Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

JÁN MAZÁK

της 26ης Ιουνίου 2012 ( 1 )

Υπόθεση C-137/11

Partena ASBL

κατά

Les Tartes de Chaumont-Gistoux SA

[αίτηση του Travail de Bruxelles (Βέλγιο)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική ασφάλιση — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Άρθρα 13 και 14γ — Κράτος μέλος άσκησης της δραστηριότητας — Απαγόρευση των διακρίσεων — Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Δικαίωμα εγκατάστασης»

I – Εισαγωγή

1.

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία των άρθρων 13 και 14γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας ( 2 ), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98 του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 ( 3 ), καθώς και του άρθρου 21 ΣΛΕΕ.

2.

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Partena ASBL, που αποτελεί το ταμείο κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών στο Βέλγιο (στο εξής: ταμείο) και, αφετέρου, της εταιρίας Les Tartes de Chaumont-Gistoux SA (στο εξής: εταιρία), σχετικά με την επιστροφή ασφαλιστικών εισφορών οφειλόμενων από τον Othon Rombouts, διαχειριστή της εταιρίας, για την περίοδο από το πρώτο τρίμηνο του 1999 μέχρι το τέταρτο τρίμηνο του 2007.

3.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί το ζήτημα αν η διεύθυνση από την αλλοδαπή εταιρίας υποκείμενης στη φορολογία κράτους μέλους δύναται να θεωρηθεί ως άσκηση δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος για τους σκοπούς καταβολής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί επιπλέον αμφιβολίες ως προς το αν αντιβαίνει στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ το αμάχητο τεκμήριο που θεσπίζεται με νόμο και το οποίο ορίζει ότι ο διαχειριστής εταιρίας που διευθύνει από την αλλοδαπή μια εταιρία υποκείμενη στη φορολογία κράτους μέλους υπάγεται στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών του εν λόγω κράτους μέλους.

II – Νομικό πλαίσιο

Α — Δίκαιο της Ένωσης

4.

Στην υπό κρίση υπόθεση φρονώ ότι έχουν εφαρμογή τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ. Επίσης, εφαρμοστέα είναι και τα άρθρα 13 και 14γ του κανονισμού 1408/71, τα οποία υπάγονται στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού αυτού που φέρει τον τίτλο «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας».

Β — Εθνικό δίκαιο

5.

Κατά το βελγικό δίκαιο, η υπαγωγή στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών διέπεται από το βασιλικό διάταγμα 38, της 27ης Ιουλίου 1967, για την εφαρμογή του καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών ( 4 ), το οποίο τροποποιήθηκε, ειδικότερα, με το βασιλικό διάταγμα της 18ης Νοεμβρίου 1996 για τις διατάξεις οικονομικής και άλλης φύσεως όσον αφορά το καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον τίτλο VI του νόμου της 26ης Ιουλίου 1996 για τον εκσυγχρονισμό του καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των προβλεπόμενων από τον νόμο συνταξιοδοτικών συστημάτων, καθώς και με το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου της 26ης Ιουλίου 1996 που διασφαλίζει τις δημοσιονομικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή του Βελγίου στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση ( 5 ).

6.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος 38 για την εφαρμογή του καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών προβλέπει ότι «ως ανεξάρτητος επαγγελματίας νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο που ασκεί εντός του βελγικού κράτους επαγγελματική δραστηριότητα που δεν υπάγεται σε σύμβαση εργασίας ή σε άλλο καθεστώς υπηρεσιακής κατάστασης».

7.

Με το βασιλικό διάταγμα της 18ης Νοεμβρίου 1996 προστέθηκε στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος 38 ένα τέταρτο εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:

«τεκμαίρεται κατά τρόπο αμάχητο ότι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες εντός Βελγίου τα άτομα εκείνα τα οποία έχουν αναλάβει τη διαχείριση εταιρίας ή ένωσης που υπόκειται στον βελγικό φόρο εταιριών ή στην ειδική φορολογία των μη εδρευουσών στο Βέλγιο εταιριών ή ενώσεων».

8.

Με την απόφαση 176/2004 που εξέδωσε στις 3 Νοεμβρίου 2004, το Συνταγματικό Δικαστήριο ( 6 ) κήρυξε αντισυνταγματικό το άρθρο 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 38, όσον αφορά τους διαχειριστές εταιριών που υπόκεινται στον βελγικό φόρο εταιριών ή στην ειδική φορολογία των μη εδρευουσών στο Βέλγιο εταιριών ή ενώσεων οι οποίοι δεν διευθύνουν την οικεία εταιρία από την αλλοδαπή. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η καθιέρωση αμάχητου τεκμηρίου ως προς τους διαχειριστές αυτούς αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον παρεμποδίζει τους διαχειριστές που έχουν παύσει τη δραστηριότητά τους να αποδείξουν την παύση αυτή με διαφορετικό τρόπο πλην της παραίτησης και αποδέσμευσής τους από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το καθεστώς τους ως ανεξάρτητων επαγγελματιών. Εντούτοις, ως προς τους διαχειριστές που διευθύνουν τέτοιες εταιρίες από την αλλοδαπή, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν έκρινε αντισυνταγματική την επίμαχη διάταξη. Συγκεκριμένα, το εν λόγω δικαστήριο κατέληξε ότι η αμάχητη φύση του τεκμηρίου μπορούσε να θεωρηθεί αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω διαχειριστές υπάγονται στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών, δεδομένου ότι, ως προς τα πρόσωπα αυτά, η εθνική αρχή δεν διέθετε τα πληροφοριακά στοιχεία και τις αρμοδιότητες που της αναγνωρίζει η νομοθεσία σε σχέση με τους διαχειριστές που διευθύνουν εταιρίες από το Βέλγιο.

9.

Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 38, οι εταιρίες ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον με τους διαχειριστές τους για την καταβολή των εισφορών των τελευταίων.

III – Διαφορά της κύριας δίκης και προδικαστικό ερώτημα

10.

Η εταιρία συστάθηκε στις 17 Απριλίου 1993. Δεδομένου ότι η καταστατική της έδρα βρίσκεται στο Βέλγιο, η εταιρία υπόκειται σε φόρο στο κράτος αυτό. Κατά τη γενική συνέλευση της 12ης Οκτωβρίου 1995, οι O. Rombouts και Μ. Van Acker κατείχαν έκαστος το ήμισυ του εταιρικού κεφαλαίου. Με τις γενικές συνελεύσεις της 7ης Ιουνίου 2000 και 7ης Ιουνίου 2006, ανανεώθηκε η θητεία τους ως διαχειριστών της εταιρίας.

11.

O O. Rombouts κατοικεί στην Πορτογαλία από τα τέλη του 1999. Εκεί εργάστηκε ως μισθωτός ή έλαβε επιδόματα ανεργίας από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τον Ιούλιο του 2005. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο O. Rombouts άρχισε να απασχολείται ως ανεξάρτητος επαγγελματίας στην Πορτογαλία από τον Νοέμβριο του 2007. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εταιρία, η έναρξη της δραστηριότητάς του ως ανεξάρτητου επαγγελματία ανατρέχει στον Νοέμβριο του 2005.

12.

Στις 28 Μαΐου 2008, με πρωτοβουλία του ταμείου εξεδόθη κατά του O. Rombouts και της εταιρίας διαταγή πληρωμής 125696,50 ευρώ για οφειλόμενες από τον O. Rombouts εισφορές της περιόδου μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 1999 και του τετάρτου τριμήνου του 2007.

13.

Στις 5 Αυγούστου 2008, η εταιρία άσκησε ανακοπή κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών της πόλης Nivelles (Tribunal du travail de Nivelles). Με απόφαση που εξέδωσε στις 14 Δεκεμβρίου 2009, το Tribunal du travail δέχτηκε την ανακοπή.

14.

Στις 29 Ιανουαρίου 2010, το ταμείο άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Cour du travail de Bruxelles (Βέλγιο). Κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, το ταμείο παραδέχτηκε ότι, δεδομένης της ιδιότητάς του ως μισθωτού στην Πορτογαλία από 1ης Ιανουαρίου 2001, ο O. Rombouts δεν δύναται πλέον να υπαχθεί στο βελγικό κοινωνικοασφαλιστικό καθεστώς των ανεξάρτητων επαγγελματιών παρά μόνο συμπληρωματικώς. Ως εκ τούτου, το ταμείο σήμερα ζητεί να του επιδικαστεί το ποσό των 68317,61 ευρώ πλέον τόκων, αντί του αρχικού ποσού των 125696,5 ευρώ.

15.

Η εταιρία ζητεί να επικυρωθεί η απόφαση του Tribunal du travail και να καταδικαστεί το ταμείο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων. Η εταιρία αντικρούει τον ισχυρισμό ότι ο O. Rombouts υπάγεται στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών του Βελγίου. Επικουρικώς, η εταιρία ζητεί να υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής απόφασης σχετικά με το ζήτημα αν, μεταξύ άλλων, το άρθρο 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 38 συνάδει με το άρθρο 18 ΕΚ (νυν άρθρο 21 ΣΛΕΕ).

16.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour du travail de Bruxelles (Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής απόφασης με τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1)

Μπορεί ένα κράτος μέλος να εξομοιώνει την “εκ της αλλοδαπής διαχείριση εταιρίας υποκείμενης στη φορολογία του κράτους αυτού” προς δραστηριότητα ασκούμενη εντός του εδάφους του για την εφαρμογή των άρθρων 13 επ. του κανονισμού (EK) 1408/71, ειδικότερα του άρθρου 14γ, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του να καθορίζει τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπει για τους ανεξάρτητους επαγγελματίες;

2)

Είναι συμβατό προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το άρθρο 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του διατάγματος 38, της 27ης Ιουλίου 1967, για το καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών, ιδίως προς την ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 21 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει σε άτομο που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος και διαχειρίζεται από την αλλοδαπή μια εταιρία υποκείμενη στη βελγική φορολογία να ανατρέψει το τεκμήριο υπαγωγής του στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών, ενώ, αντιθέτως, ο διαχειριστής εταιρίας ο οποίος κατοικεί στο Βέλγιο και δεν διευθύνει εταιρία από την αλλοδαπή έχει την ευχέρεια να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό και να αποδείξει ότι δεν ασκεί ανεξάρτητη δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 38;»

IV – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

17.

Η εταιρία, η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Μαρτίου 2012, οι ανωτέρω ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.

V – Εκτίμηση

Α — Παραδεκτό

18.

Η Βελγική Κυβέρνηση προβάλλει δύο ενστάσεις απαραδέκτου.

19.

Πρώτον, η Βελγική Κυβέρνηση φρονεί ότι τα δύο υποβληθέντα ερωτήματα είναι απαράδεκτα καθόσον το αμάχητο τεκμήριο περί του οποίου πρόκειται δεν εφαρμόζεται στον O. Rombouts. Το τεκμήριο αυτό έχει εφαρμογή μόνο σε διαχειριστές που διευθύνουν από την αλλοδαπή εταιρίες που έχουν την καταστατική τους έδρα στο Βέλγιο και οι οποίοι δεν δηλώνουν εισοδήματα ως διαχειριστές στο εν λόγω κράτος μέλος επικαλούμενοι τον άμισθο χαρακτήρα της εντολής που τους έχει ανατεθεί. Κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, τούτο γίνεται προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, καθόσον, για να θεωρηθεί ανεξάρτητος επαγγελματίας στο Βέλγιο, ο εργαζόμενος πρέπει να ασκεί, μεταξύ άλλων, επαγγελματική δραστηριότητα, έννοια η οποία προϋποθέτει την έμμισθη φύση της δραστηριότητας αυτής.

20.

Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο για την υπόθεση της κύριας δίκης, ο Ο. Rombouts υπαγόταν στη βελγική φορολογία εισοδήματος ως κάτοικος αλλοδαπής λόγω της δραστηριότητάς του ως διαχειριστή της εταιρίας, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο a, το άρθρο 227, παράγραφος 1, και το άρθρο 228, παράγραφος 1, του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος του 1992, καθώς και με το άρθρο 16 της σύμβασης αποφυγής της διπλής φορολογίας που έχουν συνάψει το Βέλγιο και η Πορτογαλία ( 7 ).

21.

Επιπλέον, κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, ο Ο. Rombouts δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι υπαγόταν στη βελγική φορολογία εισοδήματος. Οι εισφορές του κοινωνικής ασφάλισης υπολογίζονταν επί των εισοδημάτων που είχε ως διαχειριστής και τα οποία λαμβάνονταν υπόψη από τη φορολογική αρχή και κοινοποιούνταν στο Institut National d’Assurances Sociales pour Travailleurs Indépendants (στο εξής: Inasti). Επομένως, ούτε ο Ο. Rombouts ούτε η εταιρία μπορούν να επικαλούνται τον άμισθο χαρακτήρα της εντολής του στηριζόμενοι στη μη πλήρωση της απαίτησης για την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας.

22.

Δεύτερον, κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι απαράδεκτα στο μέτρο που με αυτά ζητείται από το Δικαστήριο να εκτιμήσει αν το εθνικό δίκαιο είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης.

23.

Κατά τη γνώμη μου, η πρώτη ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Βελγική Κυβέρνηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, ακόμα και αν είναι ορθή η ερμηνεία του εθνικού και του διεθνούς φορολογικού δικαίου που προτείνει η Βελγική Κυβέρνηση, φρονώ ότι από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης προκύπτει σαφώς ότι η διαφορά επί της οποίας καλείται να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο αφορά το ζήτημα αν η βελγική νομοθεσία για την κοινωνική ασφάλιση έχει εφαρμογή στον Ο. Rombouts. Η εκτίμηση όσον αφορά το ζήτημα αυτό στηρίζεται κατ’ ανάγκη στους κανόνες που περιλαμβάνει ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού 1408/71 σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Επιπροσθέτως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την καθοδήγηση του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία των κανόνων της Συνθήκης για την ελεύθερη κυκλοφορία ( 8 ). Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν με την αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτά.

24.

Όσον αφορά τη δεύτερη ένσταση παραδεκτού κατά την οποία με τα υποβληθέντα ερωτήματα ζητείται από το Δικαστήριο να εκτιμήσει αν το εθνικό δίκαιο είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, αρκεί η επισήμανση ότι από το γράμμα των εν λόγω ερωτημάτων καθίσταται σαφές ότι αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων του δικαίου της Ένωσης, εν προκειμένω, διαφόρων διατάξεων του κανονισμού 1408/71 καθώς και των κανόνων για την ελεύθερη κυκλοφορία.

Β — Επί της ουσίας

1. Επί του πρώτου ερωτήματος

25.

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν, σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14γ του κανονισμού 1408/71, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο διαχειριστής εταιρίας η οποία υπόκειται στον φόρο στο εν λόγω κράτος μέλος ( 9 ) ασκεί δραστηριότητα εκεί μολονότι διευθύνει την οικεία εταιρία από την αλλοδαπή. Ως εκ τούτου, με το πρώτο ερώτημα ζητείται να προσδιοριστεί ο τόπος όπου ασκείται μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις.

26.

Τα άρθρα 13 και 14γ του κανονισμού 1408/71 υπάγονται στον τίτλο του ΙΙ που τιτλοφορείται «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας». Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του κανονισμού σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας αποτελούν ένα σύστημα κανόνων συγκρούσεως, η πληρότητα του οποίου έχει ως αποτέλεσμα οι εθνικοί νομοθέτες να μη διαθέτουν πλέον την εξουσία να προσδιορίζουν την έκταση και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της σχετικής εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά τα πρόσωπα που υπόκεινται σ’ αυτή και το έδαφος εντός του οποίου οι εθνικές διατάξεις παράγουν τα αποτελέσματά τους ( 10 ).

27.

Σκοπός των διατάξεων του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71 δεν είναι μόνον να διασφαλιστεί ότι τα υπαγόμενα στον κανονισμό αυτό πρόσωπα δεν θα στερηθούν την κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη λόγω ελλείψεως εφαρμοστέας σε αυτά νομοθεσίας, αλλά και να αποτραπεί η ταυτόχρονη εφαρμογή περισσοτέρων εθνικών νομικών συστημάτων και οι επιπλοκές που ενδέχεται να προκύψουν εξ αυτού ( 11 ).

28.

Οι κανόνες συγκρούσεως που θεσπίζει ο κανονισμός 1408/71 είναι αναγκαστικού δικαίου για τα κράτη μέλη και η εφαρμογή των κανόνων αυτών εξαρτάται αποκλειστικά από την αντικειμενική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος ( 12 ).

29.

Κατά τη γνώμη μου, δεδομένων του υποχρεωτικού χαρακτήρα των κανόνων περί των οποίων πρόκειται και του ίδιου του σκοπού του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί μονομερώς να διεκδικεί αυθαίρετα για τον εαυτό του την εξουσία να καθορίζει αν συγκεκριμένος εργαζόμενος υπάγεται στη νομοθεσία του προβλέποντας ότι ο εν λόγω εργαζόμενος άσκησε δραστηριότητα στο οικείο κράτος μέλος στην περίπτωση κατά την οποία ο καθορισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική κατάσταση του ενδιαφερόμενου εργαζομένου και στους αναγκαστικού δικαίου κανόνες προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

30.

Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Aldewereld ( 13 ), η εφαρμοστέα νομοθεσία προκύπτει αντικειμενικά από τις διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού, λαμβανομένων υπόψη των συνδετικών στοιχείων που παρουσιάζει η εξεταζόμενη κατάσταση με τη νομοθεσία των κρατών μελών. Αν γινόταν δεκτό το αντίθετο, τούτο θα ενείχε κατά τη γνώμη μου τον κίνδυνο ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού 1408/71 για τους κανόνες προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας να καταστεί άνευ οιουδήποτε σκοπού και αποτελέσματος, ειδικότερα στην περίπτωση που η προσέγγιση αυτή επιλεγόταν από διάφορα κράτη μέλη.

31.

Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο Ο. Rombouts, εκτός του ότι ενεργούσε ως διαχειριστής της εταιρίας, άρχισε να απασχολείται στην Πορτογαλία ως ανεξάρτητος επαγγελματίας από τον Νοέμβριο του 2007 (αν και η εταιρία υποστηρίζει ότι η έναρξη της δραστηριότητάς του ως ανεξάρτητου επαγγελματία ανατρέχει στον Νοέμβριο του 2005), ενώ εργάστηκε ως μισθωτός ή ήταν άνεργος στη χώρα αυτή από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τον Ιούλιο του 2005.

32.

Μολονότι ο ακριβής χρόνος έναρξης της απασχόλησης του Ο. Rombouts ως ανεξάρτητου επαγγελματία στην Πορτογαλία είναι αμφισβητούμενος, είναι σαφές ότι, μόλις αυτός κατέστη ανεξάρτητος επαγγελματίας, έπαυσε να υπόκειται στη βελγική νομοθεσία για την κοινωνική ασφάλιση σε σχέση με τη δραστηριότητά του ως διαχειριστή της εταιρίας ( 14 ). Ως εκ τούτου, η διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αφορά κατ’ ουσίαν τις περιόδους κατά τις οποίες ο Ο. Rombouts εργάστηκε ως μισθωτός ή ήταν άνεργος στην Πορτογαλία. Υπό το πρίσμα της διαπίστωσης αυτής, θεωρώ ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να του παρασχεθούν διευκρινίσεις ως προς την εφαρμογή του άρθρου 14γ, στοιχείο βʹ ( 15 ), και του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ ( 16 ), του κανονισμού 1408/71 στη δραστηριότητα του Ο. Rombouts ως διαχειριστή της εταιρίας ενόσω διέμενε στην Πορτογαλία.

33.

Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, και υπό την επιφύλαξη της εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου επαλήθευσης της εκτίμησης αυτής, προκύπτει ότι, υπό το πρίσμα της αντικειμενικής κατάστασης του Ο. Rombouts, ο τελευταίος άσκησε όντως ή συγκεκριμένα τα καθήκοντα του διαχειριστή της εταιρίας «στο έδαφος» ( 17 ) της Πορτογαλίας. Μολονότι η άσκηση των εν λόγω καθηκόντων ενδέχεται να παράγει αποτελέσματα στο Βέλγιο, όπως ισχυρίζεται η Βελγική Κυβέρνηση ( 18 ), εντούτοις τα αποτελέσματα αυτά δεν είναι ικανά να μεταβάλουν την αντικειμενική κατάσταση του O. Rombouts. Η αντικειμενική κατάσταση του τελευταίου αποτελεί πραγματικό ζήτημα που πρέπει να καθοριστεί μεμονωμένα από το αιτούν δικαστήριο σύμφωνα με τα οριζόμενα στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71, και όχι βάσει αμάχητου τεκμηρίου θεσπιζόμενου εκ των προτέρων και κατά τρόπο αφηρημένο από την εθνική νομοθεσία.

34.

Για τους ανωτέρω λόγους φρονώ ότι, υπό το πρίσμα τόσο του σκοπού όσο και του μη αμφιλεγόμενου γράμματος του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 14γ, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, τα οποία αποτελούν τμήμα των αναγκαστικού δικαίου κανόνων προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας που θεσπίζει ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού αυτού, οι διατάξεις αυτές έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν στα κράτη μέλη να εξομοιώνουν την «εκ της αλλοδαπής διαχείριση εταιρίας υποκείμενης στη φορολογία του κράτους αυτού» προς δραστηριότητα ασκούμενη εντός του εδάφους τους, εφόσον η αντιμετώπιση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική κατάσταση του ενδιαφερόμενου εργαζομένου και ενώ στην πράξη η επίμαχη δραστηριότητα ασκείται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

2. Επί του δεύτερου ερωτήματος

35.

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν αντιβαίνει στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ εθνική νομοθεσία που θεσπίζει αμάχητο τεκμήριο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

36.

Κατά τη γνώμη μου, στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, όπως τα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο με την αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης ( 19 ), έχουν εφαρμογή μάλλον τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και 49 ΣΛΕΕ για το δικαίωμα εγκατάστασης παρά το άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ αποτελούν ειδικότερη έκφραση του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, το οποίο θεσπίζει κατά γενικό τρόπο το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών ( 20 ).

37.

Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το σύνολο των διατάξεων της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποσκοπεί στο να διευκολύνει την εκ μέρους των υπηκόων της Ένωσης άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων οποιασδήποτε φύσεως εντός του εδάφους της Ένωσης και αποκλείει μέτρα που θα μπορούσαν να αποβούν δυσμενή για τους υπηκόους που επιθυμούν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Επομένως, τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ απαγορεύουν κάθε εθνικό μέτρο το οποίο, ακόμη και αν εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, δύναται να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την εκ μέρους των υπηκόων της Ένωσης άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη ( 21 ).

38.

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, και υπό την επιφύλαξη της εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου επαλήθευσης της εκτίμησης αυτής, δεν προκύπτει ότι το τεκμήριο που εφαρμόζεται βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος 38 επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση αναλόγως της ιθαγένειας των οικείων διαχειριστών. Ωστόσο, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η διάταξη αυτή του εθνικού δικαίου έχει ως αποτέλεσμα οι διαχειριστές εταιριών που βρίσκονται στην κατάσταση του Ο. Rombouts, ακριβώς επειδή άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση σε σύγκριση με διαχειριστές που δεν έχουν ασκήσει το δικαίωμα αυτό.

39.

Πρώτον, ενώ για τον διαχειριστή που έχει ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διευθύνει εταιρία από την αλλοδαπή ισχύει αμάχητο τεκμήριο ότι ασκεί στο Βέλγιο επαγγελματική δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, υποχρεούται να καταβάλει εισφορές κοινωνικής ασφάλισης στο κράτος αυτό για την εν λόγω δραστηριότητα, ο διαχειριστής που δεν έχει ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας μπορεί, σύμφωνα με την από 3 Νοεμβρίου 2004 απόφαση 176/2004 του Συνταγματικού Δικαστηρίου του Βελγίου, να ανατρέψει το τεκμήριο προσκομίζοντας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν ασκεί δραστηριότητα ως ανεξάρτητος επαγγελματίας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 38.

40.

Δεύτερον και σημαντικότερο, η λειτουργία του επίμαχου αμάχητου τεκμηρίου έχει ως συνέπεια οι διαχειριστές εταιριών υποκείμενων στη βελγική φορολογία, οι οποίοι ασκούν όντως ή συγκεκριμένα τα καθήκοντά τους ως διαχειριστές από άλλο κράτος μέλος, να διατρέχουν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν στην καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για την ίδια δραστηριότητα σε δύο κράτη μέλη.

41.

Αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο σκοπούν να αποτρέψουν οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71.

42.

Η Βελγική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι σκοπός της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας και, ειδικότερα, του αμάχητου τεκμηρίου είναι η πρόληψη της απάτης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης στο Βέλγιο την οποία θα μπορούσε να συνεπάγεται η τεχνητή μετεγκατάσταση. Ως αποτέλεσμα των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας, οι διαχειριστές εταιριών μπορούν κάλλιστα να ασκούν από την αλλοδαπή τα καθήκοντά τους σε σχέση με εταιρίες κερδοσκοπικού χαρακτήρα εγκατεστημένες στο Βέλγιο. Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι διαχειριστές, μη δηλώνοντας στις βελγικές φορολογικές αρχές το εισόδημα που αποκτούν υπό την ιδιότητά τους αυτή και επικαλούμενοι τον άμισθο χαρακτήρα της εντολής τους, δύνανται να αποφύγουν την καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες στο Βέλγιο.

43.

Μολονότι ο σκοπός της πρόληψης της απάτης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης συνιστά θεμιτή επιδίωξη η οποία πρέπει όντως να ενθαρρύνεται, ιδιαίτερα μέσω του συντονισμού και της εναρμόνισης των μέτρων που θεσπίζονται δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, θεωρώ ότι το επίμαχο αμάχητο τεκμήριο, σκοπός του οποίου είναι η πρόληψη της απάτης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης στο Βέλγιο, είναι εντελώς ακατάλληλο για την πρόληψη τέτοιας απάτης στο εν λόγω κράτος μέλος στις περιπτώσεις διαχειριστών εταιρίας οι οποίοι, λόγω ακριβώς της αντικειμενικής τους κατάστασης καθώς και της εφαρμογής των αναγκαστικού δικαίου κανόνων που περιλαμβάνονται στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71, υπόκεινται στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης άλλου κράτους μέλους.

44.

Θα μπορούσε επομένως να υποστηριχθεί, υπό την επιφύλαξη της εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου εξακρίβωσης των πραγματικών γεγονότων και περιστάσεων της κύριας δίκης και, πιο συγκεκριμένα, της αντικειμενικής κατάστασης του Ο. Rombouts, ότι η δραστηριότητα του τελευταίου ως διαχειριστή της εταιρίας, δραστηριότητα που φαίνεται ότι ασκήθηκε εντός του εδάφους της Πορτογαλίας, ουδόλως εγείρει ζήτημα απάτης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης στο Βέλγιο.

45.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν σε κράτος μέλος να θεσπίζει νομοθετική διάταξη όπως το άρθρο 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 38, στο μέτρο κατά το οποίο η διάταξη αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα σε πρόσωπο που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος και το οποίο διευθύνει στην πράξη από το τελευταίο αυτό κράτος μέλος εταιρία υποκείμενη στη φορολογία του πρώτου κράτους μέλους, να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι όντως ασκεί την εν λόγω δραστηριότητα εντός του εδάφους του άλλου κράτους μέλους, ανατρέποντας ως εκ τούτου το τεκμήριο ότι υπάγεται στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών του πρώτου κράτους μέλους.

VI – Πρόταση

46.

Για τους λόγους που παρατίθενται ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Cour du travail de Bruxelles (Βέλγιο) ως εξής:

Το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 14γ, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98 του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998, τα οποία αποτελούν τμήμα των αναγκαστικού δικαίου κανόνων προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας που θεσπίζει ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού αυτού, έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν στα κράτη μέλη να εξομοιώνουν την «εκ της αλλοδαπής διαχείριση εταιρίας υποκείμενης στη φορολογία του κράτους αυτού» προς δραστηριότητα ασκούμενη εντός του εδάφους τους, εφόσον η αντιμετώπιση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική κατάσταση του ενδιαφερόμενου εργαζομένου και ενώ στην πράξη η επίμαχη δραστηριότητα ασκείται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν σε κράτος μέλος να θεσπίζει νομοθετική διάταξη όπως το άρθρο 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 38 της 27ης Ιουλίου 1967, στο μέτρο κατά το οποίο η διάταξη αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα σε πρόσωπο που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος και το οποίο διευθύνει στην πράξη από το τελευταίο αυτό κράτος μέλος εταιρία υποκείμενη στη φορολογία του πρώτου κράτους μέλους, να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι όντως ασκεί την εν λόγω δραστηριότητα εντός του εδάφους του άλλου κράτους μέλους, ανατρέποντας ως εκ τούτου το τεκμήριο ότι υπάγεται στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών του πρώτου κράτους μέλους.


( 1 )   Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 )   ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73

( 3 )   ΕΕ L 209, σ. 1.

( 4 )   Moniteur belge της 29ης Ιουλίου 1967, σ. 8071.

( 5 )   Moniteur belge της 12ης Δεκεμβρίου 1996, σ. 31.018 (στο εξής: βασιλικό διάταγμα 38).

( 6 )   Γνωστό τότε ως Cour d’arbitrage (διαιτητικό δικαστήριο).

( 7 )   Moniteur belge της 2ας Μαρτίου 1971, σ. 2613 και της 5ης Απριλίου 2001, σ. 11473.

( 8 )   Βλ. σημείο 36 κατωτέρω.

( 9 )   Βλ. σημείο 10 ανωτέρω.

( 10 )   Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1986, 302/84, Ten Holder (Συλλογή 1986, σ. 1821, σκέψη 21), και της 10ης Ιουλίου 1986, 60/85, Luijten (Συλλογή 1986, σ. 2365, σκέψη 14).

( 11 )   Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, C-227/03, Van Pommeren-Bourgondiën (Συλλογή 2005, σ. I-6101, σκέψη 34).

( 12 )   Βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, C-345/09, Van Delft κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I-9879, σκέψη 52).

( 13 )   Απόφαση της 29ης Ιουνίου 1994, C-60/93 (Συλλογή 1994, σ. I-2991, σκέψη 20). Όπως επισήμανε και η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, μολονότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ορίζουν τις έννοιες «μισθωτός» και «ανεξάρτητος επαγγελματίας» του κανονισμού 1408/71, εντούτοις, δεν μπορούν να αποφασίζουν αν τα πρόσωπα αυτά άσκησαν δραστηριότητα στο έδαφός τους.

( 14 )   Καθόσον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η δραστηριότητα του Ο. Rombouts ως διαχειριστή της εταιρίας δύναται να θεωρηθεί δραστηριότητα ανεξάρτητου επαγγελματία στο Βέλγιο, η μετάβασή του στο καθεστώς του ανεξάρτητου επαγγελματία στην Πορτογαλία θα σήμαινε αυτομάτως, κατά του άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, την υπαγωγή του στην πορτογαλική νομοθεσία για την κοινωνική ασφάλιση. Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1997, C-340/94, de Jaeck (Συλλογή 1997, σ. I-461, σκέψη 11).

( 15 )   Το άρθρο 14γ, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71 ορίζει ότι, στις περιπτώσεις τις οποίες αφορά το παράρτημα VII του κανονισμού αυτού, το πρόσωπο που ασκεί ταυτόχρονα μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους υπόκειται ταυτόχρονα στη νομοθεσία καθενός από τα κράτη αυτά. Επομένως, το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να καταβάλλει τις εισφορές που του επιβάλλονται βάσει των νομοθεσιών αμφοτέρων των κρατών. Βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, C-493/04, Piatkowski (Συλλογή 2006, σ. I-2369, σκέψη 22).

( 16 )   Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-314/08, Filipiak (Συλλογή 2009, σ. Ι-11049, σκέψη 64).

( 17 )   Βλ. το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του άρθρου 14γ, στοιχείο βʹ, καθώς και του άρθρου 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, που επαναλαμβάνουν τη διατύπωση αυτή.

( 18 )   Η Βελγική Κυβέρνηση εστίασε στο γεγονός ότι οι πράξεις των διαχειριστών της εταιρίας παράγουν έννομα αποτελέσματα στο Βέλγιο. Επομένως, κατά την κυβέρνηση αυτή, η επίμαχη επαγγελματική δραστηριότητα ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 14γ, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71 στο Βέλγιο ακόμα και αν οι σχετικές πράξεις εκπορεύονται από άλλο κράτος μέλος (εν προκειμένω, την Πορτογαλία) με τη χρήση σύγχρονων μέσων επικοινωνίας. Επιπλέον, η Βελγική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι οι πράξεις του O. Rombouts λογίζονται ως πράξεις της ίδιας της εταιρίας.

( 19 )   Είναι σαφές από την αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης ότι ο Ο. Rombouts εγκατέλειψε το Βέλγιο προκειμένου να εγκατασταθεί στην Πορτογαλία και ότι στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος εργάστηκε ως μισθωτός, υπήρξε άνεργος, αλλά και απασχολήθηκε ως ανεξάρτητος επαγγελματίας.

( 20 )   Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, C-3/08, Leyman (Συλλογή 2009, σ. I-9085, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 21 )   Βλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, C-212/06, Gouvernement de la Communauté française και Gouvernement wallon (Συλλογή 2008, σ. I-1683, σκέψεις 44 και 45 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).