Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 9ης Ιουλίου 2009 (1)

Υπόθεση C-182/08

Glaxo Wellcome GmbH & Co.

κατά

Finanzamt München II

[αίτηση του Bundesfinanzhof (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Φόρος εταιριών – Διανομή μερισμάτων – Πίστωση φόρου – Διαφορετική μεταχείριση των μετόχων που είναι μόνιμοι κάτοικοι ημεδαπής και των μετόχων που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι ημεδαπής – Διμερής σύμβαση περί αποτροπής της διπλής φορολογίας – Φορολογικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τη δυνατότητα εκπτώσεως των ζημιών από την απόσβεση της αξίας των μετοχών – Αποκλεισμός της δυνατότητας αυτής οσάκις ο μέτοχος που είναι μόνιμος κάτοικος ημεδαπής αγόρασε τα μερίδιά του από μέτοχο ο οποίος δεν είναι μόνιμος κάτοικος ημεδαπής – Εμπόδιο – Δικαιολογητικός λόγος – Καταστολή της φοροδιαφυγής – Αναλογικότητα»





1.        Η ερμηνεία που ζητείται με την παρούσα διάταξη περί παραπομπής αφορά φορολογική ρύθμιση στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος για την αποτροπή της διπλής οικονομικής φορολογίας κατά τη διανομή των μερισμάτων από ημεδαπή εταιρία στους μετόχους της.

2.        Το ζήτημα που τίθεται είναι αν κράτος μέλος μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα ενός υποκειμένου στον φόρο που είναι μόνιμος κάτοικος ημεδαπής να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη του τις ζημίες λόγω της μερικής αποσβέσεως της αξίας των μεριδίων που κατέχει σε εταιρία εδρεύουσα στην ημεδαπή οσάκις αγόρασε τα μερίδιά του από μέτοχο που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος.

3.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Glaxo Wellcome GmbH & Co. και του Finanzamt München II (2) που αφορά τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών για τα έτη 1995 έως 1998. Η διαφορά αυτή ανέκυψε στο πλαίσιο της περίπλοκης αναδιαρθρώσεως του ομίλου Glaxo Wellcome του οποίου οι εταιρίες είναι εγκατεστημένες σε διάφορα κράτη μέλη, εν προκειμένω στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας.

4.        Κατά την ισχύουσα γερμανική νομοθεσία, μέτοχος ο οποίος διαμένει στη Γερμανία και εισπράττει μέρισμα από εταιρία εγκατεστημένη σε αυτό το κράτος μέλος μπορεί να εκπέσει από τα φορολογητέα εισοδήματά του όχι μόνον το ποσό του φόρου που η διανέμουσα εταιρία ήδη κατέβαλε επί των κερδών της, και τούτο χάρη σε πίστωση φόρου, αλλά και τη μείωση των κερδών λόγω της μικρότερης αξίας των εταιρικών μεριδίων του.

5.        Κατ’ αρχήν, η πίστωση φόρου είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση των μετόχων που είναι μόνιμοι κάτοικοι. Εντούτοις, η ρύθμιση αυτή μπορούσε να καταστρατηγηθεί προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στους μετόχους που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίοι δεν φορολογούνται σε αυτό να τύχουν, αδικαιολογήτως, αυτού του φορολογικού πλεονεκτήματος.

6.        Η Γερμανική Κυβέρνηση έλαβε το επίδικο φορολογικό μέτρο ακριβώς προκειμένου να καταστείλει την πρακτική αυτή.

7.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει εάν ένα τέτοιο μέτρο συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ ή περιορισμό στην κυκλοφορία των κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ και, ενδεχομένως, εάν ο περιορισμός αυτός μπορεί να δικαιολογηθεί.

8.        Για τους σκοπούς της παρούσας αναλύσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να εξετάσει, προηγουμένως, τη συμβατότητα προς το κοινοτικό δίκαιο, και ιδίως προς το άρθρο 56 ΕΚ, του συστήματος στο οποίο εντάσσεται το επίδικο φορολογικό μέτρο με το οποίο σκοπείται να αποκλειστούν από το ευεργέτημα της πιστώσεως φόρου οι μέτοχοι που δεν διαμένουν στη Γερμανία.

9.        Ακολούθως, βάσει των εκτιμήσεων αυτής της πρώτης αναλύσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να εξετάσει εάν αντιβαίνει στο άρθρο 56 ΕΚ νομοθεσία κράτους μέλους που περιορίζει τη δυνατότητα φορολογουμένου που είναι μόνιμος κάτοικος να εκπέσει από τα φορολογητέα έσοδά του τις ζημίες που συνδέονται με την απόσβεση της αξίας των μετοχών που κατέχει σε εταιρία εδρεύουσα στην αλλοδαπή, οσάκις αγόρασε τα εταιρικά μερίδιά του από φορολογούμενο που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, ενώ παρέχει τη δυνατότητα αυτή στον φορολογούμενο που τα αγόρασε από φορολογούμενο που είναι μόνιμος κάτοικος.

10.      Με τις παρούσες προτάσεις, θα εξηγήσω ότι μια τέτοια ρύθμιση συνιστά πράγματι περιορισμό στην κυκλοφορία των κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 56 ΕΚ. Εντούτοις, θα διευκρινίσω κατά πόσον ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη αποτροπής της φοροδιαφυγής και θα επισημάνω τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο περιορισμός αυτός μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με την επίτευξη του σκοπού αυτού.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Το κοινοτικό δίκαιο

11.      Το άρθρο 43, πρώτο εδάφιο, ΕΚ απαγορεύει τους περιορισμούς της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων κράτους μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους. Κατά το άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την πρόσβαση σε μη μισθωτές δραστηριότητες και την άσκησή τους, καθώς και τη σύσταση και διαχείριση επιχειρήσεων.

12.      Δυνάμει του άρθρου 48, πρώτο εδάφιο, EΚ, τα θεσπιζόμενα με το άρθρο 43 ΕΚ δικαιώματα αναγνωρίζονται επίσης στις εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

13.      Επιπλέον, κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ, όλοι οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών απαγορεύονται (3).

14.      Εντούτοις τα άρθρα 57 ΕΚ και 58 ΕΚ προβλέπουν ορισμένες εξαιρέσεις από την αρχή αυτή. Το άρθρο 57 ΕΚ αφορά μόνον τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες καθώς και τις κινήσεις κεφαλαίων που θεωρούνται ιδιαίτερα ευαίσθητες.

15.      Το δε άρθρο 58 ΕΚ οριοθετεί τις αρμοδιότητες τις οποίες διατηρούν τα κράτη μέλη και οι οποίες τους παρέχουν τη δυνατότητα να περιορίζουν τις κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες. Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:

«1.      Οι διατάξεις του άρθρου 56 [ΕΚ] δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών:

α)      να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο που είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους·

β)      να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ιδίως στον τομέα της φορολογίας ή της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ή να προβλέπουν διαδικασίες δήλωσης των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης, ή να λαμβάνουν μέτρα υπαγορευόμενα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

[…]

3.      Τα μέτρα και οι διαδικασίες που αναφέρονται [στην παράγραφο] 1 […] δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών όπως ορίζεται στο άρθρο 56 [ΕΚ].»

16.      Από τη νομολογία προκύπτει ότι, μεταξύ των μέτρων που μπορούν να θεωρηθούν απαραίτητα για την αποφυγή των παραβάσεων των εθνικών νομοθεσιών και κανονιστικών διατάξεων περιλαμβάνονται, ιδίως, αυτά που αφορούν την καταστολή της φοροδιαφυγής (4).

17.      Περαιτέρω, ο κατάλογος του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ που περιλαμβάνει τα μέτρα των οποίων δικαιολογείται η λήψη δεν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα. Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η ελευθερία της κυκλοφορίας των κεφαλαίων, όπως και οι λοιπές ελευθερίες κυκλοφορίας, θα μπορούσε να περιοριστεί για άλλους λόγους οι οποίοι μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιτακτικοί λόγοι ή απαιτήσεις γενικού συμφέροντος (5). Έτσι, έχει κριθεί επανειλημμένως ότι η ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής ενός εθνικού φορολογικού συστήματος καθώς και η ανάγκη καταστολής καταχρηστικών πρακτικών αποτελούν επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (6).

18.      Εντούτοις, όποιος και να είναι ο λόγος τον οποίον επικαλείται το οικείο κράτος μέλος, είναι σημαντικό το επίμαχο μέτρο να είναι κατάλληλο προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο.

 Β –       Το εθνικό δίκαιο

1.      Η γερμανική ρύθμιση σχετικά με τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών

 α)     Η κατάσταση των μετόχων που είναι μόνιμοι κάτοικοι

19.      Τα φυσικά πρόσωπα τα οποία θεωρούνται ότι έχουν τη φορολογική κατοικία τους στη Γερμανία φορολογούνται για το σύνολο των παγκοσμίων εσόδων τους στο πλαίσιο ενός καθεστώτος που ονομάζεται «καθεστώς πλήρους φορολογήσεως» ή «σύστημα εξ ολοκλήρου υπαγωγής στον φόρο».

20.      Οσάκις τα πρόσωπα αυτά εισπράττουν μέρισμα, μπορούν να εκπέσουν από τα φορολογητέα έσοδά τους, αφενός, το ποσό του φόρου εταιριών τον οποίον έχει ήδη καταβάλλει η διανέμουσα εταιρία και, αφετέρου, τις ζημίες λόγω μερικής αποσβέσεως της αξίας των μεριδίων που κατέχουν σε αυτήν την εταιρία.

i)      Το σύστημα πλήρους συμψηφισμού και η πίστωση φόρου που αναγνωρίζεται στους μετόχους που είναι μόνιμοι κάτοικοι ημεδαπής

21.      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εφαρμόζει σύστημα φορολογήσεως που ονομάζεται «σύστημα πλήρους συμψηφισμού» υπέρ των φορολογουμένων που είναι μόνιμοι κάτοικοι ημεδαπής. Το σύστημα αυτό παρέχει τη δυνατότητα αποτροπής της διπλής οικονομικής φορολογίας κατά τη διανομή των μερισμάτων. Πράγματι, τα μερίσματα αυτά υπόκεινται σε φόρο κατά τη φορολόγηση δύο διαφορετικών φορολογουμένων, μια πρώτη φορά στο πλαίσιο της φορολογήσεως των κερδών της εταιρίας και, στη συνέχεια, μια δεύτερη φορά, στο πλαίσιο της φορολογήσεως του μετόχου στον οποίο διανέμονται στο πλαίσιο της επιβολής φόρου εταιριών ή φόρου εισοδήματος, ανάλογα με το αν ο μέτοχος αυτός είναι εταιρία ή ιδιώτης.

22.      Βάσει του ανωτέρω συστήματος, οποιαδήποτε διανομή μερισμάτων από εταιρία που εδρεύει στην ημεδαπή σε μέτοχο που είναι μόνιμος κάτοικος ημεδαπής παρέχει τη δυνατότητα σε αυτόν να λάβει πίστωση φόρου κατά το μέρος του φόρου εταιριών που έχει καταβάλλει η διανέμουσα εταιρία. Αυτή η πίστωση φόρου συμψηφίζεται είτε με τον φόρο εισοδήματος του μετόχου εάν αυτός είναι φυσικό πρόσωπο (7) είτε με τον φόρο εταιριών, εάν ο μέτοχος είναι εταιρία (8). Έτσι, ο μέτοχος μπορεί να εκπέσει την πίστωση φόρου από το ποσό που οφείλει σε σχέση με τα φορολογητέα έσοδά του.

23.      Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του EStG, αυτός ο συμψηφισμός μπορεί να οδηγήσει σε επιστροφή φόρου αν η φορολογική οφειλή του φορολογουμένου είναι κατώτερη του ποσού του φόρου εταιριών που εισπράχθηκε.

24.      Οι διατάξεις αυτές έχουν ως συνέπεια να φορολογούνται τα κέρδη που διανέμουν οι εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην ημεδαπή μία φορά στο πλαίσιο της φορολογήσεως των εταιριών, φορολογούνται δε στο πλαίσιο της φορολογήσεως του τελικού μετόχου μόνον εφόσον ο φόρος εισοδήματος ή ο φόρος εταιριών που οφείλει αυτός υπερβαίνει την πίστωση φόρου που δικαιούται.

ii)    Η μερική απόσβεση της αξίας των μεριδίων

25.      Όπως επισήμανα, ο Γερμανός φορολογούμενος μπορεί επίσης να εκπέσει από τα φορολογητέα έσοδά του τις ζημίες λόγω της μερικής αποσβέσεως της αξίας των μεριδίων που κατέχει σε μια εταιρία. Η μερική απόσβεση αντιστοιχεί στη μείωση της αξίας της μετοχής κατά τον χρόνο διανομής των μερισμάτων της εταιρίας. Κατ’ αρχήν, η τιμή της μετοχής μειώνεται κατά το ποσό των διανεμόμενων κερδών. Έτσι, οσάκις τα μερίδια μιας εταιρίας που κατέχει φορολογούμενος αποτελούν μέρος του κεφαλαίου κινήσεως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 1, του EStG παρέχει σε αυτόν τη δυνατότητα να μειώσει, κατά τον χρόνο εισπράξεως του μερίσματος, την αξία των μεριδίων αυτών στον φορολογικό προϋπολογισμό του.

 β)     Η κατάσταση των μετόχων που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι ημεδαπής

26.      Κατ’ αρχήν, οι φορολογούμενοι που δεν διαμένουν στη Γερμανία δεν φορολογούνται για τα κέρδη που εισπράττουν λόγω διανομής μερισμάτων από εταιρία που εδρεύει στην ημεδαπή ή από την πώληση των μεριδίων που κατέχουν στην εταιρία αυτή. Για τα πρόσωπα αυτά δεν ισχύει το σύστημα πλήρους συμψηφισμού που προβλέπει η γερμανική φορολογική νομοθεσία και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ζητήσουν τη σχετική πίστωση φόρου.

27.      Εντούτοις, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συνήψε, στις 26 Νοεμβρίου 1964, σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας (9).

28.      Κατά το άρθρο III της συμβάσεως, οι εταιρίες που είναι εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπόκεινται στον φόρο εταιριών στη Γερμανία παρά μόνο στο βαθμό που ασκούν τη δραστηριότητά τους μέσω μόνιμων εγκαταστάσεων που έχουν την έδρα τους στη Γερμανία.

29.      Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου XVIII, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της εν λόγω συμβάσεως, οι εν λόγω εταιρίες μπορούν να λάβουν πίστωση φόρου σε σχέση με τη διανομή μερισμάτων από εταιρία που είναι εγκατεστημένη στη Γερμανία εφόσον ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον 25 % των μετοχών με δικαίωμα ψήφου της εταιρίας αυτής.

30.      Η διάταξη αυτή έχει την εξής διατύπωση:

«Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της βρετανικής νομοθεσίας που αφορούν τον συμψηφισμό του φόρου που οφείλεται σε χώρα εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου με τον φόρο που οφείλεται στο Ηνωμένο Βασίλειο (υπό την επιφύλαξη πάντως ότι δεν αντιβαίνουν στις γενικές αρχές της παρούσας συμβάσεως), η πίστωση φόρου χορηγείται:

[…]

β)      Οσάκις εταιρία η οποία εδρεύει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία [της Γερμανίας] καταβάλλει μερίσματα σε εταιρία που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο και η οποία ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον 25 % των μετοχών με δικαίωμα ψήφου της πρώτης εταιρίας, λαμβάνεται υπόψη, κατά τον υπολογισμό του συμψηφισμού […], ο φόρος που οφείλεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία [της Γερμανίας] από την εταιρία επί των κερδών βάσει των οποίων καταβάλλονται τα μερίσματα.»

 γ)     Το άρθρο 50 c, παράγραφοι 1 και 4, του EStG

31.      Η διάταξη αυτή ρυθμίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες φορολογούμενος που έχει δικαίωμα συμψηφισμού του φόρου αγοράζει από πωλητή που δεν έχει το δικαίωμα αυτό μερίδια εταιρίας εγκατεστημένης στη Γερμανία.

32.      Το άρθρο 50 c του EStG, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο περί της βελτιώσεως των όρων φορολογίας προς ενίσχυση της ελκυστικότητας της Γερμανίας ως τόπου εγκαταστάσεως των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (10), προβλέπει τα εξής:

«1)   Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος έχει δικαίωμα συμψηφισμού του φόρου εισοδήματος εταιριών και αγοράζει από κάτοχο εταιρικών μεριδίων μη έχοντα τέτοιο δικαίωμα συμψηφισμού μερίδιο σε κεφαλαιουχική εταιρία […] η οποία υπέχει πλήρη φορολογική υποχρέωση […], δεν μπορεί να συνεκτιμήσει, κατά τον υπολογισμό των κερδών, τις μειώσεις κερδών που προκύπτουν

1.      από τον συνυπολογισμό της χαμηλότερης μερικής αξίας ή

2.      από τη μεταβίβαση ή την ανάληψη της μερίδας εταιρικής συμμετοχής,

κατά το έτος αγοράς ή εντός κάποιου από τα εννέα επόμενα έτη, εφόσον αυτός ο συνυπολογισμός της χαμηλότερης μερικής αξίας ή κάθε άλλη μείωση των κερδών απορρέει μόνον από διανομή κερδών ή από μεταφορές κερδών προς εκτέλεση συμφωνιών ελέγχου, οι δε μειώσεις κερδών δεν υπερβαίνουν συνολικώς το δεσμευμένο ποσό, υπό την έννοια της παραγράφου 4.

[…]

4)     Το δεσμευμένο ποσό αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της ονομαστικής αξίας του μεριδίου. […]»

2.      Η γερμανική νομοθεσία για τη φορολογία της αναδιαρθρώσεως επιχειρήσεων

33.      Ο μηχανισμός του άρθρου 50 c του EStG μπορεί επίσης να αφορά δύο είδη πράξεων που εξομοιώνονται προς διανομή μερισμάτων που ενδέχεται να αναφανούν στο πλαίσιο ορισμένων αναδιαρθρώσεων επιχειρήσεων. Πρόκειται, πρώτον, για την περίπτωση κατά την οποία ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού μεταφέρονται από κεφαλαιουχική εταιρία σε προσωπική εταιρία, περίπτωση την οποία μνημονεύει το άρθρο 4, παράγραφοι 4 έως 6, του νόμου για τη φορολόγηση των αναδιαρθρώσεων επιχειρήσεων, της 28ης Οκτωβρίου 1994 (11), και, δεύτερον, για την περίπτωση στην οποία κεφαλαιουχική εταιρία μετασχηματίζεται σε προσωπική εταιρία, περίπτωση η οποία διέπεται από τις αυτές διατάξεις (12).

II – Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

34.      Θα συνοψίσω στη συνέχεια τα πραγματικά περιστατικά που είναι κρίσιμα για τη συλλογιστική μου.

35.      Η παρούσα υπόθεση αφορά τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών της αναιρεσείουσας στην κύρια δίκη για τα έτη 1995 έως 1998, ήτοι μιας εταιρίας εγκατεστημένης στη Γερμανία που έχει τη μορφή ετερόρρυθμης εταιρίας με εταίρο εταιρία περιορισμένης ευθύνης (GmbH & Co KG). Η εταιρία αυτή προήλθε από τη συγχώνευση, στις 25 Αυγούστου 1995, της Glaxo Wellcome GmbH (στο εξης: GW-GmbH) και της Wellcome GmbH (στο εξής: W-GmbH).

36.      Ο προσδιορισμός των κερδών της εν λόγω επιχειρήσεως δημιούργησε πολλές δυσκολίες στον βαθμό που ο όμιλος Glaxo Wellcome, στον οποίο η εταιρία αυτή ανήκει, αποτέλεσε το αντικείμενο περίπλοκης αναδιαρθρώσεως κατά τη διάρκεια του Ιουνίου και του Ιουλίου του 1995.

37.      Στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως αυτής, η Glaxo Verwaltungs-GmbH (στο εξής: GV-GmbH), θυγατρική του ομίλου και εγκατεστημένη στη Γερμανία, αγόρασε από τη μητρική εταιρία της που είναι εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο (13) το σύνολο των μεριδίων της GW-GmbH. Κατά το Finanzamt, από την πράξη αυτή προέκυψε ένα δεσμευθέν ποσό που βάρυνε τα μερίδια που αγόρασε η αναιρεσείουσα στην κύρια δίκη με ποσό ύψους 22 887 706 γερμανικών μάρκων (DEM).

38.      Ομοίως, η εν λόγω αναιρεσείουσα αγόρασε από δύο εταιρίες του ομίλου εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο το σύνολο των μεριδίων της W-GmbH, που είναι θυγατρική του ομίλου εγκατεστημένη στη Γερμανία. Κατά το Finanzamt, από την πράξη αυτή προέκυψε επίσης δεσμευθέν ποσό επί των αγορασθέντων μεριδίων της θυγατρικής αυτής ύψους 322 565 500 DEM.

39.      Η αναιρεσείουσα στην κύρια δίκη αμφισβήτησε ενώπιον του Finanzgericht München τη νομιμότητα της πράξεως επιβολής φόρου που εξέδωσε το Finanzamt, και συγκεκριμένα το γεγονός ότι συνυπολόγισε αυτά τα δεσμευθέντα πόσα. Το Finanzgericht δέχτηκε την προσφυγή αυτή με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2006. Κατόπιν αυτού, το Finanzamt άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesfinanzhof (Γερμανία) ζητώντας την εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής.

III – Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

40.      Το Bundesfinanzhof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στο άρθρο 52 […] ή στο άρθρο 73Β […] της Συνθήκης η κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία, στο πλαίσιο εθνικού συστήματος συμψηφισμού του φόρου εισοδήματος εταιριών, η μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων λόγω διανομής μερισμάτων δεν επηρεάζει τη βάση υπολογισμού του φόρου, στην περίπτωση που υποκείμενος στον φόρο ο οποίος τυγχάνει πιστώσεως του φόρου εισοδήματος εταιριών αγοράζει, από κάτοχο μεριδίων μη τυγχάνοντα της ως άνω πιστώσεως, μερίδια κεφαλαιουχικής εταιρίας υπέχουσας πλήρη φορολογική υποχρέωση, ενώ, στην περίπτωση αγοράς μεριδίων από κάτοχο μεριδίων τυγχάνοντα πιστώσεως φόρου, μια τέτοια μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων μειώνει τη βάση επιβολής του φόρου του αγοραστή;»

IV – Ανάλυση

41.      Με το προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν αντιβαίνει στα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους που περιορίζει τη δυνατότητα μετόχου που είναι μόνιμος κάτοικος αυτού του κράτους μέλους να εκπέσει από τα φορολογητέα έσοδά του τις ζημιές που συνδέονται με την απόσβεση της αξίας των μεριδίων που κατέχει σε εταιρία εδρεύουσα στην ημεδαπή στην περίπτωση που αγόρασε τα μερίδια αυτά από μέτοχο που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, ενώ χορηγεί τη δυνατότητα αυτή σε φορολογούμενο που αγόρασε τα μερίδιά του από μέτοχο που είναι μόνιμος κάτοικος.

42.      Συνεπώς, το ερώτημα αυτό θέτει δύο ζητήματα. Ζητείται να διευκρινιστεί, κατ’ αρχάς, αν η επίμαχη νομοθεσία πρέπει να θεωρηθεί ως περιορισμός στην ελευθερία εγκαταστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ ή στην κυκλοφορία των κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ. Ακολούθως, ερωτάται αν, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, μπορεί να δικαιολογηθεί ένας τέτοιος περιορισμός.

43.      Πριν προχωρήσω στην εξέταση των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω τις βασικές θέσεις της νομολογίας όσον αφορά την οριοθέτηση της αρμοδιότητας των κρατών μελών στον τομέα της φορολογίας των μερισμάτων, και ιδίως των αρμοδιοτήτων που αφορούν τους μηχανισμούς για την αποτροπή της διπλής φορολογίας των κερδών των εταιριών και τις συνέπειες εκ της συνάψεως διμερών συμβάσεων (14).

 Α –       Οι κύριες θέσεις της νομολογίας

1.      Το γενικό πλαίσιο

44.      Η φορολόγηση των μερισμάτων εμπίπτει στο πεδίο της άμεσης φορολογίας, η οποία, μέχρι σήμερα, δεν έχει υπαχθεί ρητώς στην αρμοδιότητα της Κοινότητας (15). Επομένως, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν κυριαρχικά τους όρους ασκήσεως της φορολογικής τους εξουσίας, δηλαδή τον συντελεστή, τη βάση υπολογισμού, τις λεπτομέρειες εισπράξεως και το πεδίο ασκήσεως της εξουσίας επιβολής φόρων είτε μονομερώς είτε συμβατικώς, ήτοι δια της συνάψεως διακρατικών συμβάσεων (16).

45.      Ωστόσο, όπως υπενθυμίζει συχνά το Δικαστήριο, η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να ασκείται τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου, και ιδίως κατά τρόπο που να μη θίγει τις ελευθερίες κυκλοφορίας που καθιερώνει η Συνθήκη ΕΚ (17).

46.      Η οριοθέτηση της αρμοδιότητας των κρατών μελών με γνώμονα τις εν λόγω ελευθερίες κυκλοφορίας εκφράστηκε μέσω δύο αρχών. Η πρώτη είναι η αρχή της απαγορεύσεως των μέτρων που εισάγουν διακρίσεις. Βάσει της αρχής αυτής, ο προερχόμενος από άλλο κράτος μέλος φορολογούμενος δεν μπορεί να τυγχάνει διαφορετικής φορολογικής μεταχειρίσεως εκ μέρους του κράτους μέλους υποδοχής. Η δεύτερη αρχή είναι η αρχή της απαγορεύσεως παρεμποδίσεως, από το κράτος μέλος προελεύσεως, της ασκήσεως των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας από τους υπηκόους του. Πρόκειται για την απαγόρευση «παρεμποδίσεως της εξόδου».

47.      Στο πλαίσιο της εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων στο πεδίο της φορολογήσεως των κερδών των εταιριών, οι δύο αυτές αρχές λαμβάνουν στη νομολογία τη μορφή της απαγορεύσεως, αφενός, εθνικών φορολογικών μέτρων που εμποδίζουν την άντληση στο οικείο κράτος μέλος κεφαλαίων από αλλοδαπές εταιρίες και, αφετέρου, εθνικών φορολογικών μέτρων που αποθαρρύνουν ή αποτρέπουν τους φορολογουμένους του οικείου κράτους μέλους από το να επενδύουν τα κεφάλαιά τους σε εταιρίες εγκατεστημένες στην αλλοδαπή.

48.      Σύμφωνα με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εφαρμόζει διαφορετικούς φορολογικούς κανόνες επί ομοίων καταστάσεων ούτε να εφαρμόζει τον αυτό φορολογικό κανόνα επί διαφορετικών καταστάσεων (18). Εξάλλου, η εν λόγω αρχή δεν απαγορεύει μόνον τις εμφανείς διακρίσεις που στηρίζονται στην ιθαγένεια (19). Απαγορεύει και όλες τις άλλες διακρίσεις οι οποίες, δια της εφαρμογής άλλων κριτηρίων διαφοροποιήσεως, καταλήγουν στην πράξη στο αυτό αποτέλεσμα.

49.      Όπως επισήμανα με τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Orange European Smallcap Fund, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και η αρμοδιότητα την οποία διατηρούν τα κράτη μέλη αντιπαρατέθηκαν στον τομέα της άμεσης φορολογίας, ιδίως σε σχέση με τα εθνικά μέτρα που προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με τον τόπο κατοικίας του φορολογουμένου.

50.      Ειδικότερα, αφενός, το πού βρίσκεται η φορολογική κατοικία οριοθετεί, κατ’ αρχήν, τις φορολογικές αρμοδιότητες μεταξύ των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, κατά κανόνα, τα κράτη μέλη φορολογούν τα υποκείμενα στον φόρο φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν στο έδαφός τους και μπορούν να φορολογήσουν τους κατοικούντες στην αλλοδαπή φορολογουμένους επί των κερδών που προέρχονται από δραστηριότητα ασκούμενη στο έδαφός τους. Ομοίως, καθιερώνουν φορολογικά πλεονεκτήματα, η παροχή των οποίων περιορίζεται στους κατοικούντες στην ημεδαπή φορολογουμένους, όπως τα μέτρα που σκοπούν στο να λαμβάνεται υπόψη η προσωπική και οικογενειακή κατάσταση, την οποία το εκάστοτε κράτος μέλος της κατοικίας μπορεί να εκτιμήσει καλύτερα. Το Δικαστήριο δέχθηκε σχετικώς ότι η κατάσταση των κατοικούντων στην ημεδαπή φορολογουμένων και η κατάσταση των κατοικούντων στην αλλοδαπή φορολογουμένων δεν είναι κατά κανόνα όμοιες (20).

51.      Αφετέρου, η εθνική νομοθεσία κράτους μέλους που παρέχει φορολογικά πλεονεκτήματα μόνο στους κατοίκους ημεδαπής ωφελεί κυρίως τους υπηκόους του εν λόγω κράτους, αφού, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι μη κάτοικοι είναι κατά πλειοψηφία υπήκοοι άλλων κρατών. Συνεπώς, ρύθμιση η οποία θέτει ως κριτήριο εφαρμογής της την κατοικία του φορολογουμένου μπορεί να εμπεριέχει έμμεση διάκριση λόγω ιθαγενείας (21).

52.      Όπως υπέμνησε προσφάτως το Δικαστήριο με την απόφασή του Persche (22), αυτή είναι η αντιπαράθεση την οποία εκφράζει το άρθρο 58 ΕΚ, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, το άρθρο 56 ΕΚ δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν συνιστούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων και των πληρωμών που απαγορεύονται από την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού.

53.      Επομένως, εθνική ρύθμιση η οποία αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο τους φορολογουμένους ανάλογα με τον τόπο κατοικίας τους ή τον τόπο όπου επενδύουν τα κεφάλαιά τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει προς τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ, εκτός εάν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση αφορά καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικά όμοιες για τους σκοπούς εφαρμογής του επίμαχου φορολογικού μέτρου (23). Κατά πάγια νομολογία, ο έλεγχος αυτός πρέπει να πραγματοποιείται in concreto (24).

54.      Άλλως, αν οι συγκρινόμενες καταστάσεις είναι αντικειμενικά ομοειδείς, η εν λόγω διάκριση, κατά τη νομολογία, συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο μόνον εφόσον δικαιολογείται από κάποιον από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ ή από επιτακτικό λόγο αναγόμενο στο γενικό συμφέρον, όπως είναι η ανάγκη διαφυλάξεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος ή η διαφύλαξη της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων. Επιπλέον, προκειμένου να είναι δικαιολογημένη αυτή η διαφορετική μεταχείριση δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την επίτευξη του στόχου που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση (25).

2.      Τα μέτρα για την πρόληψη ή τον περιορισμό της διπλής φορολογίας

55.      Με πολλές αποφάσεις του, το Δικαστήριο αποσαφηνίζει το περιεχόμενο της γενικής αυτής οριοθετήσεως της αρμοδιότητας των κρατών μελών όσον αφορά την άμεση φορολογία και τα εθνικά μέτρα, μονομερή ή συμβατικά, που αποσκοπούν στην πρόληψη ή στον περιορισμό της διπλής φορολογίας επί των κερδών που διανέμουν οι εταιρίες.

56.      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζω ότι τα κέρδη μιας εταιρίας ενδέχεται να υποβληθούν σε διπλή φορολογία σε διάφορες περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, είναι δυνατό να υποβληθούν σε «διαδοχικές φορολογήσεις» ή σε «οικονομική διπλή φορολογία», οσάκις φορολογούνται στο επίπεδο δύο διαφορετικών φορολογουμένων, ήτοι, αρχικώς στο επίπεδο της εταιρίας στο πλαίσιο της φορολογίας των κερδών, κατόπιν δε, για δεύτερη φορά, στο επίπεδο του μετόχου στον οποίο διανέμονται, στο πλαίσιο της φορολογίας εταιριών ή της φορολογίας εισοδήματος, ανάλογα με το αν ο εν λόγω μέτοχος είναι εταιρία ή φυσικό πρόσωπο (26).

57.      Τα εν λόγω κέρδη είναι επίσης δυνατό να υποβάλλονται σε «νομική διπλή φορολογία», οσάκις ο ίδιος φορολογούμενος φορολογείται δύο φορές για το ίδιο εισόδημα. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν ο μέτοχος που εισπράττει τα μερίσματα υπόκειται, αφενός, σε κρατήσεις στην πηγή επί των εν λόγω μερισμάτων από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εταιρία που διανέμει τα μερίσματα και, αφετέρου, σε φόρο εισοδήματος για τα μερίσματα αυτά στη χώρα διαμονής του.

58.      Από την παρουσίαση της νομολογίας επί του θέματος συνάγεται ότι, κατά τεκμήριο, η διπλή φορολογία δεν αντίκειται εν γένει στο κοινοτικό δίκαιο.

59.      Πράγματι, στο πλαίσιο της Συνθήκης, δεν θεσπίστηκε κανένας κανόνας επιμερισμού των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να εξαλειφθούν οι περιπτώσεις διπλής φορολογίας. Απαγόρευση της διπλής φορολογίας προβλέπεται μόνο σε ορισμένες οδηγίες, όπως είναι η οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου (27). Επιπλέον, πλην της συμβάσεως 90/436/ΕΟΚ (28), τα κράτη μέλη δεν έχουν συνάψει καμία πολυμερή σύμβαση για τον σκοπό αυτόν βάσει του άρθρου 293 ΕΚ (29).

60.      Από την κατάσταση αυτή απορρέουν δύο συνέπειες. Αφενός, το γεγονός ότι, συνεπεία της ασκήσεως από τα κράτη μέλη των εκατέρωθεν αρμοδιοτήτων τους, όπως η φορολόγηση του φορολογουμένου από το κράτος κατοικίας του για το σύνολο των εισοδημάτων του και η φορολόγηση του ιδίου φορολογουμένου από το κράτος στο έδαφος του οποίου διανεμήθηκαν τα μερίσματα για το ποσό των εν λόγω μερισμάτων, προκύπτει διπλή φορολογία, δεν συνιστά αφεαυτού παράβαση του κοινοτικού δικαίου (30).

61.      Αφετέρου, ελλείψει μέτρων και πολυμερούς συμβάσεως για τη ρύθμιση του ζητήματος της διπλής φορολογίας, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ορίζουν τα κριτήρια της μεταξύ τους κατανομής της εξουσίας επιβολής φόρων και να θεσπίζουν, μονομερώς ή με τη σύναψη διμερών συμβάσεων, τα αναγκαία για την αποτροπή της διπλής φορολογίας μέτρα (31). Ωστόσο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη, τόσο στο επίπεδο των μονομερών μέτρων όσο και στο επίπεδο των συμβατικών μέτρων, οφείλουν να τηρούν τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, αυτές που ανάγονται στη διασφάλιση των ελευθεριών κυκλοφορίας (32).

62.      Το Δικαστήριο είχε επανειλημμένως την ευκαιρία να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αυτής σε σχέση με τη φορολόγηση από τα κράτη μέλη, αφενός, των εισαγόμενων μερισμάτων, οπότε πρόκειται για το κράτος κατοικίας του μετόχου, και, αφετέρου, των εξαγόμενων μερισμάτων, οπότε πρόκειται για το κράτος όπου βρίσκεται η πηγή των εν λόγω μερισμάτων (33).

63.      Όσον αφορά τη φορολόγηση των εισαγόμενων μερισμάτων, η νομολογία δέχεται ότι, οσάκις κράτος μέλος φορολογεί τους κατοικούντες στο έδαφός του φορολογουμένους για το σύνολο των μερισμάτων που εισπράττουν και λαμβάνει μέτρα για την αποτροπή ή τον περιορισμό της οικονομικής διπλής φορολογίας των εν λόγω μερισμάτων, δεν μπορεί να περιορίσει το ευεργέτημα των μέτρων αυτών στα μερίσματα που προέρχονται από πηγές εντός του εδάφους του, αλλ’ οφείλει να εφαρμόσει το εν λόγω ευεργέτημα και στα μερίσματα που διανέμονται από εταιρίες εγκατεστημένες στα άλλα κράτη μέλη (34).

64.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι επιβάλλεται η ίση μεταχείριση επειδή, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού των μέτρων αυτού του είδους, η κατάσταση φορολογουμένου που εισπράττει μερίσματα προερχόμενα από άλλα κράτη μέλη είναι όμοια με την κατάσταση φορολογουμένου που εισπράττει μερίσματα από ημεδαπές εταιρίες, καθότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα εν λόγω μερίσματα είναι δυνατό να υποβληθούν σε αλλεπάλληλες φορολογήσεις ή σε οικονομική διπλή φορολογία, την οποία ακριβώς έχουν σκοπό να αποτρέψουν ή να περιορίσουν τα εν λόγω μέτρα (35).

65.      Όσον αφορά τη φορολόγηση των εξαγόμενων μερισμάτων, η νομολογία παρέχει περισσότερες διευκρινίσεις. Οσάκις η διανέμουσα εταιρία δεν έχει την έδρα της στο ίδιο κράτος μέλος με αυτό στο οποίο διαμένει ο μέτοχος που εισπράττει τα μερίσματα, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το κράτος μέλος της πηγής των εσόδων δεν βρίσκεται στην ίδια θέση με το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει ο μέτοχος που εισπράττει τα μερίσματα, όσον αφορά την αποτροπή ή τον περιορισμό της αλυσιδωτής και της διπλής οικονομικής φορολογίας.

66.      Με τη νομολογία του, το Δικαστήριο διέκρινε δύο περιπτώσεις ανάλογα με την έκταση της φορολογικής αρμοδιότητας που ασκεί το κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει η διανέμουσα εταιρία.

67.      Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία το εν λόγω κράτος μέλος φορολογεί το εισόδημα όχι μόνον των μετόχων που είναι μόνιμοι κάτοικοί του, αλλά και των μετόχων που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοί του, σε σχέση με τα μερίσματα που εισπράττουν από την εδρεύουσα σε αυτό εταιρία. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το κράτος αυτό πρέπει να μεριμνά, σε σχέση με τον μηχανισμό που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του για την αποτροπή ή τον περιορισμό της αλυσιδωτής φορολογήσεως, όπως οι μέτοχοι που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοί του τυγχάνουν της αυτής μεταχειρίσεως με αυτήν των μετόχων που είναι μόνιμοι κάτοικοί του (36).

68.      Στην περίπτωση αυτή, η ίση μεταχείριση επιβάλλεται στο κράτος μέλος προελεύσεως των μερισμάτων, διότι το κράτος αυτό αποφάσισε να ασκήσει τη φορολογική αρμοδιότητά του όχι μόνον επί των μερισμάτων που καταβάλλονται στους μετόχους που είναι μόνιμοι κάτοικοί του, αλλά και επί των μερισμάτων που διανέμονται σε μετόχους που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοί του (37). Η άσκηση και μόνον από το ίδιο αυτό κράτος της φορολογικής αρμοδιότητάς του είναι αυτή η οποία, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλης φορολογήσεως σε άλλο κράτος μέλος, δημιουργεί τον κίνδυνο αλυσιδωτής φορολογήσεως.

69.      Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία το κράτος μέλος, στο οποίο εδρεύει η εταιρία που πραγματοποίησε τα κέρδη, δεν επιβάλλει φόρο επί των μερισμάτων που εισπράττουν οι μέτοχοι που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος.

70.      Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο δέχεται ότι, όσον αφορά την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας αυτού του κράτους μέλους διαμονής, η κατάσταση των μετόχων που είναι μόνιμοι κάτοικοι καθώς και η κατάσταση των μετόχων που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι του εν λόγω κράτους μέλους δεν είναι παρεμφερείς (38).

71.      Πρώτον, υπενθυμίζει ότι δεν εναπόκειται στο κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει η διανέμουσα εταιρία να διασφαλίσει ότι τα διανεμόμενα κέρδη σε μέτοχο ο οποίος δεν είναι μόνιμος κάτοικός του δεν θα υπόκεινται σε αλυσιδωτή φορολόγηση ή σε διπλή οικονομική φορολόγηση, διότι τούτο, εάν συνέβαινε, θα ισοδυναμούσε στην πράξη με παραίτηση του κράτους αυτού από το δικαίωμά του να φορολογήσει εισόδημα το οποίο πραγματοποιήθηκε από οικονομική δραστηριότητα επί του εδάφους του. Δεύτερον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι κατά κανόνα το κράτος μέλος διαμονής του τελικού μετόχου είναι σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει την προσωπική φοροδοτική ικανότητα του μετόχου αυτού.

72.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η νομοθεσία κράτους μέλους η οποία, στο πλαίσιο διανομής μερισμάτων από ημεδαπή εταιρία, χορηγεί πίστωση φόρου μόνο στις εισπράττουσες τα μερίσματα αυτά εταιρίες που εδρεύουν σε αυτό το κράτος μέλος, ενώ δεν χορηγεί πίστωση φόρου στις εισπράττουσες τα μερίσματα αυτά εταιρίες που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίες δεν υπόκεινται στον φόρο σε αυτό το πρώτο κράτος σε σχέση με τα μερίσματα αυτά δεν συνιστά δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από τα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ (39).

3.      Η επενέργεια των διμερών συμβάσεων

73.      Από την επισκόπηση της νομολογίας σχετικά με την επενέργεια των διμερών συμβάσεων σε φορολογικά θέματα συνάγονται δύο συμπεράσματα που έχουν σημασία στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

74.      Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από τις ελευθερίες κινήσεως και κυκλοφορίας τις οποίες διασφαλίζει η Συνθήκη εντός της Κοινότητος ισχύουν άνευ όρων και ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά την προστασία τους από το περιεχόμενο συμβάσεως που συνήψε με άλλο κράτος μέλος. Με άλλα λόγια, κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά την προστασία των δικαιωμάτων αυτών από τον όρο της αμοιβαιότητας που περιέχεται σε σύμβαση την οποία συνήψε με άλλο κράτος μέλος με σκοπό να εξασφαλίσει αντίστοιχα πλεονεκτήματα εκ μέρους του εν λόγω κράτους (40).

75.      Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι, σε περίπτωση που ισχύει φορολογική ρύθμιση κράτους μέλους παρακωλύουσα την άσκηση μιας από τις ελευθερίες κυκλοφορίας ή κινήσεως που προβλέπει η Συνθήκη, μπορεί να ληφθεί υπόψη τυχόν διμερής σύμβαση, αν εξουδετερώνει το κώλυμα αυτό (41). Το Δικαστήριο εξετάζει αν η εφαρμογή της εν λόγω εθνικής ρυθμίσεως σε συνδυασμό με τη διμερή σύμβαση καθιστά δυνατό τον περιορισμό της οικείας ελευθερίας κινήσεως ή κυκλοφορίας (42), άλλως αναπέμπει στο εθνικό δικαστήριο τη σχετική εκτίμηση (43).

76.      Στη συνέχεια θα εξετάσω το προδικαστικό ερωτήματα του Bundesfinanzhof με γνώμονα τις βασικές αυτές κατευθύνσεις της νομολογίας.

 Επί της ελευθερίας κυκλοφορίας που έχει, εν προκειμένω, εφαρμογή

77.      Στον βαθμό που το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία τόσο του άρθρου 43 ΕΚ που αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως όσο και του άρθρου 56 ΕΚ που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, επιβάλλεται να καθοριστεί, εκ των προτέρων, εάν, και σε ποιο βαθμό, ρύθμιση όπως είναι η επίμαχη στην κύρια δίκη ενδέχεται να επηρεάσει τις ελευθερίες αυτές (44).

78.      Με την πρόσφατη νομολογία του, το Δικαστήριο παρέσχε διευκρινίσεις για την οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

79.      Από την ανωτέρω νομολογία συνάγεται ότι, οσάκις η νομοθεσία κράτους μέλους, λόγω του αντικειμένου της, αφορά τις καταστάσεις στις οποίες εταιρία μετέχει στο κεφάλαιο άλλης εταιρίας, πράγμα που της παρέχει τη δυνατότητα να ασκεί ορισμένη επιρροή επί των αποφάσεων αυτής και να καθορίζει τις δραστηριότητές της, η εν λόγω νομοθεσία πρέπει να εξετάζεται μόνο βάσει των άρθρων της Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως (45).

80.      Αντιθέτως, οσάκις η μερίδα του μετόχου στο κεφάλαιο εταιρίας δεν του παρέχει τη δυνατότητα να ασκεί ορισμένη επιρροή επί των αποφάσεων της εταιρίας αυτής ούτε να καθορίζει τις δραστηριότητές της, τυγχάνουν εφαρμογής μόνον οι διατάξεις του άρθρου 56 ΕΚ (46).

81.      Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας φορολογούνται τα μερίσματα, η δε βάση επιβολής του φόρου εξαρτάται από το αν τα μερίσματα είναι ημεδαπής ή αλλοδαπής προελεύσεως, ανεξαρτήτως του μεγέθους της συμμετοχής του μεριδιούχου στη διανέμουσα εταιρία, ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του άρθρου 43 ΕΚ περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, όσο και του άρθρου 56 ΕΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (47).

82.      Κατά πάγια πλέον νομολογία, προκειμένου να καθοριστεί αν εθνική νομοθεσία εμπίπτει στην τάδε ή στη δείνα ελευθερία, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο της σχετικής νομοθεσίας (48).

83.      Κατά την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σκοπός της ρυθμίσεως αυτής είναι ο καθορισμός των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις μπορούν να επενδύουν στο εταιρικό κεφάλαιο άλλης επιχειρήσεως. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ότι η συμβατότητα της επίδικης ρυθμίσεως πρέπει να εξεταστεί βάσει των διατάξεων της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

84.      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η συμβατότητα της επίδικης ρυθμίσεως πρέπει να εξεταστεί βάσει των διατάξεων της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση επικαλείται τη συγκεκριμένη φύση των οικείων μεριδίων. Μολονότι η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η εφαρμογή της εν λόγω ρυθμίσεως δεν εξαρτάται, πράγματι, από τη σημασία της μερίδας την οποία η εισπράττουσα τα μερίσματα εταιρία κατείχε στη διανέμουσα εταιρία, επισημαίνει εντούτοις ότι οι δύο επίμαχες πράξεις κτήσεως σκοπούν είτε στην ανάληψη είτε στην ενίσχυση μιας μερίδας ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου. Στη συνάφεια αυτή, θεωρεί ότι, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, μόνον το άρθρο 43 ΕΚ τυγχάνει εφαρμογής.

85.      Η δε αναιρεσείουσα στην κύρια δίκη προτείνει να εξεταστεί η συμβατότητα της ρυθμίσεως αυτής όχι μόνο βάσει των διατάξεων περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, αλλά και βάσει των διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

86.      Κατ’ ουσίαν, η επίμαχη νομοθεσία περιορίζει τη δυνατότητα μετόχου που είναι μόνιμος κάτοικος ημεδαπής να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη του τις ζημίες λόγω της μερικής αποσβέσεως της αξίας των μεριδίων που κατέχει σε εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία, οσάκις αυτός αγόρασε τα μερίδιά του από φορολογούμενο ο οποίος διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, πριν τη διανομή των μερισμάτων της εταιρίας και σε τιμή ανώτερη από την ονομαστική αξία των μεριδίων. Συνεπώς, η νομοθεσία αυτή μπορεί να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως της εκτάσεως των μεριδίων του κεφαλαίου της διανέμουσας ημεδαπής εταιρίας που αγόρασε ο μέτοχος που είναι μόνιμος κάτοικος ημεδαπής. Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι μια τέτοια ρύθμιση ενδέχεται να εμπίπτει τόσο στο άρθρο 43 ΕΚ περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, όσο και στο άρθρο 56 ΕΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

87.      Εντούτοις, φρονώ ότι η επίμαχη ρύθμιση πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά βάσει του άρθρου 56 ΕΚ, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και των σκοπών που επιδιώκει η Γερμανική Κυβέρνηση.

88.      Πράγματι, από την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υποθέσεως συνάγεται ότι η πρακτική στην οποία κατέφυγαν οι οικείες επιχειρήσεις ουδόλως σκοπούσε στην ανάληψη του ελέγχου της διανέμουσας επιχειρήσεως. Η πρακτική αυτή εντασσόταν περισσότερο σε μια λογική κινήσεως κεφαλαίων εντός ομίλου εταιριών του οποίου ο μηχανισμός λήψεως αποφάσεων δεν τροποποιήθηκε κατόπιν των μεταβιβάσεων των μεριδίων. Επιπλέον, το πνεύμα του γερμανικού συστήματος είναι η καταστολή των πρακτικών που τείνουν, μέσω της αγοράς και της συνακόλουθης μεταπωλήσεως μετοχών, στην αδικαιολόγητη απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος.

89.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι επιβάλλεται να εξεταστεί η συμβατότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου με το κοινοτικό δίκαιο βάσει των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

90.      Εντούτοις, στον βαθμό που το άρθρο 56 ΕΚ αφορά και τους περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών, επισημαίνω ότι οι παρούσες προτάσεις ισχύουν και για την περίπτωση που η διαφορά αφορά κράτη μέλη.

91.      Επί του παρόντος, θα εξετάσω εάν η επίμαχη γερμανική ρύθμιση αποτελεί περιορισμό στην κυκλοφορία κεφαλαίων και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, εάν ο περιορισμός αυτός μπορεί να δικαιολογηθεί.

 Γ –       Επί της υπάρξεως περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων

92.      Λαμβανόμενης υπόψη της ιδιαίτερης περιπλοκότητας του επίμαχου φορολογικού μέτρου, φρονώ ότι επιβάλλεται να γίνει απολύτως κατανοητό το σύστημα και η συνάφεια εντός των οποίων εντάσσεται.

1.      Η βασική φορολογική ρύθμιση

93.      Όπως προελέχθη, το γερμανικό φορολογικό σύστημα φορολογεί κάθε μέτοχο που διαμένει στη Γερμανία για το σύνολο των κερδών που του διανέμονται. Εντούτοις, κατά τη διανομή των μερισμάτων, ο μέτοχος αυτός μπορεί να εκπέσει από τα φορολογητέα έσοδά του, αφενός, το ποσό του φόρου που η διανέμουσα εταιρία ήδη κατέβαλε και, αφετέρου, τις μειώσεις των εσόδων που οφείλονται στη μερική απώλεια της αξίας των μεριδίων αυτής της εταιρίας που κατέχει.

94.      Όπως εξέθεσα ανωτέρω, ο σκοπός για τον οποίο χορηγείται η πίστωση φόρου είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος διπλής οικονομικής φορολογίας κατά τη διανομή των μερισμάτων από ημεδαπή εταιρία στους μετόχους της. Το ύψος της πιστώσεως αυτής αντιστοιχεί στο μέρος του φόρου εταιριών το οποίο η διανέμουσα εταιρία ήδη κατέβαλε.

95.      Κατ’ αρχήν, η πίστωση φόρου χορηγείται μόνο στους μετόχους που δικαιούνται συμψηφισμού του φόρου, ήτοι στους φορολογουμένους που διαμένουν στη Γερμανία.

96.      Πίστωση φόρου χορηγείται επίσης από το Ηνωμένο Βασίλειο στους μετόχους που διαμένουν σε αυτό και οι οποίοι κατέχουν τουλάχιστον το 25 % των μετοχών με δικαίωμα ψήφου σε εταιρία εγκατεστημένη στη Γερμανία δυνάμει του άρθρου XVIII, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της συμβάσεως (49).

97.      Έτσι, οσάκις δεν υπάρχει το ποσοστό του 25 % που ορίζει η σύμβαση, οι μέτοχοι που διαμένουν στη Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχουν δικαίωμα στην πίστωση φόρου ως προς τη διανομή μερισμάτων από γερμανική εταιρία.

98.      Η παρούσα διαφορά εντάσσεται στο πλαίσιο αυτό. Πράγματι, τα μερίδια που κατέχουν οι δύο Βρετανοί μέτοχοι, ήτοι η GG-Ltd και η W-Ltd, από το εταιρικό κεφάλαιο της GW-GmbH και της W-GmbH, αμφότερες εγκατεστημένες στη Γερμανία, υπολείπονταν κατά πολύ του ορίου αυτού. Συνεπώς, βάσει των διατάξεων της συμβάσεως, τα μερίδια αυτά δεν παρείχαν τη δυνατότητα στους μετόχους αυτούς να τύχουν πιστώσεως φόρου στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διανομή μερισμάτων από τις εταιρίες αυτές.

2.      Το άρθρο 50 c, παράγραφοι 1 και 4, του EStG

99.      Αντικείμενο της διατάξεως αυτής είναι η καταστολή πρακτικών που παρέσχον τη δυνατότητα σε ορισμένους μετόχους εγκατεστημένους στην αλλοδαπή να τύχουν, αδικαιολογήτως και εκ των προτέρων, της πιστώσεως φόρου την οποία δικαιούνται μόνον οι ημεδαποί μέτοχοι.

100. Βάσει των στοιχείων που παρέσχε η Γερμανική Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις της, η πρακτική αυτή εφαρμόζεται ως εξής (50):

–        Πριν από τη διανομή των κερδών της ημεδαπής εταιρίας, ο εγκατεστημένος στην αλλοδαπή μέτοχος πωλεί τα μερίδια αυτής της εταιρίας που κατέχει σε ημεδαπό μέτοχο ο οποίος, με την ιδιότητά του αυτή, μπορεί να τύχει πιστώσεως φόρου σε σχέση με την επόμενη διανομή μερισμάτων.

–        Τα μερίδια αυτά πωλούνται σε τιμή ανώτερη της ονομαστικής τους αξίας. Η επαύξηση αυτή αντιστοιχεί στην πίστωση φόρου η οποία, κατ’ αρχήν, συνδέεται με τη διανομή μερισμάτων της εταιρίας, πίστωση την οποία δεν δικαιούται ο αλλοδαπός μέτοχος. Η εν λόγω επαύξηση καταβάλλεται από τον αγοραστή βάσει των αφανών αποθεματικών. Ως προς τον αγοραστή, η επαύξηση του παρέχει τη δυνατότητα να αποκομίσει υπεραξία από τη μεταβίβαση, η οποία δεν φορολογείται στη Γερμανία, στην οποία συνεπώς προστίθεται, εκ των προτέρων και χωρίς να συντρέχει λόγος προς τούτο, η επιστροφή του ποσού του φόρου που ήδη κατέβαλε η διανέμουσα εταιρία επί των κερδών της (51).

–        Κατά τη διανομή των μερισμάτων από την ημεδαπή εταιρία, ο νέος μέτοχος μπορεί, εν αντιθέσει προς τον αρχικό κάτοχο, να τύχει της πιστώσεως φόρου βάσει της ισχύουσας ρυθμίσεως.

–        Μπορεί επίσης, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του EStG, να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη του τις ζημίες που συνδέονται με τη μερική απόσβεση της αξίας των μεριδίων του.

–        Ενίοτε, κατόπιν της διανομής των μερισμάτων, τα μερίδια μεταβιβάζονται εκ νέου στον αλλοδαπό μεριδιούχο.

–        Ως προς τον αλλοδαπό μέτοχο, η πώληση των μεριδίων του πριν από τη διανομή των κερδών έχει, ως εκ τούτου, ως συνέπεια να εισπράττει, μέσω μιας «φουσκωμένης» τιμής πωλήσεως, όχι μόνον τα φορολογηθέντα κέρδη, αλλά και την πίστωση φόρου που συνδέεται με τη διανομή των κερδών, μολονότι ο ίδιος δεν φορολογείται στη Γερμανία. Με τον τρόπο αυτόν, ο νέος ημεδαπός μέτοχος τυγχάνει ενός πλεονεκτήματος που συνίσταται όχι μόνο στην αναγνώριση φορολογικής εκπτώσεως, αλλά και στην αναγνώριση της μερικής αποσβέσεως της αξίας.

101. Προκειμένου να καταστείλει την πρακτική αυτή και να διασφαλίσει τη συνοχή του φορολογικού συστήματός της, η Γερμανική Κυβέρνηση θέσπισε το άρθρο 50 c του EStG.

102. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου σχετικά με τη διάταξη αυτή, πρόθεση του Γερμανού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τον «κίνδυνο […] όπως μη επιλέξιμοι για τον συμψηφισμό [του φόρου] μεριδιούχοι εισπράξουν τουλάχιστον εν μέρει, κατά την πώληση μεριδίων σε μεριδιούχους που δικαιούνται να προβούν σε συμψηφισμό [του φόρου], τον φόρο εταιριών που επιβλήθηκε επί των αποθεματικών» καθώς και τον κίνδυνο «να μην καθίσταται ως εκ τούτου σαφής, σε πολλές περιπτώσεις, στο οικονομικό αποτέλεσμα [η] διάκριση, που είναι χαρακτηριστική του συστήματος συμψηφισμού, μεταξύ των μεριδιούχων που είναι επιλέξιμοι για τον συμψηφισμό και αυτών που δεν είναι». Από την ανωτέρω αιτιολογική έκθεση συνάγεται ότι σκοπός του Γερμανού νομοθέτη ήταν, μεταξύ άλλων, να περιλάβει τις πράξεις που συντελούνται εντός ενός ομίλου εταιριών, και ιδίως τις πωλήσεις μεριδίων που πραγματοποιούνται μεταξύ αλλοδαπής μητρικής εταιρίας και θυγατρικών που είναι εγκατεστημένες στη Γερμανία.

103. Κατ’ ουσίαν, το άρθρο 50 c του EStG περιορίζει το δικαίωμα του νέου μετόχου να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη του τις ζημίες που συνεπάγεται η μερική απόσβεση της αξίας των μεριδίων ημεδαπής εταιρίας που κατέχει, οσάκις αυτός αποκτά τα μερίδιά του από μέτοχο που δεν διαμένει στη Γερμανία, πριν τη διανομή των μερισμάτων της εταιρίας.

104. Η διάταξη αυτή αφορά όλους τους φορολογουμένους είτε είναι φυσικά πρόσωπα είτε επιχειρήσεις, είτε ανήκουν είτε όχι στον ίδιο όμιλο. Αφορά τις ζημίες από τη μερική απόσβεση της αξίας των μεριδίων κατά τη διάρκεια του έτους της αγοράς και κατά τη διάρκεια των εννέα ετών που ακολουθούν και ρυθμίζει μόνον τις μειώσεις των κερδών που απορρέουν από τη διανομή ή τη μεταφορά κερδών σε εκτέλεση μιας συμφωνίας ελέγχου.

105. Η εν λόγω διάταξη μπορεί να εφαρμοστεί οσάκις ο νέος μέτοχος αγόρασε τα μερίδιά του σε τιμή μεγαλύτερη από την ονομαστική τους αξία. Το ποσό αυτό, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς που κατέβαλε ο ημεδαπός μέτοχος και της ονομαστικής αξίας του εταιρικού μεριδίου, υποδηλώνεται με τον όρο «δεσμευθέν ποσό». Κατά τον Γερμανό νομοθέτη, το εν λόγω ποσό αντιστοιχεί, τουλάχιστον εν μέρει, στην πίστωση φόρου που καταβάλλεται αδικαιολογήτως στον αλλοδαπό μεριδιούχο. Αυτό είναι το ποσό το οποίο οι φορολογικές αρχές χρησιμοποιούν ως βάση υπολογισμού του φόρου που θα επιβληθεί στον νέο ημεδαπό μέτοχο χωρίς να λαμβάνουν συναφώς υπόψη τους τις ζημίες από τη μερική απόσβεση της αξίας των μεριδίων του.

106. Έτσι, δυνάμει του άρθρου 50 c του EStG, άπαξ η ημεδαπή εταιρία διένειμε τα μερίσματά της στον νέο μέτοχο, αυτός δεν μπορεί πλέον να εκπέσει από τη βάση υπολογισμού του φόρου τις ζημίες από τη μερική απόσβεση της αξίας των μεριδίων του, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι το ποσό των ζημιών αυτών δεν υπερβαίνει το δεσμευθέν ποσό, ήτοι το ποσό της φορολογικής εκπτώσεως που χορηγήθηκε αδικαιολογήτως. Επομένως, οσάκις το ποσό αυτό είναι μηδενικό, ήτοι οσάκις ο ημεδαπός μέτοχος αγόρασε τα μερίδιά του σε τιμή η οποία αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία τους, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται.

107. Η συνεκτίμηση του δεσμευθέντος ποσού καταργεί, ως εκ τούτου, τις συνέπειες της μερικής αποσβέσεως οσάκις, και στον βαθμό που, η μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων προέρχεται αποκλειστικά από τη διανομή των κερδών. Με τον τρόπο αυτόν, η Γερμανική Κυβέρνηση επιτυγχάνει τη φορολόγηση της υπεραξίας της μεταβιβάσεως που πραγματοποίησε ο αλλοδαπός μέτοχος κατά την πώληση των μεριδίων του, υπεραξίας η οποία δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο φορολογήσεως.

108. Στην παρούσα υπόθεση, το ερώτημα που τίθεται είναι αν τέτοια ρύθμιση συνιστά περιορισμό στην κυκλοφορία των κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 56 ΕΚ.

109. Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, φρονώ ότι επιβάλλεται να εξεταστεί προηγουμένως εάν η βασική φορολογική ρύθμιση που περιλαμβάνει τις διατάξεις αυτές, και την εφαρμογή της οποίας επιθυμεί να προαγάγει η Γερμανική Κυβέρνηση, συμβιβάζεται με τους κανόνες της Συνθήκης.

110. Με άλλα λόγια, πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί αν αντιβαίνει στο άρθρο 56 ΕΚ ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, κατά τη διανομή μερισμάτων από ημεδαπή εταιρία, παρέχει το πλεονέκτημα της πιστώσεως φόρου μόνο στους ημεδαπούς μετόχους, αποκλείοντας αυτούς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος

3.      Επί της συμβατότητας της βασικής φορολογικής ρυθμίσεως με το άρθρο 56 ΕΚ

111. Όπως επισήμανα, βάσει της επίμαχης φορολογικής ρυθμίσεως, μόνον οι μέτοχοι που διαμένουν στο γερμανικό έδαφος μπορούν να τύχουν πιστώσεως φόρου σε σχέση με τη διανομή μερισμάτων από ημεδαπή εταιρία. Αυτή η διαφορετική φορολογική μεταχείριση δεν αποτελεί εγγενές στοιχείο της συμβάσεως.

112. Στην παρούσα υπόθεση, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η ρύθμιση αυτή αποτελεί περιορισμό στις κινήσεις κεφαλαίων αντίθετο προς τους κανόνες της Συνθήκης (52).

113. Το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει πολλές επιφυλάξεις ως προς τη συμβατότητα του μέτρου αυτού προς το κοινοτικό δίκαιο.

114. Κατά το Bundesfinanzhof, η ρύθμιση αυτή μπορεί να αποτρέψει τους επενδυτές που υπέχουν πλήρη φορολογική υποχρέωση από το να αγοράσουν μερίδια γερμανικών εταιριών από μετόχους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, η νομοθεσία αυτή, στον βαθμό που στερεί από το ευεργέτημα της πιστώσεως φόρου τους μετόχους που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος, θα απέτρεπε τους φορολογουμένους που είναι εγκατεστημένοι στα λοιπά κράτη μέλη από το να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους σε εταιρίες εγκατεστημένες στη Γερμανία. Συνεπώς, αυτή η φορολογική ρύθμιση θα λειτουργούσε περιοριστικά έναντι των εταιριών που είναι εγκατεστημένες στη Γερμανία στον βαθμό που θα αποτελούσε εμπόδιο για αυτές στη συγκέντρωση κεφαλαίων από άλλα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, στον βαθμό που, κατά τη διανομή εσόδων από κεφάλαια ημεδαπής προελεύσεως, οι μέτοχοι που δεν διαμένουν στη Γερμανία τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως απ’ ό,τι οι μέτοχοι που διαμένουν σε αυτό το κράτος μέλος, οι μετοχές εταιριών που είναι εγκατεστημένες στη Γερμανία είναι λιγότερο ελκυστικές για τους επενδυτές που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος.

115. Η αναιρεσείουσα στην κύρια δίκη διατυπώνει μια αυστηρότερη άποψη και υποστηρίζει ότι η ρύθμιση αυτή, η οποία τείνει να αποκλείσει τελείως τους μετόχους που διαμένουν στην αλλοδαπή από αυτό το φορολογικό πλεονέκτημα, εισάγει δυσμενείς διακρίσεις και εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων καθώς και την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

116. Αντιθέτως, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η άρνηση χορηγήσεως αυτού του φορολογικού πλεονεκτήματος στους αλλοδαπούς μετόχους δεν συνιστά περιορισμό στην κυκλοφορία κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ.

117. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η βασική ρύθμιση που θέσπισε ο Γερμανός νομοθέτης ενδέχεται να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Κατά την άποψή της, η νομοθεσία αυτή μπορεί να εμποδίσει ημεδαπούς φορολογουμένους από την αγορά εταιρικών μεριδίων μιας εταιρίας από μετόχους που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, η ρύθμιση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να αποτρέπει τους αλλοδαπούς επενδυτές από το να επενδύουν το κεφάλαιό τους σε γερμανικές εταιρίες.

118. Εντούτοις, η Γερμανική Κυβέρνηση όπως και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η ρύθμιση αυτή δεν αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο για τους λόγους που το Δικαστήριο εξέθεσε με την προπαρατεθείσα απόφασή του Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation.

119. Συντάσσομαι με την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής ότι η υπό εξέταση φορολογική ρύθμιση είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο αν ληφθεί υπόψη η εκτίμηση που διατύπωσε το Δικαστήριο με την ανωτέρω απόφασή του της οποίας το περιεχόμενο και την ανάλυση εξέθεσα στα σημεία 69 έως 72 των ανά χείρας προτάσεων.

120. Στην εν λόγω υπόθεση, ένα από τα υποβληθέντα ερωτήματα ήταν αν αντιβαίνει στις διατάξεις περί ελευθερίας εγκαταστάσεως και ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων διάταξη της νομοθεσίας κράτους μέλους η οποία, σε περίπτωση διανομής μερισμάτων από ημεδαπή εταιρία, παρέχει πλήρη πίστωση φόρου στους τελικούς μετόχους, δικαιούχους των εν λόγω μερισμάτων, που είναι εγκατεστημένοι είτε σε αυτό είτε σε άλλο κράτος μέλος, με το οποίο το πρώτο κράτος μέλος έχει συνάψει σύμβαση περί αποτροπής της διπλής φορολογίας, αλλά δεν παρέχει τέτοια πίστωση φόρου, πλήρη ή μερική, στις εταιρίες δικαιούχους των μερισμάτων που είναι εγκατεστημένες σε ορισμένα άλλα κράτη μέλη (53).

121. Λαμβανόμενων υπόψη των αρμοδιοτήτων που εξακολουθούν να έχουν τα κράτη μέλη στον τομέα της άμεσης φορολογήσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, κατά τη διανομή μερισμάτων από εταιρία εδρεύουσα στο εν λόγω κράτος μέλος, χορηγεί στις εταιρίες που είναι δικαιούχοι των εν λόγω μερισμάτων και εδρεύουν επίσης σε αυτό το κράτος μέλος πίστωση φόρου που αντιστοιχεί στο ύψος του φόρου που κατέβαλε η διανέμουσα εταιρία επί των διανεμόμενων κερδών, αλλά δεν χορηγεί αυτή την πίστωση φόρου στις εταιρίες δικαιούχους που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος και δεν φορολογούνται σε αυτό το πρώτο κράτος μέλος σε σχέση με τα μερίσματα αυτά δεν συνιστά δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από τα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ.

122. Στην ίδια υπόθεση, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στην κατανομή και στην έκταση των φορολογικών αρμοδιοτήτων που ασκούν τα οικεία κράτη μέλη. Το εν λόγω κράτος μέλος δεν ήταν αρμόδιο να φορολογήσει τα κέρδη των αλλοδαπών εταιριών που κατέχουν μετοχές και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να υποχρεωθεί να τους χορηγήσει οποιοδήποτε φορολογικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον φόρο εταιριών. Η πίστωση φόρου που χορηγείτο στις κατέχουσες μετοχές εταιρίες της ημεδαπής τους αναγνωριζόταν πράγματι βάσει του φόρου εταιριών που έχει καταβληθεί στο κράτος μέλος της έδρας τους (54).

123. Η νομολογία αυτή επιβεβαιώθηκε προσφάτως με την προπαρατεθείσα απόφαση Burda.

124. Φρονώ ότι η εν λόγω νομολογία μπορεί ευχερώς να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση στον βαθμό που, σύμφωνα με την ισχύουσα γερμανική ρύθμιση, οι μέτοχοι που δεν διαμένουν στη Γερμανία δεν υπόκεινται στον φόρο εισοδήματος ή στον φόρο εταιριών σε σχέση με τα μερίσματα που διανέμει η ημεδαπή εταιρία. Οι μέτοχοι που διαμένουν ή εδρεύουν στη Γερμανία καθώς και οι μέτοχοι που διαμένουν ή εδρεύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν βρίσκονται επομένως σε μια αντικειμενικά παρεμφερή κατάσταση σε σχέση με το επίμαχο εθνικό μέτρο. Ως εκ τούτου, και μολονότι υφίσταται διαφορετική φορολογική μεταχείριση μεταξύ των μετόχων αυτών, δεν θεωρώ ότι εισάγονται δυσμενείς διακρίσεις.

125. Συναφώς, πρέπει να προσθέσω ότι, στην παρούσα υπόθεση, οσάκις η αναιρεσείουσα διανέμει τα μερίσματά της στην GV-GmbH, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ως κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει η κατέχουσα τις μετοχές εταιρία, χορηγεί πίστωση φόρου που αντιστοιχεί στο ύψος του φόρου εταιριών που κατέβαλε η πρώτη εταιρία η οποία πραγματοποίησε τα διανεμόμενα κέρδη.

126. Η θέση αυτού του κράτους μέλους εντός του οποίου είναι εγκατεστημένη τόσο η διανέμουσα εταιρία όσο και ο δικαιούχος μέτοχος δεν είναι παρεμφερής προς αυτήν στην οποία βρίσκεται το εν λόγω κράτος μέλος οσάκις η ημεδαπή εταιρία διανέμει τα μερίσματά της σε αλλοδαπή εταιρία, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, ενεργεί, κατ’ αρχήν, με μόνη την ιδιότητά του ως κράτους μέλους της πηγής των διανεμόμενων κερδών.

127. Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω στοιχείων, φρονώ ότι το άρθρο 56 ΕΚ δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος, κατά τη διανομή μερισμάτων από ημεδαπή εταιρία, να χορηγεί πίστωση φόρου μόνο στους μετόχους που διαμένουν σε αυτό το κράτος μέλος όχι όμως και στους μετόχους που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος.

128. Βάσει της διαπιστώσεως αυτής θα εξετάσω, στη συνέχεια, τη συμβατότητα των διατάξεων του άρθρου 50 c του EStG προς το κοινοτικό δίκαιο.

4.      Επί της συμβατότητας του άρθρου 50 c του EStG προς το άρθρο 56 ΕΚ

129. Όπως επισήμανα ανωτέρω, το άρθρο 50 c του EStG θεσπίστηκε προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πρακτικές με τις οποίες οι μέτοχοι που δεν διαμένουν στη Γερμανία επωφελούνται, καταστρατηγώντας τις σχετικές διατάξεις, από την πίστωση φόρου που χορηγείται μόνο στους μόνιμους κατοίκους της Γερμανίας.

130. Όπως προελέχθη, η διάταξη αυτή προβλεπει διαφορετική φορολογική μεταχείριση ανάλογα με το αν ο ημεδαπός φορολογούμενος αγόρασε τα εταιρικά μερίδια ημεδαπής εταιρίας από μέτοχο που έχει το δικαίωμα να τύχει πιστώσεως φόρου, ήτοι από μέτοχο ο οποίος διαμένει στο γερμανικό έδαφος, ή από μέτοχο ο οποίος δεν έχει ένα τέτοιο δικαίωμα, ήτοι από μέτοχο ο οποίος διαμένει σε άλλο κράτος μέλος.

131. Έτσι, οσάκις Γερμανός μέτοχος αγόρασε τα εταιρικά μερίδιά του σε ημεδαπή εταιρία από μέτοχο που έχει δικαίωμα να τύχει της εκπτώσεως φόρου, τότε η γερμανική φορολογική αρχή εκπίπτει από τη φορολογική βάση του όχι μόνον το ποσό του φόρου που η διανέμουσα εταιρία ήδη κατέβαλε επί των μερισμάτων αυτών, αλλά και τις μειώσεις των κερδών λόγω μερικής αποσβέσεως της αξίας των εταιρικών μεριδίων που κατέχει στην εταιρία αυτή.

132. Αντιθέτως, οσάκις ο φορολογούμενος αυτός αγόρασε τα εταιρικά μερίδιά του από μέτοχο ο οποίος δεν δικαιούται της πιστώσεως φόρου και σε τιμή ανώτερη από την ονομαστική τους αξία, ο μέτοχος αυτός δεν μπορεί να εκπέσει από τα φορολογητέα έσοδά του τις ζημίες που αφορούν την απόσβεση αυτή.

133. Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν αντιβαίνει στο άρθρο 56 ΕΚ η νομοθεσία κράτους μέλους η οποία αποκλείει τη δυνατότητα του ημεδαπού φορολογουμένου να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη του τις ζημίες από την απόσβεση της αξίας των εταιρικών μεριδίων που κατέχει σε ημεδαπή εταιρία οσάκις αγόρασε τα μερίδιά του από αλλοδαπό μέτοχο, ενώ η νομοθεσία αυτή χορηγεί τη δυνατότητα αυτή σε φορολογούμενο ο οποίος αγόρασε τα μερίδιά του από ημεδαπό φορολογούμενο.

 –       Επί της υπάρξεως περιορισμού στην κίνηση κεφαλαίων

134. Φρονώ ότι ο επίδικος περιορισμός αντιβαίνει στο άρθρο 56 ΕΚ οσάκις τεθούν υπό εξέταση τα αποτελέσματά του επί των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ των μετόχων που διαμένουν στη Γερμανία και των μετόχων που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος.

135. Συνεπώς, δεν αμφισβητείται ότι οι γερμανικές φορολογικές αρχές συνεκτιμούν με διαφορετικό τρόπο τη μείωση της αξίας των εταιρικών μεριδίων, κατά τη διανομή των κερδών, στο πλαίσιο του καθορισμού της φορολογικής βάσεως, ανάλογα με το αν τα μερίδια αυτά αγοράστηκαν από φορολογούμενο που διαμένει στη Γερμανία ή από φορολογούμενο που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος.

136. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι πλέον συμφέρον για τους Γερμανούς επενδυτές να αγοράζουν μερίδια γερμανικών εταιριών από μετόχους που έχουν επίσης το δικαίωμα συμψηφισμού του φόρου, ήτοι από μετόχους που διαμένουν στη Γερμανία. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, οι γερμανικές φορολογικές αρχές μπορούν να εκπέσουν από τα φορολογητέα έσοδά τους τις μειώσεις των κερδών λόγω της μειώσεως της αξίας των εταιρικών μεριδίων τους, γεγονός που συνεπάγεται μείωση της φορολογικής τους βάσεως. Αντιθέτως, οι Γερμανοί επενδυτές δεν τυγχάνουν αυτού του φορολογικού πλεονεκτήματος εάν αγοράσουν τα μερίδιά τους από μετόχους που δεν έχουν δικαίωμα στην πίστωση φόρου, ήτοι από μετόχους που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος.

137. Φρονώ ότι η δυνατότητα μειώσεως της φορολογικής βάσεως μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη συμπεριφορά των Γερμανών επενδυτών. Η ρύθμιση αυτή μπορεί να τους αποτρέψει να αγοράσουν μερίδια γερμανικών εταιριών από μετόχους που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, η ρύθμιση αυτή ενδέχεται να έχει περιοριστικές συνέπειες σε σχέση με τις εταιρίες αυτές στον βαθμό που δημιουργεί εις βάρος τους ένα εμπόδιο στη συγκέντρωση κεφαλαίων από άλλα κράτη μέλη και μπορεί να αποτρέψει τους αλλοδαπούς επενδυτές από το να αγοράσουν μερίδια στις εταιρίες αυτές. Πράγματι, στον βαθμό που, κατά την αγορά εταιρικών μεριδίων, οι Γερμανοί επενδυτές οι οποίοι αγοράζουν τα μερίδιά τους από μέτοχο που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως απ’ ό,τι οι Γερμανοί επενδυτές οι οποίοι αγοράζουν τα μερίδιά τους από μέτοχο ο οποίος διαμένει στη Γερμανία, τα εταιρικά μερίδια που κατέχουν οι αλλοδαποί μέτοχοι είναι λιγότερο ελκυστικά.

138. Εντούτοις, κατά τη νομολογία, τέτοιου είδους περιορισμοί αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 56 ΕΚ και 58 ΕΚ μόνον αν ενέχουν διάκριση, εμφανή ή συγκεκαλυμμένη, δηλαδή, αν απορρέουν από το φορολογικό σύστημα κράτους μέλους στο πλαίσιο του οποίου εφαρμόζεται διαφορετικός κανόνας σε όμοιες καταστάσεις ή ο ίδιος κανόνας σε διαφορετικές καταστάσεις.

139. Πάντως, στην υπό κρίση υπόθεση, διαπιστώνω ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αντιμετωπίζει με πολύ διαφορετικό τρόπο καταστάσεις που είναι αντικειμενικά παρεμφερείς. Πράγματι, όταν συγκριθεί ο τρόπος με τον οποίον καθορίζεται, βάσει της επίδικης φορολογικής ρυθμίσεως, η φορολογική βάση ενός Γερμανού φορολογουμένου, διαπιστώνεται ότι οι γερμανικές αρχές αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τις ζημίες από τη μερική απόσβεση της αξίας εταιρικών μεριδίων σε ημεδαπή εταιρία ανάλογα με το αν τα μερίδια αυτά αγοράστηκαν από μέτοχο που διαμένει στη Γερμανία ή από μέτοχο που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος.

140. Συνεπώς, το μέτρο αυτό συνιστά, κατά την άποψή μου, περιορισμό στις κινήσεις κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 56 ΕΚ στον βαθμό που προβλέπει διαφορετική φορολογική μεταχείριση μεταξύ των αγορών που πραγματοποιεί ημεδαπός φορολογούμενος και των αγορών που πραγματοποιεί αλλοδαπός φορολογούμενος.

141. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η επίδικη φορολογική ρύθμιση συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων την οποία απαγορεύει, κατ’ αρχήν, το άρθρο 56 ΕΚ.

142. Εντούτοις, ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να θεωρηθεί συμβατός προς τις διατάξεις της Συνθήκης εάν επιδιώκει θεμιτό σκοπό συμβατό προς αυτήν ή αν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Επιπλέον, προκειμένου να δικαιολογηθεί μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση πρέπει να μπορεί να διασφαλίσει την πραγματοποίηση του εν λόγω σκοπού και δεν πρέπει να βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού αυτού (55).

 β)     Επί της δικαιολογήσεως του περιορισμού

143. Η αναιρεσείουσα στην κύρια δίκη και, σε μικρότερο βαθμό, το αιτούν δικαστήριο φρονούν ότι ο επίμαχος περιορισμός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως της αρχής της άπαξ φορολογήσεως στην ημεδαπή ή της αποτροπής της φοροδιαφυγής εάν σκοπός της είναι να αποκλείσει τους αλλοδαπούς μετόχους από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις περί πιστώσεως φόρου. Η αναιρεσείουσα στην κύρια δίκη προσθέτει, περαιτέρω, ότι η ρύθμιση αυτή δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε πρόσφορη.

144. Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το μέτρο αυτό δεν αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο και ότι ο επίμαχος περιορισμός δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Αμφότερες στηρίζονται στη συμβατότητα της βασικής ρυθμίσεως με το κοινοτικό δίκαιο και εμμένουν στον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 50 c του EStG, ήτοι στην αποτροπή του ενδεχομένου να αναγνωριστεί στους μετόχους εταιρίας εγκατεστημένης στο γερμανικό έδαφος, κατά τρόπο καταχρηστικό, φορολογικό πλεονέκτημα το οποίο δεν δικαιούνταν σε περίπτωση διανομής των κερδών. Επομένως, η διάταξη αυτή παρέχει τη δυνατότητα να διαφυλαχθεί η συνοχή του συστήματος πλήρους συμψηφισμού που προβλέπει η γερμανική ρύθμιση και εμποδίζει τη μετακίνηση της φορολογητέας ύλης στην αλλοδαπή.

145. Εντούτοις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει αν η ρύθμιση αυτή βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού ή εάν παράγει αποτελέσματα τα οποία δύνανται να θεωρηθούν ότι αποτελούν έμμεση ή άμεση δυσμενή διάκριση εις βάρος των αλλοδαπών μετόχων αντιβαίνουσα στο άρθρο 56 ΕΚ.

i)      Επί της ανάγκης διασφαλίσεως της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος

146. Εν αντιθέσει προς τη Γερμανική Κυβέρνηση δεν θεωρώ ότι η επίδικη διάταξη μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος και, ειδικότερα, του συστήματός του περί πλήρους συμψηφισμού.

147. Το Δικαστήριο, με τις αποφάσεις του της 28ης Ιανουαρίου 1992, Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου (56), αναγνώρισε βεβαίως ότι η ανάγκη διαφυλάξεως της συνοχής ενός φορολογικού συστήματος συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει ρυθμίσεις που ενδέχεται να περιορίζουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

148. Εντούτοις, η έκταση του λόγου αυτού περιορίστηκε σημαντικά με τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στη συνέχεια. Πράγματι, το Δικαστήριο εξάρτησε τη συνεκτίμηση του λόγου αυτού, αφενός, από την προϋπόθεση ότι υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, το κατά πόσο δε η σχέση αυτή είναι άμεση πρέπει να εκτιμάται βάσει του σκοπού της οικείας ρυθμίσεως (57), και, αφετέρου, από την προϋπόθεση ότι τα δύο αυτά στοιχεία αφορούν τον ίδιο φορολογούμενο σε σχέση με τον ίδιο φόρο (58).

149. Έτσι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου, υπήρχε άμεση σχέση, δεδομένου ότι επρόκειτο για έναν και τον αυτό φορολογούμενο, μεταξύ της αναγνωρίσεως ενός φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεως του πλεονεκτήματος αυτού μέσω φορολογικής επιβαρύνσεως, τόσο δε το φορολογικό πλεονέκτημα όσο και η φορολογική επιβάρυνση αφορούσαν τον ίδιο φόρο. Αντιθέτως, οσάκις δεν υπάρχει μια τέτοια άμεση σχέση, διότι πρόκειται, π.χ., για διαφορετικούς φόρους ή για τη φορολόγηση διαφορετικών φορολογουμένων, το Δικαστήριο απορρίπτει το επιχείρημα περί ανάγκης διαφυλάξεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος (59).

150. Στην παρούσα υπόθεση, θεωρώ ότι δεν υπάρχει μια τέτοιου είδους άμεση σχέση. Πράγματι, σκοπός της επίμαχης φορολογικής ρυθμίσεως είναι να προληφθεί η οικονομική διπλή φορολόγηση που συντελείται οσάκις μια ημεδαπή εταιρία διανέμει τα μερίσματά της σε μέτοχο εγκατεστημένο στο ίδιο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, η ρύθμιση αυτή προϋποθέτει δύο διαφορετικούς φορολογουμένους, ήτοι τη διανέμουσα εταιρία και τον μέτοχο.

151. Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, φρονώ ότι ο λόγος που στηρίζεται στην ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

ii)    Επί της ανάγκης αποτροπής της φοροδιαφυγής και της καταστολής των καταχρηστικών πρακτικών

152. Συμμερίζομαι την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής ότι ο περιορισμός μπορεί πράγματι να δικαιολογηθεί από την ανάγκη να αποτραπεί η φοροδιαφυγή και να κατασταλούν οι μεθοδεύσεις τις οποίες μετέρχονται οι φορολογούμενοι για να καταστρατηγήσουν το γερμανικό φορολογικό σύστημα.

153. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι μπορεί να γίνεται επίκληση της ανάγκης αποτροπής της φοροδιαφυγής και, ειδικότερα, της καταστολής των καταχρηστικών πρακτικών δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ προκειμένου να δικαιολογηθούν οι περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών (60). Η ανάγκη αυτή αποτελεί επίσης επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει ρυθμίσεις που ενδέχεται να περιορίζουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες κατοχυρώνει η Συνθήκη (61).

154. Στην υπό κρίση υπόθεση, τονίζω ότι σκοπός της επίμαχης διατάξεως είναι πράγματι η καταστολή των μεθοδεύσεων που παρέχουν τη δυνατότητα σε φορολογουμένους που δεν διαμένουν στη Γερμανία και οι οποίοι, ως εκ τούτου, δεν φορολογούνται σε αυτό το κράτος μέλος, να τύχουν πιστώσεως φόρου την οποία δεν δικαιούνται, κατ’ αρχήν, βάσει της ισχύουσας φορολογικής ρυθμίσεως.

155. Όπως σαφώς συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, στο στόχαστρο του Γερμανού νομοθέτη είναι, μεταξύ άλλων, οι πράξεις που πραγματοποιούνται εντός ενός ομίλου επιχειρήσεων, ιδίως οι πωλήσεις μεριδίων στις οποίες προβαίνει μια αλλοδαπή μητρική εταιρία σε θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες στη Γερμανία. Από τις παρατηρήσεις που κατέθεσε η Γερμανική Κυβέρνηση συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη είναι να ρυθμίσει την κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας η αλλοδαπή μητρική εταιρία τυγχάνει, αδικαιολογήτως, πιστώσεως φόρου επιλέγοντας να πωλήσει τα μερίδια που κατέχει ημεδαπή θυγατρική σε άλλη ημεδαπή θυγατρική –η οποία, ως τέτοια, θα μπορέσει επίσης να τύχει πιστώσεως φόρου κατά τη διανομή των μερισμάτων– σε τιμή ανώτερη της ονομαστικής αξίας των μεριδίων της, προτού τα αγοράσει εκ νέου (62). Με τον τρόπο αυτόν, η αλλοδαπή μητρική εταιρία ωφελείται από την υπεραξία της πωλήσεως που αντιστοιχεί, στην πραγματικότητα, στην πίστωση φόρου.

156. Η αναγνώριση εντός τέτοιου φορολογικού πλεονεκτήματος σε φορολογούμενο ο οποίος δεν υπέχει φορολογική υποχρέωση στη Γερμανία και ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν δικαιούται να τύχει συμψηφισμού του φόρου αντιβαίνει στη γερμανική φορολογική ρύθμιση βάσει της οποίας μόνον οι ημεδαποί φορολογούμενοι μπορούν να τύχουν πιστώσεως φόρου. Υπενθυμίζω ότι έκρινα τη ρύθμιση αυτή συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο. Επιπλέον, η αδικαιολόγητη αναγνώριση του πλεονεκτήματος αυτού συνεπάγεται διάβρωση της φορολογικής βάσεως και συνιστά, ως προς το σημείο αυτό, ιδιαίτερη περίπτωση φοροδιαφυγής την οποία δικαιούται να καταστείλει η Γερμανική Κυβέρνηση.

157. Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι το άρθρο 50 c του EStG μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη αποτροπής της φοροδιαφυγής στην οποία καταλήγουν ορισμένες μεθοδεύσεις.

158. Εντούτοις, όπως επισήμανα, προκειμένου ο περιορισμός να μπορεί να δικαιολογηθεί, πρέπει επίσης το εν λόγω εθνικό μέτρο να μπορεί να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό και να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξή του, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αναλογικότητας.

159. Στην υπό κρίση υπόθεση, φρονώ ότι η επίμαχη διάταξη μπορεί να αποτρέψει τις μεθοδεύσεις τις οποίες ενδέχεται να μετέλθουν ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες. Πράγματι, περιορίζοντας το δικαίωμα του νέου μετόχου να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη του το ποσό των ζημιών που προκάλεσε η μείωση της αξίας των οικείων εταιρικών μεριδίων, στον βαθμό που αυτές δεν υπερβαίνουν το «δεσμευθέν ποσό» (63), ο νομοθέτης αποκαθιστά σε σχέση προς αυτόν μια φορολογική βάση η οποία αντιστοιχεί στην αύξηση της τιμής πωλήσεως και στην υπεραξία της μεταβιβάσεως που πραγματοποίησε ο αλλοδαπός μέτοχος. Κατά την άποψή μου, η νομοθεσία αυτή μπορεί να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι να διασφαλίσει ότι η πίστωση φόρου δεν μεταφέρεται, αδικαιολογήτως και εκ των προτέρων, σε αλλοδαπό φορολογούμενο ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τύχει αυτού του φορολογικού πλεονεκτήματος.

160. Το ερώτημα που τίθεται ενώπιόν μας πλέον είναι αν το μέτρο που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης είναι ανάλογο προς τον σκοπό αυτόν.

161. Για τις ανάγκες του ελέγχου αυτού, θα λάβω ως αφετηρία μου το γεγονός ότι η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση κατά την οποία, βάσει της συμβάσεως, ο πωλητής διαθέτει ποσοστό άνω του 25 % των μετοχών με δικαίωμα ψήφου στη διανέμουσα εταιρία. Ειδάλλως, φρονώ ότι θα ανατρεπόταν η συνοχή του εν λόγω φορολογικού συστήματος.

162. Κατά πάγια νομολογία, ένας περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους καταστολής καταχρηστικών πρακτικών, εάν σκοπεί ειδικά να παρεμποδίσει μεθοδεύσεις που συνίστανται στη δημιουργία αμιγώς τεχνητών σχημάτων προκειμένου να παρασχεθεί κάποιο φορολογικό πλεονέκτημα (64).

163. Εν προκειμένω, φρονώ ότι η επίδικη διάταξη βαίνει πέραν του ορίου αυτού.

164. Όπως επισήμανα, η νομοθεσία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί οσάκις φορολογούμενος που διαμένει στη Γερμανία αγόρασε μερίδια ημεδαπής εταιρίας από μέτοχο που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, και τούτο πριν από τη διανομή των μερισμάτων της εταιρίας. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει τις περιπτώσεις στις οποίες τα εταιρικά μερίδια αγοράζονται σε τιμή ανώτερη της ονομαστικής τους αξίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, το μέτρο αυτό περιορίζει τη δυνατότητα εκπτώσεως από τον φόρο, σε σχέση με τον ημεδαπό φορολογούμενο, των ζημιών που απορρέουν από τη συνεκτίμηση, κατά τη διάρκεια του έτους αγοράς ή κατά τη διάρκεια ενός εκ των επόμενων εννέα ετών, της αποσβέσεως της αξίας των μεριδίων. Το εν λόγω μέτρο εφαρμόζεται αν η μείωση των κερδών απορρέει από πράξη διανομής ή μεταφοράς των κερδών σε εκτέλεση συμφωνίας ελέγχου. Επιπλέον, εφαρμόζεται μόνο στον βαθμό που οι ζημίες δεν υπερβαίνουν το δεσμευθέν ποσό, ήτοι το ποσό που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της ονομαστικής αξίας των μεριδίων. Με άλλα λόγια, το επίμαχο μέτρο δεν εφαρμόζεται οσάκις τα μερίδια πωλήθηκαν σε τιμή ίση προς την ονομαστική αξία της, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, το δεσμευθέν ποσό είναι μηδενικό.

165. Παρά τις προϋποθέσεις αυτές εφαρμογής, φρονώ ότι η εν λόγω νομοθεσία δεν ρυθμίζει με επαρκή ακρίβεια την περίπτωση κατά την οποία υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα κινδύνου φοροδιαφυγής τον οποίον επιχειρεί να αποτρέψει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

166. Πράγματι, υπό το πρίσμα των καταχρηστικών πρακτικών που παραθέτει η Γερμανική Κυβέρνηση (65), φρονώ ότι η μεθόδευση την οποία ευλόγως επιχειρεί να αποτρέψει ο νομοθέτης είναι ο μηχανισμός βάσει του οποίου ένας αλλοδαπός μέτοχος πωλεί σε αυξημένη τιμή τα μερίδια που κατέχει σε ημεδαπή εταιρία σε ημεδαπό φορολογούμενο, και τούτο πριν από τη διανομή των μερισμάτων, στη συνέχεια δε αγοράζει τα μερίδια αυτά σε τιμή η οποία δεν υπερβαίνει την ονομαστική της αξία. Φρονώ ότι η πράξη αυτή καθιστά σαφή την ύπαρξη ενός αμιγώς τεχνητού σχήματος, δεδομένου ότι στερείται οποιασδήποτε οικονομικής πραγματικότητας.

167. Πάντως, δεν είναι βέβαιο, βάσει της περιγραφής του νομικού πλαισίου από το αιτούν δικαστήριο, ότι η επίμαχη εθνική διάταξη αφορά αποκλειστικά το τεχνητό αυτό σχήμα.

168. Πρώτον, θεωρώ ότι το μέτρο αυτό αφορά όλες τις πράξεις πωλήσεως μεριδίων, είτε αυτές πραγματοποιούνται μεταξύ φορολογουμένων που είναι φυσικά πρόσωπα είτε μεταξύ εταιριών που είναι ανεξάρτητες ή ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

169. Πάντως, εν αντιθέσει προς όσα συνάγονται από την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νομοσχεδίου, το επίμαχο μέτρο δεν αφορά ειδικά τις πράξεις που πραγματοποιούνται εντός ενός ομίλου εταιριών, στον οποίο ωστόσο φαίνεται ότι οι πρακτικές αυτές είναι ευχερέστερα πραγματοποιήσιμες.

170. Δεύτερον, είναι γνωστό ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όταν φορολογούμενος που διαμένει στη Γερμανία αγόρασε τα μερίδια ημεδαπής εταιρίας από αλλοδαπό μέτοχο σε τιμή η οποία, ανεξαρτήτως λόγου, υπερβαίνει την ονομαστική αξία των εταιρικών μεριδίων.

171. Ωστόσο, φρονώ ότι η αύξηση και μόνον της τιμής πωλήσεως δεν συνιστά επαρκή ένδειξη ότι η εν λόγω συναλλαγή αποτελεί μεθόδευση για την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος, ιδίως αν η τιμή αυτή συμφωνήθηκε μεταξύ δύο φορολογουμένων που δεν ανήκουν στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων.

172. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το μέτρο αυτό εισάγει τεκμήριο φοροδιαφυγής ή φορολογικής απάτης που δεν μπορεί να στηρίζεται σε αυτή και μόνον την περίσταση. Πράγματι, φρονώ ότι δυσχερώς μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα εταιρικά μερίδια να μπορούν να μεταβιβαστούν πέραν της ονομαστικής τους αξίας για άλλους λόγους άσχετους προς την καταστρατήγηση της φορολογικής νομοθεσίας. Έτσι, σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού (66), ορισμένες εταιρίες θα μπορούσαν να συμφωνήσουν στην αύξηση της τιμής πωλήσεως των μεριδίων λαμβανομένης υπόψη π.χ. της αξίας των μη διανεμόμενων κερδών ή προκειμένου να αποφύγουν, σε περίπτωση πληθωρισμού, την υποτίμηση της αξίας των εταιρικών μεριδίων.

173. Στις περιπτώσεις αυτές, η επίμαχη εθνική διάταξη θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι δυσανάλογη.

174. Προκειμένου να είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας, ένα μέτρο για την καταστολή των εν λόγω μεθοδεύσεων θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στο εθνικό δικαστήριο να προβαίνει σε έναν κατά περίπτωση έλεγχο λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες εκάστης υποθέσεως, στηριζόμενο σε αντικειμενικά στοιχεία, προκειμένου να θεωρήσει ότι η συμπεριφορά ορισμένων προσώπων είναι καταχρηστική ή στοιχειοθετεί απάτη.

175. Πράγματι, η πώληση μεριδίων ημεδαπής εταιρίας τα οποία κατέχει μέτοχος που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος σε ημεδαπό μέτοχο σε τιμή ανώτερη από την ονομαστική της αξία μπορεί να αποτελεί ένδειξη της βουλήσεώς του να επιτύχει φορολογικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα μπορούσε να έχει βάσει της ισχύουσας ρυθμίσεως. Εντούτοις, τούτο δεν αρκεί, κατά την άποψή μου, προκειμένου να θεωρηθεί ότι υπάρχει πρόθεση εξαπατήσεως.

176. Αντιθέτως, μια ένδειξη στηριζόμενη στην ταχύτητα της μεταπωλήσεως των μεριδίων αυτών σε αλλοδαπό μέτοχο θα αποτελούσε βάσιμο στοιχείο περί υπάρξεως φοροδιαφυγής και θα ήταν, a priori, σε μεγαλύτερη συνάφεια προς τον σκοπό που επιδιώκει η Γερμανική Κυβέρνηση, ήτοι να αποτραπεί, μέσω μεθοδεύσεων που δεν έχουν καμία οικονομική υπόσταση, η μεταφορά φορολογικού πλεονεκτήματος, αδικαιολογήτως, σε έναν αλλοδαπό φορολογούμενο. Το γεγονός ότι εταιρία η οποία δεν είναι εγκατεστημένη στη Γερμανία προβαίνει στην πώληση των εταιρικών μεριδίων της σε αυξημένη τιμή, στη συνέχεια δε τα αγοράζει εκ νέου σε τιμή ίση προς την ονομαστική τους αξία, συνιστά για το κράτος μέλος εγκαταστάσεως του αγοραστή στοιχείο αντικειμενικό και επαληθεύσιμο από τρίτους προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίμαχη συναλλαγή συνιστά μεθόδευση. Το γεγονός ότι ο αγοραστής ενδέχεται να αγοράσει μερίδια σε τιμή μεγαλύτερη της ονομαστικής αξίας, χωρίς να λάβει προς τούτο κάποια αντιπαροχή, προκειμένου να τα μεταπωλήσει στην κανονική τιμή της αγοράς καταδεικνύει ότι η πράξη αυτή δεν είχε άλλους σκοπούς πέραν του να παράσχει τη δυνατότητα στον αρχικό κάτοχο των μεριδίων να λάβει, αδικαιολογήτως, την πίστωση φόρου. Μια τέτοια πράξη αρκεί προκειμένου να καταδειχθεί ότι ο αγοραστής δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένας ενδιάμεσος του οποίου η ιδιότητα ως ημεδαπού μετόχου παρέχει στην πράξη τη δυνατότητα της αδικαιολόγητης μεταφοράς του φορολογικού πλεονεκτήματος.

177. Στην περίπτωση αυτή, λαμβανόμενης υπόψη της ευχέρειας με την οποία αυτό το είδος πράξεων μπορεί να πραγματοποιηθεί, μεταξύ άλλων, εντός ενός ομίλου εταιριών, δεν θεωρώ ότι είναι υπερβολικό το να μπορεί κράτος μέλος να καθιερώσει τεκμήριο φοροδιαφυγής. Εντούτοις, αυτό που θα είχε σημασία θα ήταν να υπάρχει η δυνατότητα ανατροπής του τεκμηρίου αυτού στην περίπτωση που οι οικείες πράξεις στηρίζονται σε οικονομικές εκτιμήσεις ή σε άκρως ιδιαίτερες περιστάσεις που δικαιολογούν μια τέτοια πράξη.

178. Εν πάση περιπτώσει, όπως διευκρίνισα, η εφαρμογή του επίμαχου μέτρου πρέπει να μπορεί να περιοριστεί στις μεθοδεύσεις των οποίων σκοπός είναι πράγματι η καταστρατήγηση της εθνικής φορολογικής ρυθμίσεως.

179. Εντούτοις, όπως επισήμανα, δεν διαθέτω επαρκή στοιχεία προκειμένου να καταλήξω με βεβαιότητα στην εκτίμηση ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση αφορά ειδικώς αυτές τις μεθοδεύσεις πωλήσεως και συνακόλουθης εξαγοράς των μεριδίων.

180. Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι πρέπει το εθνικό δικαστήριο, στο οποίο εναπόκειται να διαπιστώσει τη συμβατότητα της επίδικης ρυθμίσεως με το κοινοτικό δίκαιο, να εκτιμήσει την αναλογικότητα του μέτρου αυτού.

181. Σε αυτό εναπόκειται να εξετάσει, μεταξύ άλλων, αν η διάταξη αυτή μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ερμηνείας η οποία να παρέχει τη δυνατότητα περιορισμού της εφαρμογής της μόνο στις μεθοδεύσεις που σκοπούν να καταστρατηγήσουν την εθνική φορολογική νομοθεσία. Έτσι, εναπόκειται σε αυτό να διαπιστώσει κατά πόσον το άρθρο 50 c του EStG αφορά πράγματι τις μεθοδεύσεις βάσει των οποίων ο ημεδαπός φορολογούμενος, μετά την αγορά των μεριδίων του από εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος μέτοχο υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η διάταξη αυτή, του πωλεί εκ νέου τα εν λόγω μερίδια εντός ελάχιστου χρονικού διαστήματος και σε τιμή η οποία δεν υπερβαίνει την ονομαστική τους αξία.

182. Βάσει των ανωτέρω, φρονώ ότι το άρθρο 56 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτό εθνική φορολογική νομοθεσία η οποία περιορίζει τη δυνατότητα των ημεδαπών φορολογουμένων να εκπίπτουν από τα φορολογητέα κέρδη τους τις ζημίες που προκάλεσε η απόσβεση της αξίας των μεριδίων που κατέχουν σε ημεδαπή εταιρία, οσάκις αυτοί αγόρασαν τα εταιρικά μερίδιά τους από φορολογούμενο που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, πριν από τη διανομή των μερισμάτων της εταιρίας αυτής και σε τιμή ανώτερη της ονομαστικής τους αξίας, αν η νομοθεσία αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικά στις μεθοδεύσεις που σκοπούν να καταστρατηγήσουν την εθνική νομοθεσία.

183. Συνεπώς, φρονώ ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να διαπιστώσει κατά πόσον η εν λόγω νομοθεσία εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες τα εν λόγω μερίδια πωλούνται εκ νέου στον αρχικό κάτοχο, εντός ελάχιστου χρονικού διαστήματος και σε τιμή η οποία δεν υπερβαίνει την ονομαστική της αξία.

184. Στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει, βάσει των εθνικών κανόνων που διέπουν την αποδεικτική διαδικασία και στον βαθμό που τούτο δεν θίγει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, εάν τα στοιχεία που αποτελούν καταχρηστική πρακτική συντρέχουν όσον αφορά τις πράξεις στις οποίες προέβη η αναιρεσείουσα στην κύρια δίκη. Συναφώς, σε αυτό εναπόκειται να διαπιστώσει το πραγματικό περιεχόμενο και την πραγματική σημασία των πράξεων αυτών και να λάβει υπόψη του τις νομικές και/ή οικονομικές σχέσεις που υφίστανται μεταξύ των εμπλεκομένων στις πράξεις αυτές.

V –    Πρόταση

185. Βάσει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Bundesfinanzhof ως εξής:

«Το άρθρο 56 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτό εθνική φορολογική νομοθεσία η οποία περιορίζει τη δυνατότητα των ημεδαπών φορολογούμενων να εκπίπτουν από τα φορολογητέα κέρδη τους τις ζημίες που προκάλεσε η απόσβεση της αξίας των μεριδίων τους ημεδαπής εταιρίας, οσάκις αυτοί αγόρασαν τα εταιρικά μερίδιά τους από φορολογούμενο που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, πριν από τη διανομή των μερισμάτων της εταιρίας αυτής και σε τιμή ανώτερη της ονομαστικής τους αξίας, αν η νομοθεσία αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικά στις μεθοδεύσεις που σκοπούν να καταστρατηγήσουν την εθνική νομοθεσία.

Επομένως, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να διαπιστώσει κατά πόσον η εν λόγω νομοθεσία εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες τα εν λόγω μερίδια πωλούνται εκ νέου στον αρχικό κάτοχο, εντός ελάχιστου χρονικού διαστήματος και σε τιμή η οποία δεν υπερβαίνει την ονομαστικής τους αξία.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Στο εξής: Finanzamt.


3 – Έχοντας υπόψη τον συγκεκριμένο και απαλλαγμένο αιρέσεων χαρακτήρα της εν λόγω διατάξεως, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-163/94, C-165/94 και C-250/94, Sanz de Lera κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-4821), ότι η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων παρήγε άμεσα αποτελέσματα υπό την έννοια ότι απαγορεύει τους περιορισμούς τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.


4 – Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-478/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. I-7587, σκέψεις 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και 39).


5 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, C-302/97, Konle (Συλλογή 199, σ. I-3099, σκέψη 40).


6 – Βλ. μεταξύ άλλων, όσον αφορά την ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2008, C-418/07, Papillon (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και, όσον αφορά την ανάγκη προλήψεως της φοροδιαφυγής και της καταστολής των καταχρηστικών πρακτικών, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C-524/04, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation (Συλλογή 2007, σ. I-2107, σκέψεις 71 έως 74).


7 – Άρθρο 36, παράγραφος 2, σημείο 3, του νόμου του 1990 για τον φόρο εισοδήματος (Einkommensteuergesetz 1990, BGBl. 1990 I, σ. 1898, στο εξής: EStG).


8 – Άρθρο 49 του νόμου του 1996 για τον φόρο εταιριών (Körperschaftsteuergesetz 1996, BGBl. 1996 I, σ. 340, στο εξής: KStG). Βάσει της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας στη Γερμανία, τα κέρδη που πραγματοποιεί, κατά τη διάρκεια μιας φορολογικής χρήσεως, κάθε εταιρία που εδρεύει σε αυτό το κράτος μέλος υπόκεινται στον φόρο εταιριών του εν λόγω κράτους ύψους 30 % (βλ. άρθρο 27, παράγραφος 1, του KStG).


9 – BGBl. 1966 II, σ. 358. Η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε με το αναθεωρητικό πρωτόκολλο της 23ης Μαρτίου 1970 (BGBl. 1971 II, σ. 46, στο εξής: σύμβαση).


10 – Gesetz zur Verbesserung der steuerlichen Bedingungen zur Sicherung des Wirtschaftsstandorts Deutschland im Europäischen Binnenmarkt (Standortsicherungsgesetz).


11 – Umwandlungssteuergesetz, BGBl. 1994 I, σ. 3267.


12 – Υπενθυμίζω ότι η μεταφορά στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας και μιας προσωπικής εταιρίας ή ο μετασχηματισμός κεφαλαιουχικής εταιρίας σε προσωπική εταιρία ενδέχεται να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του φορολογικού καθεστώτος. Πράγματι, εν αντιθέσει προς τις κεφαλαιουχικές εταιρίες, οι προσωπικές εταιρίες καθ’ εαυτές δεν υπόκεινται στον φόρο. Μόνον ο εταίρος υπόκειται σε φορολόγηση, μέχρι του ύψους της συμμετοχής του, βάσει των κερδών που πραγματοποίησε η προσωπική εταιρία. Τούτο έχει ορισμένες συνέπειες στην περίπτωση κατά την οποία μεταφερθούν τα περιουσιακά στοιχεία μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας σε μια προσωπική εταιρία. Στην περίπτωση αυτή, τα κέρδη τα οποία, μέχρι τότε, αποτελούσαν μέρος της περιουσίας της κεφαλαιουχικής εταιρίας, προσυπολογίζονται στην περιουσία του εταίρου. Η πράξη αυτή εξομοιώνεται με διανομή των κερδών της.


13 – Επρόκειτο για την Glaxo-Group Limited (στο εξής: GG-Ltd). Η εταιρία αυτή ελεγχόταν επίσης από την Burroughs Wellcome Ltd (στο εξής: W-Ltd).


14 – Παραπέμπω συναφώς στις αναπτύξεις σχετικά με τη νομολογία αυτή τις οποίες παραθέτω στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Μαΐου 2008, C-194/06, Orange European Smallcap Fund (Συλλογή 2008, σ. I-3747).


15 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2008, C-284/06, Burda (Συλλογή 2008, σ. Ι-4571, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


16 – Όπ.π. (σκέψεις 86 και 87 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


17 – Όπ.π. (σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


18 – Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-374/04, Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation (Συλλογή 2006, σ. I-11673, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


19 – Όσον αφορά τις εταιρίες κατά την έννοια του άρθρου 48 ΕΚ, η έδρα τους χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της συνδέσεώς τους με την έννομη τάξη μίας χώρας όπως ακριβώς η ιθαγένεια σε σχέση με τα φυσικά πρόσωπα (απόφαση της 13ης Ιουλίου 1993, C-330/91, Commerzbank, Συλλογή 1993, σ. I-4017, σκέψη13).


20 – Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker (Συλλογή 1995, σ. I-225, σκέψη 31).


21 – Βλ., όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, προπαρατεθείσα απόφαση Schumacker, (σκέψεις 28 και 29), καθώς και, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, προπαρατεθείσα απόφαση Commerzbank (σκέψη 15).


22 – Απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2009, C-318/07 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 40 και 41).


23 – Όπ.π. (σκέψη 41).


24 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-446/03, Marks& Spencer (Συλλογή 2005, σ. I-10837, σκέψη 38).


25 – Προπαρατεθείσα απόφαση Persche (σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26 – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation (σκέψη 49).


27 – Οδηγία της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225, σ. 6). Βλ., επίσης, οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (ΕΕ L 157, σ. 38), και οδηγία 2003/49/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για την καθιέρωση κοινού συστήματος φορολόγησης των τόκων και των δικαιωμάτων που καταβάλλονται μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 157, σ. 49).


28 – Σύμβαση της 23ης Ιουλίου 1990, για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων (ΕΕ L 225, σ. 10).


29 – Κατά το άρθρο 293 ΕΚ, τα κράτη μέλη, εφόσον είναι αναγκαίο, διεξάγουν μεταξύ τους διαπραγματεύσεις για να εξασφαλίσουν προς όφελος των υπηκόων τους την κατάργηση της διπλής φορολογίας εντός της Κοινότητας. Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation (σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


30 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2006, C-513/04, Kerckhaert και Morres (Συλλογή 2006, σ. I-10967), σε σχέση με τη βελγική νομοθεσία η οποία, στο πλαίσιο του φόρου εισοδήματος, φορολογεί με τον ίδιο ενιαίο συντελεστή τα μερίσματα από μετοχές εταιριών που είναι εγκατεστημένες στο Βέλγιο και τα μερίσματα από μετοχές εταιριών που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να προβλέπει τη δυνατότητα συμψηφισμού του προεισπραχθέντος φόρου μέσω κρατήσεων στην πηγή σε αυτό το άλλο κράτος μέλος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το επίμαχο φορολογικό καθεστώς δεν διέκρινε μεταξύ των μερισμάτων των εγκατεστημένων στο Βέλγιο εταιριών και των μερισμάτων των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος εταιριών. Έκρινε ότι οι δυσμενείς συνέπειες τις οποίες μπορούσε να προκαλέσει η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος για τον φορολογούμενο που εισπράττει μερίσματα τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο κρατήσεων στην πηγή σε άλλο κράτος μέλος απορρέουν αποκλειστικά από την εκ παραλλήλου άσκηση της φορολογικής αρμοδιότητας από δύο κράτη μέλη (σκέψη 20).


31 – Προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation (σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


32 – Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C-307/97, Saint-Gobain ZN (Συλλογή 1999, σ. I-6161, σκέψεις 57 και 58), και προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation (σκέψη 54).


33 – Τα εισαγόμενα μερίσματα καταβάλλονται σε μέτοχο που διαμένει σε κράτος μέλος από εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος εταιρία, ενώ τα εξερχόμενα μερίσματα καταβάλλονται από εγκατεστημένη στο οικείο κράτος μέλος εταιρία σε μέτοχο ο οποίος διαμένει σε άλλο κράτος μέλος.


34 – Βλ., σε σχέση με τη χορήγηση απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος στον οποίον υπόκεινται τα μερίσματα που καταβάλλονται σε μετόχους που είναι φυσικά πρόσωπα, απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98, Verkooijen (Συλλογή 2000, σ. I-4071), σε σχέση με την εφαρμογή ενός φορολογικού συντελεστή με εξοφλητικό αποτέλεσμα ή μειωμένου κατά το ήμισυ, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, C-315/02, Lenz (Συλλογή 2004, σ. I-7063), σε σχέση με τη χορήγηση φορολογικής εκπτώσεως, αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-319/02, Manninen (Συλλογή 2004, σ. I-7477), καθώς και της 6ης Μαρτίου 2007, C-292/04, Meilicke κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-1835), και, σε σχέση με απαλλαγή από τον φόρο εταιριών των μερισμάτων της ημεδαπής, μολονότι τα μερίσματα από την αλλοδαπή υπέκειντο στον φόρο αυτόν και δεν παρείχαν δικαίωμα παρά μόνο σε ελάφρυνση στην περίπτωση κρατήσεων στην πηγή από το κράτος της έδρας της διανέμουσας εταιρίας, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation (Συλλογή 2006, σ. I-11753, σκέψεις 61 έως 71).


35 – Προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation (σκέψη 62). Η ίδια απαίτηση δεν ισχύει αυτομάτως για τα μερίσματα που διανέμουν εταιρίες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες. Με την ανωτέρω απόφαση, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι δεν αποκλείεται ένα κράτος μέλος να μπορεί να αποδείξει ότι ένας περιορισμός στην κίνηση κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες δικαιολογείται από λόγους που, υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν περιορισμό στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών. Τούτο μπορεί να συμβεί, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία μια κατάσταση συνεπάγεται την επαλήθευση του φόρου που καταβλήθηκε από διανέμουσες εταιρίες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, ενώ η επαλήθευση του φόρου που κατέβαλαν οι εταιρίες αυτές στη χώρα της έδρας τους ενδέχεται να αποδειχθεί δυσχερέστερη απ’ ό,τι σε ένα πλαίσιο αμιγώς κοινοτικό, δεδομένου ότι τα κοινοτικά νομοθετικά μέτρα για τη συνεργασία των εθνικών φορολογικών αρχών, όπως είναι η οδηγία 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων (ΕΕ L 336, σ. 15), δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν (σκέψεις 169 έως 171).


36 – Βλ., σε σχέση με τη νομοθεσία κράτους μέλους που προβλέπει ένα σύστημα πιστώσεως φόρου βάσει των μερισμάτων που καταβάλλει μια εδρεύουσα σε αυτό εταιρία στους μετόχους της που είναι μόνιμοι κάτοικοί του καθώς και στους μετόχους που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοί του, οσάκις τούτο προβλέπεται από σύμβαση περί αποτροπής της διπλής φορολογίας, προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation και, όσον αφορά εθνική νομοθεσία που φορολογεί τα μερίσματα που καταβάλλουν θυγατρικές εταιρίες που εδρεύουν στην ημεδαπή σε μητρικές εταιρίες που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος ενώ απαλλάσσει σχεδόν εξ ολοκλήρου τα μερίσματα που καταβάλλονται σε μητρικές εταιρίες που εδρεύουν στην ημεδαπή, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-170/05, Denkavit Internationaal και Denkavit France (Συλλογή 2006, σ. I-11949).


37 – Προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation (σκέψη 70).


38 – Όπ.π. (σκέψεις 57 επ.).


39 – Όπ.π. (σκέψη 74).


40 – Απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1986, 270/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1986, σ. 273, σκέψη 26).


41 – Προπαρατεθείσα απόφαση Denkavit Internationaal και Denkavit France (σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


42 – Όπ.π. (σκέψη 47).


43 – Προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation (σκέψη 71).


44 – Τίτλος III, σημείο 2, της διατάξεως περί παραπομπής.


45 – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Burda (σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


46 – Βλ., στο πνεύμα αυτό, προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation (σκέψη 38).


47 – Απόφαση της 24ης Μαΐου 2007, C-157/05, Holböck (Συλλογή 2007, σ. I-4051, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


48 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Persche (σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


49 – Οι μέτοχοι αυτοί πρέπει, πράγματι, να ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το 25 % των μετοχών με δικαίωμα ψήφου της διανέμουσας εταιρίας προκειμένου να τύχουν αυτού του φορολογικού πλεονεκτήματος, πράγμα το οποίο, με άλλα λόγια, σημαίνει ότι πρέπει να κατέχουν τουλάχιστον το 25 % των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας αυτής. Δυνάμει της αρχής της ισότητας, κάθε εταίρος εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) διαθέτει αριθμό ψήφων ίσο προς αυτόν των εταιρικών μεριδίων που κατέχει.


50 – Σημείο 10 των εν λόγω παρατηρήσεων.


51 – Υπεραξία από τη μεταβίβαση είναι το κέρδος που πραγματοποιήθηκε κατά τη μεταβίβαση ενός οικονομικού αγαθού σε τιμή υψηλότερη από το κόστος για την απόκτησή του.


52 – Βλ. πάγια νομολογία η οποία παρατίθεται στα σημεία 13 έως 17 των ανά χείρας προτάσεων.


53 – Σκέψεις 29 και 30.


54 – Βλ. σημεία 69 έως 72 των ανά χείρας προτάσεων. Βλ., επίσης, Lenaerts, K., και Bernardeau, L., «L’encadrement communautaire de la fiscalité directe», Cahiers de Droit européen, 2007, τεύχος 1 και 2, σ. 19, ιδίως σ. 86.


55 – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Persche (σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


56 – C-204/90 (Συλλογή 1992, σ. I-249, σκέψη 28), και C-300/90 (Συλλογή 1992, σ. I-305, σκέψη 21), αντιστοίχως. Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Papillon (σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


57 – Βλ. αποφάσεις Papillon, προπαρατεθείσα (σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), της 4ης Δεκεμβρίου 2008, C-330/07, Jobra (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 22ας Ιανουαρίου 2009, C-377/07, STEKO Industriemontage (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 52 και 53).


58 – Απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C-168/01, Bosal (Συλλογή 2003, σ. I-9409, σκέψη 30).


59 – Βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2000, C-251/98, Baars (Συλλογή 2000, σ. I-2787, σκέψη 40), και Bosal, προπαρατεθείσα (σκέψη 30).


60 – Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Επιτροπή κατά Βελγίου, προπαρατεθείσα (σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία καθώς και σκέψη 39).


61 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1998, C-264/96, ICI (Συλλογή 1998, σ. I-4695, σκέψη 26), της 8ης Μαρτίου 2001, C-397/98 και C-410/98, Metallgesellschaft κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I-1727), της 21ης Νοεμβρίου 2002, C-436/00, X και Y (Συλλογή 2002, σ. I-10829, σκέψη 61), της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-324/00, Lankhorst-Hohorst (Συλλογή 2002, σ. I-11779, σκέψη 37), καθώς και Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, προπαρατεθείσα (σκέψεις 71 έως 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


62 – Σημείο 10 των εν λόγω παρατηρήσεων.


63 – Υπενθυμίζω ότι το «δεσμευθέν ποσό» αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς του εταιρικού μεριδίου και της ονομαστικής του αξίας.


64 – Βλ., στο ίδιο πνεύμα, προπαρατεθείσες αποφάσεις Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation (σκέψεις 72 έως 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) καθώς και Jobra (σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


65 – Βλ. αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου σε σχέση με το επίμαχο μέτρο (σημείο 20 των παρατηρήσεων της Επιτροπής), καθώς και παρατηρήσεις που κατέθεσε η Γερμανική Κυβέρνηση (σημείο 10).


66 – Εννοώ τις εμπορικές συνθήκες σε σχέση με τις οποίες οι εταιρίες αυτές μπορούν να έλθουν σε συμφωνία εάν δεν ανήκουν στον ίδιο όμιλο.