Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 15ης Ιανουαρίου 2009 (1)

Υπόθεση C-357/07

The Queen, κατόπιν αιτήσεως της:

TNT Post UK Ltd

κατά

The Commissioners of Her Majesty’s Revenue & Customs

[αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court), για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Έκτη οδηγία ΦΠΑ – Απαλλασσόμενες πράξεις – Έννοια του όρου “δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες” – Καθολική υπηρεσία – Αρχή της ουδετερότητας του φόρου»





I –    Εισαγωγή

1.        Στην παρούσα υπόθεση το High Court of Justice of England and Wales (Administrative Court) ερωτά πώς πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ (2), το οποίο προβλέπει την απαλλαγή ορισμένων παροχών οι οποίες πραγματοποιούνται από τις «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες». Αυτό που θα πρέπει ιδίως να διευκρινιστεί είναι η σημασία που μπορεί να έχει ο όρος αυτός στο εσωτερικό της ελευθερωμένης αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών.

2.        Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η TNT Post UK Limited (στο εξής: TNT) βάλλει κατά του ότι όλες οι παροχές ταχυδρομικών υπηρεσιών που πραγματοποιεί η Royal Mail Group Limited (στο εξής: Royal Mail), ο φορέας παροχής της καθολικής υπηρεσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, απαλλάσσονται από τον φόρο, ενώ οι παροχές όλων των υπόλοιπων φορέων φορολογούνται. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, στην πλήρως ελευθερωμένη αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου δεν υπάρχει πλέον «δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία», συνεπώς η απαλλαγή δεν πρέπει πλέον να εφαρμόζεται. Αν, αντιθέτως, θεωρηθεί ότι η απαλλαγή συνεχίζει να εφαρμόζεται στον φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας, τίθεται το ερώτημα αν πρέπει να απαλλάσσονται όλες ή μόνον ορισμένες παροχές και, αν πρέπει να απαλλάσσονται ορισμένες, ποιες είναι αυτές.

3.        Οι γνώμες τις οποίες εξέφρασαν τα κράτη μέλη που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές και κυμαίνονται από την υποστήριξη της πρακτικής που ακολουθεί το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι την απόρριψη οποιασδήποτε απαλλαγής σε μια ελευθερωμένη αγορά. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή της έκτης οδηγίας. Πράγματι, η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία παραβάσεως κατά τριών κρατών μελών, εν μέρει διότι δεν εφαρμόζουν την απαλλαγή και εν μέρει επειδή την επεκτείνουν υπερβολικά (3).

4.        Η απάντηση στα ερωτήματα που τίθενται δεν ενδιαφέρει μόνο όλους τους ιδιώτες καταναλωτές που χρησιμοποιούν ταχυδρομικές υπηρεσίες. Ο καθορισμός του πεδίου εφαρμογής της απαλλαγής μπορεί να επηρεάσει και την ανάπτυξη των αγορών παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στα κράτη μέλη. Ανάλογα με το συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξει το Δικαστήριο, οι λύσεις που θα προκρίνει ενδέχεται να ενισχύσουν τον ιστορικό φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας και να δυσχεράνουν την ανάδυση ανταγωνιστικών φορέων ή να οδηγήσουν στο αντίθετο αποτέλεσμα.

II – Νομοθετικό πλαίσιο

 Α – Η κοινοτική ρύθμιση

5.        Το άρθρο 13, Α, της έκτης οδηγίας με τίτλο «Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος» ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

α)      τις παροχές υπηρεσιών και τις παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, εξαιρέσει της μεταφοράς προσώπων και των τηλεπικοινωνιών [...]». (4)

6.        Η οδηγία 97/67/EΚ (5) (στο εξής: οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες) θεσπίζει ενιαίες διατάξεις για την εσωτερική αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών. Η οδηγία διέπει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας.

7.        Το άρθρο 2 της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους ορισμούς:

«2)      δημόσιο ταχυδρομικό δίκτυο: το σύνολο της οργάνωσης και των κάθε είδους μέσων που χρησιμοποιεί ο φορέας παροχής της καθολικής υπηρεσίας, με στόχο ιδίως:

–      τη συλλογή των ταχυδρομικών αντικειμένων που καλύπτονται από υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας από τα σημεία πρόσβασης σε όλη την επικράτεια,

–      τη μεταφορά και διεκπεραίωση των εν λόγω αντικειμένων από το σημείο πρόσβασης στο ταχυδρομικό δίκτυο έως το κέντρο διανομής,

–      την παράδοση των αντικειμένων αυτών στον παραλήπτη,

[…]

13)      φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας: ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας που παρέχει καθολική ταχυδρομική υπηρεσία ή μέρος αυτής εντός ενός κράτους μέλους, και του οποίου η ταυτότητα έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 […]».

8.        Η υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν καθολική υπηρεσία διέπεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 3 της οδηγίας 97/67/EΚ, το οποίο ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρήστες να απολαύουν του δικαιώματος καθολικής υπηρεσίας, που αντιστοιχεί στην προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας μονίμως σε όλα τα σημεία της επικράτειας, σε τιμές προσιτές για όλους τους χρήστες

2.      Προς τούτο, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πυκνότητα των σημείων επαφής και των σημείων πρόσβασης να λαμβάνει υπ’ όψη τις ανάγκες των χρηστών.

3.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο παρέχων ή οι φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας να εγγυώνται καθ’ όλες τις εργάσιμες ημέρες, τουλάχιστον πέντε ημέρες την εβδομάδα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων ή γεωγραφικών συνθηκών οι οποίες αξιολογούνται ως τέτοιες από τις εθνικές κανονιστικές αρχές, τουλάχιστον:

–        μια συλλογή,

–        μια διανομή κατ’ οίκον για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή, κατά παρέκκλιση και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η κανονιστική αρχή, σε προσήκουσες εγκαταστάσεις [...].

7.      Η καθολική υπηρεσία που ορίζεται στο παρόν άρθρο, περιλαμβάνει τόσο εθνικές όσο και διασυνοριακές υπηρεσίες».

9.        Μέχρι την έναρξη ισχύος, στις 27 Φεβρουαρίου 2008, της οδηγίας 2008/6/EΚ (6) το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67 όριζε τα εξής:

«Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθήσουν να αναθέτουν κατ’ αποκλειστικότητα υπηρεσίες στον φορέα ή τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας. Οι υπηρεσίες αυτές περιορίζονται στη συλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των αντικειμένων αλληλογραφίας εσωτερικού και εισερχόμενης διασυνοριακής αλληλογραφίας, είτε με ταχύτερη διανομή είτε όχι, εντός και των δύο ακόλουθων ορίων βάρους και τιμής. Το όριο βάρους ανέρχεται σε 100 γραμμάρια από την 1η Ιανουαρίου 2003 και σε 50 γραμμάρια από την 1η Ιανουαρίου 2006. Τα εν λόγω όρια βάρους δεν ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2003 εάν η τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη του τριπλάσιου του δημόσιου τέλους για ένα αντικείμενο αλληλογραφίας της πρώτης βαθμίδας βάρους της ταχύτερης κατηγορίας, και, από την 1η Ιανουαρίου 2006, εάν η τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη από δυόμισι φορές το τέλος αυτό […]».

 Β – Η εθνική ρύθμιση

10.      Η απαλλαγή των παροχών ταχυδρομικών υπηρεσιών την οποία προβλέπει η έκτη οδηγία μεταφέρθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με το άρθρο 31, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα 9, ομάδα 3, σημεία 1 και 2, του Value Added Tax Act 1994 (νόμου περί ΦΠΑ του 1994), όπως τροποποιήθηκε με νόμο του 2000. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ η διανομή ταχυδρομικών αντικειμένων από την Post Office Company (Εταιρεία του Ταχυδρομείου), καθώς και οι παρεπόμενες προς τη διανομή ταχυδρομικών αντικειμένων παροχές υπηρεσιών από την Post Office Company.

11.      Η Post Office Company είναι η Royal Mail Holdings plc, η οποία, ως κλασική εταιρεία χαρτοφυλακίου, δεν διενεργεί καμία εμπορική συναλλαγή. Εντούτοις, όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, η απαλλαγή υπέρ της Post Office Company την οποία προβλέπει ο νόμος περί ΦΠΑ του 1994, όπως τροποποιήθηκε το 2000, επεκτάθηκε από τη διοίκηση σε όλες τις εταιρείες που ελέγχονται κατά 100 % από τη Royal Mail Holdings plc, εφόσον ασχολούνται με την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών.

12.      Η έννοια της «καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας» ορίζεται με το άρθρο 4 του νόμου περί παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών του 2000 και περιλαμβάνει ταχυδρομική υπηρεσία που καλύπτει, κατ’ αρχήν, όλα τα σημεία της επικράτειας και πρέπει να εξασφαλίζει, όλες τις εργάσιμες ημέρες, αφενός, τουλάχιστον μία διανομή στην κατοικία κάθε προσώπου στο Ηνωμένο Βασίλειο και, αφετέρου, τουλάχιστον μία συλλογή ταχυδρομικών αντικειμένων από τα σημεία πρόσβασης που έχουν δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτό. Στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας πρέπει, εξάλλου, να εξασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, η μεταφορά των εν λόγω ταχυδρομικών αντικειμένων από έναν τόπο σε άλλο, καθώς και οι παρεπόμενες παροχές, όπως η παραλαβή, η συλλογή, η διαλογή και η διανομή των εν λόγω αντικειμένων σε προσιτές τιμές που καθορίζονται βάσει ενιαίου δημόσιου τιμολογίου που ισχύει για ολόκληρη την επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου.

13.      Ως φορέας παροχής της καθολικής υπηρεσίας υπό την έννοια του νόμου περί παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών του 2000 νοείται κάθε πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα έχει γνωστοποιηθεί από τον αρμόδιο υπουργό στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας περί ταχυδρομικών υπηρεσιών και το οποίο έχει ενημερωθεί για το γεγονός αυτό.

III – Πραγματικά περιστατικά, προδικαστικά ερωτήματα και διαδικασία

14.      Η βρετανική αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών ελευθερώθηκε πλήρως την 1η Ιανουαρίου 2006. Κάθε κατάλληλος υποψήφιος μπορεί να λάβει την απαραίτητη άδεια για τη μεταφορά ταχυδρομικών αντικειμένων οποιουδήποτε βάρους.

15.      Σήμερα, η Royal Mail είναι ο μοναδικός φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας που έχει γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή. Βάσει της σχετικής άδειάς της, η Royal Mail υποχρεούται να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν, ιδίως, την κάλυψη ολόκληρης της επικράτειας του Ηνωμένου Βασιλείου με παροχές ταχυδρομικών υπηρεσιών σε ενιαίες και προσιτές τιμές.

16.      Οι ταχυδρομικές υπηρεσίες που υποχρεούται να παρέχει η Royal Mail περιλαμβάνουν επίσης την υποχρέωση να δημιουργήσει ένα δίκτυο σημείων προσβάσεως κατάλληλο για ολόκληρο τον πληθυσμό, να εξασφαλίζει την υπηρεσία διανομής σε οποιαδήποτε διεύθυνση στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη συλλογή των ταχυδρομικών αντικειμένων από όλα τα σημεία προσβάσεως κάθε εργάσιμη ημέρα, αλλά και την τήρηση συγκεκριμένων παραμέτρων ποιότητας, και ιδίως την ταχεία διανομή της αλληλογραφίας πρώτης κατηγορίας, κατά κανόνα εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

17.      Το ολοκληρωμένο ταχυδρομικό δίκτυο, το οποίο καλύπτει ολόκληρη την επικράτεια και τη διαχείριση του οποίου έχει αναλάβει η Royal Mail, εξυπηρετεί επί έξι ημέρες την εβδομάδα περίπου 27 εκατομμύρια διευθύνσεις, 113 000 γραμματοκιβώτια, 14 200 ταχυδρομεία και 90 000 εμπορικές διευθύνσεις. Η Royal Mail απασχολεί συνολικά 185 000 περίπου άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο.

18.      Όσον αφορά τις εισροές και λαμβανομένης υπόψη της δραστηριότητας διανομής της αλληλογραφίας, περίπου το 90 % των παροχών ταχυδρομικών υπηρεσιών από τη Royal Mail υπόκειται σε κανονισμούς και απαιτήσεις που επιβάλλονται μόνο στη Royal Mail και σε κανέναν άλλο φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών που δραστηριοποιείται στο Ηνωμένο Βασίλειο.

19.      Η TNT έλαβε τον Δεκέμβριο 2002 άδεια παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών και, μετά την ελευθέρωση, δύναται να μεταφέρει, όπως και η Royal Mail, κάθε τύπο αλληλογραφίας εντός του Ηνωμένου Βασιλείου χωρίς περιορισμούς. Σήμερα, η ΤΝΤ παρέχει μόνο τις λεγόμενες «ανάντεις ταχυδρομικές υπηρεσίες» (upstream services), οι οποίες περιλαμβάνουν τη συλλογή, την αυτοματοποιημένη διαλογή ή σε ορισμένες περιπτώσεις διαλογή με το χέρι, τη διεκπεραίωση των ταχυδρομικών αντικειμένων και τη μεταφορά τους σε κεντρικά σημεία προσβάσεως τα οποία διαχειρίζεται η Royal Mail.

20.      Η Royal Mail και η TNT υποχρεούνται να καταβάλλουν τέλος αδείας ανάλογο με τον κύκλο εργασιών τους. Κατά τα λοιπά, εντούτοις, οι προϋποθέσεις που προβλέπουν οι άδειες των δύο φορέων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών διαφέρουν, σημαντικά σε ορισμένα σημεία. Συγκεκριμένα, η Royal Mail υπόκειται σε αυστηρότερες δεσμεύσεις όσον αφορά τον έλεγχο των τιμών, τη συχνότητα, την εδαφική κάλυψη της υπηρεσίας, την πρόσβαση των χρηστών, τις παραμέτρους ποιότητας, την εξέταση των παραπόνων και τις μεταβολές των συμβατικών όρων που διέπουν τις παροχές ταχυδρομικών υπηρεσιών.

21.      Επίσης, η Royal Mail υποχρεούται, βάσει της αδείας της, να παρέχει στην ΤΝΤ τις λεγόμενες «κατάντεις ταχυδρομικές υπηρεσίες» (downstream services), οι οποίες περιλαμβάνουν τη μεταφορά και τη διανομή στους παραλήπτες των ταχυδρομικών αντικειμένων που έχει μεταφέρει η ΤΝΤ, μετά τη διαλογή και τη διεκπεραίωσή τους, στα κεντρικά σημεία προσβάσεως της Royal Mail.

22.      Ενώ ο νόμος περί ΦΠΑ του 1994, όπως ισχύει σήμερα, προβλέπει την απαλλαγή της Royal Mail από τον ΦΠΑ, για τη μεταφορά ταχυδρομικών αντικειμένων, οι υπόλοιποι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπως η ΤΝΤ, υπάγονται απεριορίστως στον κανονικό ΦΠΑ 17,5 % για την παροχή των υπηρεσιών που προσφέρουν.

23.      Κατά τους υπολογισμούς της TNT, το εμπορικό ταχυδρομείο αντιπροσωπεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο το 85 % περίπου του συνολικού όγκου ταχυδρομικών υπηρεσιών. Από το ποσοστό αυτό, το 40 % περίπου αφορά επιχειρήσεις που δεν μπορούν να ανακτήσουν όλον τον φόρο εισροών που έχουν καταβάλει, και ιδίως επιχειρήσεις παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών οι οποίες αποτελούν για την ΤΝΤ το σημαντικότερο τμήμα της αγοράς στον τομέα του εμπορικού ταχυδρομείου. Κατά συνέπεια, είναι προς το συμφέρον της TNT να ελαχιστοποιήσει τα ποσά του ΦΠΑ με τα οποία πρέπει να χρεώνει τους εμπορικούς πελάτες της.

24.      Η TNT άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του High Court of Justice of England and Wales (Administrative Court) αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απαλλαγής της Royal Mail από τον ΦΠΑ, την οποία προβλέπει η ομάδα 3 του παραρτήματος 9 του νόμου περί ΦΠΑ του 1994. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το High Court υπέβαλε στο Δικαστήριο, με διάταξη της 12ης Ιουλίου 2007, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)     Πώς πρέπει να ερμηνευθεί η έκφραση “δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες” που περιέχεται στο άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας (οδηγίας 77/388/EΟΚ) (νυν άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/112);

         β)     Επηρεάζεται η ερμηνεία της εκφράσεως αυτής από το γεγονός ότι οι ταχυδρομικές υπηρεσίες έχουν ελευθερωθεί σε ένα κράτος μέλος, ότι δεν υπάρχουν αποκλειστικές υπηρεσίες υπό την έννοια της οδηγίας 97/67/EΚ του Συμβουλίου, όπως έχει τροποποιηθεί, και ότι υπάρχει ένας καθορισμένος φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας ο οποίος έχει γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία αυτή (όπως η Royal Mail στο Ηνωμένο Βασίλειο);

         γ)     Υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως (οι οποίες εκτίθενται πιο πάνω στο στοιχείο β΄) περιλαμβάνει η έκφραση αυτή:

         i)     μόνο τον μοναδικό καθορισμένο φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας (όπως η Royal Mail στο Ηνωμένο Βασίλειο) ή

         ii)   και έναν ιδιωτικό ταχυδρομικό φορέα (όπως η TNT Post);

2)      Υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, πρέπει το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας περί ΦΠΑ (νυν άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/112) να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει ή επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να απαλλάσσει όλες τις ταχυδρομικές υπηρεσίες που παρέχονται από τις “δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες”;

3)      Αν στα κράτη μέλη επιβάλλεται ή επιτρέπεται να απαλλάσσουν μερικές, αλλά όχι όλες, από τις υπηρεσίες που παρέχονται από “τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες”, με γνώμονα ποια κριτήρια πρέπει να προσδιοριστούν οι υπηρεσίες αυτές;»

25.      Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου υπέβαλαν παρατηρήσεις η TNT, η Royal Mail, η Ιρλανδία, η Ελληνική, η Γερμανική, η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή.

IV – Νομική εκτίμηση

 Α – Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

26.      Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα περιλαμβάνει τρία μέρη, τα οποία θα συνεξεταστούν. Το ερώτημα αυτό αφορά κατ’ ουσία τον προσδιορισμό του προσωπικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τον ΦΠΑ «τις παροχές υπηρεσιών και τις παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, εξαιρέσει της μεταφοράς προσώπων και των τηλεπικοινωνιών».

27.      Το High Court ζητεί να διευκρινιστεί αν, σε μια εντελώς ελευθερωμένη αγορά παροχών ταχυδρομικών υπηρεσιών, είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες» των οποίων οι παροχές απαλλάσσονται και, αν ναι, ποιοι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών εμπίπτουν σε αυτή την έννοια.

28.      Η ΤΝΤ, καθώς και η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση, επικαλούμενες τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση Dansk Postordreforening (7), υποστηρίζουν ότι η απαλλαγή των παροχών ταχυδρομικών υπηρεσιών δεν δικαιολογούνται πλέον, μετά την κατάργηση της κατ’ αποκλειστικότητα αναθέσεως ορισμένων υπηρεσιών. Αντιθέτως, η Royal Mail, τα υπόλοιπα κράτη μέλη που υπέβαλαν παρατηρήσεις και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, υπό τις ισχύουσες συνθήκες, ο φορέας ή οι φορείς παροχής της καθολικής υπηρεσίας πρέπει να θεωρούνται δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, για τις παροχές των οποίων ισχύει απαλλαγή.

–       Ερμηνεία της έννοιας του όρου «δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία» υπό το πρίσμα του νομοθετικού πλαισίου και της ratio της απαλλαγής

29.      Θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να επισημανθεί ότι οι απαλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 13, Α, της έκτης οδηγίας αφορούν δραστηριότητες δημόσιου συμφέροντος, όπως προκύπτει και από τον τίτλο της διατάξεως. Εκτός από τις παροχές ταχυδρομικών υπηρεσιών, απαλλάσσονται, δυνάμει των διατάξεων του μέρους Α, οι παροχές που συνδέονται με την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, καθώς και οι παροχές που αφορούν τη θρησκεία, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και τον αθλητισμό.

30.      Το κοινό σημείο αυτών των παροχών είναι ότι ικανοποιούν βασικές υλικές ανάγκες του πληθυσμού και πραγματοποιούνται συχνά από δημόσιους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Μεταξύ αυτών των βασικών αναγκών, ο κοινοτικός νομοθέτης του 1977 είχε περιλάβει και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών. Αυτές οι βασικές παροχές πρέπει να προσφέρονται στο κοινωνικό σύνολο σε προσιτές τιμές και χωρίς να επιβαρύνονται με ΦΠΑ (8).

31.      Για τον καθορισμό των παροχών οι οποίες απαλλάσσονται του ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 13 της έκτης οδηγίας, ο κοινοτικός νομοθέτης, αφενός, έλαβε υπόψη τις απαλλαγές που ίσχυαν ήδη στα κράτη μέλη κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας. Αφετέρου, προσπάθησε να περιορίσει τον αριθμό των απαλλαγών, δεδομένου ότι συνιστούν παρέκκλιση από τη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία ο ΦΠΑ επιβάλλεται σε κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο (9).

32.      Δεδομένου ότι συνιστούν παρεκκλίσεις, οι περιπτώσεις απαλλαγής πρέπει να ερμηνεύονται στενά (10). Το άρθρο 13, Α, της έκτης οδηγίας δεν απαλλάσσει από τον ΦΠΑ όλες τις δραστηριότητας γενικού συμφέροντος, αλλά μόνον εκείνες τις οποίες απαριθμεί και περιγράφει λεπτομερέστατα (11). Εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των απαλλαγών του εν λόγω άρθρου 13 της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παρεμποδίζονται τα επιδιωκόμενα με τις απαλλαγές αυτές αποτελέσματα (12).

33.      Για την καλύτερη οριοθέτησή τους, πολλές απαλλαγές προϋποθέτουν ότι οι παροχές πραγματοποιούνται από συγκεκριμένα πρόσωπα ή συγκεκριμένους φορείς. Οι παροχές ιατρικής περιθάλψεως, για παράδειγμα, απαλλάσσονται μόνον αν πραγματοποιούνται από εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό (άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της έκτης οδηγίας) (13).

34.      Μια σειρά άλλων απαλλαγών εφαρμόζεται μόνον αν οι σχετικές παροχές πραγματοποιούνται από οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή από συγκεκριμένους οργανισμούς αναγνωρισμένους από το κράτος (βλ. άρθρο 13, Α, στοιχεία β΄, ζ΄, η΄, θ΄, ιδ΄ και ιστ΄ της έκτης οδηγίας). Οι διατάξεις αυτές βασίζονται στην αντίληψη ότι μόνο σε σχέση με αυτές τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από φορέα υπό κρατικό έλεγχο υφίσταται ιδιαίτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί απαλλαγή. Πράγματι, ο κρατικός έλεγχος μπορεί να εξασφαλίσει, ιδίως, την ποιότητα της παροχής και το εύλογο της τιμής της.

35.      Σε σχέση με την απαλλαγή των ταχυδρομικών υπηρεσιών που προβλέπει το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας, το Δικαστήριο έχει επισημάνει, με την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (14), ότι η εν λόγω διάταξη αφορά τις παροχές που πραγματοποιούνται από ταχυδρομικές υπηρεσίες που μπορούν να χαρακτηριστούν δημόσιες υπό οργανωτική έννοια. Οι παροχές που απαλλάσσονται δυνάμει του άρθρου 13, Α, δεν καθορίζονται με αναφορά σε καθαρά υλικές ή λειτουργικές έννοιες (15).

36.      Η διατύπωση του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, εξασφαλίζει ότι απαλλάσσονται μόνον οι παροχές που πραγματοποιούνται απευθείας από τον ταχυδρομικό φορέα και απευθύνονται απευθείας στους πελάτες. Αντιθέτως, δεν απαλλάσσονται οι τμηματικές παροχές τρίτων προς τον ταχυδρομικό φορέα, όπως για παράδειγμα η σιδηροδρομική ή αεροπορική μεταφορά ταχυδρομικών αντικειμένων μεταξύ διαφόρων ταχυδρομείων (16).

37.      Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν έχει εξαγάγει το συμπέρασμα, από τη χρησιμοποίηση του όρου «δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία», ότι η έννοια αυτή αναφέρεται αποκλειστικά σε κρατικούς φορείς. Αντιθέτως, έχει κρίνει ότι απαλλάσσονται ακόμα και παροχές που πραγματοποιούνται κατά παραχώρηση από ιδιωτικές επιχειρήσεις (17). Πράγματι, αντίθετα από τις υπόλοιπες περιπτώσεις απαλλαγής, το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας δεν απαιτεί οι ταχυδρομικές παροχές να πραγματοποιούνται από οργανισμό δημοσίου δικαίου.

38.      Εν πάση περιπτώσει, κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας του 1977, δεν χρειαζόταν να γίνει διάκριση μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών φορέων παροχής, διότι την εποχή εκείνη οι παροχές ταχυδρομικών υπηρεσιών πραγματοποιούνταν ουσιαστικά από κρατικούς φορείς που λειτουργούσαν υπό καθεστώς μονοπωλίου.

39.      Έκτοτε, εντούτοις, η οργάνωση των ταχυδρομείων έχει μεταβληθεί σημαντικά. Κατόπιν της μεταφοράς της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες στα εθνικά δίκαια, τα κρατικά μονοπώλια καταργήθηκαν σταδιακά και η αγορά άνοιξε στον ανταγωνισμό άλλων φορέων.

40.      Δεν θα ήταν σύμφωνο με τους σκοπούς της έκτης οδηγίας να διατηρηθεί στον τομέα αυτό η απαλλαγή από τον ΦΠΑ μόνο για τους κρατικούς φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, ή μάλιστα να μην εφαρμόζεται πλέον η απαλλαγή αυτή στην περίπτωση που δεν υπάρχει πλέον κρατικός φορέας παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών. Αντιθέτως, ακόμη και εμπορικές επιχειρήσεις μπορούν κατ’ αρχήν να υπαχθούν στην έννοια της δημόσιας ταχυδρομικής υπηρεσίας για τους σκοπούς του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας, εφόσον παρέχουν –παράλληλα με, ή αντί για, το προϋφιστάμενο κρατικό μονοπώλιο– ταχυδρομικές υπηρεσίες δημόσιου συμφέροντος (18).

41.      Πράγματι, όπως προκύπτει από τη θέση της διατάξεως περί απαλλαγής στο άρθρο 13, Α, της έκτης οδηγίας, η ratio της διατάξεως είναι η βούληση να μην επιβαρυνθούν με ΦΠΑ οι ταχυδρομικές παροχές που θεωρούνται μέρος των βασικών δημόσιων υπηρεσιών των οποίων η προσφορά σε χαμηλές τιμές εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον (19).

42.      Ο στόχος αυτός διατηρεί τη σημασία του μετά την ελευθέρωση της αγοράς των παροχών ταχυδρομικών υπηρεσιών.

43.      Έτσι, το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες προϋποθέτει τη διατήρηση «δημόσιου ταχυδρομικού δικτύου», το οποίο ορίζεται ως το σύνολο της οργανώσεως και των κάθε είδους μέσων που χρησιμοποιεί ο φορέας ή οι φορείς παροχής της καθολικής υπηρεσίας. Το άρθρο 3 της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες εγγυάται ότι οι χρήστες συνεχίζουν να έχουν –ακόμα και μετά την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου επί των ταχυδρομείων– δικαίωμα σε καθολική υπηρεσία που αντιστοιχεί στην προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας οι οποίες παρέχονται διαρκώς σε ολόκληρη την επικράτεια, σε προσιτές τιμές, σε όλους τους χρήστες. Σύμφωνα με το άρθρο 12, οι τιμές παροχής της καθολικής υπηρεσίας πρέπει να είναι προσιτές και να αντικατοπτρίζουν το κόστος, ενώ επιτρέπεται η εφαρμογή ενιαίου τιμολογίου σε ολόκληρη την επικράτεια.

44.      Επιβάλλοντας αυτές τις απαιτήσεις για την καθολική υπηρεσία, ο κοινοτικός νομοθέτης διευκρίνισε για ποιες παροχές υπάρχει ιδιαίτερο δημόσιο συμφέρον. Εντούτοις, η οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες επιβάλλει ελάχιστες μόνον απαιτήσεις σχετικά (20). Συνεπώς, από τις διατάξεις της δεν προκύπτει ποιοι φορείς και ποιες παροχές εμπίπτουν, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας κάθε κράτους μέλους, στην απαλλαγή από τον ΦΠΑ.

45.      Όπως, εξάλλου, υπογράμμισε η Σουηδική Κυβέρνηση, η οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και η έκτη οδηγία υπάγονται σε δύο εντελώς διαφορετικούς νομοθετικούς τομείς, δεδομένου ότι ρυθμίζουν διαφορετικά ζητήματα. Η οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες θεσπίζει ένα γενικό πλαίσιο για τη ρύθμιση των αγορών ταχυδρομικών υπηρεσιών και δεν αφορά τη μεταχείριση των παροχών ταχυδρομικών υπηρεσιών από άποψη ΦΠΑ. Αντιθέτως, η έκτη οδηγία θεσπίζει ένα κοινοτικό σύστημα για θέματα ΦΠΑ και αναφέρει τις παροχές ταχυδρομικών υπηρεσιών μόνο σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο.

46.      Αυτό δεν αποτελεί πάντως εμπόδιο προκειμένου να ληφθούν υπόψη, για την ερμηνεία της έκτης οδηγίας, οι εκτιμήσεις στις οποίες βασίζονται οι διατάξεις της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες σχετικά με την καθολική υπηρεσία που παρέχεται από το δημόσιο ταχυδρομικό δίκτυο. Στο σημείο αυτό, πράγματι, οι στόχοι των δύο οδηγιών συμπίπτουν: πρόκειται για την εξασφάλιση της γενικής προσφοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών σε προσιτές τιμές.

47.      Υπό τις ισχύουσες συνθήκες, αυτό σημαίνει ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως του δημόσιου ταχυδρομικού δικτύου που παρέχουν καθολική υπηρεσία πρέπει να θεωρηθούν δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας.

48.      Η Royal Mail, η Ελληνική, η Σουηδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ιρλανδία υποστηρίζουν ότι η οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς της ερμηνείας της έκτης οδηγίας ΦΠΑ. Κατά τη γνώμη τους, η οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, η οποία έχει ως νομική βάση το άρθρο 95 ΕΚ, δεν μπορεί να επιφέρει τροποποίηση φορολογικών διατάξεων οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 93 ΕΚ, απαιτούν ομοφωνία. Αν ο νομοθέτης ήθελε να τροποποιήσει την απαλλαγή των ταχυδρομικών υπηρεσιών από τον ΦΠΑ, θα μπορούσε να τροποποιήσει τη σχετική διάταξη επ’ ευκαιρία, για παράδειγμα, της αντικαταστάσεως της έκτης οδηγίας από την οδηγία 2006/112 (21).

49.      Εντούτοις, οι αντιρρήσεις αυτές δεν είναι αποφασιστικής σημασίας. Πράγματι, εν προκειμένω δεν πρόκειται για τροποποίηση της έκτης οδηγίας, αλλά για τελεολογική ερμηνεία της. Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη, εντός των ορίων του γράμματος της οδηγίας, το πραγματικό πλαίσιο και το σύνολο των κοινοτικών διατάξεων που ισχύουν κατά τον χρόνο εφαρμογής της απαλλαγής (22).

50.      Πράγματι, η ερμηνεία μεμονωμένων εννοιών της έκτης οδηγίας με γνώμονα συναφείς κοινοτικές διατάξεις που ανήκουν σε άλλους τομείς, εκτός του φορολογικού δικαίου, αλλά επιδιώκουν ανάλογους σκοπούς, είναι σύμφωνη με την πρακτική του Δικαστηρίου. Με την απόφαση Abbey National (23), για παράδειγμα, το Δικαστήριο ερμήνευσε την έννοια της διαχειρίσεως των αμοιβαίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας παραπέμποντας στον αντίστοιχο ορισμό τον οποίο θεσπίζει η οδηγία 85/611/EΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (24).

–       Εφαρμογή της απαλλαγής μετά την κατάργηση της κατ’ αποκλειστικότητα αναθέσεως συγκεκριμένων υπηρεσιών

51.      Η TNT, η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν επίσης, επικαλούμενες τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση Dansk Postordreforening (25), ότι η απαλλαγή είναι εφαρμοστέα μόνον αν συνεχίζουν να υφίστανται ταχυδρομικές υπηρεσίες που ανατίθενται κατ’ αποκλειστικότητα σε συγκεκριμένους φορείς παροχής. Πράγματι, σύμφωνα με την άποψη που υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας, οι ταχυδρομικές επιχειρήσεις ασκούν δημόσια λειτουργία απαλλασσόμενη από τον ΦΠΑ μόνον εφόσον παρέχουν υπηρεσίες που τους έχουν ανατεθεί κατ’ αποκλειστικότητα. Αντιθέτως, οι υπηρεσίες που αποτελούν μεν μέρος της καθολικής υπηρεσίας, αλλά δεν ανατίθενται κατ’ αποκλειστικότητα σε ένα φορέα παροχής παρέχονται υπό συνθήκες συνήθους ανταγωνισμού και είναι καθαρά εμπορικής φύσεως (26).

52.      Πράγματι, το άρθρο 7 της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες δεν επιβάλλει μέχρι σήμερα πλήρη ελευθέρωση, αλλά επιτρέπει να ανατίθεται κατ’ αποκλειστικότητα σε έναν ή περισσότερους φορείς μια περιορισμένη σειρά παροχών. Εντούτοις, το Ηνωμένο Βασίλειο και ορισμένα άλλα κράτη μέλη δεν χρησιμοποιούν πλέον τη δυνατότητα αυτή.

53.      Παρόλα ταύτα, τα κράτη μέλη συνεχίζουν να υπέχουν, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την παροχή της καθολικής υπηρεσίας στην ελευθερωμένη αγορά. Ειδικότερα, υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι ο φορέας ή οι φορείς παροχής της καθολικής υπηρεσίας τηρούν τις απαιτήσεις που απαριθμούνται στα άρθρα 3 έως 6 και 12 της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες σχετικά με την ποιότητα και την τιμή των παροχών ταχυδρομικών υπηρεσιών.

54.      Το Ηνωμένο Βασίλειο συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις αυτές αναθέτοντας στη Royal Mail να εξασφαλίσει την καθολική υπηρεσία και ενσωματώνοντας τις σχετικές προϋποθέσεις στην άδεια που χορήγησε προς τον σκοπό αυτό. Όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, οι προϋποθέσεις αυτές οι οποίες περιλαμβάνονται στην άδεια καθολικής υπηρεσίας διαφέρουν σημαντικά από τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες λειτουργούν άλλοι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στο Ηνωμένο Βασίλειο.

55.      Αλλά και χωρίς την παραχώρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων, οι φορείς παροχής της καθολικής υπηρεσίας δεν παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε μια εντελώς ελεύθερη αγορά, η οποία διέπεται μόνον από κανόνες οικονομικής φύσεως. Αντιθέτως, βαρύνονται και με μια υποχρέωση δημόσιου συμφέροντος και υπόκεινται, στο πλαίσιο αυτό, σε ειδικό κρατικό έλεγχο. Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός των φορέων παροχής της καθολικής υπηρεσίας ως «δημόσιων ταχυδρομικών υπηρεσιών», κατά την έννοια του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας, και η απαλλαγή των παροχών τους από τον ΦΠΑ συνάδουν με τον στόχο της εν λόγω διατάξεως.

56.      Συναφώς, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, σύμφωνα με τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, η διατήρηση ενός συνόλου αποκλειστικών υπηρεσιών πρέπει να επιτρέπει τη λειτουργία της καθολικής υπηρεσίας υπό συνθήκες οικονομικής ισορροπίας. Συνεπώς, σκοπός της κατ’ αποκλειστικότητα αναθέσεως είναι να διατηρεί την οικονομική ισορροπία του φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας, προκειμένου να μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή γενικού συμφέροντος που του έχει ανατεθεί (27). Εκτός από τη χρηματοδότηση των ειδικών οικονομικών επιβαρύνσεων που συνδέονται με την καθολική υπηρεσία, καμία περαιτέρω ανάγκη γενικού συμφέροντος δεν δικαιολογεί την κατ’ αποκλειστικότητα ανάθεση συγκεκριμένων παροχών. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τίθεται ως προϋπόθεση για την απαλλαγή του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας η κατ’ αποκλειστικότητα ανάθεση συγκεκριμένων παροχών, αφής στιγμής η εγγύηση της καθολικής υπηρεσίας ικανοποιεί ένα γενικό συμφέρον, έστω και αν η οικονομική βάση της δεν πρέπει να δημιουργείται μέσω της παραχωρήσεως αποκλειστικών δικαιωμάτων.

57.      Εξάλλου, μια ερμηνεία που θέτει ως προϋπόθεση της απαλλαγής την κατ’ αποκλειστικότητα ανάθεση συγκεκριμένων υπηρεσιών θα σήμαινε ότι το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας θα έπαυε να παράγει οποιαδήποτε αποτελέσματα σε μια σειρά κρατών μελών, πράγμα που –παρά την υποχρέωση να ερμηνεύονται στενά οι διατάξεις που προβλέπουν απαλλαγές– θα πρέπει κατά το δυνατόν να αποφευχθεί (28).

–       Ερμηνεία υπό το πρίσμα της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας

58.      Θα πρέπει, τέλος, να εξεταστεί το επιχείρημα που προβάλλουν η ΤΝΤ, η Σουηδική και η Φινλανδική Κυβέρνηση ότι, σε μια ελευθερωμένη αγορά, η απαλλαγή του φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας είναι αντίθετη προς την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας και νοθεύει τον ανταγωνισμό.

59.      Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία συνδέεται άρρηκτα με το κοινό σύστημα ΦΠΑ και είναι κρίσιμη για την ερμηνεία των διατάξεων που προβλέπουν απαλλαγές, δεν επιτρέπει τη διαφορετική μεταχείριση, κατά την επιβολή ΦΠΑ, των επιχειρηματιών που ενεργούν παρόμοιες πράξεις (29). Η αρχή αυτή εμπεριέχει την αρχή της εξαλείψεως των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, οι οποίες οφείλονται στη διαφορετική μεταχείριση κατά την επιβολή του ΦΠΑ (30).

60.      Συμφωνώ με τους προαναφερθέντες διαδίκους ότι η αρχή της ουδετερότητας τηρείται σε κάθε περίπτωση αν η απαλλαγή εφαρμόζεται μόνο σε φορείς που παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες οι οποίες έχουν ανατεθεί κατ’ αποκλειστικότητα. Πράγματι, αν παρέχονται αποκλειστικά δικαιώματα σε ένα φορέα, είναι a priori αδύνατον να υπάρχουν άλλες επιχειρήσεις που πραγματοποιούν πράξεις του ίδιου τύπου και των οποίων η διαφορετική φορολογική μεταχείριση θα μπορούσε να παραβιάσει την αρχή της ουδετερότητας.

61.      Απ’ αυτό δεν προκύπτει, εντούτοις, ότι η αρχή της ουδετερότητας παραβιάζεται αυτομάτως όταν η απαλλαγή δεν χορηγείται μόνο για τις παροχές που ανατίθενται κατ’ αποκλειστικότητα, αλλά καλύπτει γενικά τις παροχές της καθολικής υπηρεσίας. Πράγματι, είναι σύμφωνο με την αρχή της ουδετερότητας να απαλλάσσονται μόνον οι παροχές εκείνες του φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας οι οποίες, λαμβανομένου υπόψη του ιδιόμορφου νομικού καθεστώτος τους, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις παροχές άλλων φορέων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, οπότε δεν επέρχεται καμία στρέβλωση του ανταγωνισμού.

62.      Το βασικό στοιχείο της καθολικής υπηρεσίας την οποία εγγυάται η Royal Mail προς το δημόσιο συμφέρον έγκειται στην παροχή σε όλους τους χρήστες, σε όλα τα σημεία της επικράτειας, ταχυδρομικών υπηρεσιών σε ενιαία τιμή. Ειδικότερα, η Royal Mail υποχρεούται να διαθέτει ένα συγκεκριμένο αριθμό σημείων προσβάσεως (γραμματοκιβώτια και ταχυδρομικά καταστήματα) από τα οποία να συλλέγονται τα ταχυδρομικά αντικείμενα τουλάχιστον μία φορά κάθε εργάσιμη ημέρα. Πρέπει να παραδίδει όλα τα ταχυδρομικά αντικείμενα που παραλαμβάνει, αντί εύλογου και ενιαίου τιμήματος, σε οποιαδήποτε διεύθυνση στο Ηνωμένο Βασίλειο και δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αρνείται την παράδοση σε απομακρυσμένες περιοχές ή να την πραγματοποιεί μόνον έναντι αυξημένου τιμήματος. Τέλος, το ταχυδρομείο πρέπει να διανέμεται κάθε εργάσιμη ημέρα σε όλες τις ιδιωτικές κατοικίες και σε όλους τους εμπορικούς πελάτες.

63.      Η TNT δεν υποχρεούται να παρέχει ανάλογες υπηρεσίες. Για τον λόγο αυτό, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν επιβάλλει κατ’ αρχήν να υποβάλλονται οι πράξεις της TNT και της Royal Mail στο ίδιο φορολογικό καθεστώς. Μπορεί κάλλιστα ένα μέρος των παροχών που πραγματοποιεί η ΤΝΤ να είναι παρόμοιο με τις παροχές της Royal Mail, όπως για παράδειγμα η συλλογή και η διαλογή ταχυδρομικών αντικειμένων. Εντούτοις, η καθολική υπηρεσία που υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς έγκειται ακριβώς στη δημιουργία ενός δημόσιου ταχυδρομικού δικτύου, με τη μορφή ενός συνόλου εγκαταστάσεων υποδομής και παροχών υπηρεσιών μιας ορισμένης ποιότητας σε ορισμένη τιμή. Κατά συνέπεια, προκειμένου να αξιολογηθεί αν οι πράξεις μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους, δεν αρκεί να συγκριθούν μεμονωμένες παροχές, αλλά πρέπει να εξεταστεί αν αποτελούν ή όχι μέρος μιας συνολικής προσφοράς δημόσιου ταχυδρομικού δικτύου (31).

64.      Το αν αυτό ισχύει για όλες ή για ορισμένες μόνον από τις πράξεις που διενεργεί ο φορέας παροχής της καθολικής υπηρεσίας θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του δεύτερου ερωτήματος.

65.      Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η ταυτότητα του φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας έχει γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες στερείται σημασίας για τη φορολογική μεταχείριση. Αποφασιστικό χαρακτήρα έχει μόνο το γεγονός ότι οι παροχές του εν λόγω φορέα αντιστοιχούν, από ουσιαστική άποψη, στις απαιτήσεις της καθολικής υπηρεσίας και ότι η πραγματοποίησή τους εξασφαλίζεται για ορισμένο χρονικό διάστημα χάρη στις προϋποθέσεις που θέτει η άδεια που του έχει χορηγηθεί ή λόγω των διατάξεων του νόμου. Πράγματι, η επιβολή διαφορετικού φορολογικού καθεστώτος σε παροχές του ίδιου ουσιαστικά τύπου για τον μόνο λόγο ότι η ταυτότητα του επιχειρηματία που τις πραγματοποιεί έχει γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή δεν θα ήταν σύμφωνη με την αρχή της ουδετερότητας.

66.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες» κατά την έννοια του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας είναι οι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών που εξασφαλίζουν την καθολική υπηρεσία. Η εφαρμογή της απαλλαγής δεν προϋποθέτει ότι ορισμένες παροχές της καθολικής υπηρεσίας έχουν ανατεθεί κατ’ αποκλειστικότητα στον φορέα αυτό ή στους φορείς αυτούς.

 Β – Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

67.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας καλύπτει όλες τις πράξεις που πραγματοποιούνται από απαλλασσόμενο φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών. Σε περίπτωση που δεν απαλλάσσονται όλες οι παροχές του εν λόγω φορέα, με το τρίτο ερώτημα ζητείται από το Δικαστήριο να υποδείξει τα κριτήρια βάσει των οποίων οι απαλλασσόμενες παροχές διακρίνονται από τις μη απαλλασσόμενες. Επειδή τα δύο αυτά ερωτήματα συνδέονται στενά μεταξύ τους, θα τα συνεξετάσω.

68.      Κατά την άποψη της Royal Mail, της Ιρλανδίας, της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου το γράμμα της απαλλαγής αναφέρεται μόνο στον φορέα παροχής και δεν επιβάλλει να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων πράξεων που πραγματοποιεί το απαλλασσόμενο πρόσωπο. Αντιθέτως, κατά την άποψη της Επιτροπής και της Γερμανικής Κυβερνήσεως, η απαλλαγή πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις παροχές του φορέα της καθολικής υπηρεσίας οι οποίες απορρέουν άμεσα από την παροχή της καθολικής υπηρεσίας. Μεταξύ των παροχών αυτών η Επιτροπή διακρίνει τη διανομή ορισμένων τύπων ομαδικής αλληλογραφίας, η οποία κατά την άποψή της δεν θα πρέπει να απαλλάσσεται. Κατά την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται υπό προϋποθέσεις και τιμολόγια που αποτελούν αντικείμενο ελεύθερων διαπραγματεύσεων.

69.      Συναφώς θα πρέπει να υπενθυμιστεί, για άλλη μια φορά, ότι, βάσει του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας, απαλλάσσονται, εφόσον πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, οι παροχές υπηρεσιών και οι παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών. Εκτός από τη μεταφορά προσώπων και τις τηλεπικοινωνίες, που εξαιρούνται ρητώς από την απαλλαγή, η εν λόγω διάταξη δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες παροχές των δημόσιων ταχυδρομικών υπηρεσιών.

70.      Συνεπώς, το γράμμα της διατάξεως φαίνεται εκ πρώτης όψεως να συνηγορεί υπέρ της άποψης της Royal Mail και των κυβερνήσεων που συμμερίζονται τη θέση της. Υπέρ μιας τέτοιας ερμηνείας της διατάξεως που προβλέπει την απαλλαγή συνηγορεί επίσης και το γεγονός ότι επιτρέπει τη σαφή εξατομίκευση των απαλλασσομένων πράξεων, αφής στιγμής αρκεί απλώς να εξακριβωθεί ποιος πραγματοποιεί την πράξη, χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω διακρίσεις.

71.      Εντούτοις, αν όλο το βάρος δοθεί στην πραγματοποίηση της πράξεως από δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία, θα πρέπει να απαλλαγούν και ορισμένες πράξεις που δεν έχουν καμία σχέση με τις παροχές ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα η πώληση ειδών γραφείου ή ειδών δώρων από τα ταχυδρομεία. Κάτι τέτοιο θα ήταν προδήλως αντίθετο προς τη ratio της διατάξεως περί απαλλαγής, η οποία είναι να μην επιβαρύνεται με ΦΠΑ η παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών προς το γενικό συμφέρον, καθώς και προς την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας και τον κανόνα της στενής ερμηνείας της απαλλαγής, ως διατάξεως που εισάγει εξαίρεση.

72.      Για να πληρούνται οι εν λόγω απαιτήσεις, η απαλλαγή πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις παροχές που πραγματοποιεί μια δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία υπ’ αυτή της την ιδιότητα. Όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, απαλλάσσονται οι παροχές εκείνες του δημόσιου ταχυδρομικού δικτύου των οποίων η εξασφάλιση αντιστοιχεί στο γενικό συμφέρον, λαμβανομένων συναφώς υπόψη των αξιολογήσεων τις οποίες εκφράζει η οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες.

73.      Είναι αλήθεια ότι, κατ’ αρχήν, οι έννοιες της έκτης οδηγίας ΦΠΑ πρέπει να ερμηνεύονται ομοιόμορφα (32). Εντούτοις, αφής στιγμής η οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες δεν εναρμονίζει πλήρως την καθολική υπηρεσία, είναι δυνατόν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τον ορισμό των υπηρεσιών που εμπίπτουν στην καθολική υπηρεσία και τα χαρακτηριστικά των αντίστοιχων παροχών, τα οποία ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στην απαλλαγή από τον ΦΠΑ των παροχών ταχυδρομικών υπηρεσιών.

74.      Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο με την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (33), η έκτη οδηγία απέφυγε να επηρεάσει την ταχυδρομική οργάνωση των κρατών μελών, δεδομένου ότι το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, αφορά εξίσου τόσο τις κρατικές όσο και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών. Εξάλλου, το να εξατομικεύουν τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη τις γεωγραφικές, κοινωνικές και οικονομικές ιδιομορφίες τους στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει η οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, τις παροχές ταχυδρομικών υπηρεσιών οι οποίες πρέπει να εξασφαλίζονται για το γενικό συμφέρον είναι σύμφωνο με την αρχή της επικουρικότητας.

75.      Θα πρέπει να επισημανθεί ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν την απαλλαγή όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ (34). Στην υποχρέωση αυτή αντιστοιχεί ανάλογο δικαίωμα των ιδιωτών. Για τον λόγο αυτό, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατά την εφαρμογή της απαλλαγής από τον ΦΠΑ, να συμμορφώνονται με τις αξιολογήσεις που έχουν εκφραστεί στο πλαίσιο της ρυθμίσεως των ταχυδρομείων. Αν ήταν ελεύθερα να προσδιορίσουν αυθαίρετα τη βαρύτητα του γενικού συμφέροντος για τον σκοπό της απαλλαγής από τον ΦΠΑ με όρους διαφορετικούς από αυτούς που προκύπτουν από τον ορισμό της δημόσιας ταχυδρομικής υπηρεσίας, θα έπλητταν το δικαίωμα χορηγήσεως της απαλλαγής.

76.      Συνεπώς, για να πρόκειται για παροχή της καθολικής υπηρεσίας, δεν αρκεί η υπηρεσία αυτή να παρέχεται μέσω της υποδομής ενός φορέα της καθολικής υπηρεσίας. Θα πρέπει, επιπλέον, να πραγματοποιείται υπό τις τυποποιημένες προϋποθέσεις και τα τυποποιημένα τιμολόγια που ισχύουν για το σύνολο των χρηστών. Μόνο σε αυτή την περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί παροχή που πραγματοποιείται από τη δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία υπ’ αυτή της την ιδιότητα και που έχει ως συγκεκριμένο στόχο την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος.

77.      Όπως ορθώς υπογράμμισε η Γερμανική Κυβέρνηση επικαλούμενη τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, οι φορείς παροχής της καθολικής υπηρεσίας είναι ελεύθεροι να διαπραγματεύονται συμβάσεις με πελάτες σε ατομική βάση. Οι σχετικές υπηρεσίες δεν παρέχονται από φορέα που ενεργεί ως δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία, εφόσον οι υπηρεσίες που παρέχονται υπό αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι προσιτές σε όλους εξίσου τους χρήστες, αλλά μόνο στους χρήστες που είναι αρκετά ισχυροί, ώστε να δημιουργούν αυξημένη ζήτηση.

78.      Σχετικά με αυτές τις υπηρεσίες, οι οποίες παρέχονται παράλληλα με την καθολική υπηρεσία και δεν υπόκεινται στους περιορισμούς που ισχύουν γι’ αυτήν, ο φορέας παροχής της καθολικής υπηρεσίας βρίσκεται στην ίδια θέση με οποιονδήποτε άλλο φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών. Για τον λόγο αυτό, η απαλλαγή αποκλείεται στην περίπτωση αυτή, τόσο δυνάμει της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας όσο και της απαγορεύσεως των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

79.      Με την απόφαση Corbeau, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η παραχώρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 86 ΕΚ) άπαξ και πρόκειται για ειδικές υπηρεσίες, δυνάμενες να διαχωριστούν από την υπηρεσία γενικού συμφέροντος, οι οποίες καλύπτουν ειδικές ανάγκες επιχειρηματιών (35). Είναι αλήθεια ότι η Royal Mail δεν διαθέτει αποκλειστικά δικαιώματα αυτού του τύπου. Εντούτοις, η απαλλαγή από τον ΦΠΑ αποτελεί πλεονέκτημα υπέρ του φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας που δικαιολογείται μόνον λόγω των καθηκόντων δημοσίου συμφέροντος. Η απαλλαγή δεν μπορεί να επεκταθεί σε άλλες παροχές προς μεμονωμένους επιχειρηματίες, οι οποίες πραγματοποιούνται σε ατομική βάση.

80.      Δεν είναι τυχαίο ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες προβλέπει ότι οι φορείς παροχής της καθολικής υπηρεσίας τηρούν ξεχωριστούς λογαριασμούς στα λογιστικά συστήματά τους για τις υπηρεσίες που αποτελούν μέρη της καθολικής υπηρεσίας και τις υπηρεσίες που δεν αποτελούν μέρη της. Αυτό ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, και για τις μη αποκλειστικές υπηρεσίες. Σκοπός της υποχρεώσεως αυτής είναι να εξασφαλιστεί η διαφάνεια των λογιστικών και να αποτραπεί η χορήγηση διασταυρούμενων επιδοτήσεων μεταξύ των διαφόρων τομέων, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν πλεονέκτημα για τον φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας σε σχέση με άλλους ανταγωνιστές.

81.      Ο σαφής διαχωρισμός των διαφόρων τομέων της ταχυδρομικής υπηρεσίας είναι απαραίτητος και για τους σκοπούς της φοροαπαλλαγής, προκειμένου να μην βρεθεί ο φορέας παροχής της καθολικής υπηρεσίας σε πλεονεκτική θέση στους τομείς στους οποίους λειτουργεί υπό συνθήκες ανταγωνισμού με άλλους φορείς. Αφής στιγμής, συνεπώς, πρέπει να τηρούνται ξεχωριστοί λογαριασμοί για τους διαφόρους τύπους υπηρεσιών, δεν μπορεί η αντίστοιχη διαφοροποίηση της απαλλαγής να δημιουργεί μεγαλύτερες πρακτικές δυσχέρειες.

82.      Όσον αφορά την ομαδική αλληλογραφία (bulk mail services), η οποία κατά την άποψη της Επιτροπής δεν θα έπρεπε να απαλλάσσεται, θα πρέπει κατ’ αρχήν να επισημανθεί ότι δεν πρόκειται για τεχνική έννοια, ο ορισμός της οποίας να δίδεται, για παράδειγμα, με την οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Η μόνη ειδική κατηγορία την οποία προβλέπει η οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες είναι το διαφημιστικό ταχυδρομείο, το οποίο ορίζεται, με το άρθρο 2, παράγραφος 8, της εν λόγω οδηγίας, ως «ανακοίνωση που συνίσταται αποκλειστικά σε υλικό που αφορά αγγελίες, προώθηση πωλήσεων ή διαφήμιση και περιέχει τυποποιημένο μήνυμα, εκτός από το όνομα, τη διεύθυνση και τον ατομικό κωδικό του παραλήπτη και με τυχόν άλλες τροποποιήσεις που δεν αλλοιώνουν την ουσία του μηνύματος, και η οποία αποστέλλεται σε σημαντικό αριθμό παραληπτών, προς μεταφορά και παράδοση στη διεύθυνση που αναγράφεται από τον αποστολέα στο ίδιο το αντικείμενο ή στη συσκευασία του».

83.      Η έννοια της ομαδικής αλληλογραφίας θα μπορούσε να θεωρηθεί συνώνυμη του διαφημιστικού ταχυδρομείου ή, υπό ευρύτερη έννοια, θα μπορούσε να περιλαμβάνει την εμπορική αλληλογραφία που αποστέλλεται σε μεγάλη ποσότητα από έναν αποστολέα, αλλά περιέχει ατομικές ανακοινώσεις, όπως για παράδειγμα οι λογαριασμοί που εκδίδει μια επιχείρηση τηλεπικοινωνιών ή τα αντίγραφα κινήσεως λογαριασμού τα οποία αποστέλλουν οι τράπεζες.

84.      Όπως και αν ερμηνευθεί η εν λόγω έννοια, η απαλλαγή αποκλείεται εφόσον η αλληλογραφία αποστέλλεται σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεων σε ατομική βάση.

85.      Και αν ακόμα εφαρμόζεται τιμολόγιο αποστολής γενικής ισχύος, είναι αναμφίβολο ότι δεν πρόκειται για κλασικές παροχές που αφορούν άμεση βιοτική ανάγκη των ιδιωτών πελατών. Εν πάση περιπτώσει, η δημιουργία δημόσιου ταχυδρομικού δικτύου για τους εμπορικούς πελάτες υπαγορεύεται κατ’ αρχήν από το γενικό συμφέρον.

86.      Εντούτοις, ακόμα και οι ιδιώτες επωφελούνται εμμέσως από ένα τέτοιο δίκτυο. Πράγματι, είναι προς το συμφέρον των ιδιωτών να τους αποστέλλεται η εμπορική αλληλογραφία σε χαμηλές τιμές, ιδίως αν κατοικούν σε απομακρυσμένες περιοχές του κράτους μέλους. Αν ο αποστολέας εμπορικής αλληλογραφίας, για παράδειγμα μια τράπεζα, δεν μπορεί να εκπέσει τον ΦΠΑ εισροών, ο ΦΠΑ που επιβάλλεται επί του κόστους αποστολής θα μετακυλιστεί εν τέλει στην τιμή που ο αποστολέας θα χρεώσει στον πελάτη του για τις παροχές του.

87.      Στην περίπτωση, τέλος, της εμπορικής αλληλογραφίας που περιέχει ατομική ανακοίνωση και αποστέλλεται με το γενικά ισχύον τιμολόγιο, είναι δύσκολο να καθοριστεί το κατώτατο όριο αποστελλομένων ταχυδρομικών αντικειμένων από το οποίο να πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για ομαδική αποστολή που δεν απαλλάσσεται του φόρου. Το όριο αυτό πρέπει να καθοριστεί στα πενήντα τιμολόγια που αποστέλλει μια επιχείρηση μεσαίου μεγέθους κάθε ημέρα ή πρέπει να πρόκειται για χιλιάδες τιμολόγια, όπως συμβαίνει με τα αποστελλόμενα από τις μεγάλες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών; Για τον λόγο αυτό, η μεταχείριση των ταχυδρομικών αντικειμένων αυτού του τύπου δεν πρέπει να είναι διαφορετική από τη μεταχείριση των αντικειμένων που αποστέλλονται μεμονωμένα και έχουν εξατομικευμένο περιεχόμενο.

88.      Σαφώς διαφορετικό είναι, αντιθέτως, το διαφημιστικό ταχυδρομείο, το οποίο προβλέπει το άρθρο 2, σημείο 8, της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Η αλληλογραφία αυτή μπορεί να εξαιρεθεί από την απαλλαγή ακόμα και σε περίπτωση που αποστέλλεται με βάση το γενικό τιμολόγιο ταχυδρομικών τελών, διότι εδώ υπερισχύει το εμπορικό συμφέρον για τη διαφήμιση των προϊόντων ή των υπηρεσιών του αποστολέα. Εντούτοις, στα κράτη μέλη εναπόκειται εν τέλει να αποφασίσουν με ποιον τρόπο θα εξισορροπήσουν στην περίπτωση αυτή τα ιδιωτικά και τα δημόσια συμφέροντα. Συναφώς δεν πρέπει να λησμονείται και το συμφέρον των επιχειρήσεων που ανταγωνίζονται τον φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας για πρόσβαση επί ίσοις όροις σε αυτό το κερδοφόρο τμήμα της αγοράς.

89.      Συνεπώς, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι απαλλάσσονται από τον φόρο, δυνάμει του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας, μόνον οι παροχές στις οποίες προβαίνει η δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία υπ’ αυτή της την ιδιότητα, δηλαδή οι παροχές που εμπίπτουν στην καθολική υπηρεσία και εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον. Δεν απαλλάσσονται, αντιθέτως, οι παροχές οι οποίες εκπληρώνονται υπό όρους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεων σε ατομική βάση και δεν υπόκεινται στους κανόνες της καθολικής υπηρεσίας.

V –    Πρόταση

90.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του High Court ως εξής:

«1)      “Δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες” κατά την έννοια του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, είναι οι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών που εξασφαλίζουν την καθολική υπηρεσία. Η εφαρμογή της απαλλαγής δεν προϋποθέτει ότι ορισμένες παροχές της καθολικής υπηρεσίας έχουν ανατεθεί κατ’ αποκλειστικότητα στον φορέα αυτό ή στους φορείς αυτούς.

2)      Απαλλάσσονται από τον φόρο, δυνάμει του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας, μόνον οι παροχές στις οποίες προβαίνει η δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία υπ’ αυτή της την ιδιότητα, δηλαδή οι παροχές που εμπίπτουν στην καθολική υπηρεσία και εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον. Δεν απαλλάσσονται, αντιθέτως, οι παροχές οι οποίες εκπληρώνονται υπό όρους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεων σε ατομική βάση και δεν υπόκεινται στους κανόνες της καθολικής υπηρεσίας.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (EE. ειδ. έκδ. 09/001, σ. 0049) η οποία έχει αντικατασταθεί εν μέρει, από την 1η Ιανουαρίου 2007, από την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1).


3 – Βλ. ανακοίνωση στον Τύπο IP/07/1164 της 24ης Ιουλίου 2007.


4 –      Το άρθρο 132 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ έχει το ίδιο περίπου περιεχόμενο και προβλέπει και αυτό ότι απαλλάσσονται οι παροχές υπηρεσιών και οι παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, με εξαίρεση τη μεταφορά προσώπων και τις τηλεπικοινωνίες.


5 – Οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (ΕΕ 1998, L 15, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002 (ΕΕ L 176, σ. 21).


6 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με την πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 52, σ. 3). Με την οδηγία αυτή καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2011 η δυνατότητα αναθέσεως υπηρεσιών κατ’ αποκλειστικότητα (για ένδεκα κράτη μέλη ισχύει μεγαλύτερη προθεσμία μεταφοράς, μέχρι τα τέλη του 2012).


7 – Προτάσεις του γενικού εισαγγγελέα L. A. Geelhoed της 10ης Απριλίου 2003 στην υπόθεση C-169/02, Dansk Postordreforening (Συλλογή 2003, σ. I-13330, σημείο 79). Για την υπόθεση εκείνη δεν εκδόθηκε απόφαση του Δικαστηρίου, διότι, μετά την ανάπτυξη των προτάσεων, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αποσύρθηκε.


8 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, σχετικά με το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, της έκτης οδηγίας, αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2003, C-307/01, d’Ambrumenil και Dispute Resolutions Services (Συλλογή 2003, σ. I-13989, σκέψη 58), και της 8ης Ιουνίου 2006, C-106/05, L.u.P. (Συλλογή 2006, σ. I-5123, σκέψη 25).


9 – Βλ. πρόταση της Επιτροπής της 29ης Ιουνίου 1973, για την έκτη οδηγία του Συμβουλίου στον τομέα της εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών περί φόρου κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (Δελτίο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, παράρτημα 11/73, σ. 16).


10 – Αποφάσεις d’Ambrumenil (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 52), της 26ης Μαΐου 2005, C-498/03, Kingscrest και Montecello (Συλλογή 2005, σ. I-4427, σκέψη 29), της 14ης Ιουνίου 2007, C-445/05, Haderer (Συλλογή 2007, σ. I-4841, σκέψη 18), και της 16ης Οκτωβρίου 2008, C-253/07, Canterbury Hockey Club κ.λπ. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 17).


11 – Αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1998, C-149/97, Institute of the Motor Industry (Συλλογή 1998, σ. I-7053, σκέψη 18), d’Ambrumenil (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 54), και της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C-394/04 και C-395/04, Υγεία (Συλλογή 2005, σ. I-10373, σκέψη 15).


12 – Αποφάσεις Haderer, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 18, και Canterbury Hockey Club κ.λπ., προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 17.


13 – Βλ. προτάσεις που ανέπτυξα στις 15 Δεκεμβρίου 2005 στις υποθέσεις C-443/04 και C-444/04, Solleveld και van den Hout-van Eijnsbergen (απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, Συλλογή 2006, σ. I-3617, σημεία 39 και 49).


14 – Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 107/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1985, σ. 2655, σκέψη 11).


15 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 13), και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-401/05, VDP Dental Laboratory (Συλλογή 2006, σ. I-12121, σκέψη 25).


16 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση, σκέψεις 11 και 19.


17 – Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 16.


18 – Βλ. προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 7 προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση Dansk Postordreforening, σημεία 70 έως 76.


19 – Βλ. ανωτέρω τα σημεία 29 και 30 των προτάσεών μου.


20 – Βλ., για παράδειγμα, τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες.


21 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2 απόφαση.


22 – Βλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, Cilfit κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψη 20), και της 18ης Οκτωβρίου 2007, C-173/06, Agrover (Συλλογή 2007, σ. I-8783, σκέψη 17).


23 – Απόφαση της 4ης Μαΐου 2006, C-169/04, Abbey National (Συλλογή 2006, σ. I-4027, σκέψεις 61 επ.). Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πρακτική αυτή, βλ. τα σημεία 73 επ. των προτάσεών μου στην υπόθεση εκείνη.


24 – ΕΕ L 375, σ. 3.


25 – Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 7.


26 – ΌΠ. π., σημείο 79.


27 – Βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2007, C-162/06, International Mail Spain (Συλλογή 2007, σ. I-9911, σκέψεις 31 επ.), όπου γίνεται παραπομπή στις αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1993, C-320/91, Corbeau (Συλλογή 1993, σ. I-2533, σκέψεις 14 έως 16), και της 17ης Μαΐου 2001, C-340/99, TNT Traco (Συλλογή 2001, σ. I-4109, σκέψη 5), οι οποίες αφορούν το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ.


28 – Βλ. ανωτέρω σημείο 12 των προτάσεών μου και τις νομολογιακές παραπομπές της υποσημειώσεως 12.


29 – Αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-216/97, Gregg (Συλλογή 1999, σ. I-4947, σκέψεις 19 και 20), Kingscrest Associates και Montecello (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 29), L.u.P (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 24), και της 28ης Ιουνίου 2007, C-363/05, JP Morgan Flemming Claverhouse (Συλλογή 2007, σ. I-5517, σκέψη 46).


30 – Αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2001, C-481/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2001, σ. I-3369, σκέψη 22), και JP Morgan Flemming Claverhouse (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψη 47).


31 – Θα ήταν πάντως δυνατόν να παρέχει η TNT ολοκληρωμένη ταχυδρομική υπηρεσία σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια σε συνεργασία με άλλους φορείς, και ιδίως με τη Royal Mail. Αν η υπηρεσία αυτή πληροί και τις απαιτήσεις σχετικά με τον καθορισμό των τιμών, θα μπορούσε να θεωρηθεί απαλλασσόμενη καθολική υπηρεσία. Πράγματι, κατά την άποψή μου, δεν είναι απαραίτητο ο φορέας παροχής να χρησιμοποιεί δικά του μέσα για όλες τις τμηματικές παροχές οι οποίες συναπαρτίζουν την καθολική υπηρεσία.


32 – Βλ. αποφάσεις Kingscrest και Montecello (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 22), Haderer (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 17), και Canterbury Hockey Club κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10 σκέψη 16).


33 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 16.


34 – Βλ. επ’ αυτού τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 10), της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-45/01, Dornier (Συλλογή 2003, σ. I-12911, σκέψη 81), και JP Morgan Flemming Claverhouse (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψεις 61 και 62).


35 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27 απόφαση Corbeau, σκέψη 19.