Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 (1)

Υπόθεση C-174/12

Alfred Hirmann

κατά

Immofinanz AG

[αίτηση του Handelsgericht Wien (Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δίκαιο των εταιριών – Οδηγία 77/91/ΕΟΚ – Ευθύνη ανώνυμης εταιρίας – Προστασία επενδυτή ο οποίος βασίστηκε σε ανακριβείς πληροφορίες – Συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικής νομοθεσίας προβλέπουσας την ακύρωση συμβάσεως αγοράς μετοχών»





1.        Όταν επενδυτής προβαίνει στην αγορά μετοχών ανώνυμης εταιρίας στη δευτερογενή αγορά (ήτοι, όχι στο πλαίσιο της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας) και κατόπιν ισχυρίζεται ότι οι πληροφορίες στο ενημερωτικό δελτίο κεφαλαιαγοράς στο οποίο βασίστηκε προκειμένου να προβεί στην εν λόγω αγορά δεν ήταν ούτε πλήρεις ούτε αληθείς, μπορεί δικαστήριο να υποχρεώσει την εταιρία να προβεί στη λύση της συμβάσεως και, κατά συνέπεια, να την υποχρεώσει να επαναγοράσει τις μετοχές της και να επιστρέψει το τίμημα της αγοράς τους στον επενδυτή, ή τέτοιο μέτρο αποκαταστάσεως είναι αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης; Δικαιούται δε ο εν λόγω επενδυτής να του επιστραφεί το τίμημα που αρχικώς κατέβαλε ή η αξία των μετοχών κατά τον χρόνο που εγείρει την αξίωσή του;

2.        Το Handelsgericht Wien (Εμπορικό Δικαστήριο της Βιέννης), το οποίο υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, διατύπωσε τα ερωτήματά του υπό το πρίσμα της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ (στο εξής: δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου) (2). Εντούτοις, στις 25 Οκτωβρίου 2012, η ως άνω οδηγία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από νέο, αναδιατυπωμένο νομοθέτημα, την οδηγία 2012/30 (3). Κατά συνέπεια, στις παρούσες προτάσεις αναφέρομαι στη δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου σε παρελθοντικό χρόνο. Εντούτοις, στο μέτρο που οι διατάξεις της καταργηθείσας οδηγίας επαναλαμβάνονται κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες στο αναδιατυπωθέν κείμενο (όπου αυτό συμβαίνει, οι ισοδύναμες διατάξεις επισημαίνονται στις υποσημειώσεις), ελπίζω η ανάλυση που θα ακολουθήσει να αποδειχθεί χρήσιμη τόσο για το μέλλον όσο και για το παρελθόν.

3.        Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 15 (4) της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου περιόριζε το δικαίωμα διανομής στους μετόχους από ανώνυμη εταιρία, ενώ το άρθρο 18 (5) απαγόρευε σε εταιρία την ανάληψη ιδίων μετοχών. Το εθνικό δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν οι ως άνω διατάξεις απέκλειαν την επιβολή τέτοιου μέτρου αποκαταστάσεως σε ανώνυμη εταιρία, η οποία υπέχει αστική ευθύνη έναντι επενδυτή, απορρέουσα από την παράβαση της υποχρεώσεώς της να παράσχει πληροφορίες. Απέκλειε, άραγε, η δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου τέτοιο μέτρο αποκαταστάσεως εάν αυτό συνεπαγόταν τη χρήση του καλυφθέντος κεφαλαίου και μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αφερεγγυότητα της εταιρίας; Τέλος, μήπως η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των μετόχων απέκλειε τέτοιου είδους μέτρο αποκαταστάσεως;

4.        Στην περί παραπομπής διάταξή του, το εθνικό δικαστήριο ζητεί επίσης διευκρινίσεις ως προς το κατά πόσον είναι σχετικές με την ενώπιόν του διαφορά η οδηγία περί ενημερωτικού δελτίου (6), η οδηγία περί των προϋποθέσεων διαφάνειας (7), η οδηγία περί καταχρήσεως αγοράς (8) και η οδηγία περί εγγυήσεων (9), για τον συντονισμό των εγγυήσεων για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων.

 Το δίκαιο της Ένωσης

5.        Οι οδηγίες που αναφέρονται από το εθνικό δικαστήριο εμπίπτουν σε δύο ευρύτερες κατηγορίες: οδηγίες που άπτονται κυρίως της εταιρικής διακυβερνήσεως (η δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου και η οδηγία περί εγγυήσεων) και οδηγίες που άπτονται κυρίως της προστασίας των μετόχων (η οδηγία περί ενημερωτικού δελτίου, η οδηγία περί των προϋποθέσεων διαφάνειας και η οδηγία περί καταχρήσεως αγοράς) (10). Χάριν σαφήνειας, θα χρησιμοποιήσω τις κατηγορίες αυτές κατά την παράθεση της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης.

 Οδηγίες περί εταιρικής διακυβερνήσεως

 Η δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου

6.        Η δεύτερη και η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου ανέφεραν ότι:

«[…] για να εξασφαλισθεί μια ελάχιστη ισοδύναμη προστασία τόσο των μετόχων όσον και των πιστωτών των εταιριών αυτών, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εναρμονισθούν οι εθνικές διατάξεις, που αφορούν τη σύστασή τους και τη διατήρηση, την αύξηση και τη μείωση του κεφαλαίου τους.

[…]

[…] πρέπει να θεσπισθούν κοινοτικές διατάξεις για να διατηρηθεί το κεφάλαιο εγγύηση των πιστωτών, ιδίως απαγορεύοντας τη μείωσή του με αδικαιολόγητες διανομές στους μετόχους και περιορίζοντας τη δυνατότητα της εταιρίας να αποκτά δικές της μετοχές».

7.        Η δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου εφαρμοζόταν σε όλους τους τύπους ανωνύμων εταιριών που απαριθμούνται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν, όσον αφορά την Αυστρία, «die Aktiengesellschaft» (11).

8.        Το άρθρο 6 (12) της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου απαιτούσε την κάλυψη ελάχιστου ποσού κεφαλαίου, προκειμένου μια ανώνυμη εταιρία να συσταθεί ή να της χορηγηθεί άδεια ενάρξεως των δραστηριοτήτων της.

9.        Το άρθρο 12 (13) της ίδιας οδηγίας προέβλεπε ότι «οι μέτοχοι δεν μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση εισφοράς».

10.      Το άρθρο 15, παράγραφος 1 (14), όριζε τα εξής:

«α)      Με εξαίρεση τις περιπτώσεις μειώσεως του καλυφθέντος κεφαλαίου, δεν επιτρέπεται διανομή στους μετόχους εφ’ όσον κατά την ημερομηνία λήξεως της τελευταίας χρήσεως το καθαρό ενεργητικό όπως εμφανίζεται στους ετήσιους λογαριασμούς είτε θα μπορούσε να προκύψει σαν αποτέλεσμα της διανομής αυτής, είτε είναι κατώτερο από το καλυφθέν κεφάλαιο, αυξημένο κατά τα αποθεματικά των οποίων ο νόμος ή το καταστατικό δεν επιτρέπουν τη διανομή.

[…]

γ)      Το ποσό διανομής στους μετόχους δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το ποσό των αποτελεσμάτων της τελευταίας κλεισθείσης χρήσεως, αυξημένο κατά τα κέρδη που έχουν μεταφερθεί από την τελευταία χρήση και τις κρατήσεις από τα αποθεματικά που είναι διαθέσιμα για το σκοπό αυτό, μειωμένα όμως κατά το ποσό των ζημιών που έχουν μεταφερθεί από χρήσεις προηγούμενες καθώς και κατά τα ποσά τα οποία έχουν αποθεματοποιηθεί σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό.

δ)      Ο όρος “διανομή” στις περιπτώσεις α) και γ) περιλαμβάνει κυρίως την καταβολή μερισμάτων και τόκων σχετικών με τις μετοχές.»

11.      Σε περίπτωση διανομής κατά παράβαση του άρθρου 15, το άρθρο 16 όριζε ότι αυτή «πρέπει να επιστραφεί από τους μετόχους που την εισέπραξαν, αν η εταιρία αποδείξει ότι οι μέτοχοι αυτοί εγνώριζαν την αντικανονικότητα των διανομών που έγιναν προς όφελός τους ή δεν ήταν δυνατόν να την αγνοούν αν ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις».

Το άρθρο 18, παράγραφος 1 (15), όριζε ότι «οι μετοχές εταιρίας δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνονται από την ίδια». (Κατά τα λοιπά το άρθρο 18 δεν αφορά την υπό κρίση διαφορά.)

12.      Το άρθρο 19 (16) επέτρεπε σε μια εταιρία να αποκτήσει ίδιες μετοχές υπό τις εκεί προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Μεταξύ άλλων, προβλεπόταν ότι έπρεπε να χορηγηθεί έγκριση από τη γενική συνέλευση, η οποία προέβλεπε τους όρους των προβλεπόμενων κτήσεων (17), ότι η απόκτηση μετοχών δεν επιτρεπόταν να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του καθαρού ενεργητικού σε ποσό κατώτερο από εκείνο που αναφερόταν στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ (18), και ότι η συναλλαγή μπορούσε να αφορά μόνο μετοχές που έχουν εξοφληθεί πλήρως (19). Τα κράτη μέλη μπορούσαν να εξαρτούν την απόκτηση μετοχών από τις επιπλέον προϋποθέσεις που προβλέπονταν στο άρθρο 19, παράγραφος 1, σημεία i έως v.

13.      Το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ (20), επέτρεπε στα κράτη μέλη να μην εφαρμόσουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, μεταξύ άλλων, για «μετοχές που αποκτήθηκαν δυνάμει νομίμου υποχρεώσεως».

14.      Τέλος, το άρθρο 42 προέβλεπε ότι για την εφαρμογή της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου «οι νομοθεσίες των κρατών μελών εγγυώνται ίση μεταχείριση των μετόχων που βρίσκονται στην ίδια θέση».

 Η οδηγία περί εγγυήσεων

15.      Η οδηγία περί εγγυήσεων αφορά, μεταξύ άλλων, τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να κηρυχθεί άκυρη μια εταιρία και τις συνέπειες της ακυρότητας.

16.      Το άρθρο 12 της οδηγίας περί εγγυήσεων ορίζει ότι η νομοθεσία των κρατών μελών δεν δύναται να ρυθμίζει θέματα ακυρότητας παρά μόνον υπό τον όρο κηρύξεως της ακυρότητας με δικαστική απόφαση και μόνο για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά στο στοιχείο βʹ, σημεία i έως vi.

17.      Το άρθρο 13 καθορίζει τις συνέπειες της κηρύξεως της ακυρότητας.

 Οδηγίες περί προστασίας των μετόχων

 Η οδηγία περί ενημερωτικού δελτίου

18.      Μεταξύ των σκοπών της οδηγίας περιλαμβάνεται η εναρμόνιση των απαιτήσεων καταρτίσεως, εγκρίσεως και διανομής του ενημερωτικού δελτίου που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που βρίσκεται ή λειτουργεί σε κράτος μέλος.

19.      Η αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου ορίζει ότι σκοπός της τελευταίας είναι να διασφαλίσει «την προστασία των επενδυτών και την αποτελεσματικότητα της αγοράς».

20.      Η αιτιολογική σκέψη 19 ορίζει ότι «απαιτούνται σε όλα τα κράτη μέλη διασφαλίσεις για την προστασία των συμφερόντων των παρόντων και δυνητικών επενδυτών ώστε να έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε εμπεριστατωμένη εκτίμηση των σχετικών κινδύνων και να είναι σε θέση να λαμβάνουν πλήρως ενημερωμένοι τις επενδυτικές τους αποφάσεις».

21.      Το άρθρο 5 της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου θεσπίζει την υποχρέωση το ενημερωτικό δελτίο να περιέχει «όλες τις πληροφορίες οι οποίες […] είναι απαραίτητες προκειμένου να παρέχεται στους επενδυτές η δυνατότητα να εκτιμούν ενήμεροι τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, τη χρηματοοικονομική θέση, τα κέρδη, τις απώλειες και τις προοπτικές του εκδότη και του τυχόν εγγυητή και τα δικαιώματα που ενσωματώνονται σε αυτές τις κινητές αξίες. Οι πληροφορίες αυτές παρουσιάζονται με εύληπτο τρόπο ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα ανάλυσής τους και σε συνοπτική μορφή».

22.      Το άρθρο 6 της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι την ευθύνη για τις πληροφορίες που παρέχονται σε ένα ενημερωτικό δελτίο φέρει τουλάχιστον ο εκδότης ή τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά όργανα του εκδότη, ο προσφέρων ή το πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή ο εγγυητής, ανάλογα με την περίπτωση. Τα υπεύθυνα πρόσωπα πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς στο ενημερωτικό δελτίο με το όνομα και την ιδιότητά τους, ή, στην περίπτωση νομικών προσώπων, με την επωνυμία και την καταστατική τους έδρα, ενώ παράλληλα πρέπει να περιλαμβάνονται δηλώσεις των εν λόγω προσώπων με τις οποίες να βεβαιώνεται ότι, καθόσον γνωρίζουν, οι πληροφορίες που περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο είναι σύμφωνες με την πραγματικότητα και δεν υπάρχουν παραλείψεις που να αλλοιώνουν το περιεχόμενο του δελτίου.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις περί αστικής ευθύνης εφαρμόζονται στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τις πληροφορίες που παρέχονται σε ένα ενημερωτικό δελτίο.

[…]»

23.      Το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις και χωρίς να θίγεται το εθνικό τους καθεστώς περί αστικής ευθύνης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ότι μπορούν να λαμβάνονται τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις κατά των προσώπων που ευθύνονται για τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέτρα αυτά να είναι αποτελεσματικά, ανάλογα και αποτρεπτικά.»

 Η οδηγία περί των προϋποθέσεων διαφάνειας

24.      Η οδηγία περί των προϋποθέσεων διαφάνειας επιδιώκει να προαγάγει, μεταξύ άλλων, την εμπιστοσύνη των επενδυτών και την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς, υποχρεώνοντας τους εκδότες κινητών αξιών να διασφαλίζουν την κατάλληλη διαφάνεια έναντι των επενδυτών μέσω της τακτικής ροής στοιχείων πληροφορήσεως (21).

25.      Το άρθρο 7 της οδηγίας περί των προϋποθέσεων διαφάνειας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για την κατάρτιση και τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών δυνάμει των άρθρων 4, 5, 6 και 16, ευθύνεται τουλάχιστον ο εκδότης ή τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά του όργανα· τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις περί ευθύνης εφαρμόζονται στους εκδότες, στα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο όργανα ή στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τους εκδότες.»

26.      Τα άρθρα 4, 5, 6 και 16 της οδηγίας περί των προϋποθέσεων διαφάνειας υποχρεώνουν τον εκδότη να δημοσιοποιεί: ετήσια οικονομική έκθεση, εξαμηνιαία οικονομική έκθεση, κατάσταση της διοίκησής του και κάθε μεταβολή στα δικαιώματα που ενσωματώνονται στις διάφορες κατηγορίες μετοχών ή άλλων κινητών αξιών.

27.      Το άρθρο 17 της οδηγίας περί των προϋποθέσεων διαφάνειας, που φέρει τον τίτλο «Υποχρεώσεις ενημέρωσης εκδοτών των οποίων οι μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά», ορίζει τα εξής:

«1.      Ο εκδότης μετοχών που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά διασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των κατόχων μετοχών που βρίσκονται στην ίδια θέση.

[…]»

28.      Το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας περί των προϋποθέσεων διαφάνειας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ότι μπορούν να λαμβάνονται τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις κατά των προσώπων που ευθύνονται για τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέτρα αυτά να είναι αποτελεσματικά, ανάλογα και αποτρεπτικά.»

 Η οδηγία περί καταχρήσεως αγοράς

29.      Η οδηγία περί καταχρήσεως αγοράς επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να ενισχύσει την ακεραιότητα της αγοράς μέσω της εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγωγήσεως της αγοράς.

30.      Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί καταχρήσεως αγοράς ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ότι μπορούν να λαμβάνονται τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις κατά των προσώπων που ευθύνονται για τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέτρα αυτά να είναι αποτελεσματικά, ανάλογα και αποτρεπτικά.»

 Το αυστριακό δίκαιο

31.      Ο Kapitalmarktgesetz (νόμος περί κεφαλαιαγοράς) ορίζει στο άρθρο 5 (περί συναλλαγών με τους καταναλωτές):

«1.      Αν προσφορά υποκείμενη στις διατυπώσεις ενημερωτικού δελτίου πραγματοποιείται χωρίς προηγούμενη δημοσίευση δελτίου ή των κατά το άρθρο 6 στοιχείων, οι επενδυτές, ήτοι οι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Konsumentenschutzgesetz (22) [νόμου περί προστασίας των καταναλωτών], μπορούν να υπαναχωρήσουν της προσφοράς ή της συμβάσεως.

[…]

4.      Το δικαίωμα υπαναχωρήσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1 αποσβέννυται με την παρέλευση μίας εβδομάδας από την ημερομηνία κατά την οποία το ενημερωτικό δελτίο ή τα στοιχεία του άρθρου 6 δημοσιεύθηκαν. […]

5.      Οι αποκλίνουσες από τις παραγράφους 1 έως 4 συμβάσεις, οι οποίες συνήφθησαν εις βάρος των καταναλωτών, είναι άκυρες.

6.      Τα ευρύτερα δικαιώματα που παρασχέθηκαν στους επενδυτές με άλλες διατάξεις διατηρούνται ως έχουν.»

32.      Το άρθρο 6 του Kapitalmarktgesetz, που φέρει τον τίτλο «Συμπλήρωμα του ενημερωτικού δελτίου», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Κάθε σημαντικό νέο στοιχείο ή ουσιαστικό σφάλμα ή ανακρίβεια στις πληροφορίες που περιέχει το ενημερωτικό δελτίο, το οποίο είναι ικανό να επηρεάσει την εκτίμηση για τις κινητές αξίες ή τις επενδύσεις και το οποίο ανακύπτει ή διαπιστώνεται κατά τον χρόνο που μεσολαβεί από την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου έως την οριστική λήξη της δημόσιας προσφοράς ή, ενδεχομένως, αν προηγηθεί της λήξεως, έως την έναρξη της διαπραγματεύσεως σε ρυθμιζόμενη αγορά, αναφέρεται σε συμπλήρωμα του ενημερωτικού δελτίου (τροποποιήσεις ή συμπληρωματικά στοιχεία). Το συμπλήρωμα αυτό (τροποποιήσεις ή συμπληρωματικά στοιχεία) δημοσιεύεται και κατατίθεται αμελλητί από τον αιτούντα (άρθρο 8α, παράγραφος 1) σύμφωνα τουλάχιστον με τις ίδιες ρυθμίσεις με τους ίδιους κανόνες που ίσχυαν όταν δημοσιεύθηκε το αρχικό ενημερωτικό δελτίο. […]

2.      Οι επενδυτές οι οποίοι έχουν δεχθεί να αγοράσουν κινητές αξίες ή να προβούν σε επένδυση ή να εγγραφούν προς τούτο μετά την επέλευση γεγονότος, σφάλματος ή ανακρίβειας, υπό την έννοια της παραγράφου 1, αλλά πριν από τη δημοσίευση του σχετικού συμπληρώματος, έχουν το δικαίωμα να αποσύρουν την αποδοχή τους εντός δύο εργάσιμων ημερών από τη δημοσίευση του συμπληρώματος. Το άρθρο 5 εφαρμόζεται αναλόγως. Αντιθέτως, εάν οι επενδυτές είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Konsumentenschutzgesetz, η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 4, έχει επίσης εφαρμογή.»

33.      Το άρθρο 11 του Kapitalmarktgesetz, που φέρει τον τίτλο «Ευθύνη σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο», ορίζει τα εξής:

«1.      Ευθύνη για τη ζημία που υπέστη κάθε επενδυτής που εμπιστεύθηκε τα στοιχεία που περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο ή κάθε άλλο στοιχείο που απαιτείται από τον παρόντα ομοσπονδιακό νόμο (άρθρο 6), τα οποία είναι καθοριστικά για την εκτίμηση των κινητών αξιών ή των επενδύσεων, υπέχουν:

1.      ο εκδότης, για τις εσφαλμένες ή ελλιπείς πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν λόγω δικής του υπαιτιότητας ή υπαιτιότητας των προστηθέντων του ή άλλων προσώπων οι οποίοι αναμίχθηκαν στην κατάρτιση του ενημερωτικού δελτίου,

[…]

(6)      Το εύρος της ευθύνης έναντι ενός εκάστου των επενδυτών περιορίζεται, εφόσον η επιζήμια συμπεριφορά δεν οφείλεται σε πρόθεση, στο τίμημα που ο τελευταίος κατέβαλε, πλέον των εξόδων και των τόκων που οφείλονται από της καταβολής του τιμήματος.

(7)      Οι κατά τον ομοσπονδιακό αυτό νόμο αξιώσεις των επενδυτών πρέπει να προβάλλονται ενώπιον δικαστηρίου εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα ετών μετά τη λήξη της υποκειμένης στις διατυπώσεις του ενημερωτικού δελτίου προσφοράς.

(8)      Οι αξιώσεις αποζημιώσεως που στηρίζονται στην παράβαση άλλων νομικών διατάξεων ή στην παράβαση συμβάσεων δεν θίγονται.»

34.      Ο Aktiengesetz (νόμος περί ανωνύμων εταιριών) ορίζει στο άρθρο 52 («Απαγόρευση επιστροφής εισφορών») τα εξής:

«Οι εισφορές δεν μπορούν να επιστραφούν στους μετόχους· ενόσω η εταιρία υφίσταται, αυτοί έχουν μόνο δικαίωμα να λαμβάνουν τα κέρδη εκ της χρήσεως, εφόσον δεν αποκλείονται από κάθε διανομή σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό. Δεν θεωρείται επιστροφή των εισφορών η εκ μέρους εταιρίας καταβολή τιμήματος σε περίπτωση νόμιμης αγοράς των ιδίων μετοχών (άρθρα 65 και 66).»

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και υποβληθέντα ερωτήματα

35.      Στις 7 Ιανουαρίου 2005, ο Αlfred Hirmann προέβη, μέσω χρηματιστή, στην αγορά 1 375,02406 (23) μετοχών της Immofinanz AG (στο εξής: Immofinanz), ανώνυμης εταιρίας (Aktiengesellschaft), προς 10 013,75 ευρώ. Η αγορά πραγματοποιήθηκε στη δευτερογενή αγορά και όχι στο πλαίσιο της αυξήσεως κεφαλαίου της Immofinanz. Ο Α. Hirmann κατέβαλε το σχετικό τίμημα στην Aviso Zeta AG (στο εξής: Aviso Zeta) και, σε αντάλλαγμα, οι αποκτηθείσες μετοχές κατατέθηκαν από την Aviso Zeta σε λογαριασμό κινητών αξιών επ’ ονόματί του.

36.      Στις 15 Αυγούστου 2011, ο A. Hirmann άσκησε αγωγή κατά της Immofinanz με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 4, του Kapitalmarktgesetz, το άρθρο 11 του Kapitalmarkgesetz, καθώς και το δικαίωμα ακυρώσεως συμβάσεως λόγω πλάνης και το δικαίωμα αποζημιώσεως. Ζητούσε την ακύρωση της αγοραπωλησίας των μετοχών. Αυτό θα συνεπαγόταν την επιστροφή του αρχικώς καταβληθέντος τιμήματος έναντι της αναμεταβιβάσεως των μετοχών στην Immofinanz.

37.      Ο Α. Hirmann προσάπτει στην Immofinanz υπεξαίρεση και απάτη, ιδίως χειραγώγηση των τιμών και παράνομα μέτρα στηρίξεως των τιμών. Ισχυρίζεται ότι το ενημερωτικό δελτίο της κεφαλαιαγοράς, στο οποίο βάσισε την απόφασή του να προβεί στην αγορά των μετοχών, ήταν παραπλανητικό. Αντιθέτως προς τα στοιχεία που περιέχονταν στα ενημερωτικά δελτία, το προϊόν της εκδόσεως μετοχών χρησιμοποιήθηκε για την αγορά μετοχών της Immofinanz με σκοπό τη χειραγώγηση των τιμών και την κερδοσκοπία. Αυτή η καταχρηστική χρησιμοποίηση των χρημάτων προκάλεσε αύξηση των κινδύνων μεγαλύτερη από αυτή που επισημαινόταν στο ενημερωτικό δελτίο. Συνολικά, οι πληροφορίες που περιλαμβάνονταν σε αυτό δεν ήταν ούτε πλήρεις ούτε αληθείς. Επίσης, δεν ήταν ούτε κατανοητές ούτε εύκολο να αναλυθούν.

38.      Η Immofinanz αμφισβητεί τους ισχυρισμούς του ενάγοντος. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει την επιστροφή των εισφορών των μετόχων σε αυτούς ενόσω υφίσταται η εταιρία. Το να θεωρηθεί ανώνυμη εταιρία υπεύθυνη κατ’ αυτόν τον τρόπο έναντι των μετόχων της –με οποιοδήποτε νομικό έρεισμα– αντιβαίνει προς την απαγόρευση επιστροφής των εισφορών που προβλέπεται στο δίκαιο της Ένωσης.

39.      Με βάση τα ανωτέρω, και πριν αποφανθεί επί της ουσίας, το Handelsgericht Wien ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Συμβιβάζεται εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την ευθύνη ανώνυμης εταιρίας, ως εκδότριας, έναντι αγοραστή μετοχών, λόγω παραβάσεως των κατά το περί κεφαλαιαγορών δίκαιο υποχρεώσεων παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

–        των άρθρων 6 και 25 της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου,

–        των άρθρων 7, 17 και 28 της οδηγίας περί των προϋποθέσεων διαφάνειας, και

–        του άρθρου 14 της οδηγίας περί καταχρήσεως αγοράς

με τα άρθρα 12, 15, 16, 19 και 42 της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου, υπό την ισχύουσα μορφή της;

2.      Έχουν την έννοια οι διατάξεις των άρθρων 12, 15, 16 και, ειδικότερα, των άρθρων 18, 19 και 42 της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου, υπό την ισχύουσα μορφή της, ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει σε ανώνυμη εταιρία, στο πλαίσιο της αναφερομένης στο πρώτο ερώτημα ευθύνης, να επιστρέψει στον αγοραστή το καταβληθέν τίμημα και να αναλάβει τις αγορασθείσες μετοχές;

3.      Έχουν την έννοια οι διατάξεις των άρθρων 12, 15, 16, 18, 19 και 42 της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου, υπό την ισχύουσα μορφή της, ότι η αναφερομένη στο πρώτο ερώτημα ευθύνη της ανώνυμης εταιρίας

–        μπορεί να περιλαμβάνει επίσης τη δεσμευμένη περιουσία της ανώνυμης εταιρίας (καλυφθέν κεφάλαιο και αποθεματικά υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της προαναφερθείσας οδηγίας), και

–        μπορεί να προκύπτει ακόμη και αν δύναται να έχει ως συνέπεια την αφερεγγυότητα της ανώνυμης εταιρίας;

4.      Έχουν την έννοια οι διατάξεις των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας περί εγγυήσεων ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει αναδρομική ακύρωση της κτήσεως μετοχών, οπότε, σε περίπτωση ακυρώσεως της συμβάσεως αγοράς μετοχών, αυτή θα παράγει αποτελέσματα ex nunc (βλ. απόφαση C-215/08, E. Friz);

5.      Έχουν την έννοια οι διατάξεις των άρθρων 12, 15, 16, 18, 19 και 42 της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου, υπό την ισχύουσα μορφή της, και των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας περί εγγυήσεων ότι η ευθύνη περιορίζεται στην αξία των μετοχών –στην περίπτωση εισηγμένης στο Χρηματιστήριο εταιρίας, επομένως, στη χρηματιστηριακή τιμή των μετοχών– την οποία αυτές έχουν κατά τον χρόνο της εγέρσεως της αξιώσεως, με αποτέλεσμα ο μέτοχος να ανακτά, ενδεχομένως, ποσό κατώτερο από το αρχικώς καταβληθέν για την αγορά των μετοχών;»

40.      Ο Α. Hirmann, η Immofinanz, η Aviso Zeta, η Αυστριακή και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Απριλίου 2013, ο Α. Hirmann, η Immofinanz, η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους.

 Προκαταρκτικά ζητήματα

41.      Πριν εξετασθούν τα πέντε ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, είναι αναγκαία η διασαφήνιση κάποιων προκαταρκτικών ζητημάτων.

42.      Πρώτον, θέλω να επισημάνω ότι, ενώ οι οδηγίες περί προστασίας των μετόχων εναρμονίζουν βασικά ζητήματα, καταλείπουν, σε πολλά άλλα, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στον εθνικό νομοθέτη.

43.      Έτσι, παραδείγματος χάριν, το άρθρο 6, παράγραφος 2 της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι «οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις περί αστικής ευθύνης εφαρμόζονται στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τις πληροφορίες που παρέχονται σε ένα ενημερωτικό δελτίο». Η διάταξη αυτή συμπληρώνεται από το άρθρο 25, το οποίο υποχρεώνει τα κράτη μέλη «να μεριμνούν, σε συμφωνία με το εθνικό τους δίκαιο, για τη δυνατότητα λήψης των κατάλληλων διοικητικών μέτρων ή επιβολής διοικητικών κυρώσεων κατά των υπευθύνων προσώπων» (η υπογράμμιση δική μου), κι αυτό «χωρίς να θίγεται το εθνικό τους καθεστώς περί αστικής ευθύνης».

44.      Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας περί των προϋποθέσεων διαφάνειας και το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί καταχρήσεως αγοράς περιλαμβάνουν κατ’ ουσίαν ισοδύναμες διατάξεις. Πρώτον, το δικαίωμα των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις διατηρείται ρητώς. Έπειτα, επιβάλλεται στα κράτη μέλη η υποχρέωση («μεριμνούν»), σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, να δύνανται να λαμβάνονται τουλάχιστον τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβάλλονται αστικές ή/και διοικητικές κυρώσεις (24). Τέλος, τα κράτη μέλη «μεριμνούν» ώστε «τα μέτρα αυτά να είναι αποτελεσματικά, ανάλογα και αποτρεπτικά».

45.      Επομένως, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να νομοθετήσουν κατά τον τρόπο που κρίνουν πρόσφορο, εκτός εάν συγκεκριμένο μέτρο αποκαταστάσεως για παράβαση υποχρεώσεως, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτών των οδηγιών, απαγορεύεται ρητά (είτε από την οδηγία είτε από άλλο νομοθέτημα της Ένωσης).

46.      Δεύτερον, ενώ το εθνικό δικαστήριο δεν έχει ακόμα διαπιστώσει αν και κατά πόσον η Immofinanz παρέσχε παραπλανητικές πληροφορίες οι οποίες οδήγησαν τον Α. Hirmann στην πραγματοποίηση αγοράς μετοχών στην οποία άλλως δεν θα είχε προβεί, ορισμένα πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται. Ο Α. Hirmann αγόρασε αριθμό μετοχών, σε συγκεκριμένη ημερομηνία, έναντι συγκεκριμένου τιμήματος. Αυτές οι μετοχές αγοράστηκαν στη δευτερογενή αγορά, μέσω χρηματιστή (Aviso Zeta). Το αντίτιμο για τις μετοχές κατεβλήθη πλήρως. Ωστόσο, η αγορά δεν είχε καμία σχέση με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Immofinanz. Επρόκειτο για μία απολύτως συνήθη αγοραπωλησία μετοχών, όπως συμβαίνει καθημερινά στο χρηματιστήριο.

47.      Τρίτον, είναι σημαντικό όχι μόνο να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, αστικών και διοικητικών κυρώσεων και, αφετέρου, ποινικών κυρώσεων, αλλά και να εξετασθεί τι πραγματικά επιδιώκεται μέσω της δίκης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, από την οποία ανέκυψε η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Στη δίκη αυτή, ο Α. Ηirmann ζητεί την επαναφορά του στη θέση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε προβεί στην αγορά των μετοχών, ήτοι να ακυρωθεί η συναλλαγή και να του επιστραφούν τα χρήματά του, εντόκως από την ημερομηνία της αγοράς (7 Ιανουαρίου 2005) έως την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του εθνικού δικαστηρίου. Θα μπορούσε κανείς αρχικώς να διερωτηθεί κατά πόσον μια τέτοια αξίωση πρέπει να χαρακτηρισθεί τελικά ως αξίωση επιβολής «κυρώσεως» –περισσότερο μοιάζει με αξίωση αποδόσεως του τιμήματος ή αξίωση προς θεμελίωση της αστικής ευθύνης της εταιρίας λόγω αθετήσεως της υποχρεώσεώς της. Εντούτοις, κατά το μέτρο που η ευδοκίμηση ή μη αυτής της αξιώσεως εξαρτάται από το κατά πόσον υφίστατο υποχρέωση παροχής ορθής πληροφορήσεως σε δυνητικό μέτοχο και το κατά πόσον υπήρξε παράβαση της υποχρεώσεως αυτής, θα μπορούσε ίσως να υποστηριχθεί ότι η αστική κύρωση της παραβάσεως (αν αποδειχθεί ότι τελέσθηκε) που προβλέπεται εν προκειμένω από το εθνικό δίκαιο είναι η υποχρέωση της εταιρίας να προβεί σε λύση της συμβάσεως και να επιστρέψει στον αγοραστή το καταβληθέν τίμημα. Εάν δεν υφίστατο τέτοια υποχρέωση, δεν θα υπήρχε κύρωση για την παράβαση υποχρεώσεως (ούτε, βέβαια, κύρωση «αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική»).

48.      Τέλος, υπάρχουν χρονολογικά ζητήματα που πρέπει να έχουμε υπόψη.

49.      Ο Α. Hirmann αγόρασε τις μετοχές του στις 7 Ιανουαρίου 2005. Εάν και στον βαθμό που υποτεθεί ότι προέβη στην εν λόγω αγορά βάσει παραπλανητικών πληροφοριών που παρέσχε η Immofinanz, αυτή είναι η ημερομηνία κατά την οποία συντελέσθηκε η παράβαση της υποχρεώσεως. Κατά την ημερομηνία αυτή, οι προθεσμίες για τη μεταφορά της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου (1η Ιανουαρίου 1994) (25) και της οδηγίας περί καταχρήσεως αγοράς (12η Οκτωβρίου 2004) είχαν αμφότερες παρέλθει. Εντούτοις, η κρίσιμη ημερομηνία εξετάσεως του μέτρου αποκαταστάσεως που θα έπρεπε να διατίθεται σε αυτόν δεν είναι η εν λόγω ημερομηνία, αλλά η 15η Αυγούστου 2011, η ημερομηνία κατά την οποία κίνησε τη διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου επιδιώκοντας την ακύρωση της αγοραπωλησίας των μετοχών. Σε αυτό το στάδιο, οι προθεσμίες για τη μεταφορά της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου (1η Ιουλίου 2005), της οδηγίας περί των προϋποθέσεων διαφάνειας (20ή Ιανουαρίου 2007) και της οδηγίας περί εγγυήσεων (κωδικοποιημένη έκδοση –η τελευταία προθεσμία για μεταφορά που αναφέρεται στο παράρτημα 1, μέρος Βʹ, είναι η 1η Ιανουαρίου 2007) είχαν όλες επίσης παρέλθει.

50.      Έχοντας υπόψη τα ως άνω στοιχεία, θα προβώ στην εξέταση των διαφόρων ερωτημάτων που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο.

 Εκτίμηση

 Πρώτο, δεύτερο και τρίτο ερώτημα

51.      Τα πρώτα τρία ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου αφορούν διαφορετικές πτυχές του ζητήματος κατά πόσον η δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου αποκλείει την ακύρωση αγοραπωλησίας μετοχών στην περίπτωση που εταιρία παρέβη την υποχρέωσή της να παράσχει πληροφορίες σε επίδοξους επενδυτές. Θα τα εξετάσω συνεπώς από κοινού. Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 12, 15, 16, 18, 19 και/ή 42 της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου ήταν αντίθετα προς εθνική νομοθεσία εφαρμόζουσα τις οδηγίες περί προστασίας των μετόχων, οι οποίες προβλέπουν ότι, σε περίπτωση που ανώνυμη εταιρία παραβεί τις υποχρεώσεις της, υπέχει, ως εκδότρια, ευθύνη έναντι επενδυτή και υποχρεούται να επιστρέψει στον αγοραστή το καταβληθέν τίμημα και να αναλάβει τις μετοχές. Περαιτέρω, το εθνικό δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν αντέβαινε στη δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου η απαίτηση να εκπληρώνει ανώνυμη εταιρία τέτοια υποχρέωση ακόμα κι αν αυτό συνεπαγόταν τη χρήση της δεσμευμένης της περιουσίας (καλυφθέντος κεφαλαίου και αποθεματικών) και/ή εδύνατο να έχει ως συνέπεια την αφερεγγυότητά της.

52.      Η υποφώσκουσα ανησυχία του εθνικού δικαστηρίου φαίνεται κυρίως να είναι ότι, τρόπον τινά, τα μέτρα που έλαβε η Αυστρία προκειμένου να μεταφέρει στο εσωτερικό της δίκαιο «άλλα» νομοθετήματα της Ένωσης –ιδίως τις οδηγίες περί προστασίας των μετόχων– ενδεχομένως να μην είναι αυτά που είχε κατά νου ο νομοθέτης της Ένωσης και ότι, εκ παραδρομής, η Αυστρία δημιούργησε μια κατάσταση στην οποία το προβλεπόμενο μέτρο αποκαταστάσεως σε περίπτωση προσβολής δικαιώματος παρεχόμενου από μία ή περισσότερες από τις ως άνω οδηγίες συνιστά παράβαση της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου. Προκειμένου, λοιπόν, να συνδράμω όσο το δυνατόν περισσότερο το εθνικό δικαστήριο, θα υιοθετήσω μία κάπως ανορθόδοξη προσέγγιση κατά την ανάλυση των τριών πρώτων ερωτημάτων. Θα εξετάσω πρώτα το τι (και ιδίως το τι δεν) προβλέπουν αυτές οι τρεις οδηγίες ως προς το πώς πρέπει να εφαρμοσθούν, εστιάζοντας στο περιθώριο εκτιμήσεως που κατέλιπε ο κοινοτικός νομοθέτης στα κράτη μέλη. Έπειτα, θα στραφώ στη δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου και θα εξετάσω τις (πολυάριθμες) διατάξεις της εν λόγω οδηγίας που επισημάνθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να διερευνήσω μήπως τελικά κάποια εξ αυτών είναι αντίθετη προς εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

 Οι οδηγίες περί προστασίας των μετόχων

 Η οδηγία περί ενημερωτικού δελτίου

53.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι την ευθύνη για τις πληροφορίες που παρέχονται σε ενημερωτικό δελτίο φέρει, μεταξύ άλλων, τουλάχιστον ο εκδότης. Συνεπώς, εθνική νομοθεσία που καθιστά ανώνυμη εταιρία υπεύθυνη, ως εκδότρια, έναντι επενδυτή, όταν δεν τηρούνται οι υποχρεώσεις πληροφορήσεως, όχι μόνο δεν αποκλείεται, αλλά συνάδει απολύτως με τη διάταξη αυτή. Βεβαίως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, επιτρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνοι και άλλοι φορείς εκτός από τον εκδότη για μη τήρηση των υποχρεώσεων πληροφορήσεως, «ανάλογα με την περίπτωση». Εντούτοις, από κανένα από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι στην υπό κρίση υπόθεση υπήρξε άλλος υπεύθυνος πλην της Immofinanz, ως εκδότριας, για τις πληροφορίες που περιείχε το ενημερωτικό της δελτίο. Σε περιπτώσεις στις οποίες ο εκδότης είναι υπεύθυνος για τις παρεχόμενες πληροφορίες, το άρθρο 6 ρητά θεσπίζει την υποχρέωση να θεωρηθεί εκείνος υπεύθυνος, εάν οι πληροφορίες αυτές είναι εσφαλμένες ή παραπλανητικές.

54.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου δεν εξειδικεύει ποια «διοικητικά μέτρα» πρέπει να ληφθούν ή ποιες «διοικητικές κυρώσεις» πρέπει να επιβληθούν στις περιπτώσεις θεμελιώσεως τέτοιου είδους ευθύνης. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, ορίζει (κατά τρόπο επιτακτικό) ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι «οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις περί αστικής ευθύνης» εφαρμόζονται «στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τις πληροφορίες που παρέχονται σε ένα ενημερωτικό δελτίο», αλλά επίσης δεν εξειδικεύει ποιο μέτρο αποκαταστάσεως αστικού δικαίου θα πρέπει να παρέχεται. Το άρθρο 25 απλώς επιβεβαιώνει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να επιβάλλουν διοικητικά μέτρα και κυρώσεις «χωρίς να θίγεται το εθνικό τους καθεστώς περί αστικής ευθύνης» (ή, βεβαίως, το δικαίωμά τους να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις).

55.      Βάσει της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου, επομένως, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, υποκείμενη βεβαίως στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και κάθε άλλη σχετική διάταξη της νομοθεσίας της, ως προς τη φύση του μέτρου αποκαταστάσεως που παρέχουν σύμφωνα με το καθεστώς τους περί αστικής ευθύνης.

56.      Εν προκειμένω, ο επίμαχος στην κύρια δίκη εθνικός κανόνας δικαίου προβλέπει την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος καθώς και την επιστροφή των μετοχών στην εταιρία. Αυτή η επιλογή μέτρου αποκαταστάσεως επαφίεται στο κράτος μέλος. Το μέτρο αυτό προφανώς δεν επικαλύπτει ούτε θίγει άλλες ποινικές κυρώσεις ή διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις που ενδεχομένως προβλέπονται. Ασφαλώς δεν αντιβαίνει στην οδηγία περί ενημερωτικού δελτίου. Είναι σαφώς ανάλογο της ζημίας που υπέστη ο επενδυτής. Δεν είναι προδήλως δυσανάλογο προς την παράβαση της υποχρεώσεως πληροφορήσεως. Είναι πιθανόν να αποτρέψει εκδότες από την παραπλάνηση επενδυτών με σκοπό να αγοράσουν μετοχές, παραβαίνοντας την υποχρέωση πληροφορήσεως που υπέχουν, και είναι, ως εκ τούτου, επίσης ικανό να λειτουργήσει αποτελεσματικά και αποτρεπτικά. Έχω συνεπώς την άποψη ότι, αφενός, συνάδει με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και ότι, αφετέρου, δύναται να συμβάλει στην υλοποίηση των επιδιωκόμενων από την οδηγία περί ενημερωτικού δελτίου σκοπών.

 Η οδηγία περί των προϋποθέσεων διαφάνειας

57.      Το άρθρο 7 της οδηγίας περί των προϋποθέσεων διαφάνειας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι για την κατάρτιση και δημοσιοποίηση των πληροφοριών δυνάμει της οδηγίας ευθύνεται τουλάχιστον ο εκδότης ή τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά του όργανα. Έχω την άποψη ότι εθνικός κανόνας δικαίου ο οποίος καθιστά μια εταιρία, ως εκδότρια, υπεύθυνη για παραβάσεις υποχρεώσεων που θεσπίζονται από την ανωτέρω οδηγία ανταποκρίνεται προσηκόντως στις απαιτήσεις του άρθρου αυτού. Ομοίως, ένας τέτοιος κανόνας δεν φαίνεται να αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 17 της ίδιας οδηγίας.

58.      Η οδηγία περί των προϋποθέσεων διαφάνειας δεν εξειδικεύει το μέτρο αποκαταστάσεως που θα πρέπει να παρέχεται στις περιπτώσεις όπου θεμελιώνεται η ευθύνη του εκδότη. Το άρθρο 28, παράγραφος 1, απλώς υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν «ώστε να μπορούν να λαμβάνονται τουλάχιστον τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβάλλονται αστικές ή/και διοικητικές κυρώσεις κατά των υπευθύνων προσώπων» (με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις), προσθέτοντας ότι «τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέτρα αυτά είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά».

59.      Όπως και στην περίπτωση της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου, ο κοινοτικός νομοθέτης κατέλιπε εν προκειμένω στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως. Θεωρώ ότι μέτρο αποκαταστάσεως το οποίο υποχρεώνει εταιρία να επιστρέψει στον αγοραστή το καταβληθέν τίμημα και να αναλάβει τις μετοχές της εμπίπτει ακριβώς σε αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως και (όπως επισήμανα ανωτέρω) είναι ανεπίληπτο υπό το πρίσμα των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Ούτε, καθ’ όσον μπορώ να κρίνω, επικαλύπτει ή θίγει άλλες ποινικές κυρώσεις ή διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις που ενδεχομένως προβλέπονται.

 Η οδηγία περί καταχρήσεως αγοράς

60.      Το άρθρο 14 της οδηγίας περί καταχρήσεως αγοράς υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι δύνανται να λαμβάνονται «τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα» ή να επιβάλλονται «διοικητικές κυρώσεις» κατά των «προσώπων που ευθύνονται» για παράβαση των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας, «με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις». Όπως και στις περιπτώσεις της οδηγίας περί ενημερωτικού δελτίου και της οδηγίας περί των προϋποθέσεων διαφάνειας, η οδηγία περί καταχρήσεως αγοράς δεν εξειδικεύει ποιο μέτρο αποκαταστάσεως αστικού δικαίου θα πρέπει να παρέχεται στις περιπτώσεις όπου θεμελιώνεται η ευθύνη του εκδότη. Επομένως, τα κράτη μέλη απολαύουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας ως προς το θέμα αυτό, η οποία υπόκειται βεβαίως στους περιορισμούς που επιβάλλονται από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και κάθε άλλη σχετική διάταξη της νομοθεσίας της. Στον βαθμό που ανώνυμη εταιρία παραβαίνει την εν λόγω οδηγία, εθνική ρύθμιση η οποία την καθιστά υπεύθυνη για αυτή την παράβαση συνάδει με το γράμμα και τον σκοπό του άρθρου 14 της οδηγίας περί καταχρήσεως αγοράς.

61.      Θεωρώ ότι το μέτρο αποκαταστάσεως που προβλέπει το αυστριακό δίκαιο στο πλαίσιο του εθνικού καθεστώτος αστικής ευθύνης σε περίπτωση θεμελιώσεως τέτοιας ευθύνης εμπίπτει ακριβώς σε αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως του οποίου απολαύουν τα κράτη μέλη. Έχω, επίσης, την άποψη (για τους λόγους που έχω ήδη παραθέσει) ότι το μέτρο αυτό συνάδει με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Τέλος, καθ’ όσον μπορώ να κρίνω, δεν επικαλύπτει ούτε θίγει άλλες ποινικές κυρώσεις ή διοικητικά μέτρα που ενδεχομένως προβλέπονται.

62.      Συνεπώς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η οδηγία περί ενημερωτικού δελτίου, η οδηγία περί των προϋποθέσεων διαφάνειας και η οδηγία περί καταχρήσεως αγοράς δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, εάν ανώνυμη εταιρία παραβεί τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις εν λόγω οδηγίες, υποχρεούται να επανακτήσει τις μετοχές της και να επιστρέψει στον επενδυτή το καταβληθέν για την αγορά τους τίμημα.

 Η δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου

63.      Ακόμα κι αν μια τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν αντιβαίνει στις οδηγίες περί προστασίας των μετόχων (και ακόμα και αν, πράγματι, φαίνεται να συνάδει με το γράμμα τους και να προάγει τους σκοπούς τους), μήπως, εντούτοις, –όπως διατείνεται η Immofinanz– η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου;

64.      Η Immofinanz και η Aviso Zeta υποστηρίζουν ότι τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση είναι αντίθετη προς τη δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου επειδή αντιβαίνει προς την αρχή της διατηρήσεως του κεφαλαίου, προς την απαγόρευση αναλήψεως από εταιρία ιδίων μετοχών και προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Ειδικότερα, η Immofinanz και η Aviso Zeta υποστηρίζουν ότι η δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου απέκλειε τη δυνατότητα η ως άνω ευθύνη να περιλαμβάνει τη χρήση δεσμευμένης περιουσίας της εταιρίας ή να είναι τόσο εκτεταμένη ώστε να ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την αφερεγγυότητα της εταιρίας.

65.      Ο Α. Hirmann, η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η υπό κρίση εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν αντέβαινε στη δεύτερη οδηγία, ακόμα και αν συνεπεία της ευθύνης αυτής ανώνυμη εταιρία υποχρεωνόταν να χρησιμοποιήσει τη δεσμευμένη της περιουσία ή καθίστατο αφερέγγυα.

66.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση περιορίζεται στο να επισημάνει στο Δικαστήριο δύο αποφάσεις του Οberster Gerichtshof (αυστριακού Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 30ής Μαρτίου 2011 (26) και της 15ης Μαρτίου 2012 (27), με τις οποίες συντάσσεται. Με αυτές τις αποφάσεις, το Oberster Gerichtshof έκρινε ότι οι διατάξεις της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου δεν απέκλειαν την ακύρωση συμβάσεως αγοράς μετοχών και την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος.

67.      Κατά τη γνώμη μου, η επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν αποκλείεται από τη δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου.

68.      Το αιτούν δικαστήριο παρέθεσε πολυάριθμες διατάξεις της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου. Προκειμένου να βάλω κάποια τάξη στην ανάλυσή μου, θα προσεγγίσω τις διατάξεις αυτές ως εξής: 1) θα εκκινήσω εξετάζοντας εάν η επιστροφή των χρημάτων στον Α. Hirmann βάσει του εθνικού κανόνα δικαίου συνιστά διανομή απαγορευόμενη από το άρθρο 15, η οποία κατά το άρθρο 16 πρέπει να ανακτηθεί, 2) στη συνέχεια, θα εξετάσω τον κανόνα που απαγορεύει σε εταιρία να αναλαμβάνει ίδιες μετοχές και τις εξαιρέσεις του (άρθρα 18, 19 και 20), 3) κατόπιν, θα συνεχίσω με την εξέταση της υποχρεώσεως ίσης μεταχειρίσεως των μετόχων (άρθρο 42), 4) θα ολοκληρώσω την ανάλυσή μου εξετάζοντας το εναπομείναν άρθρο στο οποίο αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο (άρθρο 12), 5) και τέλος, θα θίξω το ζήτημα κατά πόσον ασκεί επιρροή στο συμπέρασμά μου το γεγονός ότι η ανώνυμη εταιρία, συνεπεία της ευθύνης της, μπορεί να αναγκασθεί να χρησιμοποιήσει τη δεσμευμένη περιουσία της ή να καταστεί αφερέγγυα.

 Οι κανόνες περί διανομής (άρθρα 15 και 16)

69.      Το άρθρο 15 απέκλειε τη διανομή σε μέτοχο εφόσον κατά την ημερομηνία λήξεως της τελευταίας χρήσεως το καθαρό ενεργητικό όπως εμφανίζεται στους ετήσιους λογαριασμούς είτε θα μπορούσε να προκύψει ως αποτέλεσμα της διανομής αυτής είτε είναι κατώτερο από το καλυφθέν κεφάλαιο (Το άρθρο 6 καθόριζε ελάχιστο ποσό καλυφθέντος κεφαλαίου για τη σύσταση ανώνυμης εταιρίας ή για τη χορήγηση άδειας ενάρξεως των δραστηριοτήτων της.) Περιελάμβανε όμως άραγε ο όρος «διανομή» την εκ του νόμου ευθύνη εταιρίας να επιστρέψει το καταβληθέν για αγορά μετοχών τίμημα σε επενδυτή αν η εταιρία αυτή είχε παραβεί την υποχρέωσή της να παράσχει πληροφορίες;

70.      Ο όρος «διανομή» του άρθρου 15 δεν οριζόταν στη δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου, μολονότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ανέφερε ότι «περιλαμβάνει κυρίως την καταβολή μερισμάτων και τόκων σχετικών με τις μετοχές». Έχω την άποψη ότι ο όρος αυτός πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει καταβολή ποσού προς αποζημίωση επενδυτή ο οποίος υπέστη ζημία συνεπεία της εκ μέρους της εταιρίας παραβάσεως των υποχρεώσεών της.

71.      Η ερμηνεία αυτή δεν προσκρούει στους σκοπούς του άρθρου 15 οι οποίοι, όπως ορίζονται στη δεύτερη και στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου, συνίσταντο στη διασφάλιση μιας ελάχιστης ισοδύναμης προστασίας τόσο των μετόχων όσο και των πιστωτών των εταιριών, μεταξύ άλλων, υποχρεώνοντας τις ανώνυμες εταιρίες να διατηρούν το κεφάλαιό τους, «ιδίως απαγορεύοντας τη μείωσή του με διανομές στους μετόχους τις οποίες δεν εδικαιούντο». Αυτό που επιδιωκόταν ήταν να αποφευχθούν αδικαιολόγητες διανομές καλυφθέντος κεφαλαίου σε μετόχους υπό την ιδιότητά τους ως μετόχων, τις οποίες δεν δικαιούνται. Αντιθέτως, πληρωμή σε επενδυτή ο οποίος παραπλανήθηκε από το ενημερωτικό δελτίο της εταιρίας ώστε να αγοράσει μετοχές δεν γίνεται σε αυτόν υπό την ιδιότητά του ως μετόχου (για λόγους που θα εξηγήσω κατωτέρω), αλλά αποτελεί καταβολή αποζημιώσεως την οποία αυτός δικαιούται.

72.      Τέτοια πληρωμή δεν γίνεται με πρωτοβουλία της ίδιας της εταιρίας, αλλά για να εκπληρωθεί μια εκ του νόμου υποχρέωση. Η υποχρέωση για την καταβολή του ποσού πηγάζει από τη σχέση της εταιρίας με δυνητικούς επενδυτές οι οποίοι βασίζονται στο ενημερωτικό δελτίο όταν λαμβάνουν την απόφαση αν θα επενδύσουν ή όχι, δεν πηγάζει από τη σχέση της με τους υπάρχοντες μετόχους. Συνεπώς, εάν με την περάτωση της κύριας δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διατασσόταν οποιαδήποτε καταβολή ποσού, η καταβολή αυτή θα γινόταν επειδή ο Α. Hirmann θα ήταν τρίτος πιστωτής ο οποίος είχε αξίωση κατά της εταιρίας, όχι επειδή θα ήταν μέτοχος.

73.      Τέτοια καταβολή δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, «διανομή» κεφαλαίου υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, ακόμα κι όταν ο τρίτος πιστωτής είναι επίσης μέτοχος της οικείας εταιρίας. Κάποια παραδείγματα μπορούν να βοηθήσουν στη διευκρίνιση αυτού του σημείου.

74.      Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ο ιδιοκτήτης του κτιρίου όπου στεγάζονται τα γραφεία της εταιρίας είναι μέτοχος αυτής και η εταιρία καθυστερεί να του καταβάλει το οφειλόμενο μίσθωμα. Ο ιδιοκτήτης θα ασκήσει αγωγή για καταβολή του καθυστερούμενου μισθώματος. Η αξίωσή του για καταβολή του μισθώματος δεν θα βασίζεται στην ιδιότητά του ως μετόχου και η καταβολή του μισθώματος από την εταιρία στον ιδιοκτήτη (είτε κατόπιν οχλήσεως είτε συνεπεία δικαστικής απόφασης) δεν θα αποτελεί διανομή κεφαλαίου υπό την έννοια του άρθρου 15.

75.      Παρομοίως, εάν ένας υπάλληλος της εταιρίας, ο οποίος έχει αγοράσει ή λάβει μετοχές της, τραυματισθεί στη συνέχεια κατά την εργασία του λόγω παραβάσεως της εκ μέρους της εταιρίας υποχρεώσεως επιμελείας έναντί του, το δικαίωμά του να ζητήσει αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος δεν θα έχει καμία σχέση με την ιδιότητά του ως μετόχου. Η καταβολή αποζημιώσεως από την εταιρία σε αυτή την περίπτωση δεν θα αποτελεί διανομή κεφαλαίου.

76.      Εφόσον πληρωμή σε τρίτο πιστωτή ο οποίος τυχαίνει επίσης να είναι μέτοχος δεν αποτελεί «διανομή» κεφαλαίου υπό την έννοια του άρθρου 15, τέτοια πληρωμή δεν αποκλείεται από τη διάταξη αυτή.

77.      Το άρθρο 16 της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου απλώς επιβάλλει την επιστροφή κάθε διανομής που πραγματοποιήθηκε σε αντίθεση προς το άρθρο 15. Με βάση την άποψη που εξέφρασα ως προς την ορθή ερμηνεία του άρθρου 15, καταλήγω στο ότι το άρθρο 16 δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.

 Ο κανόνας που απαγορεύει σε εταιρία να αποκτά ίδιες μετοχές και οι εξαιρέσεις του

78.      Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου απαγόρευε σε εταιρίες την ανάληψη ιδίων μετοχών. Εντούτοις, το άρθρο 19 προέβλεπε ότι τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν σε εταιρία να αναλάβει ίδιες μετοχές υπό τους εκεί προβλεπόμενους όρους, ενώ το άρθρο 20 επέτρεπε στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν το άρθρο 19 σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αποκτήσεως μετοχών από εταιρία.

79.      Σκοπός των άρθρων αυτών ήταν να προστατεύσουν τους μετόχους και τους πιστωτές από μεθοδεύσεις στην αγορά οι οποίες θα είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κεφαλαίου της εταιρίας και την τεχνητή αύξηση της τιμής των μετοχών της. Ο σκοπός αυτός δεν θίγεται από την ανάληψη ιδίων μετοχών από εταιρία όταν υφίσταται νόμιμη υποχρέωσή της προς τούτο. Πράγματι, όπως ορθώς επισημαίνουν η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, παρέχει ρητώς τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιτρέπουν σε εταιρία να αναλάβει ίδιες μετοχές «δυνάμει νομίμου υποχρεώσεως» χωρίς να καταφεύγει στις προβλεπόμενες από το άρθρο 19 διαδικασίες. Έτσι, κατά το μέτρο που η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση υποχρεώνει ανώνυμη εταιρία να (επαν)αγοράσει ίδιες μετοχές ως μέρος μέτρου αποκαταστάσεως για παράβαση υποχρεώσεως της εταιρίας, τούτο συνιστά απόκτηση δυνάμει νομίμου υποχρεώσεως την οποία το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ρητώς παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη να επιτρέπουν.

80.      Κατά συνέπεια, το άρθρο 18 δεν απέκλειε την επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση.

 Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως

81.      Το άρθρο 42 προέβλεπε ότι, κατά την εφαρμογή της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου, τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να εγγυηθούν «ίση μεταχείριση των μετόχων που βρίσκονται στην ίδια θέση». Αυτή η υποχρέωση εφαρμοζόταν, όπως ήταν σαφές από τη φράση «για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας», μόνον εντός του πλαισίου του συγκεκριμένου αυτού νομοθετήματος (28).

82.      Μέτοχος που έχει εκ του νόμου δικαίωμα επανορθώσεως για αγορά μετοχών στην οποία προέβη βάσει παραπλανητικού ενημερωτικού δελτίου δεν βρίσκεται στην ίδια θέση με μέτοχο που δεν βασίστηκε στο εν λόγω ενημερωτικό δελτίο. Συνεπώς, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των μετόχων δεν συνιστά εμπόδιο στην παροχή μέτρου αποκαταστάσεως σε μέτοχο (29) ο οποίος έχει δικαίωμα στην αποκατάσταση αυτή.

 Άρθρο 12

83.      Το άρθρο 12 της δεύτερης οδηγίας απέκλειε την απαλλαγή των μετόχων από την υποχρέωση εισφοράς, προστατεύοντας έτσι το καλυφθέν κεφάλαιο κατά τη σύσταση της εταιρίας, απαιτώντας τη συγκέντρωση του συνόλου του καλυφθέντος κεφαλαίου. Δεδομένου ότι ο Α. Hirmann, πρώτον, αγόρασε κοινές μετοχές στη δευτερογενή αγορά και, δεύτερον, κατέβαλε πλήρως το τίμημα για τις μετοχές αυτές, η εν λόγω διάταξη είναι άσχετη προς την παρούσα υπόθεση.

 Τι ισχύει αν για την πληρωμή αναγκαστεί η εταιρία να χρησιμοποιήσει καλυφθέν κεφάλαιο ή αποθεματικά, ή αν η πληρωμή αυτή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την αφερεγγυότητα της εταιρίας;

84.      Θα ξεκινήσω επισημαίνοντας ότι, καθ’ όσον μπορώ να κρίνω, το ερώτημα είναι υποθετικό. Δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο ότι, εάν η Immofinanz υποχρεωνόταν βάσει δικαστικής αποφάσεως να επαναγοράσει 1 375,02406 μετοχές και να καταβάλει στον Α. Hirmann 10 013,75 ευρώ εντόκως, θα έπρεπε να καταφύγει στα αποθεματικά της ή το καλυφθέν κεφάλαιό της προκειμένου να εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση.

85.      Εάν και στο μέτρο που είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, εμμένω στην άποψή μου ότι, εφόσον μια τέτοια πληρωμή σε τρίτο πιστωτή δεν αποτελεί διανομή κεφαλαίου υπό την έννοια του άρθρου 15, οι περιορισμοί που επιβάλλει το εν λόγω άρθρο στο μέρος του κεφαλαίου που ανώνυμη εταιρία δύναται να διανείμει στους μετόχους της δεν εφαρμόζονται σε τέτοιου είδους πληρωμή. Επομένως, καταβολή αποζημιώσεως σε επενδυτή από ανώνυμη εταιρία η οποία παρέβη τις υποχρεώσεις της δεν θα αποκλειόταν από το άρθρο 15, ακόμα και εάν η θεμελίωση της ευθύνης αυτής συνεπαγόταν τη χρησιμοποίηση της δεσμευμένης περιουσίας της εταιρίας και μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αφερεγγυότητά της.

86.      Επαναλαμβάνω, εντούτοις, ότι, με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, το εν λόγω ερώτημα φαίνεται να είναι μάλλον υποθετικό παρά πραγματικό.

87.      Συνεπώς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου δεν απέκλειε εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

 Τέταρτο και πέμπτο ερώτημα

88.      Στο τέταρτο και στο πέμπτο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο απασχολούν κατ’ ουσίαν χρονολογικά ζητήματα, οπότε θα εξετάσω αυτά τα ερωτήματα από κοινού. Η προβαλλόμενη παράβαση τελέστηκε στις 7 Ιανουαρίου 2005. Ο Α. Hirmann άσκησε την αγωγή του στις 15 Αυγούστου 2011. Αποκλείουν, άραγε, η οδηγία περί εγγυήσεων και/ή η δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει την αναδρομική ακύρωση συμβάσεως αγοράς μετοχών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την επιστροφή του τιμήματος που κατεβλήθη κατά τον χρόνο τελέσεως της παραβάσεως (επιστροφή βάσει της αξίας των μετοχών ex tunc); Ή οι εν λόγω οδηγίες επέβαλλαν, στην πραγματικότητα, τον καθορισμό της ευθύνης του εκδότη αναφορικά με την τιμή των μετοχών κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής (επιστροφή βάσει της αξίας των μετοχών ex nunc);

89.      Ο Α. Hirmann ισχυρίζεται ότι δικαιούται να του επιστραφεί το τίμημα που αρχικώς κατέβαλε (πλέον τόκων) επειδή, εάν δεν είχε παραπλανηθεί, δεν θα είχε προβεί στην αγορά των μετοχών. Η Αυστριακή Κυβέρνηση, συντασσόμενη με τη θέση του Oberster Gerichtshof (30), ήτοι ότι η προστασία του μετόχου έχει προτεραιότητα έναντι της διατηρήσεως του μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρίας, δεν διατυπώνει άποψη όσον αφορά τα εν λόγω ερωτήματα, αυτά καθεαυτά.

90.      Η Immofinanz υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι το να επιτραπεί σε επενδυτή να διεκδικήσει την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος θα μπορούσε να έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την κήρυξη της ακυρότητας της εταιρίας. Τούτο θα δημιουργούσε ανασφάλεια δικαίου και θα αντέβαινε στα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας περί εγγυήσεων, η οποία απαριθμεί περιοριστικά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να αναγνωριστεί η ακυρότητα εταιρίας. Περαιτέρω, η Immofinanz υποστηρίζει (στηριζόμενη στην απόφαση Ε. Friz (31) και υποστηριζόμενη επ’ αυτού από την Aviso Zeta) ότι η προστασία της συνεχούς υπάρξεως της εταιρίας είναι ζήτημα πρωταρχικής σημασίας. Επομένως, εάν πρέπει να ακυρωθεί η αγοραπωλησία των μετοχών, οι μετοχές να επιστραφούν στην Immofinanz και να επιστραφεί το καταβληθέν τίμημα, το επιστρεπτέο ποσό θα πρέπει να υπολογισθεί ex nunc (αξία των μετοχών κατά τον χρόνο εγέρσεως της αξιώσεως) και όχι ex tunc (αρχική τιμή αγοράς).

91.      Η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν ότι τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας περί εγγυήσεων δεν έχουν εφαρμογή. Η ακύρωση της αγοραπωλησίας των μετοχών δεν θα οδηγούσε στην ακυρότητα της Immofinanz. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση. Επιπροσθέτως, κανένα από τα εν λόγω άρθρα της οδηγίας περί εγγυήσεων ή της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου δεν απαιτεί η ακύρωση συμβάσεως να παράγει αποτελέσματα μόνον ex nunc ή να προσδιορίζεται η συνακόλουθη ευθύνη ex nunc. Η Επιτροπή προσθέτει ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει την έκταση της ευθύνης εκδότη, τηρώντας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των μετόχων που βρίσκονται στην ίδια θέση.

92.      Συμφωνώ με την άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής.

93.      Το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί εγγυήσεων προβλέπει ότι «η ακυρότητα πρέπει να κηρύσσεται με δικαστική απόφαση» και ότι μπορεί να κηρύσσεται μόνο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 12, στοιχείο βʹ, σημεία i έως vi. Το άρθρο 13 αφορά τις συνέπειες της κηρύξεως ακυρότητας. Εντούτοις, απόφαση δικαστηρίου που κρίνει ότι εταιρία υπέχει ευθύνη έναντι επενδυτή δεν ταυτίζεται με απόφαση περί κηρύξεως ακυρότητας. Συνεπώς, τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας περί εγγυήσεων είναι προδήλως άσχετα με την ευθύνη ανώνυμης εταιρίας η οποία παρέβη την υποχρέωση πληροφορήσεως που τη βαρύνει και δεν ασκούν επιρροή στο ζήτημα κατά πόσον τέτοιου είδους ευθύνη παράγει τα αποτελέσματά της ex nunc ή ex tunc.

94.      Οι οδηγίες περί προστασίας των μετόχων δεν περιέχουν κάποια ειδική πρόβλεψη ως προς της φύση των μέτρων αποκαταστάσεως που οφείλει να επιβάλει κράτος μέλος εάν εκδότης παραβεί την υποχρέωσή του να παράσχει πληροφορίες, πλην του ότι οι κυρώσεις που επιβάλλονται πρέπει να είναι «αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές». Συνεπώς, τα κράτη μέλη απολαύουν ευρέος περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας, το οποίο κατ’ ανάγκην περιλαμβάνει την απόφαση κατά πόσον η ακύρωση αγοραπωλησίας μετοχών πρέπει να παράγει αποτελέσματα ex tunc ή ex nunc.

95.      Στην υπόθεση E. Friz (32), το Δικαστήριο έκρινε ότι σε περίπτωση ασκήσεως από τον καταναλωτή του δικαιώματός του ανακλήσεως της δηλώσεως προσχωρήσεως σε εταιρία επενδύσεων σε ακίνητα, σταθερού κεφαλαίου, συσταθείσα υπό τη μορφή προσωπικής εταιρίας (οδηγία 85/577) (33), δεν αποκλειόταν ακύρωση της συμβάσεως ex nunc (34). Αυτή η απόφαση δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο των διαφόρων οδηγιών που εξετάζονται στην παρούσα υπόθεση, να διασφαλίζουν ότι η ακύρωση αγοραπωλησίας μετοχών λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως εταιρίας να παράσχει πληροφορίες παράγει μόνον ex nunc αποτελέσματα.

96.      Τέλος, δεν βρίσκω κανένα στοιχείο στα άρθρα 12, 15, 16, 18, 19 και/ή 42 της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου που να στηρίζει την άποψη ότι περιελάμβαναν τέτοιου είδους υποχρέωση. Συμφωνώ με την Επιτροπή ότι εθνικό δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να λάβει μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι όλοι οι μέτοχοι οι οποίοι προέβησαν στην αγορά μετοχών βάσει των ιδίων παραπλανητικών πληροφοριών τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως, όπως απαιτεί το άρθρο 42. Πέραν τούτου, φρονώ ότι τα εν λόγω άρθρα είναι άσχετα με το ζήτημα περί ex tunc/ex nunc. Όπως έχω ήδη επισημάνει, αυτό απόκειται να καθοριστεί από το εθνικό δίκαιο.

 Πρόταση

97.      Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το Handelsgericht Wien:

1.       Η οδηγία 2003/71/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οδηγία 2004/109/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και η οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, εάν ανώνυμη εταιρία παραβεί τις απορρέουσες από τις ως άνω οδηγίες υποχρεώσεις της, οφείλει να επαναγοράσει τις μετοχές της και να επιστρέψει στον επενδυτή το καταβληθέν για την αγορά τους τίμημα. Ομοίως δεν αντιτίθενται στην εθνική κανονιστική ρύθμιση τα άρθρα 12, 15, 16, 18, 19 και/ή 42 της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

2.      Ούτε η οδηγία 2009/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ούτε η οδηγία 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου αντιτίθενται στην αναδρομική ακύρωση συμβάσεως αγοράς μετοχών που έχει ως αποτέλεσμα την επιστροφή του αρχικώς καταβληθέντος για την αγορά τους τιμήματος.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Δεύτερη οδηγία 58/26/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 230). Η δεύτερη οδηγία περί εταιρικού δικαίου καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 54, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιρειών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους (ΕΕ L 315, σ. 74). Προγενέστερα, είχε τροποποιηθεί από την οδηγία 92/101/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1992, για την τροποποίηση της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ όσον αφορά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (ΕΕ L 347, σ. 64), η δε τροποποιηθείσα αυτή μορφή της ίσχυε στις 7 Ιανουαρίου 2005, ήτοι κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως αγοράς μετοχών, στο πλαίσιο της οποίας ανέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης. Μεταγενέστερα, τροποποιήθηκε από την οδηγία 2006/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για τροποποίηση της οδηγίας 77/91/EOK του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (ΕΕ L 264, σ. 32), και την οδηγία 2006/99/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2006, για την προσαρμογή ορισμένων οδηγιών στον τομέα του εταιρικού δικαίου, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας (ΕΕ L 259, σ. 14).


3 – Βλ. υποσημείωση 2, ανωτέρω.


4 – Το άρθρο 17 της οδηγίας 2012/30 αντικατέστησε το άρθρο 15 της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 2 δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου.


5 – Το άρθρο 20 της οδηγίας 2012/30 αντικατέστησε το άρθρο 18 της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 2 δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου.


6 – Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 245, σ. 64). Τα κράτη μέλη υποχρεούντο να μεταφέρουν την οδηγία στο εσωτερικό τους δίκαιο το αργότερο την 1η Ιουλίου 2005 (άρθρο 29). Δεν γνωρίζω κατά πόσον η οδηγία για το ενημερωτικό δελτίο ως ίσχυε τότε είχε μεταφερθεί στο αυστριακό δίκαιο στις 7 Ιανουαρίου 2005, ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως αγοράς των μετοχών. Εάν αυτό δεν είχε συμβεί, το εθνικό δίκαιο μπορεί να ενσωμάτωνε τις προγενέστερες επιταγές της οδηγίας 89/298/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 1989, για τον συντονισμό των όρων κατάρτισης, ελέγχου και κυκλοφορίας του ενημερωτικού δελτίου που πρέπει να δημοσιεύεται όταν απευθύνεται στο κοινό πρόσκληση για κινητές αξίες (ΕΕ L 124, σ. 8). Η οδηγία για το ενημερωτικό δελτίο έχει έκτοτε τροποποιηθεί με την οδηγία 2008/11/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, για τροποποίηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 76, σ. 37), μολονότι τα άρθρα 6 και 25, που είναι κρίσιμα στην υπό κρίση υπόθεση, δεν τροποποιήθηκαν.


7 – Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕK (ΕΕ L 390, σ. 38). Δεν υπήρχε υποχρέωση μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2007. Κατά τον χρόνο της αγοραπωλησίας των μετοχών, το εθνικό δίκαιο ενδέχεται, επομένως, να ενσωμάτωνε τις επιταγές διαφάνειας της προπαρατεθείσας οδηγίας 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται, η οποία ετέθη σε ισχύ στις 26 Ιουλίου 2001, και με την οποία κωδικοποιήθηκε σειρά προηγούμενων οδηγιών, μεταξύ των οποίων η οδηγία 82/121/EΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 1982, περί της περιοδικής πληροφόρησης που πρέπει να δημοσιεύουν οι εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο αξιών (ΕΕ L 48, σ. 26).


8 – Οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ L 96, σ. 16). Παρότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της οδηγίας, ο χαρακτηρισμός της ως «οδηγία περί ακεραιότητας της αγοράς» θα ήταν πιο εύστοχος, η οδηγία αυτή είναι ευρέως γνωστή ως «οδηγία περί καταχρήσεως αγοράς» και επομένως θα την αποκαλώ έτσι στο παρόν κείμενο. Τα κράτη μέλη υποχρεούντο να μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την εν λόγω οδηγία το αργότερο στις 12 Οκτωβρίου 2004. Έκτοτε, η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε από την οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΕ L 331, σ. 120), εντούτοις το άρθρο 14, παράγραφος 1, το οποίο εξετάζεται στην υπό κρίση υπόθεση, δεν έχει τροποποιηθεί.


9 – Οδηγία 2009/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 48, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες (ΕΕ L 258, σ. 11). Η εν λόγω οδηγία είναι μεταγενέστερη της επίδικης στην κύρια δίκη αγοράς μετοχών. Τα άρθρα 12 και 13, που μνημονεύονται από το εθνικό δικαστήριο, δεν έχουν τροποποιηθεί έως σήμερα.


10 – Θα αναφέρομαι σε αυτές συλλήβδην ως «οδηγίες περί προστασίας των μετόχων».


11 – Η απαρίθμηση αυτή διατηρήθηκε από το άρθρο 1 και το παράρτημα 1 της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 2 οδηγίας 2012/30.


12 – Το άρθρο 6 της οδηγίας 2012/30 αντικατέστησε το άρθρο 6 της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου.


13 – Το άρθρο 14 της οδηγίας 2012/30 αντικατέστησε το άρθρο 12 της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου.


14 – Το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 της οδηγίας 2012/30.


15 –      Το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 20 της οδηγίας 2012/30.


16 – Το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 21 της οδηγίας 2012/30.


17 – Άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ.


18 – Άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ.


19 – Άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ.


20 – Το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/30.


21 – Πρώτη και δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας.


22 –      «Καταναλωτές» υπό την έννοια αυτής της διατάξεως είναι ιδιώτες οι οποίοι δρουν για λογαριασμό τους και όχι ως εκπρόσωποι εταιρίας. Φαίνεται ότι ο A. Hirmann εμπίπτει στο εννοιολογικό πεδίο του ορισμού αυτού όσον αφορά την αγορά μετοχών στην οποία προέβη.


23 – Μπορεί να ξενίσει τον αναγνώστη το γεγονός ότι η αγορά μετοχών από μέρους του A. Hirmann περιλαμβάνει υποδιαίρεση μετοχής. Αυτός είναι, εντούτοις, ο αριθμός που αναφέρεται στη διάταξη περί παραπομπής.


24 – Το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας περί των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφέρεται, επιπροσθέτως, σε αστικές κυρώσεις.


25 – Βλ. υποσημείωση 2, ανωτέρω, η οποία προσδιορίζει την τότε ισχύουσα μορφή της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου.


26 – Υπόθεση 7 Ob 77/10i.


27 – Υπόθεση 6 Ob 28/12d.


28 – Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, C-101/08, Audiolux κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-9823, σκέψεις 37 έως 42). Βλ., επίσης, την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου.


29 – Στις περιπτώσεις όπου δικαιούνται επανορθώσεως περισσότεροι από έναν μέτοχοι, το εθνικό δικαστήριο θα χρειαστεί προφανώς να εφαρμόσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ως προς όλους τους μετόχους που βρίσκονται στην ίδια θέση, κατά τον καθορισμό της εκτάσεως της ευθύνης της εταιρίας έναντι εκάστου εξ αυτών.


30 – Βλ., ανωτέρω, υποσημειώσεις 26 και 27.


31 – Απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, C-215/08 (Συλλογή 2010, σ. I-2947, σκέψη 39).


32 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31.


33 – Οδηγία 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (ΕΕ L 372, σ. 31).


34 – Απόφαση E. Friz, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψη 50.