας L. A. Geelhoed αναζήτησε τα κριτήρια που επιτρέπουν να θεμελιωθεί η ύπαρξη αυτού το οποίο αποκαλεί «άμεση και αδιάσπαστη σχέση» μεταξύ του φόρου και της χρηματοδοτούμενης μέσω του φόρου αυτού ενισχύσεως, επισημαίνοντας ότι η σχέση αυτή είναι «πολύ λιγότερο εμφανής στις περιπτώσεις που η διάθεση του προϊόντος του φόρου εξαρτάται από σχετική εκτίμηση των αρμόδιων εθνικών αρχών, όπου η ενίσχυση δεν χρηματοδοτείται παρά μόνον εν μέρει από τον φόρο, όπου το προϊόν του φόρου διατίθεται και για άλλους σκοπούς πλην της εν λόγω ενισχύσεως και όπου ο φόρος δεν πλήττει ειδικά τον τομέα που λαμβάνει την ενίσχυση».

75.   Μολονότι η ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ των υποκειμένων στον φόρο επιχειρηματιών και εκείνων που ωφελούνται από τα μέτρα τα οποία χρηματοδοτούνται από το πλεόνασμα του προϊόντος του φόρου ουδόλως γεννά αμφιβολία εν προκειμένω, πλείονα στοιχεία μάλλον συνηγορούν υπέρ της ελλείψεως άμεσης και αδιάσπαστης σχέσεως μεταξύ του TACA και των διαφόρων τρόπων διαθέσεως του προϊόντος του.

76.   Το γεγονός ότι μόνον ένα κλάσμα του προϊόντος του TACA, ήτοι το εν λόγω πλεόνασμα, διατίθεται για τη χρηματοδότηση κρατικών παρεμβάσεων δεν είναι καθεαυτό καθοριστικό. Με την απόφαση Enirisorse (34), το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβολή τέλους του οποίου το προϊόν διετίθετο εν μέρει σε δημόσια επιχείρηση μπορούσε να αποτελεί κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά, διευκρινίζοντας ότι «ο ενδεχομένως παράνομος χαρακτήρας της επιβολής και της διαθέσεως του τέλους αφορά μόνον το μέρος από το προϊόν του τέλους το οποίο διατίθεται στην οικεία δημόσια επιχείρηση, δεν επηρεάζει δε το εν λόγω τέλος στο σύνολό του».

77.   Αντιθέτως, είναι προφανώς σημαντικό το ότι, μολονότι οι διάφοροι τρόποι διαθέσεως του πλεονάσματος του προϊόντος του TACA προβλέπονται όντως από την εν λόγω εθνική νομοθεσία, η κατανομή τους επαφίεται στην εκτίμηση των αρμοδίων υπουργών προκειμένου να καθορισθούν με υπουργική απόφαση τα ανώτατα όρια που ισχύουν για τους διαφόρους τρόπους διαθέσεως. Επιπλέον, τα ταμεία που χορηγούν τις ενισχύσεις –δηλαδή το Fisac και η CPDC– έχουν ποικίλους πόρους.

78.   Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ορθώς ότι τα ποσά που διατίθενται στο Fisac και στην CPDC με διυπουργική απόφαση παραμένουν κεκτημένα ανεξαρτήτως του προϊόντος του φόρου.

79.   Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι το ποσό των παρεμβάσεων που χρηματοδοτούνται από το Fisac και την CPDC απορρέει από κανονιστικά κείμενα και ουδόλως εξαρτάται από το ύψος του προϊόντος του TACA που θα διετίθετο γι’ αυτές.

80.   Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη αναγκαστικής σχέσεως μεταξύ του TACA και των παρεμβάσεων τις οποίες χρηματοδοτούν το Fisac και η CPDC.

81.   Όσον αφορά τις ενισχύσεις οι οποίες προβάλλεται ότι χορηγήθηκαν στους εμπόρους υπό τη μορφή της μη αυξήσεως της ασφαλιστικής εισφοράς, χάρη στη χρησιμοποίηση μέρους του πλεονάσματος του TACA για τη χρηματοδότηση των βασικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιοτεχνία και των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιομηχανία και στο εμπόριο, αρκεί η διαπίστωση ότι ο καθορισμός του ύψους των εισφορών αποτελεί απόφαση που εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των διαχειριστών των εν λόγω συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος. Ελλείψει τέτοιας άμεσης ή έμμεσης σχέσεως μεταξύ του ποσού του πλεονάσματος του TACA που διατίθεται για τον σκοπό αυτόν και της γενικής εξελίξεως των εσόδων των εν λόγω ταμείων ασφαλίσεως γήρατος, επιβάλλεται να διαπιστωθεί η έλλειψη κάθε αναγκαστικής σχέσεως μεταξύ του TACA και της διαθέσεως μέρους του πλεονάσματος του προϊόντος του στους οργανισμούς αυτούς.

 Δ –       Επί των διαφόρων παρεμβάσεων στη χρηματοδότηση των οποίων συμβάλλει ο επίδικος φόρος

82.   Πρέπει κατ’ αρχάς να εξετασθεί για ποιο λόγο η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως των εμπόρων και βιοτεχνών οι οποίοι παύουν οριστικά τις δραστηριότητές τους μπορεί να αποτελέσει μέτρο ενισχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

83.   Όσον αφορά τις παρεμβάσεις στη χρηματοδότηση των οποίων συμβάλλει το πλεόνασμα του TACA, μόνον επικουρικώς θα εξετάσω αν αυτές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεδομένου ότι δεν υπάρχει αναγκαστική σχέση μεταξύ του φόρου και των διαφόρων εν λόγω παρεμβάσεων.

1.      Κύρια επιχειρήματα των ενδιαφερομένων

84.   Οι ενάγουσες των κυρίων δικών υποστηρίζουν, πρώτον, ότι η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως συνιστά ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Τονίζουν ότι το πλεονέκτημα παρέχεται σε επιχειρήσεις, ήτοι σε εμπόρους και βιοτέχνες εν ενεργεία (βλ. την υπουργική απόφαση της 13ης Αυγούστου 1996 περί γενικών κανόνων για τη χορήγηση του βοηθήματος που θεσπίστηκε υπέρ των εμπόρων και βιοτεχνών με το άρθρο 106 του δημοσιονομικού νόμου για το 1982 (35), η οποία ορίζει τα εξής: «ο αιτών πρέπει να αποδεικνύει […] ότι ασκεί εμπορική ή βιοτεχνική δραστηριότητα κατά την ημερομηνία της αιτήσεως»). Η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως νοθεύει τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, απλώς και μόνον η γνώση εκ μέρους ορισμένων εμπόρων και βιοτεχνών ότι θα τύχουν αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως κατά τον χρόνο παύσεως της δραστηριότητάς τους ασκεί επιρροή στις επιβαρύνσεις τους κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Γνωρίζοντας ότι θα τύχουν της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως, μπορούν να μειώσουν τις εισφορές τους στο σύστημα επικουρικής συντάξεως και, έτσι, να μειώσουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Έτσι, ο εν ενεργεία έμπορος ή βιοτέχνης θα μπορούσε να αφιερώσει αυτό το χρηματοοικονομικό κέρδος σε επενδύσεις αναγκαίες για τη δραστηριότητά του, αντιθέτως προς τις επιχειρήσεις που δεν τυγχάνουν αυτού του πλεονεκτήματος (36). Εξάλλου, κατά το μέτρο που η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως ωθεί τα άτομα που ανταποκρίνονται στα κριτήρια χορηγήσεώς της να παύσουν τη δραστηριότητά τους, έχει άμεση επίπτωση στον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι συνεπάγεται τη μείωση του αριθμού των επιχειρηματιών στην υπό εξέταση αγορά.

85.   Δεύτερον, όσον αφορά τη διάθεση μέρους του προϊόντος του TACA υπέρ του Fisac, οι ενάγουσες των κυρίων δικών υποστηρίζουν ότι το ταμείο αυτό έχει ως σκοπό τη χρηματοδότηση, από κρατικούς πόρους, μέτρων ενισχύσεως υπέρ ορισμένων κατηγοριών εμπόρων και βιοτεχνών. Τα μέτρα αυτά θίγουν τον ανταγωνισμό και το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Όπως και η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως, τα μέτρα που εφαρμόζει το Fisac συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, υποκείμενες στην υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

86.   Τρίτον, όσον αφορά τη χρηματοδότηση των βασικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιοτεχνία και των μη μισθωτών εργαζομένων στη βιομηχανία και στο εμπόριο, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι η διάθεση μέρους του προϊόντος του TACA στα συστήματα αυτά έχει επίσης χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως. Η χρηματοδότηση αυτή ελαφρύνει τις επιβαρύνσεις που συνδέονται προς το σύστημα συνταξιοδοτήσεως των δικαιούχων βιοτεχνών και εμπόρων, δεδομένου ότι άλλως θα σημειωνόταν αύξηση των εισφορών η οποία θα ήταν αναπόφευκτη, λαμβανομένου υπόψη του ελλείμματος του οικείων συνταξιοδοτικών συστημάτων. Συνεπώς, η μείωση αυτή των χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων μπορεί να ενισχύσει την από πλευράς ανταγωνισμού θέση των βιοτεχνών και εμπόρων σε σχέση με τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν σε άλλα συστήματα ασφαλίσεως γήρατος.

87.   Τέταρτον, όσον αφορά τη διάθεση μέρους του προϊόντος του TACA στην CPDC, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι από το εθνικό νομικό πλαίσιο προκύπτει ότι η επιτροπή αυτή, όπως και το Fisac, χορηγεί κρατικές ενισχύσεις, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Επιπλέον, κατά τις ενάγουσες, δεν τηρήθηκαν οι όροι της αποφάσεως της Επιτροπής της 18ης Ιουνίου 1997. Συγκεκριμένα, η CPDC εξακολούθησε να καταβάλλει ενισχύσεις μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2000, χωρίς η παράταση των εγκριθεισών μέχρι την ημερομηνία αυτή ενισχύσεων να έχει αποτελέσει το αντικείμενο νέας εγκρίσεως. Αφετέρου, ο προϋπολογισμός της CPDC υπερέβαινε συστηματικά τα ποσά που είχε επιτρέψει η απόφαση της Επιτροπής.

88.   Όσον αφορά την εφαρμογή του κανόνα de minimis, οι ενάγουσες υπογραμμίζουν ότι ο κανόνας αυτός –ο οποίος προβλέπεται στις ανακοινώσεις της Επιτροπής του 1992 και του 1996, στη συνέχεια δε θεσπίζεται ρητώς με τον κανονισμό (ΕΚ) 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (37)– είναι μεταγενέστερος της εφαρμογής των βαλλομένων μέτρων ενισχύσεως (38). Εν πάση περιπτώσει, οι γαλλικές αρχές δεν τήρησαν τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή του κανόνα de minimis. Συγκεκριμένα, δεν πληροφόρησαν τις λήπτριες των ενισχύσεων εταιρίες για τον de minimis χαρακτήρα αυτών ούτε θέσπισαν διαδικασίες ελέγχου προκειμένου να αποφεύγεται η υπέρβαση του ορίου de minimis (39).

89.   Τέλος, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι ο κοινωνικός στόχος τον οποίο επιδιώκουν οι γαλλικές αρχές στο πλαίσιο της εφαρμογής των διαφόρων μέτρων που χρηματοδοτούνται από το προϊόν του TACA δεν αρκεί για να διαφύγουν τα μέτρα αυτά τον χαρακτηρισμό τους ως κρατικής ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και, συνεπώς, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παράλειψη προηγούμενης κοινοποιήσεως στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ (40).

90.   Το ταμείο Organic υπογραμμίζει, πρώτον, ότι η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως αποτελεί πλεονέκτημα που παρέχεται σε ιδιώτες –και όχι σε επιχειρήσεις– που έχουν προηγουμένως παύσει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα. Συνεπώς, αυτός ο τρόπος διαθέσεως του TACA δεν μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ή να θίξει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

91.   Όσον αφορά τη διάθεση μέρους του πλεονάσματος του προϊόντος του TACA στο Fisac, το ταμείο Organic παρατηρεί ότι το Fisac χρηματοδοτεί πρώτα τις πράξεις πολεοδομίας και χωροταξίας σε τοπικό επίπεδο. Αυτές οι χρηματοδοτήσεις δεν εμπίπτουν στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά το μέτρο που το Fisac παρέχει επιδοτήσεις σε επιχειρήσεις, πρόκειται περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, απαλλασσομένων από την υποχρέωση κοινοποιήσεως προς την Επιτροπή (41). Συναφώς, το ταμείο Organic εξηγεί ότι, όσο ίσχυε το διάταγμα 95-1140, το ανώτατο ποσό επιδοτήσεως που μπορούσε να χορηγηθεί άμεσα σε μια επιχείρηση δεν μπορούσε να υπερβαίνει τις 60 000 FRF (ήτοι περίπου 9 150 ευρώ). Αφότου άρχισε να ισχύει το διάταγμα 2003-107, της 5ης Φεβρουαρίου 2003, το ποσό αυτό περιορίστηκε σε 10 000 (και σε εξαιρετικές περιπτώσεις σε 20 000) ευρώ.

92.   Όσον αφορά τη διάθεση μέρους του πλεονάσματος του προϊόντος του TACA υπέρ των συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος, το ταμείο Organic υποστηρίζει ότι –δεδομένου ότι τα οικεία συστήματα ήσαν υποχρεωτικά βασικά συστήματα– αυτός ο τρόπος διαθέσεως εμπίπτει στην εγγενή λογική κάθε συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, το οποίο βασίζεται στην εθνική ή επαγγελματική αλληλεγγύη. Υπενθυμίζει ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν θίγει την ελευθερία που έχει αναγνωρισθεί στα κράτη μέλη να διαρρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως  (42).

93.   Τέλος, οι ενισχύσεις τις οποίες χορηγεί η CPDC είναι ωσαύτως de minimis.

94.   Όσον αφορά τους διαφόρους τρόπους διαθέσεως του προϊόντος του TACA, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης, πρώτον, ότι το τμήμα που διατίθεται για την καταβολή της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά το μέτρο που η χορήγησή του εξαρτάται από την παύση της δραστηριότητας του εμπόρου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 5 και 10 του διατάγματος 82-307, της 2ας Απριλίου1982.

95.   Δεύτερον, όσον αφορά το μέρος του πλεονάσματος του προϊόντος του TACA το οποίο διατίθεται στο Fisac και στην CPDC, η Γαλλική Κυβέρνηση, αναφερόμενη στον κανονισμό 69/2001, παρατηρεί ότι οι επιδοτήσεις που μπορούν να καταβληθούν στις επιχειρήσεις μέσω του Fisac και της CPDC προορίζονται για τα μικρά κοντινά εμπορικά καταστήματα στις ευαίσθητες ζώνες και είναι χαμηλότερες από το όριο που καθορίζει ο εν λόγω κανονισμός. Συνεπώς, δεν πρόκειται περί κρατικών ενισχύσεων, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η Γαλλική Κυβέρνηση αναφέρεται επίσης στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 1997, περί του πλαισίου των κρατικών ενισχύσεων για τις επιχειρήσεις στις υποβαθμισμένες αστικές περιοχές (43).

96.   Τρίτον, όσον αφορά τη διάθεση μέρους του πλεονάσματος του προϊόντος του TACA υπέρ των συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος των εμπόρων και βιοτεχνών, τα ταμεία προς τα οποία αυτό καταβάλλεται (ταμείο Organic και ταμείο Cancava) ασκούν δραστηριότητα διαχειρίσεως ενός βασικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, το οποίο βασίζεται σε έναν μηχανισμό αλληλεγγύης. Δεδομένου ότι η δραστηριότητα την οποία ασκούν τα οικεία ταμεία δεν συνιστά οικονομική δραστηριότητα (44), η χρηματοδότησή της δεν εμπίπτει στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

97.   Όσον αφορά τη διάθεση του προϊόντος του TACA, η Επιτροπή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως των βιοτεχνών και των εμπόρων καταβάλλεται μετά την παύση της οικονομικής δραστηριότητας του δικαιούχου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω αποζημίωση δεν μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Πρόκειται περί κοινωνικού μέτρου.

98.   Δεύτερον, όσον αφορά τη διάθεση μέρους του TACA υπέρ του Fisac, η Επιτροπή φρονεί ότι τα ποσά των οικείων ενισχύσεων είναι αμελητέα και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 69/2001.

99.   Τρίτον, η διάθεση μέρους του προϊόντος του TACA υπέρ των βασικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος των βιοτεχνών και των εμπόρων σκοπεί στη διασφάλιση της ισορροπίας των εν λόγω συστημάτων. Η επιχορήγηση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση εφόσον οι δικαιούχοι δημόσιοι οργανισμοί στους οποίους έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποχρεωτικών συνταξιοδοτικών συστημάτων δεν αποτελούν επιχειρήσεις ικανές να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα (45).

100. Τέταρτον, όσον αφορά τη διάθεση μέρους του προϊόντος του TACA υπέρ της CPDC, πρόκειται, όπως και οι ενισχύσεις υπέρ του Fisac, ωσαύτως περί ενισχύσεων de minimis.

2.      Νομική εκτίμηση

 α)     Νομολογιακό πλαίσιο

101. Τα στοιχεία που αποτελούν την έννοια της ενισχύσεως έχουν ήδη υπομνησθεί (46).

102. Με την απόφαση PreussenElektra (47), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η έννοια της ενισχύσεως καλύπτει όχι μόνον τις περιπτώσεις που η ενίσχυση χορηγείται άμεσα από το κράτος, αλλά και τις περιπτώσεις στις οποίες η ενίσχυση χορηγείται από δημοσίους ή ιδιωτικούς φορείς τους οποίους το κράτος ιδρύει ή ορίζει. Πράγματι, «το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να επιτρέπει να καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων λόγω του γεγονότος και μόνον ότι δημιουργούνται αυτόνομοι φορείς επιφορτισμένοι με την κατανομή ενισχύσεων» (48).

 β)     Επί του συστήματος της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως

103. Δεν αμφισβητείται ότι το εν λόγω σύστημα έχει ως αντικείμενο τη χορήγηση πλεονεκτημάτων από κρατικούς πόρους –εν προκειμένω εκ μέρους ενός οργανισμού, του ταμείου Organic, τον οποίο έχει υποδείξει προς τούτο το κράτος. Οι διάδικοι και οι ενδιαφερόμενοι που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο διαφωνούν, αντιθέτως, ως προς το αν οι δικαιούχοι των εν λόγω πλεονεκτημάτων ασκούν οικονομική δραστηριότητα και/ή αν το εν λόγω σύστημα θίγει τον ανταγωνισμό.

104. Υπέρ αμφοτέρων των απόψεων μπορούν να προβληθούν σοβαρά επιχειρήματα, δεδομένου ότι το άρθρο 106 του νόμου 81-1160, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς των κυρίων δικών, εξαρτά τη χορήγηση της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως από την ιδιότητα του βιοτέχνη και του εμπόρου, ενώ υπέρ της αντίθετης απόψεως μπορεί να προβληθεί ότι το ίδιο αυτό άρθρο εξαρτά την εν λόγω χορήγηση από την παύση της δραστηριότητας του εν λόγω εμπόρου ή βιοτέχνη.

105. Αντιθέτως, το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η προοπτική και μόνο της εισπράξεως αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως μπορεί να επηρεάσει τους εν δυνάμει δικαιούχους διαρκούσης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να μειώσουν τις προσπάθειές τους για επικουρική πρόνοια, οπότε η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως θα είχε ως αποτέλεσμα να ελαφρύνει τις επιβαρύνσεις τους, δεν ευσταθεί. Συγκεκριμένα, η απόφαση περί συμμετοχής σε ένα επικουρικό σύστημα προνοίας δεν αποτελεί συνήθη επιβάρυνση της εκμεταλλεύσεως, δεδομένου ότι εναπόκειται στην ελεύθερη κρίση των ενδιαφερομένων εμπόρων και βιοτεχνών. Εξάλλου, η χορήγηση της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως προϋποθέτει μια ελάχιστη διάρκεια ασφαλίσεως στο βασικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος. Επιπλέον, η απόφαση περί συμμετοχής σε ένα επικουρικό σύστημα προνοίας λαμβάνεται, όπως ορθώς υπογράμμισε το ταμείο Organic κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πολύ πριν τη συνταξιοδότηση και, επομένως, ο έμπορος ή ο βιοτέχνης ουδόλως είναι σε θέση να προβλέψει κατά τον χρόνο εκείνο αν θα ανταποκρίνεται στα κριτήρια χορηγήσεως της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως. Τέλος, το επιχείρημα των εναγουσών των κυρίων δικών δεν λαμβάνει υπόψη το ότι η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως εξαρτάται από αυστηρές προϋποθέσεις σχετικές με τους πόρους του δικαιούχου λόγω του κοινωνικού της χαρακτήρα και δεν φθάνει, εν πάση περιπτώσει, ποσά αρκετά ώστε να διασφαλίσουν τα προς το ζην για τους εμπόρους και βιοτέχνες που διακόπτουν τις δραστηριότητές τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της συνταξιοδοτήσεώς τους (49).

106. Απομένει να καθορισθεί αν η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως πρέπει να θεωρείται ότι ωφελεί επιχειρήσεις, υπό την έννοια του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού, απλώς και μόνο διότι χορηγείται σε εμπόρους και βιοτέχνες. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (50), νομίζω ότι πρέπει να θεωρηθούν κρίσιμα εν προκειμένω τα αποτελέσματα του υπό εξέταση πλεονεκτήματος. Επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή (51), ότι η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως καταβάλλεται στον έμπορο ή στον βιοτέχνη αφού αυτός παύσει τη δραστηριότητά του και, ως εκ τούτου, η αποζημίωση δεν μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα ως προς την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν συνέτρεχε λόγος να θεωρηθεί ότι η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως ωφελεί επιχειρήσεις, δεν θα είχε αισθητό αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι οι έμποροι και οι βιοτέχνες που τυγχάνουν αυτού του ευεργετήματος το οφείλουν κυρίως στον μειωμένο κύκλο εργασιών τους.

107. Το συμπέρασμα αυτό δεν αντικρούεται από την απόφαση της 21ης Ιουνίου 2001, C-280/99 P έως C-282/99 Ρ, Moccia Irme κ.λπ. κατά Επιτροπής (52). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε απόφαση του Πρωτοδικείου η οποία χαρακτήρισε ως ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 4 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ένα σύστημα ενισχύσεων για το κλείσιμο επιχειρήσεων. Υπενθυμίζοντας ότι το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης ΕΚΑΧ απαγορεύει όλες τις ενισχύσεις χωρίς περιορισμό, το Δικαστήριο επισήμανε ότι «το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, σε αντίθεση με το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, δεν απαιτεί, για να θεωρηθούν οι ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, την προϋπόθεση ότι νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό» (53).

108. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 106 του νόμου 81-1160 δεν εμπίπτει στην έννοια της ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

 γ)     Επί της συμπληρωματικής επιχορηγήσεως προς τα συστήματα ασφαλίσεως γήρατος

109. Όσον αφορά τη διάθεση μέρους του προϊόντος του TACA για τη χρηματοδότηση των συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος των εμπόρων και των βιοτεχνών την οποία προβλέπει ο νόμος 96-1160, διεφάνη μια σύγκλιση απόψεων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ως προς το ότι τα ευεργετούμενα ταμεία δεν αποτελούν επιχειρήσεις ικανές να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα, δεδομένου ότι διαχειρίζονται βασικά συστήματα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος σύμφωνα με μια αρχή περί αλληλεγγύης. Αρκεί, συναφώς, να παραπέμψω στην προπαρατεθείσα νομολογία του Δικαστηρίου (54).

110. Οι ενάγουσες των κυρίων δικών φρονούν ωστόσο ότι η εν λόγω συμπληρωματική επιχορήγηση προς τα συστήματα ασφαλίσεως γήρατος ευνοεί τους ασφαλισμένους στα συστήματα αυτά εμπόρους και βιοτέχνες κατά το μέτρο που αυτή η εξασφάλιση μέρους των εσόδων των οικείων συνταξιοδοτικών ταμείων διά της επιβολής φόρων καθιστά δυνατή την αποφυγή της αυξήσεως των εισφορών των τελευταίων και, επομένως, οι ασφαλισμένοι στα ταμεία αυτά έμποροι και βιοτέχνες τυγχάνουν μειώσεως των επιβαρύνσεών τους. Όπως έχω επισημάνει (55), η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι πειστική λόγω της ελλείψεως της αναγκαίας σχέσεως μεταξύ του ύψους των εισφορών και της εν λόγω επιχορηγήσεως. Έτσι, ελλείψει αυτής της συμπληρωματικής επιχορηγήσεως το κράτος θα μπορούσε να εξασφαλίσει τα έσοδα των εν λόγω ταμείων διά της εισπράξεως φόρων, χωρίς τα ταμεία αυτά να πρέπει να προβούν σε αύξηση των εισφορών.

111. Συνεπώς, από τις συνθήκες αυτές, η συμπληρωματική επιχορήγηση προς τα συστήματα ασφαλίσεως γήρατος ωσαύτως δεν εμπίπτει στην έννοια της ενισχύσεως, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

 δ)     Επί των κατ’ ιδίαν μέτρων που χορηγούν το Fisac και η CPDC

112. Δεν αμφισβητείται ότι το Fisac χρηματοδοτεί τις πράξεις πολεοδομίας και χωροταξίας σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, διότι δεν συνεπάγονται τη χορήγηση επιλεκτικών πλεονεκτημάτων σε επιχειρήσεις ή σε τομείς δραστηριότητας.

113. Όσον αφορά τις επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν σε κατ’ ιδίαν επιχειρήσεις είτε από το Fisac είτε από την CPDC, στο επίκεντρο αυτής της ανταλλαγής επιχειρημάτων δεν βρίσκεται ο χαρακτηρισμός της ενισχύσεως που θα μπορούσε να δοθεί στα μέτρα αυτά, αλλά η εφαρμογή του καθεστώτος των ενισχύσεων de minimis η οποία, αν μπορούσε να διασφαλισθεί, θα συνεπαγόταν την έλλειψη υποχρεώσεως κοινοποιήσεως.

114. Είναι αναμφισβήτητο ότι το καθεστώς ενισχύσεων de minimis πρέπει να ερμηνεύεται στενά, καθόσον συνεπάγεται παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Συνεπώς, δεν μπορεί να τύχει αναδρομικής εφαρμογής (56).

115. Επισημαίνεται ότι η υποχρέωση κοινοποιήσεως που απορρέει από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ καταργήθηκε από τις 19 Αυγούστου 1992, για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που χορηγούνται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Κατά το σημείο 3.2. των κοινοτικών κανόνων για τις ενισχύσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (57), «στο μέλλον, οι εφάπαξ χορηγήσεις ενισχύσεων για ποσά ύψους μέχρι 50 000 ECU, που αφορούν κάποια κατηγορία δαπάνης, και [τα] συστήματα ενισχύσεων, βάσει των οποίων το ύψος της ενίσχυσης που μπορεί να λάβει μια συγκεκριμένη [επιχείρηση] για μια ορισμένη κατηγορία δαπάνης σε διάστημα τριών ετών περιορίζεται στο ποσό αυτό, δεν θα θεωρείται πλέον ότι πρέπει να κοινοποιούνται βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, εφόσον κατά τη χορήγηση της ενίσχυσης ή κατά την εφαρμογή του συστήματος ενισχύσεων υπάρχει ρητός όρος ότι οποιαδήποτε περαιτέρω ενίσχυση υπέρ της ίδιας [επιχειρήσεως] για την ίδια κατηγορία δαπανών από άλλες πηγές χρηματοδότησης ή από άλλα συστήματα ενισχύσεων δεν θα μπορεί να υπερβαίνει σωρευτικά το ποσό των 50 000 ECU».

116. Μολονότι οι παρεμβάσεις του Fisac κατά τον χρόνο της επιβολής των επιμάχων φόρων όντως διέπονταν από το διάταγμα 95-1140, ιδίως δε από τα άρθρα του 1 και 8, γεγονός παραμένει ότι με το άρθρο 4 του νόμου 89-1008, της 31ης Δεκεμβρίου 1989, περί της αναπτύξεως των εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων και της βελτιώσεως του οικονομικού, νομικού και κοινωνικού τους περιβάλλοντος, γνωστού ως «νόμος Doubin» (58), προβλέφθηκε για πρώτη φορά η διάθεση μέρους του ενδεχομένου πλεονάσματος του φόρου σε συλλογικά μέτρα που έχουν ως σκοπό να ευνοήσουν τη διατήρηση και τον εκσυγχρονισμό του εμπορίου και της βιοτεχνίας σε τομείς που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, αλλά και σε μέτρα που ευνοούν τη μεταβίβαση ή την αναδιάρθρωση εμπορικών ή βιοτεχνικών επιχειρήσεων.

117. Το προπαρατεθέν διάταγμα 95-1140 τροποποίησε απλώς τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των οικονομικών ενισχύσεων από το πλεόνασμα του προϊόντος του TACA, ιδρύοντας το Fisac από τον λογαριασμό που είχε ανοιχθεί στα βιβλία του ταμείου Organic κατ’ εφαρμογήν του νόμου Doubin.

118. Φρονώ, υπό τις συνθήκες αυτές, ότι το σύστημα κατ’ ιδίαν ενισχύσεως το οποίο διαχειρίζεται το Fisac θεσπίστηκε με διατάξεις προγενέστερες των κοινοτικών κανόνων του 1992 και, επομένως, αυτές οι κατ’ ιδίαν ενισχύσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν, εν πάση περιπτώσει, ως de minimis.

119. Η κατάσταση έχει άλλως ως προς τις παρεμβάσεις που χρηματοδοτεί η CPDC, δεδομένου ότι μόλις το διάταγμα 98-132, περί τροποποιήσεως του διατάγματος 91-284, περί ιδρύσεως μιας επαγγελματικής επιτροπής διανομής καυσίμων, συμπλήρωσε τα έσοδά της με μέρος του πλεονάσματος του TACA. Αυτή η ενίσχυση των πόρων της CPDC επιτράπηκε, εξάλλου, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το διάστημα από το 1997 έως το 2000 (59), όπως ομολόγησαν ακόμη και οι ενάγουσες των κυρίων δικών.

120. Έτσι, το ζήτημα αν οι μεταγενέστερες παρεμβάσεις της CPDC έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο μιας νέας κοινοποιήσεως της Επιτροπής εξαρτάται από τους κανόνες περί ενισχύσεων de minimis που ίσχυαν τότε, εν προκειμένω από τις διατάξεις του κανονισμού 69/2001. Η Επιτροπή ορθώς παρατήρησε ότι τα όρια που έχουν εφαρμογή στις ενισχύσεις που μπορεί να χορηγήσει η CPDC είναι χαμηλότερα από τα όρια του κανονισμού 69/2001, πριν ακόμη εφαρμοσθεί ο συντελεστής επιχορηγήσεως.

V –    Πρόταση

121. Για τους λόγους αυτούς, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Τribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Étienne και του Cour d’appel de Lyon τις ακόλουθες απαντήσεις:

«1)      Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ έχει την έννοια ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές των κυρίων δικών, δεν εμπίπτει στην έννοια της ενισχύσεως η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως της οποίας τυγχάνουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι έμποροι και βιοτέχνες που παύουν τις δραστηριότητές τους.

2)      Υπό συνθήκες όπως αυτές των υποθέσεων των κυρίων δικών, από την εξέταση των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων δεν προέκυψε η ύπαρξη αναγκαστικής σχέσεως μεταξύ του taxe d’aide au commerce et à l’artisanat (φόρου για την υποστήριξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας) και των διαφόρων δημοσίων συνδρομών στη χρηματοδότηση των οποίων μπορεί να συμβάλει το προϊόν του φόρου αυτού, μετά τη χρηματοδότηση του συστήματος της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – JORF (Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας) της 14ης Ιουλίου 1972, σ. 7419.


3 – JORF της 30ής Δεκεμβρίου 1994, σ. 18737.


4 – JORF της 29ης Αυγούστου 1996, σ. 12940.


5 – JORF της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, σ. 14495.


6 – JORF της 29ης Οκτωβρίου 1995, σ. 15808.


7 – JORF της 20ής Μαρτίου 1991.


8 – JORF της 7ης Μαρτίου 1998.


9 – ΕΕ C 395, σ. 13.


10 – Υπόθεση C-488/04, Galeries de Lisieux. Το ερώτημα αυτό έχει ως εξής: «Πρέπει το κοινοτικό δίκαιο να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια επιβάρυνση, όπως η επιβάρυνση για την ενίσχυση του εμπορίου και της βιοτεχνίας, επιβάρυνση η οποία καθιερώθηκε με νόμο της 13ης Ιουλίου 1972, η οποία επιβάλλεται όταν η επιφάνεια των χώρων πωλήσεως τους οποίους διαθέτουν τα καταστήματα λιανικού εμπορίου υπερβαίνει τα 400 m2 και της οποίας το προϊόν τροφοδοτεί ειδικούς λογαριασμούς των ταμείων ασφαλίσεως γήρατος των εμπόρων και βιοτεχνών για τη χορήγηση του ειδικού αντισταθμιστικού βοηθήματος, το οποίο μετά τον νόμο 81-1160, της 30ής Δεκεμβρίου 1981, κατέστη αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως, δύναται να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, στο μέτρο που πλήττει μόνον τις εγκαταστάσεις που έχουν επιφάνεια χώρων πωλήσεως μεγαλύτερη των 400 m2 ή κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 460 000 ευρώ και στο μέτρο που προβάλλεται ότι χορηγεί στον μελλοντικό αποδέκτη της αποζημιώσεως αυτής το ευεργέτημα ελαφρύνσεως των βαρών το οποίο απορρέει από τη δυνατότητα μειώσεως της ενδεχόμενης χρηματοδοτήσεως, από μέρους του, ενός συστήματος επικουρικής συντάξεως;»


11 – Βλ., επί παραδείγματι, την απόφαση της 1ης Απριλίου 1982, 141 έως 143/81, Gerrit Holdijk κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 1299, σκέψη 6).


12 – Αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 351, σκέψη 33), της 17ης Μαρτίου 1993, C-72/91 και C-73/91, Sloman Neptun (Συλλογή 1993, σ. I-887, σκέψη 21), και της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, γνωστή ως «Maribel bis/ter» (Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψη 33).


13 – Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2003, C-261/01 και C-262/01, van Calster κ.λπ., (Συλλογή 2001, σ. I-12249, σκέψη 49). Βλ., υπό την έννοια αυτή, και τις αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2003, C-34/01 έως C-38/01, Enirisorse (Συλλογή 2003, σ. I-14243, σκέψη 44), και της 15ης Ιουλίου 2004, C-345/02, Pearle κ.λπ. (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 29).


14 – Μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 28.


15 – Από τη δικογραφία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων –και από τις αγορεύσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Ιουνίου 2005– προκύπτει ότι οι ενάγουσες των κυρίων δικών θεωρούν ότι η υποβολή τους στον φόρο συνιστά ανταγωνιστικό μειονέκτημα, δεδομένου ότι πλείονα δίκτυα διανομής αποτελούνται από μικρά καταστήματα, τα οποία δεν υπόκεινται στον επίδικο φόρο, και, ότι, επιπλέον, αυτές ανταγωνίζονται τα μεγάλα καταστήματα του κέντρου της πόλης τα οποία επίσης τυγχάνουν απαλλαγής (ως εγκατάσταση η οποία άρχισε να λειτουργεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 1960 – άρθρο 3 του νόμου 72-657).


16 – Αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-4551, σκέψη 21), της 29ης Απριλίου 1999, C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-2459, σκέψη 23), και Βέλγιο κατά Επιτροπής, γνωστή ως «Maribel bis/ter» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 25).


17 – Αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-723, σκέψη 79), Γαλλία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 20), και Βέλγιο κατά Επιτροπής, γνωστή ως «Maribel bis/ter» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 25).


18 – Αποφάσεις της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2003, σ. I-7747, σκέψη 75), και Pearle κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 33).


19 – Βλ. τις αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, γνωστή ως απόφαση «Tubemeuse» (Συλλογή 1990, σ. Ι-959, σκέψη 25), της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-278/92 έως C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. Ι-4103, σκέψη 20), της 16ης Μαΐου 2002, C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, γνωστή ως «Stardust» (Συλλογή 2002, σ. Ι-4397, σκέψη 68), Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 74), και Pearle κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 32).


20 – Επί της προϋποθέσεως αυτής, βλ. αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψη 35), της 21ης Μαρτίου 1991, C-303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-1433, σκέψη 11), της 21ης Μαρτίου 1991, C-305/89, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-1603, σκέψη 13), και «Stardust» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψεις 24, 50 επ.).


21 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España (Συλλογή 1994, σ. I-877, σκέψεις 13 και 14), της 19ης Μαΐου 1999, C-6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-2981), «Stardust» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 23), και της 14ης Απριλίου 2005, C-128/03 και C-129/03, AEM (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 38).


22 – Προτάσεις που αναπτύχθηκαν στις 8 Μαΐου 2001 επί της υποθέσεως Ferring (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-53/00, Συλλογή 2001, σ. I-9067, σκέψη 39).


23 – Απόφαση AEM (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 39). Βλ., επίσης, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, C-351/98, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-8031, σκέψη 42), και της 29ης Απριλίου 2004, C-159/01, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-4461, σκέψη 42).


24 – Βλ., επί του σημείου αυτού, τις αποφάσεις Sloman Neptun (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 15), Βέλγιο κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψεις 26 έως 39), της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-390/98, Banks (Συλλογή 2001, σ. I-6117, σκέψη 3), Ισπανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 43), και Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 42).


25 – Το ταμείο Organic παραπέμπει συναφώς σε μια απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2002, T-92/00 και T-103/00, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-1385, σκέψη 62).


26 – Επί του κριτηρίου αυτού, βλ. την υποσημείωση 18 των προτάσεών μου της 28ης Οκτωβρίου 2004 επί της υποθέσεως AEM (απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21).


27 – Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-2289, σκέψεις 84 έως 86).


28 – Établissement Public National d'Aménagement et de Restructuration des Espaces Commerciaux et Artisanaux (Δημόσιο Ίδρυμα Χωροταξίας και Αναδιαρθρώσεως των Εμπορικών και Βιοτεχνικών Περιοχών).


29 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-17/91, Lornoy κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. Ι-6523, σκέψη 28).


30 – Βλ. τις αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-72/92, Scharbatke (Συλλογή 1993, σ. I-5509, σκέψη 20), και Enirisorse (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 43).


31 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Streekgewest Westelijk Noord-Brabant και Pape.


32 – Σημεία 35 επ.


33 – Προπαρατεθείσες προτάσεις της 4ης Μαρτίου 2004, επί των υποθέσεων C-174/02 και C-175/02, σημείο 32.


34 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13.


35 – JORF της 29ης Αυγούστου 1996, σ. 12940.


36 – Οι ενάγουσες αναφέρονται επί του σημείου αυτού στην απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-6857, σκέψεις 29 και 30).


37 – ΕΕ L 10, σ. 30.


38 – Οι ενάγουσες παραπέμπουν στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer επί της υποθέσεως στην οποία εκδόθηκε η απόφαση Pearle κ.λπ. (προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 13), σημείο 87.


39 – Βλ. τις αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2002, C-382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-5163), και Γερμανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 36).


40 – Βλ. τις αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12), της 15ης Νοεμβρίου 1983, 52/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1983, σ. 3707), και Βέλγιο κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12).


41 – Το ταμείο Organic παραπέμπει στο σημείο 3.2 της ανακοινώσεως της Επιτροπής της 20ής Μαΐου 1992, περί κοινοτικών κανόνων για τις ενισχύσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ C 213, σ. 2) και στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 6ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis (ΕΕ C 68, σ. 9).


42 – Αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 1993, C-159/91 και C-160/91, Poucet και Pistre (Συλλογή 1993, σ. I-637, σκέψη 6), και της 26ης Μαρτίου 1996, C-238/94, Garcia κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-1673, σκέψη 15).


43 – ΕΕ C 146, σ. 6.


44 – Αποφάσεις Poucet και Pistre (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 42, σκέψεις 15 έως 18), και της 16ης Μαρτίου 2004, C-264/01, C-306/01, C-354/01 και C-355/01, AOK-Bundesverband κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I-2493, σκέψη 47).


45 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C-67/96, Albany (Συλλογή 1999, σ. I-5751, σκέψεις 77 και 78).


46 – Βλ., ανωτέρω, σημείο 42.


47 – Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98 (Συλλογή 2001, σ. I-2099, σκέψη 58), και παρατιθέμενη νομολογία.


48 – Απόφαση «Stardust» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 23).


49 – Κατά το άρθρο 10 της υπουργικής αποφάσεως της 13ης Αυγούστου 1996 (JORF της 29ης Αυγούστου 1996, σ. 12940), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 περί προσαρμογής σε ευρώ ορισμένων ποσών εκφρασμένων σε φράγκα (JORF της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, σ. 14495), «το ποσό της αποζημιώσεως πρέπει να κυμαίνεται από 3 140 ευρώ μέχρι 18 820 ευρώ για μια οικογένεια και από 2 020 ευρώ μέχρι 12 100 ευρώ για ένα άτομο χωρίς οικογένεια» (βλ. επίσης σημείο 8).


50 – Βλ. ιδίως, την απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής, γνωστή ως «Maribel bis/ter» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 25).


51 – Η Επιτροπή παραπέμπει επίσης στην ανακοίνωσή της περί της αναδιαρθρώσεως των ιταλικών οδικών μεταφορών (ΕΕ 1998, C 211, σ. 5), στην οποία παρατήρησε –στη σελίδα 14 της ΕΕ C 211– ότι «οι κρατικές ενισχύσεις υπέρ επιχειρηματία ο οποίος διακόπτει τη δραστηριότητά του δεν θεωρείται ότι ευνοούν [επιχειρήσεις] που αναπτύσσουν δραστηριότητες στην αγορά και κατά συνέπεια δεν έχουν ουδεμία επίπτωση στον ανταγωνισμό ή στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Εφόσον διαπιστωθεί ότι τα κονδύλια αυτά είναι αδύνατον να επιστρέψουν άμεσα ή έμμεσα καθ’ οιονδήποτε τρόπο στον τομέα των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων, ανάλογη πρόβλεψη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης».


52 – Συλλογή 2001, σ. I-4717.


53 – Προπαρατεθείσα απόφαση, σκέψη 32, η υπογράμμιση δική μου.


54 – Υποσημειώσεις 44 και 45.


55 – Βλ., ανωτέρω, σημείο 81.


56 – Βλ., συναφώς, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer, που αναπτύχθηκαν στις 11 Μαρτίου 2004, επί της υποθέσεως Pearle κ.λπ. (προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 13), σημείο 91: «δεν υφίσταται νομικό έρεισμα για να δοθεί αναδρομική ισχύς στον κανόνα de minimis, καθόσον αναδρομικότητα δεν μπορεί να τεκμαρθεί σε κανόνα ο οποίος εισάγει εξαίρεση από νόμιμη υποχρέωση».


57 – Ανακοίνωση της Επιτροπής (ΕΕ C 213, σ. 2).


58 – JORF της 2ας Ιανουαρίου 1990.


59 – Απόφαση N 294/97 της 18ης Ιουνίου 1997.