Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

31.7.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 209/28


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Court of Appeal (Civil Division) (England & Wales) στις 26 Μαΐου 2010 — Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs κατά The Rank Group plc

(Υπόθεση C-259/10)

()

2010/C 209/39

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

Court of Appeal (Civil Division) (England & Wales)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείοντες: Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs

Αναιρεσίβλητη: The Rank Group plc

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Όταν υπάρχει διαφορετική εξ απόψεως ΦΠΑ μεταχείριση:

i)

μεταξύ παροχών που είναι πανομοιότυπες από την άποψη του καταναλωτή

ή

ii)

μεταξύ παρόμοιων παροχών που ικανοποιούν τις ίδιες ανάγκες του καταναλωτή,

είναι αυτό από μόνο του αρκετό για να διαπιστωθεί παραβίαση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας ή έχει σημασία να εξεταστούν (και αν ναι, κατά ποιον τρόπο)

α)

το νομικό και οικονομικό πλαίσιο·

β)

το αν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των πανομοιότυπων υπηρεσιών ή, ενδεχομένως, των επίμαχων παρόμοιων υπηρεσιών· και/ή

γ)

το αν η διαφορετική εξ απόψεως ΦΠΑ μεταχείριση προκάλεσε στρέβλωση του ανταγωνισμού;

2)

Μήπως ο φορολογούμενος του οποίου οι παροχές υπόκεινται κατά το εθνικό δίκαιο σε ΦΠΑ (λόγω της ασκήσεως από ένα κράτος μέλος της διακριτικής του ευχέρειας βάσει του άρθρου 13, Β, στοιχείο στ', της έκτης οδηγίας (1)) δικαιούται να αξιώσει επιστροφή του καταβληθέντος για τις παροχές αυτές ΦΠΑ λόγω παραβιάσεως της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας εξ αιτίας της φορολογικής μεταχειρίσεως άλλων παροχών (στο εξής: παροχές με τις οποίες γίνεται σύγκριση), όπου

α)

κατά το εθνικό δίκαιο υπέκειντο σε ΦΠΑ οι παροχές με τις οποίες γίνεται σύγκριση, αλλά

β)

οι φορολογικές αρχές του κράτους μέλους είχαν ως πρακτική να μεταχειρίζονται ως απαλλασσόμενες του ΦΠΑ τις παροχές με τις οποίες γίνεται σύγκριση;

3)

Αν στο ερώτημα 2 δοθεί καταφατική απάντηση, ποια συμπεριφορά καταλήγει εν προκειμένω σε πρακτική, και ειδικότερα:

α)

είναι αναγκαίο η φορολογική αρχή να έχει δηλώσει με σαφή και μη διφορούμενο τρόπο ότι οι παροχές με τις οποίες γίνεται σύγκριση θα αντιμετωπίζονται ως απαλλασσόμενες του ΦΠΑ·

β)

έχει σημασία το ότι τότε η φορολογική αρχή δήλωσε ότι κατανόησε με ελλιπή ή εσφαλμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την ορθή εξ απόψεως ΦΠΑ μεταχείριση των παροχών με τις οποίες γίνεται σύγκριση· και

γ)

έχει σημασία το ότι δεν χρεώθηκε από τον φορολογούμενο ούτε αξιώθηκε από τη φορολογική αρχή ΦΠΑ για την παροχή με την οποία γίνεται σύγκριση, αλλά η φορολογική αρχή προσπάθησε στη συνέχεια να εισπράξει αυτόν τον ΦΠΑ, τηρουμένων των συνήθων προθεσμιών παραγραφής κατά το εσωτερικό δίκαιο;

4)

Στην περίπτωση που η διαφορετική φορολογική μεταχείριση απορρέει από συνεπή πρακτική των εθνικών φορολογικών αρχών στηριζόμενη σε γενική αποδοχή του ορθού νοήματος της εσωτερικής νομοθεσίας, έχει σημασία για την ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας αν

i)

οι φορολογικές αρχές μετέβαλαν στη συνέχεια την πρακτική τους·

ii)

ένα εθνικό δικαστήριο έκρινε στη συνέχεια ότι η τροποποιημένη πρακτική στοιχεί με το ορθό νόημα της εσωτερικής νομοθεσίας·

iii)

αν γενικές αρχές του εσωτερικού και/ή του ευρωπαϊκού δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, του estoppel, της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, και/ή προθεσμίες παραγραφής εμποδίζουν το κράτος μέλος να εισπράξει ΦΠΑ για τις παροχές που προηγουμένως θεωρείτο ότι απαλλάσσονται του ΦΠΑ;


(1)  Οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).