Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 24ης Οκτωβρίου 2013 (1)

Υπόθεση C-461/12

Granton Advertising BV

κατά

Inspecteur van de Belastingdienst Haaglanden/kantoor Den Haag

[αίτηση του Gerechtshof ‘s-Hertogenbosch (Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Φορολογική νομοθεσία — Φόρος προστιθεμένης αξίας — Άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημεία 3 και 5, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ — Απαλλαγή από τον φόρο πράξεων σχετικών με αξιόγραφα και λοιπούς τίτλους αξιών — Έκδοση εκπτωτικών καρτών»





I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά εκ νέου τις δυσχέρειες που προκαλούν τα πολύπλοκα συστήματα διανομής στον τομέα του δικαίου του φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) (2). Η φορολογική μεταχείριση ειδικών εκπτωτικών καρτών, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, θίγει συγχρόνως δύο προβληματικές πτυχές της νομοθεσίας της Ένωσης για τον ΦΠΑ.

2.        Αφενός, τίθεται το ζήτημα του σκοπού που εξυπηρετεί η φορολογική απαλλαγή των χρηματοπιστωτικών πράξεων, ο οποίος εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στα περιπλοκότερα αινίγματα του ΦΠΑ. Τούτο δε καθόσον, όπως προσφάτως επισήμανε η επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι ακριβείς λόγοι που υπαγορεύουν αυτή την απαλλαγή ουδέποτε έχουν σαφώς διευκρινιστεί (3).

3.        Αφετέρου, στην υπό κρίση υπόθεση τίθενται δευτερευόντως και ερωτήματα σχετικά με τη μεταχείριση των εκπτωτικών κουπονιών από πλευράς ΦΠΑ. Επί του ζητήματος αυτού, η Επιτροπή επισήμανε προσφάτως κατ’ αναλογία ότι οι οικονομικές συνθήκες έχουν μεταβληθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι διατάξεις του δικαίου του ΦΠΑ να μην είναι πλέον σε θέση να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις (4).

4.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να αναπτύξει περαιτέρω και να εξειδικεύσει τη μέχρι τούδε νομολογία του στους ανωτέρω προβληματικούς τομείς του δικαίου του ΦΠΑ, προκειμένου να αρθεί τόσο η σύγχυση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης όσο και η αδυναμία εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.

II – Νομικό πλαίσιο

5.        Κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο μεταξύ των ετών 2001 και 2005, το δίκαιο της Ένωσης περί του φόρου κύκλου εργασιών περιλαμβανόταν στην έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (5) (στο εξής: έκτη οδηγία).

6.        Κατά το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τον φόρο, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες πράξεις:

«[…]

3.      τις εργασίες, περιλαμβανομένων και των διαπραγματεύσεων, οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές και εμβάσματα, απαιτήσεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, εξαιρέσει της εισπράξεως απαιτήσεων.

[…]

5.      τις εργασίες, περιλαμβανομένης και της διαπραγματεύσεως, άλλ’ εξαιρέσει της φυλάξεως και της διαχειρίσεως, οι οποίες αφορούν μετοχές και μερίδια εταιρειών ή ενώσεων, ομολογίες και λοιπούς τίτλους, εξαιρέσει,

–        τίτλων αντιπροσωπευόντων εμπορεύματα,

–        δικαιωμάτων ή τίτλων αναφερομένων στο άρθρο 5, παράγραφος 3.

[…]».

7.        Η ολλανδική νομοθεσία περί φόρου κύκλου εργασιών (Wet op de omzetbelasting) ευθυγραμμίζεται προς τις διατάξεις αυτές της έκτης οδηγίας.

III – Η υπόθεση της κύριας δίκης και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

8.        Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά κατ’ ουσίαν πράξη αναδρομικής επιβολής φόρου κύκλου εργασιών σχετικά με το χρονικό διάστημα από το 2001 μέχρι το 2005, για ποσό ανερχόμενο σε 643 567 ευρώ. Η πράξη αυτή εκδόθηκε κατά της εταιρίας ολλανδικού δικαίου Granton Advertising BV (στο εξής: Granton Advertising), η οποία κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα πωλούσε τις αποκαλούμενες Grantoncards έναντι τιμήματος μεταξύ 15 και 25 ευρώ, αντιμετωπίζοντας τις σχετικές πράξεις, κακώς κατά την άποψη της φορολογικής αρχής, ως απαλλασσόμενες από τον φόρο.

9.        Ο κάτοχος Grantoncard δικαιούνταν έκπτωση, εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος, για την αγορά ορισμένων υπηρεσιών από επιχειρήσεις απαριθμούμενες στην οικεία κάρτα. Στις υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνονταν προσφορές σχετικές με εστιατόρια, κινηματογράφους ή ξενοδοχεία. Μια τυπική έκπτωση συνίστατο στη χρέωση της τιμής ενός μόνον προϊόντος για την αγορά δύο προϊόντων. Αντιθέτως, η Grantoncard δεν μπορούσε ούτε να εξαργυρωθεί ούτε να ανταλλαγεί με δωρεάν παροχή υπηρεσιών.

10.      Οι απαριθμούμενες στην κάρτα επιχειρήσεις είχαν αναλάβει έναντι της Granton Advertising τη συμβατική υποχρέωση να χορηγήσουν τις ανωτέρω εκπτώσεις. Για την παροχή αυτή η Granton Advertising δεν όφειλε να καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση στις οικείες επιχειρήσεις.

11.      Η Granton Advertising υποστηρίζει ενώπιον των εθνικών αρχών και δικαστηρίων ότι η πώληση των Grantoncards αποτελεί πράξη απαλλασσόμενη από τον φόρο. Το Gerechtshof ‘s-Hertogenbosch, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαφορά, θεωρεί εν προκειμένω κρίσιμη την ερμηνεία της έκτης οδηγίας. Για τον λόγο αυτό, υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ με τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1.      Έχει η έκφραση ‟λοιποί τίτλοι” του άρθρου 13, Β, […] στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας […], την έννοια ότι εμπίπτουν σε αυτήν οι Grantoncards, δηλαδή μεταβιβάσιμες κάρτες που χρησιμοποιούνται ως μέσο (μερικής) καταβολής για την προμήθεια αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, και, αν ναι, πρέπει κατά συνέπεια να απαλλάσσεται η έκδοση και η πώληση τέτοιων καρτών από την επιβολή [φόρου κύκλου εργασιών];

2.      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έχει η έκφραση ‟λοιπά αξιόγραφα” του άρθρου 13, Β, […] στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας […] την έννοια ότι εμπίπτουν σε αυτήν οι Grantoncards, […] και, αν ναι, πρέπει κατά συνέπεια να απαλλάσσεται η έκδοση και η πώληση τέτοιων καρτών από την επιβολή [φόρου κύκλου εργασιών];

3.      Σε περίπτωση που οι Grantoncards συνιστούν ‟λοιπούς τίτλους” ή ‟λοιπά αξιόγραφα” κατά την έννοια των ανωτέρω ερωτημάτων, ασκεί επιρροή για την απάντηση στο ερώτημα αν η έκδοση και η πώληση των εν λόγω καρτών απαλλάσσεται από την επιβολή ΦΠΑ το γεγονός ότι, κατά τη χρήση της κάρτας αυτής, η επιβολή [φόρου κύκλου εργασιών] επί του (αναλογικού μεριδίου του) ποσού του ανταλλάγματος που καταβλήθηκε για την απόκτησή της δεν ανταποκρίνεται ουσιαστικά στην πραγματικότητα;»

12.      Στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας καθώς και η Επιτροπή.

IV – Νομική αξιολόγηση

13.      Κατόπιν των διευκρινίσεων τις οποίες παρέσχον στο Δικαστήριο όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Grantoncard δεν εμπίπτει ούτε στους «λοιπούς τίτλους» του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας (βλ. ανάλυση κατωτέρω υπό Α) ούτε στα «λοιπά αξιόγραφα» του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της οδηγίας αυτής (βλ. ανάλυση κατωτέρω υπό Β). Παρά το γεγονός ότι, υπό το πρίσμα των συμπερασμάτων αυτών, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα, εντούτοις, θα εξετάσω επικουρικά και το ερώτημα αυτό κατωτέρω υπό Γ.

 Α —      Η φορολογική απαλλαγή των πράξεων που αφορούν λοιπούς τίτλους δυνάμει του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας

14.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η Grantoncard εμπίπτει στην έννοια «λοιποί τίτλοι» του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας και αν, εξ αυτού του λόγου, η πώληση τέτοιας κάρτας απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ.

15.      Κατά τη νομολογία, για την απαλλαγή μιας πράξης από τον ΦΠΑ κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας, πρέπει να συντρέχουν δύο γενικές προϋποθέσεις. Αφενός, η πράξη πρέπει να διενεργείται «στην αγορά των κινητών αξιών» και, αφετέρου, πρέπει να μεταβάλλει τη νομική και οικονομική κατάσταση μεταξύ των συμβαλλομένων (6). Προς τούτο αρκεί μόνον η πράξη να μπορεί να συνεπάγεται τη γέννηση, την τροποποίηση ή την απόσβεση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχουν τα συμβαλλόμενα μέρη επί των οικείων τίτλων αξιών (7).

16.      Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, από τη νομολογία αυτή συνάγεται ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω η απαλλαγή από τον φόρο που προβλέπει το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας ακριβώς για τον λόγο ότι η απλή έκδοση της Grantoncard δεν επιφέρει ακόμα τη μεταβολή της νομικής και οικονομικής κατάστασης των συμβαλλομένων.

17.      Πρέπει όμως να υπογραμμιστεί ότι δεν απαιτείται η νομική και οικονομική κατάσταση των συμβαλλομένων να μεταβάλλεται από τον ίδιο τον τίτλο αξιών, αλλ’ από την πράξη, η οποία, κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας, πρέπει να «αφορά» τίτλο αξιών. Τούτο ισχύει συνήθως κατά τη διάθεση τίτλων αξιών, η οποία μεταβάλλει προδήλως τη νομική και οικονομική κατάσταση των συμβαλλομένων ως προς τον οικείο τίτλο, μπορεί ωστόσο να συντρέχει και στην περίπτωση σύμβασης αναδοχής έκδοσης μετοχών (8). Δεδομένου ότι στην υπό κρίση υπόθεση υπήρξε διάθεση των Grantoncards, συντρέχει εν πάση περιπτώσει μεταβολή της νομικής και οικονομικής κατάστασης των συμβαλλομένων ως προς τις κάρτες αυτές.

18.      Κατά συνέπεια, στην υπό κρίση υπόθεση το μόνο ερώτημα που τίθεται έγκειται στο αν η επίμαχη πράξη συνιστά πράξη διενεργούμενη «στην αγορά των κινητών αξιών». Τούτο προϋποθέτει ότι η Grantoncard αποτελεί τίτλο αξιών.

19.      Το Δικαστήριο δεν έχει διευκρινίσει μέχρι σήμερα ποιοι τίτλοι καλύπτονται από την έννοια του τίτλου αξιών που περιλαμβάνει το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας. Συναφώς, ανακύπτουν, κυρίως, τα ακόλουθα δύο ερωτήματα: Πρώτον, ποιες κατηγορίες δικαιωμάτων εμπίπτουν στην έννοια του τίτλου αξιών και, δεύτερον, πρέπει τα δικαιώματα αυτά να είναι ενσωματωμένα σε παραστατικό τίτλο, ήτοι να είναι συνδεδεμένα με ορισμένο έγγραφο ή άλλο αντικείμενο;

20.      Το δεύτερο από τα ερωτήματα αυτά δεν ασκεί επιρροή στη διαδικασία της κύριας δίκης, καθόσον η Grantoncard ενσωματώνει εν πάση περιπτώσει ένα δικαίωμα, στο μέτρο που το πρόσωπο το οποίο αξιώνει να του χορηγηθούν τα συνδεδεμένα με αυτήν δικαιώματα πρέπει να προσκομίσει την οικεία κάρτα στην αντίστοιχη επιχείρηση. Εντούτοις, παραμένει να εξεταστεί αν το δικαίωμα το οποίο παρέχει η Grantoncard, δηλαδή η έναντι μειωμένου τιμήματος αξίωση παροχής συγκεκριμένων υπηρεσιών από συγκεκριμένες επιχειρήσεις, συνιστά δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια του τίτλου αξιών του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας.

21.      Λαμβανομένου υπόψη ότι το γράμμα του εν λόγω άρθρου είναι αρκετά ασαφές, η απάντηση στο υπό εξέταση ερώτημα πρέπει να δοθεί μέσω συστηματικής αλλά και τελολογικής ερμηνείας της επίμαχης διάταξης.

1.      Συστηματική ερμηνεία

22.      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ορθώς υπενθύμισε ότι τόσο οι «μετοχές και μερίδια εταιρειών ή ενώσεων» όσο και οι «ομολογίες» που απαριθμούνται ρητώς στη διάταξη αυτή προσφέρονται προς ερμηνεία της έννοιας του τίτλου αξιών. Συγκεκριμένα, από τη διατύπωση «και λοιπούς τίτλους» καθίσταται σαφές ότι τα ανωτέρω δικαιώματα συνιστούν επίσης τίτλους αξιών. Στο πλαίσιο αυτό, είναι προφανές ότι στην έννοια του τίτλου αξιών πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν καταρχάς δύο είδη δικαιωμάτων: δικαιώματα συμμετοχής σε εταιρία και αξιώσεις χρηματικής παροχής έναντι συγκεκριμένου οφειλέτη.

23.      Επιπλέον, συντάσσομαι με την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου ότι και τα παράγωγα των δικαιωμάτων αυτών, όπως για παράδειγμα τα δικαιώματα προαίρεσης [options] ή τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης [futures], συγκαταλέγονται στους τίτλους αξιών κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας. Στην έννοια των απαλλασσόμενων από τον φόρο παραγώγων εμπίπτουν δικαιώματα τα οποία παρέχουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις στον κάτοχό τους τη δυνατότητα να αξιώσει συμμετοχή σε εταιρία ή χρηματική παροχή έναντι συγκεκριμένου οφειλέτη. Το ότι τα δικαιώματα αυτά εμπίπτουν στην έννοια του τίτλου αξιών επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1777/2005 (9), το οποίο προϋποθέτει ότι υφίστανται δικαιώματα προαίρεσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας. Εντούτοις, βάσει του άρθρου του 23, ο κανονισμός αυτός δεν είχε τεθεί ακόμη σε εφαρμογή κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρόνο. Παρά ταύτα, το 2001 η επιτροπή ΦΠΑ είχε ήδη διαπιστώσει με συντριπτική πλειοψηφία ότι οι πράξεις σχετικά με τα δικαιώματα προαίρεσης που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις ρυθμιζόμενες κεφαλαιαγορές απαλλάσσονται από τον φόρο δυνάμει του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας (10).

24.      Ωστόσο, από την εξαίρεση των αντιπροσωπευτικών εμπορευμάτων τίτλων την οποία προβλέπει το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, πρώτη περίπτωση, της έκτης οδηγίας συνάγεται επίσης ότι η έννοια των τίτλων αξιών καταλαμβάνει καταρχήν και δικαιώματα παράδοσης πράγματος. Οι πράξεις σχετικά με αντιπροσωπευτικούς εμπορευμάτων τίτλους απλώς δεν απαλλάσσονται από τον φόρο.

25.      Η περαιτέρω εξαίρεση της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας αποκλείει την εφαρμογή της φορολογικής απαλλαγής σε δικαιώματα ή τίτλους αξιών που αναφέρονται στο άρθρο 5, σημείο 3, της ίδιας οδηγίας. Κατά το στοιχείο γʹ του εν λόγω άρθρου 5, σημείο 3, τα κράτη μέλη έχουν για παράδειγμα τη δυνατότητα να μεταχειρίζονται ως ενσώματα αγαθά τα μερίδια και τις μετοχές των οποίων η κατοχή εξασφαλίζει νομικά ή πραγματικά την περιέλευση ακινήτου κατά κυριότητα ή κατ’ επικαρπία. Επομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις, η μεταβίβαση δικαιωμάτων συμμετοχής σε εταιρία, η οποία ουσιαστικά συνιστά παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 6 της έκτης οδηγίας (11), αντιμετωπίζεται όπως η μεταβίβαση ακινήτου ή τμήματος ακινήτου και επομένως ως παράδοση αγαθού κατά την έννοια του άρθρου 5 της ίδιας οδηγίας.

26.      Επί του ζητήματος αυτού, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η εξαίρεση από τη φορολογική απαλλαγή δεν ισχύει, όταν το οικείο κράτος μέλος δεν έχει κάνει χρήση της δυνατότητας που προσφέρει το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της έκτης οδηγίας (12). Εξ αυτού συνάγεται ότι και τα δικαιώματα που αναφέρονται στην εξαίρεση της δεύτερης περίπτωσης μπορούν ουσιαστικά να αποτελέσουν αντικείμενο απαλλασσόμενου τίτλου κατά το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας. Δεδομένου όμως ότι η εξαίρεση της δεύτερης περίπτωσης δεν παραπέμπει μόνο στο στοιχείο γʹ, αλλά σε όλη την τρίτη παράγραφο του άρθρου 5, στην έννοια του τίτλου αξιών θα έπρεπε εξ αυτού του λόγου να εμπίπτουν όλα τα εκεί αναφερόμενα δικαιώματα. Ωστόσο, οι περιγραφόμενες περιπτώσεις δικαιωμάτων συμμετοχής σε εταιρία που συνεπάγονται τη μεταβίβαση ακινήτου κατά κυριότητα δεν περιλαμβάνονται μόνο στο στοιχείο γʹ του άρθρου 5, παράγραφος 3. Τα στοιχεία αʹ και βʹ περιγράφουν επίσης δικαιώματα επί ακινήτου όπως εμπράγματα δικαιώματα τα οποία παρέχουν στον δικαιούχο εξουσία χρήσεως επί ακινήτων, χωρίς τα δικαιώματα αυτά να μεταβιβάζονται αποκλειστικά και μόνο μέσω της συμμετοχής σε εταιρία.

27.      Από την άλλη πλευρά, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί δεσμευτική η ερμηνεία ότι, επειδή η δεύτερη περίπτωση φοροαπαλλαγής του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας παραπέμπει γενικώς σε όλο το άρθρο 5, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας, στα δικαιώματα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο τίτλου αξιών συγκαταλέγονται όχι μόνον τα δικαιώματα συμμετοχής σε εταιρία, τα δικαιώματα χρηματικής παροχής έναντι συγκεκριμένου οφειλέτη καθώς και τα παράγωγά τους, αλλά ουσιαστικά οποιοδήποτε δικαίωμα επί ακινήτου. Αντιθέτως, η παραπομπή μπορεί να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, καταλαμβάνει μόνον τις περιπτώσεις εκείνες οι οποίες, υπό το πρίσμα του γενικού ορισμού, εμπίπτουν εν πάση περιπτώσει στην έννοια των τίτλων αξιών.

28.      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι, κατόπιν συστηματικής ερμηνείας, η έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας περιλαμβάνει τα ακόλουθα δικαιώματα: δικαιώματα συμμετοχής σε εταιρία, αξιώσεις χρηματικής παροχής έναντι συγκεκριμένου οφειλέτη και τα παράγωγά τους. Δεδομένου ότι τα δύο πρώτα είδη δικαιωμάτων απαριθμούνται ρητώς στην εν λόγω διάταξη, συνεπάγεται ότι η έννοια «λοιποί τίτλοι» δεν μπορεί παρά να περιγράφει τα παράγωγα των δικαιωμάτων αυτών.

2.      Τελολογική ερμηνεία

29.      Όπως θα αποδείξω κατωτέρω, το ερμηνευτικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα προεκτεθέντα δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ούτε από την τελολογική ερμηνεία της φορολογικής απαλλαγής του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας.

30.      Όπως έχει διαπιστώσει ο γενικός εισαγγελέας N. Jääskinen, ο λόγος φορολογικής απαλλαγής των χρηματοπιστωτικών πράξεων δεν είναι σαφής δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι οι προπαρασκευαστικές εργασίες δεν θίγουν το ζήτημα αυτό (13).

31.      Ακόμα και το Δικαστήριο δεν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να διαπιστώσει πλήρως τον σκοπό της εν λόγω απαλλαγής. Παρά ταύτα, με τη νομολογία έχει επανειλημμένως διαπιστωθεί ότι οι διάφορες φορολογικές απαλλαγές που προβλέπει το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας για τις χρηματοπιστωτικές πράξεις σκοπό έχουν να αποφευχθούν τόσο η αύξηση των εξόδων των πιστώσεων προς τους καταναλωτές όσο και οι δυσχέρειες κατά τον καθορισμό της βάσης επιβολής του φόρου (14). Αυτή η μερική εξήγηση όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική για εκείνες τις απαλλαγές οι οποίες δεν αφορούν χορήγηση πίστωσης ούτε συνεπάγονται ιδιαίτερες δυσχέρειες κατά τον καθορισμό της βάσης επιβολής του φόρου.

32.      Τα δύο όμως αυτά χαρακτηριστικά ισχύουν στην περίπτωση της εξεταζόμενης φοροαπαλλαγής των πράξεων των σχετικών με τίτλους αξιών κατά το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απαλλαγή ούτε επηρεάζει τα έξοδα της καταναλωτικής πίστης ούτε καθιστά στο ελάχιστο δυσχερή τον καθορισμό της βάσης επιβολής του φόρου στην περίπτωση πώλησης τίτλου αξιών, καθόσον η εν λόγω βάση επιβολής του φόρου δύναται να προκύψει εύκολα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, Α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας.

33.      Η γενική εισαγγελέας Ε. Sharpston βρέθηκε προσφάτως σε αδυναμία να προσδιορίσει τον σκοπό που εξυπηρετεί η φορολογική απαλλαγή των πράξεων που αφορούν τίτλους αξιών (15), και ομολογώ ότι ούτε και εγώ μπορώ να βρω ικανοποιητική εξήγηση. Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά τον σκοπό της φοροαπαλλαγής πράξεων διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων δυνάμει του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, δύναται να συναχθεί ότι σκοπός της φορολογικής απαλλαγής των πράξεων που αφορούν τίτλους αξιών είναι η μη επιβάρυνση του επενδυτικού κεφαλαίου με φόρο (16). Το να θεωρηθεί όμως ο ανωτέρω σκοπός ως ο μοναδικός σκοπός της φοροαπαλλαγής προσκρούει προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία η απαλλαγή από τον φόρο εκτείνεται και στις στρατηγικής σημασίας πωλήσεις συμμετοχών (17).

34.      Σε μια τόσο αβέβαιη κατάσταση, κρίνεται σκόπιμο να επανεξεταστεί μια βασική αρχή, την οποία το Δικαστήριο έχει επαναλάβει κατ’ εξακολούθηση: Οι διατάξεις της έκτης οδηγίας περί των φορολογικών απαλλαγών πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι αποτελούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία ο φόρος προστιθεμένης αξίας επιβάλλεται σε κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο (18).

35.      Εντούτοις, το Δικαστήριο εξειδίκευσε με τη νομολογία του την αρχή αυτή επιβάλλοντας τον περιορισμό ότι η ερμηνεία μιας φορολογικής απαλλαγής δεν πρέπει να είναι τόσο στενή ώστε να στερεί τις απαλλαγές από το αποτέλεσμά τους, και ότι για τον λόγο αυτό πρέπει να συνάδει με τους σκοπούς που οι εν λόγω εξαιρέσεις επιδιώκουν (19). Σε περίπτωση όμως που δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί τέτοιος σκοπός —όπως εν προκειμένω όσον αφορά τη φορολογική απαλλαγή του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας—, τότε η αρχή της στενής ερμηνείας των φορολογικών απαλλαγών πρέπει να ισχύει απεριόριστα.

36.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν συντρέχει λόγος να θεωρηθεί ως τίτλος αξιών για τους σκοπούς της επίμαχης φορολογικής απαλλαγής η παροχή άλλων δικαιωμάτων πλην των δικαιωμάτων συμμετοχής σε εταιρία, των αξιώσεων χρηματικής παροχής έναντι συγκεκριμένου οφειλέτη και των παραγώγων τους. Η επιβαλλόμενη στενή ερμηνεία αποκλείει επίσης, λόγω της παραπομπής που περιλαμβάνει το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, δεύτερη περίπτωση, της έκτης οδηγίας, την υπαγωγή στην έννοια του τίτλου αξιών οποιουδήποτε δικαιώματος επί ακινήτου (20).

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

37.      Η Grantoncard δεν παρέχει ούτε δικαίωμα συμμετοχής σε εταιρία ούτε αξίωση χρηματικής παροχής. Δεν χορηγεί επίσης τέτοια δικαιώματα ούτε υπό τη μορφή παραγώγου δικαιώματος, δεδομένου ότι δεν ενσωματώνει ορισμένο δικαίωμα συμμετοχής σε εταιρία ή αξίωση χρηματικής παροχής, αλλά καθιστά δυνατή την απόκτηση υπηρεσίας έναντι μειωμένου τιμήματος. Επομένως, μια εκπτωτική κάρτα όπως η Grantoncard δεν εμπίπτει στους «λοιπούς τίτλους» του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας, με αποτέλεσμα η πώλησή της να μην απαλλάσσεται από τον φόρο δυνάμει της διατάξεως αυτής.

 Β —      Η φορολογική απαλλαγή των πράξεων που αφορούν λοιπά αξιόγραφα δυνάμει του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας

38.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί αν η Grantoncard εμπίπτει στα «λοιπά αξιόγραφα» του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας, και αν η πώληση τέτοιας κάρτας απαλλάσσεται εξ αυτού του λόγου από τον φόρο.

39.      Πλην των πράξεων που συνδέονται με τη διαχείριση λογαριασμών, το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας απαλλάσσει από τον φόρο και τις πράξεις «οι οποίες αφορούν […] απαιτήσεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα».

40.      Όπως ορθώς τόνισαν τόσο το Βασίλειο των Κάτω Χωρών όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο, καθένα από τα παραδείγματα που απαριθμεί η ανωτέρω διάταξη αντιπροσωπεύει αξίωση προς παροχή ορισμένου χρηματικού ποσού. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι ως «λοιπά αξιόγραφα» πρέπει επίσης να νοούνται μόνον δικαιώματα τα οποία —χωρίς να αποτελούν απαίτηση ή επιταγή— ενσωματώνουν αξίωση παροχής ορισμένου χρηματικού ποσού.

41.      Η προσέγγιση αυτή συνάδει επίσης με τον σκοπό που αποδίδω στη φορολογική απαλλαγή των πράξεων που αφορούν αξιόγραφα. Είμαι πεπεισμένη ότι τα δικαιώματα, τα οποία στις συναλλαγές μπορούν να εξομοιωθούν με χρήμα, πρέπει να αντιμετωπίζονται από πλευράς ΦΠΑ ως χρηματική καταβολή. Ωστόσο, αναγνωρίζεται ότι η χρηματική καταβολή δεν υπόκειται αφ’ εαυτής στον φόρο, αλλά αποτελεί απλώς αντιπαροχή για φορολογούμενη παροχή, είτε διότι στο πλαίσιο αυτό δεν πρόκειται για παράδοση πράγματος ή για υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας (21), είτε διότι απαλλάσσεται από τον φόρο δυνάμει του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 4, της έκτης οδηγίας.

42.      Μια κάρτα όπως η Grantoncard, η οποία χορηγεί αποκλειστικά και μόνον αξίωση για μείωση του τιμήματος κατά την αγορά ορισμένων υπηρεσιών, δεν ενσωματώνει αξίωση συγκεκριμένης χρηματικής παροχής, αλλ’ ούτε πρέπει να εξομοιώνεται με χρήμα στις συναλλαγές.

43.      Κατά συνέπεια, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι μια εκπτωτική κάρτα όπως η Grantoncard δεν εμπίπτει στα «λοιπά αξιόγραφα» του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας. Ως εκ τούτου, στην πώληση των Grantoncards δεν έχει εφαρμογή ούτε και η εκεί προβλεπόμενη απαλλαγή από τον φόρο.

 Γ       Φορολόγηση της χρήσης της Grantoncard

44.      Τέλος, με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ασκεί επιρροή στην ενδεχόμενη φοροαπαλλαγή της Grantoncard το γεγονός ότι κατά τη χρήση της κάρτας αυτής η επιβολή φόρου επί του αναλογικού μεριδίου του ποσού του ανταλλάγματος που καταβλήθηκε για την απόκτησή της δεν ανταποκρίνεται ουσιαστικά στην πραγματικότητα.

45.      Το αιτούν δικαστήριο θέτει το ερώτημα αυτό μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι Grantoncards συνιστούν «λοιπούς τίτλους» ή «λοιπά αξιόγραφα» κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημεία 5 ή 3, της έκτης οδηγίας. Καθόσον όμως τούτο δεν ισχύει, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, παρέλκει η απάντηση του Δικαστηρίου επί του ερωτήματος αυτού.

46.      Παρά ταύτα, θεωρώ χρήσιμο να προσθέσω μια διευκρίνιση σχετικά με το ερώτημα αυτό, δεδομένου ότι το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ενδέχεται να στηρίζεται σε εσφαλμένες προκείμενες όσον αφορά τη μεταχείριση των εκπτωτικών καρτών ή κουπονιών από πλευράς ΦΠΑ. Η Επιτροπή ορθώς επισήμανε ότι επί του σημείου αυτού πρέπει να ληφθεί υπόψη η νομολογία που έχει αναπτύξει το Δικαστήριο σε σχέση με τη χρήση κουπονιών τα οποία όταν χρησιμοποιούνται παρέχουν δικαίωμα μείωσης του τιμήματος, και τα οποία μπορούν εν προκειμένω να συγκριθούν με τις επίμαχες Grantoncards.

47.      Η χρήση της Grantoncard με σκοπό να ζητηθεί η παροχή των συνδεόμενων με αυτήν υπηρεσιών δεν οδηγεί, κατά τον χρόνο της εν λόγω χρήσης, σε επιβολή ΦΠΑ. Η βάση επιβολής του φόρου για τις υπηρεσίες που αποκτώνται με τη χρήση της κάρτας συνίσταται, κατά το άρθρο 11, Α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας, αποκλειστικά στο πραγματικό τίμημα που οφείλει να καταβάλει ο χρήστης της κάρτας και το οποίο είναι το μόνο που αντιπροσωπεύει την αξία της αντιπαροχής.

48.      Συγκεκριμένα, η νομολογία του Δικαστηρίου έχει δεχτεί μόνο σε δύο περιπτώσεις ότι, κατά τη χρήση κουπονιού για μείωση της κανονικής τιμής ορισμένης υπηρεσίας, το ίδιο το κουπόνι αντιπροσωπεύει ορισμένη αξία με αποτέλεσμα να προκύπτει αύξηση της βάσης επιβολής του φόρου σε σχέση με το τίμημα που καταβλήθηκε για την αγορά του εν λόγω κουπονιού.

49.      Αφενός, τούτο συμβαίνει όταν ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος παραλαμβάνει εκπτωτικό κουπόνι έχει τη δυνατότητα να προσκομίσει το κουπόνι αυτό σε τρίτον και να το ανταλλάξει με χρήματα (22). Στην περίπτωση αυτή, το κουπόνι που αποκτά ο υποκείμενος στον φόρο αντιπροσωπεύει για τον τελευταίο χρηματική αξία, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως μέσο πληρωμής στο πλαίσιο υπολογισμού της βάσης επιβολής του φόρου (23).

50.      Αφετέρου, ένα εκπτωτικό κουπόνι ασκεί επιρροή στο πλαίσιο υπολογισμού της βάσης επιβολής του φόρου κατά τη χρονική στιγμή που χρησιμοποιείται, εφόσον ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος το παραλαμβάνει έχει προηγουμένως ο ίδιος πωλήσει το κουπόνι αυτό. Στην περίπτωση αυτή, το κουπόνι πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί ως μέσο πληρωμής και, εφόσον χρησιμοποιηθεί, η αξία του να αποτιμηθεί στο χρηματικό ποσό που καταβλήθηκε κατά την προγενέστερη πώλησή του (24).

51.      Εν προκειμένω όμως, δεν συντρέχει καμία από τις δύο ανωτέρω προϋποθέσεις. Οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν αναλάβει έναντι της Granton Advertising την υποχρέωση να χορηγήσουν εκπτώσεις κατά τη χρήση της Grantoncard, αφενός, δεν έχουν οι ίδιες πωλήσει την εν λόγω κάρτα, αφετέρου, η προσκόμιση της Grantoncard δεν γεννά υπέρ αυτών αξιώσεις καταβολής έναντι τρίτων.

52.      Επομένως, το τίμημα το οποίο καταβλήθηκε για την απόκτηση της Grantoncard δεν ασκεί καμία επιρροή στον υπολογισμό της βάσης επιβολής του φόρου για την παροχή των υπηρεσιών που αποκτώνται με τη χρήση της Grantoncard. Κατά συνέπεια, η χρήση της κάρτας επίσης δεν θα πρέπει να βαρύνεται με φόρο επί του αναλογικού μεριδίου του ποσού του ανταλλάγματος που καταβλήθηκε για την απόκτησή της.

53.      Ωστόσο, συμμερίζομαι την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η πώληση της Grantoncard απαλλάσσεται από τον φόρο, εντούτοις η χρήση της κάρτας αυτής πρέπει να υπόκειται στον ΦΠΑ, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι υπόκειται ομοίως στον ΦΠΑ και το συνολικό ποσό που δαπανούν οι τελικοί καταναλωτές για την απόκτηση των συγκεκριμένων υπηρεσιών τις οποίες αφορά η Grantoncard. Δεδομένου όμως ότι οι φορολογικές απαλλαγές του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας δεν έχουν εφαρμογή, όπως προεκτέθηκε, στην πώληση της Grantoncard, η υπαγωγή στον ΦΠΑ του συνολικού ποσού το οποίο δαπανά τελικώς ο κάτοχος της Grantoncard για την απόκτηση των απαριθμούμενων σε αυτήν υπηρεσιών εξασφαλίζεται σε δύο στάδια —δηλαδή κατά την αγορά της Grantoncard και κατά τη χρήση της.

54.      Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, η απάντηση που πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων είναι ότι υπό συνθήκες όπως αυτές της κύριας δίκης, για τη χρήση της Grantoncard δεν θα πρέπει να επιβάλλεται φόρος επί του αναλογικού μεριδίου του ποσού του ανταλλάγματος που καταβλήθηκε για την απόκτησή της.

V –    Πρόταση

55.      Καταλήγοντας, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει μόνο στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Gerechtshof ‘s-Hertogenbosch, και δη ως εξής:

«Μια εκπτωτική κάρτα όπως η Grantoncard δεν εμπίπτει ούτε στην έννοια ‟λοιποί τίτλοι” του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 5, της έκτης οδηγίας ούτε στην έννοια ‟λοιπά αξιόγραφα” του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της ίδιας οδηγίας.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Βλ., συναφώς, τις πρόσφατες προτάσεις που ανέπτυξα στις 13 Σεπτεμβρίου 2012 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, C-310/11, Grattan.


3 – Αναφορά της επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής της 15ης Σεπτεμβρίου 2008 επί της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/EΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τη μεταχείριση των ασφαλιστικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (A6-0344/2008, σ. 22).


4 – Βλ. πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως της οδηγίας 2006/112/EΚ, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας όσον αφορά την αντιμετώπιση των κουπονιών, που δημοσιεύτηκε χωρίς ημερομηνία και αριθμό πρωτοκόλλου στην ιστοσελίδα http://ec.europa.eu/taxation_customs/taxation/vat/key_documents/legislation_proposed/index_de.htm (τελευταία πρόσβαση στις 5 Οκτωβρίου 2013), σ. 2.


5 – ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49.


6 – Βλ. αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2009, C-29/08, SKF (Συλλογή 2009, σ. I-10413, σκέψη 48), της 10ης Μαρτίου 2011, C-540/09, Skandinaviska Enskilda Banken (Συλλογή 2011, I-1509, σκέψη 30), της 5ης Ιουλίου 2012, C-259/11, DTZ Zadelhoff (σκέψη 22), και της 19ης Ιουλίου 2012, C-44/11, Deutsche Bank (σκέψη 36)· βλ. επίσης απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, C-350/10, Nordea Pankki Suomi (Συλλογή 2011, σ. I-7359, σκέψη 26).


7 – Βλ. επίσης αποφάσεις Skandinaviska Enskilda Banken (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 ανωτέρω, σκέψεις 31 επ.), DTZ Zadelhoff (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 ανωτέρω, σκέψη 23) και Deutsche Bank (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 ανωτέρω, σκέψη 37)· βλ. επίσης απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου 2001, C-235/00, CSC Financial Services (Συλλογή 2001, σ. I-10237, σκέψη 33).


8 – Βλ. απόφαση Skandinaviska Enskilda Banken (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 ανωτέρω, σκέψη 33).


9 – Κανονισμός (ΕΚ) 1777/2005 του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 2005, για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ για το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 288, σ. 1).


10 – Κατευθυντήριες γραμμές που υιοθετήθηκαν στην 63η συνεδρίαση της 17ης Ιουλίου 2001 — TAXUD/2441/01· βλ., για τη σημασία των κατευθυντηρίων γραμμών της επιτροπής ΦΠΑ, τις προτάσεις που ανέπτυξα στις 31 Ιανουαρίου 2013 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, C-155/12, RR Donnelley Global Turnkey Solutions Poland (σημεία 47 επ.).


11 – Βλ. άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της έκτης οδηγίας.


12  – Βλ. απόφαση DTZ Zadelhoff (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 42).


13 – Προτάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2010 στην υπόθεση Skandinaviska Enskilda Banken (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σημείο 22).


14 – Βλ. αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2007, C-455/05, Velvet & Steel Immobilien (Συλλογή 2007, σ. I-3225, σκέψη 24), της 22ας Οκτωβρίου 2009, C-242/08, Swiss Re Germany Holding (Συλλογή 2009, σ. I-10099, σκέψη 49), και Skandinaviska Enskilda Banken (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 21)· βλ. επίσης διάταξη της 14ης Μαΐου 2008, C-231/07 και C-232/07, Tiercé Ladbroke και Derby (Συλλογή 2008, σ. I-73*, σκέψη 24).


15 – Βλ. προτάσεις της 8ης Μαΐου 2012 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C-44/11, Deutsche Bank (σημεία 36 επ. και 51 επ. καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία και θεωρία).


16 – Βλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2013, C-424/11, Wheels Common Investment Fund Trustees κ.λπ. (σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


17 – Απόφαση SKF (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψεις 42 επ.).


18 – Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 1990, C-185/89, Velker International Oil Company (Συλλογή 1990, σ. I-2561, σκέψη 19), και της 21ης Μαρτίου 2013, C-91/12, PFC Clinic (σκέψη 23).


19 – Βλ. αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-45/01, Dornier (Συλλογή 2003, σ. I-12911, σκέψη 42), και PFC Clinic (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 23).


20 – Βλ. σημεία 25 έως 27 ανωτέρω.


21 – Υπ’ αυτή την έννοια πρέπει κατά τη γνώμη μου να γίνει αντιληπτή η απόφαση της 14ης Ιουλίου 1998, C-172/96, First National Bank of Chicago (Συλλογή 1998, σ. I-4387)· βλ., για περισσότερες πληροφορίες, Dobratz L., Leistung und Entgelt im Europäischen Umsatzsteuerrecht, 2005, σ. 47 επ. και 153 επ.


22 – Βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 1990, C-126/88, Boots Company (Συλλογή 1990, σ. I-1235, σκέψη 13).


23 – Βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-427/98, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2002, σ. I-8315, σκέψη 58).


24 – Βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-288/94, Argos Distributors (Συλλογή 1996, σ. I-5311, σκέψεις 18 έως 20).