Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61998C0034

Κοινες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα La Pergola της 7ης Σεπτεμβρίου 1999. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας. - Υποθέσεης C-34/98 και C-169/98. - Κοινωνική ασφάλιση - Χρηματοδότηση - Εφαρμοστέα νομοθεσία.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-00995


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Το αντικείμενο των υπό κρίση προσφυγών

1 Η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (στο εξής: Επιτροπή) ζήτησε από το Δικαστήριο, με χωριστές προσφυγές που άσκησε στις 12 Φεβρουαρίου 1998 (C-34/98) και στις 7 Μαου 1998 (C-169/98), να αναγνωρίσει, βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ αντιστοίχως) και από το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (1),

1) επιβάλλοντας την εισφορά για την εξόφληση του κοινωνικοασφαλιστικού χρέους (στο εξής: CRDS) στα εισοδήματα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας καθώς και στα υποκατάστατα εισοδήματα των εργαζομένων που κατοικούν μεν στη Γαλλία, αλλά εργάζονται εντός άλλου κράτους μέλους και οι οποίοι, δυνάμει του κανονισμού, δεν υπόκεινται στη γαλλική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως· και

2) επιβάλλοντας τη γενική εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως (στο εξής: CSG) στα εισοδήματα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας καθώς και στα υποκατάστατα εισοδήματα των εργαζομένων που κατοικούν μεν στη Γαλλία, αλλά, δυνάμει του κανονισμού, δεν υπόκεινται στη γαλλική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως.

Σε αμφότερες τις διαδικασίες, η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

2 Οι διαφορές αυτές αφορούν το πρόβλημα της προοδευτικής φορολογικοποιήσεως της χρηματοδοτήσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Η χρηματοδότηση της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας αντιπροσωπεύει ποσά καθόλου αμελητέα, καθόσον αντιστοιχεί στο 20 έως 30 % περίπου του ακαθάριστου εγχώριου προϋόντος στην πλειονότητα των κρατών μελών και προέρχεται κατά μεγάλο μέρος (αλλά σε πολύ διαφορετικές αναλογίες ανάλογα με τα συγκεκριμένα κράτη μέλη) από τις υποχρεωτικές εισφορές που επιβάλλονται στα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα, αφενός, και από το προϋόν των φόρων, αφετέρου (2). Σύμφωνα με τις προοπτικές που διαγράφηκαν στον πλαίσιο συζητήσεως που ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του '70, η αύξουσα προσφυγή στο προϋόν του φόρου (άμεση φορολογία, γενική ή ειδικών σκοπών, και έμμεση φορολογία) οφείλεται σε πολλές αιτίες: στην ανάγκη να αντιμετωπισθεί η αύξηση των δαπανών για την κοινωνικοασφαλιστική προστασία (γίνεται εδώ αναφορά στην προοδευτική γήρανση του πληθυσμού, συνδυαζόμενη με τη μείωση της διάρκειας του ενεργού βίου, και στην αύξηση των συνταξιοδοτικών παροχών) (3), καθώς και στην ανάγκη να καταστούν δικαιότεροι οι τρόποι της χρηματοδοτήσεως αυτής. ςΟπως θα δούμε, οι δύο ρυθμίσεις που αποτελούν το αντικείμενο των υπό κρίση προσφυγών συνιστούν απάντηση στην προβληματική αυτή. Στην εισαγωγή ανέφερα ότι οι δύο υποθέσεις που εξετάζουμε σήμερα «αφορούν» την φορολογικοποίηση της χρηματοδοτήσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Ξρειάζεται να γίνει μια διευκρίνιση. Στο πλαίσιο των διαφορών αυτών, γίνεται δεκτό ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καλύπτουν τη χρηματοδότηση αυτή μέσω μέτρων «φορολογικής» φύσεως που βαρύνουν το σύνολο των φορολογουμένων. Το αντικείμενο των δύο προσφυγών αφορά την ελευθερία «επιβολής φόρου» όχι γενικώς, αλλά μόνο στον βαθμό που ο φόρος βαρύνει τα εισοδήματα μιας πολύ συγκεκριμένης κατηγορίας φορολογουμένων: εκείνης των διακινουμένων εργαζομένων που κατοικούν εντός κράτους μέλους και οι οποίοι, λόγω της ασκήσεως μιας από τις ελευθερίες κυκλοφορίας που εγγυάται η Συνθήκη, υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία (κοινωνικής ασφαλίσεως) ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών.

II - Οι εφαρμοστέες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου

3 Τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης εγγυώνται την ελευθερία κυκλοφορίας των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων. Το Συμβούλιο έλαβε επίσης ως νομική βάση το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 42 ΕΚ) (4) εκδίδοντας τον κανονισμό που αποσκοπεί στον συντονισμό σε μεγάλο βαθμό των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως και στην κατά το δυνατόν εξάλειψη των εμποδίων που συνιστούν οι νομοθεσίες αυτές στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, μισθωτών ή μη μισθωτών (5).

Σύμφωνα με το άρθρο 1 («Ορισμοί»), στοιχείο ιι, του κανονισμού, «ο όρος "νομοθεσία" προσδιορίζει, για κάθε κράτος μέλος, τους υφιστάμενους ή μελλοντικούς νόμους, τις κανονιστικές πράξεις, κανονισμούς και κάθε άλλο μέτρο εφαρμογής, που αφορούν τους κλάδους και τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2 (...)».

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού («Προσωπικό πεδίο εφαρμογής») προβλέπει ότι «ο παρών κανονισμός ισχύει για μισθωτούς ή μη μισθωτούς που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη ή απάτριδες ή πρόσφυγες που κατοικούν στο έδαφος ενός κράτους μέλους, καθώς και για τα μέλη της οικογένειάς τους και για τους επιζώντες τους».

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού («Πεδίο εφαρμογής καθ' ύλη»), ορίζει ότι «ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

α) παροχές ασθενείας και μητρότητος·

β) παροχές αναπηρίας, περιλαμβανομένων εκείνων που προορίζονται για τη διατήρηση ή βελτίωση της ικανότητας βιοπορισμού·

γ) παροχές γήρατος·

δ) παροχές επιζώντων·

ε) παροχές εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών·

στ) επιδόματα λόγω θανάτου·

ζ) παροχές ανεργίας·

η) οικογενειακές παροχές».

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού διευκρινίζει ότι «ο παρών κανονισμός ισχύει για τα γενικά και ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, με ή χωρίς συνεισφορά (...)».

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού («Οι γενικοί Κανόνες»), που περιλαμβάνονται στον τίτλο II ο οποίος αφορά τον «προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας», προβλέπει ότι «τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους (...)».

Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 και 17 του κανονισμού (που διέπουν ειδικές περιπτώσεις), το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού προβλέπει τέλος ότι:

«α) το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

β) το πρόσωπο που ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους».

III - H υπό κρίση, στην υπόθεση C-34/98, εθνική ρύθμιση: η CRDS

4 H CRDS θεσπίστηκε με το άρθρο 14-I της ordonnance (κανονιστικής πράξεως) 96-50, της 24ης Ιανουαρίου 1996, περί της εξοφλήσεως του κοινωνικοασφαλιστικού χρέους (6) (στο εξής: κανονιστική πράξη 96-50). Στην CRDS υπόκεινται όλα τα φυσικά πρόσωπα που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία όσον αφορά τον καθορισμό του φόρου εισοδήματος (7). Η CRDS επιβάλλεται (καθόσον μας ενδιαφέρει εδώ) σε ορισμένα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα (όπως είναι οι μισθοί) και σε ορισμένα υποκατάστατα εισοδήματα (όπως είναι οι συντάξεις γήρατος και τα επιδόματα ανεργίας (8). Σύμφωνα με το άρθρο 15-III, σημείο 1, της κανονιστικής πράξεως 96-50, υπόκεινται επίσης στην CRDS τα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα και τα υποκατάστατα εισοδήματα αλλοδαπής πηγής που υπόκεινται στη Γαλλία στον φόρο εισοδήματος, τηρουμένων βεβαίως των φορολογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί προς αποφυγή της διπλής φορολογίας. Τα προτυπωμένα έντυπα δηλώσεως του εισοδήματος των φυσικών προσώπων περιλαμβάνουν ένα κεφάλαιο για τα «αλλοδαπά» εισοδήματα που υπόκεινται στην CRDS (9). Η CRDS επί των εισοδημάτων αλλοδαπής πηγής εκκαθαρίζεται, εισπράττεται και ελέγχεται από τη φορολογική υπηρεσία της Γαλλικής Δημοκρατίας σύμφωνα με τις ίδιες διαδικασίες και με τις ίδιες εγγυήσεις, προνόμια και κυρώσεις που ισχύουν για τον φόρο εισοδήματος (10). Η CRDS, της οποίας ο συντελεστής έχει καθορισθεί στο 0,5 % του φορολογητέου εισοδήματος (11), επιβάλλεται στα «εγχώρια ή όχι» εισοδήματα που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1ης Φεβρουαρίου 1996 και 31ης Ιανουαρίου 2009 (12).

5 Σύμφωνα με το άρθρο 6-I της κανονιστικής πράξεως 96-50, το προϋόν της CRDS διατίθεται στο Caisse d'amortissement de la dette sociale (ταμείο αποσβέσεως του κοινωνικοασφαλιστικού χρέους, στο εξής: Cades) (13), το οποίο είναι δημόσιος οργανισμός υπό τη διοικητική εποπτεία του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Κοινωνικής Ασφαλίσεως (14). Το άρθρο 2 της κανονιστικής πράξεως 96-50, που ορίζει κυρίως ως αποστολή του Cades την εκκαθάριση του κοινωνικοασφαλιστικού χρέους των 137 δισεκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (FRF), (15) το οποίο είχε σωρεύσει ο Agence centrale des organismes de sιcuritι sociale (κεντρικός φορέας των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, στο εξής: ACOSS), όπως διαπιστώθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1995, έναντι του Caisse des dιpτts et consignations, (ταμείου παρακαταθηκών, στο εξής: CDC) (16). Το χρέος αυτό προέρχεται από τη χρηματοδότηση μέσω του CDC των ζημιών που προκλήθηκαν από τη διαχείριση του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως το 1994 και το 1995, πέραν των προβλεπομένων ζημιών για το οικονομικό έτος 1996. Για την εκπλήρωση της αποστολής αυτής, το Cades, στο οποίο μεταβιβάστηκε το χρέος του ACOSS (βλ. άρθρο 4-I) από την 1η Ιανουαρίου 1996, πρέπει να πραγματοποιήσει μία σειρά καταβολών προκειμένου να αποσβεσθεί το κοινωνικοασφαλιστικό χρέος· ειδικότερα, μεταξύ 1996 και 2008, πρέπει να καταβάλλει ετησίως στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους το ποσό των 12,5 δισεκατομμυρίων FRF (17). Επιπλέον, για μόνο το έτος 1996, το Cades όφειλε να καταβάλει κατά ανώτατο όριο 3 δισεκατομμύρια FRF (18) στο Caisse nationale d'assurance maladie et maternitι des travailleurs non salariιs des professions non agricoles (εθνικό ταμείο υγιειονομικής ασφαλίσεως και ασφαλίσεως μητρότητας των μη μισθωτών εργαζομένων των μη γεωργικών επαγγελμάτων, στο εξής: Canam), ως (μερική τουλάχιστον) εξόφληση του υφισταμένου στις 31 Δεκεμβρίου 1995 χρέους και για τη χρηματοδότηση του προβλεπομένου ελλείμματος του οικονομικού έτους 1996 (βλ. άρθρο 4-II). Τα κεφάλαια που χρησιμοποιεί το Cades για τις πληρωμές αυτές δεν περιορίζονται στην CRDS που επιβάλλεται στα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα και στα υποκατάστατα εισοδήματα (ήτοι στον φόρο που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας), αλλά περιλαμβάνουν επίσης, για παράδειγμα, το προϋόν της CRDS που επιβάλλεται στα εισοδήματα από περιουσιακά στοιχεία (άρθρο 15-I), το προϋόν της CRDS που επιβάλλεται στις πωλήσεις ορισμένων πολυτίμων μετάλλων, λίθων και αντικειμένων τέχνης (άρθρο 17-I), το προϋόν της εκδόσεως ομολογιών (άρθρο 5-I), καθώς και της διαχειρίσεως και της πωλήσεως της ακίνητης περιουσίας των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως (άρθρο 9) (19).

IV - Η υπό κρίση, στην υπόθεση C-169/98, εθνική ρύθμιση: η CSG

6 Η CSG θεσπίσθηκε με το άρθρο 127 του νόμου περί δημοσίων οικονομικών για το 1991, 90-1168, της 29ης Δεκεμβρίου 1990 (20). Στην CSG υπόκεινται, όπως και στην CRDS, όλα τα φυσικά πρόσωπα που θεωρούνται ότι έχουν τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία όσον αφορά τον καθορισμό του φόρου εισοδήματος (21). Η CSG, η οποία ισχύει από την 1η Φεβρουαρίου 1991 (βλ. άρθρο 127 του νόμου 90-1168) και επιβάλλεται (καθόσον μας ενδιαφέρει εδώ) σε όλα τα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα και στα υποκατάστατα εισοδήματα (συμπεριλαμβανομένων εκείνων αλλοδαπής πηγής ή που αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή) τα οποία διαλαμβάνονται στα άρθρα L 136-2 επ. του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως (πρώην άρθρα 128 επ. του νόμου 90-1168): τούτο σημαίνει ότι σήμερα, μετά τη διεύρυνση της βάσεως επιβολής που αποφασίσθηκε, σε μια δεύτερη φάση, με τον νόμο 96-1160 (βλ. την υποσημείωση 8), η CSG έχει σχεδόν την ίδια βάση με την CRDS. Φυσικά, τα εισοδήματα που υπόκεινται στην CSG είναι εκείνα τα οποία φορολογούνται στη Γαλλία, τηρουμένων, σε περίπτωση εισοδημάτων πραγματοποιηθέντων στην αλλοδαπή, των διατάξεων των ισχυουσών διεθνών φορολογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί προς αποφυγή της διπλής φορολογίας.

7 Ωστόσο, αντίθετα προς την CRDS, η CSG που επιβάλλεται στα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα και στα υποκατάστατα εισοδήματα εισπράττεται απ' ευθείας από τους οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για την είσπραξη των υποχρεωτικών εισφορών στο γενικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, κατ' εφαρμογήν των διαδικασιών, εγγυήσεων και κυρώσεων που σχετίζονται με την είσπραξη των εισφορών στο γενικό σύστημα όσον αφορά τις ίδιες κατηγορίες εισοδημάτων (22). Σύμφωνα με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο της Επιτροπής, προκειμένου οι περί της CSG διατάξεις να μπορούν να εφαρμοσθούν στους εργαζομένους που δεν είναι ασφαλισμένοι στο γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, λόγω της επαγγελματικής τους δραστηριότητας την οποία ασκούν εντός άλλου κράτους μέλους, οι εργαζόμενοι αυτοί εκλήθησαν να καταθέσουν δήλωση στις Unions de recouvrement des cotisations de sιcuritι sociale et d'allocations familiales (ενώσεις εισπράξεως των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και οικογενειακών επιδομάτων, στο εξής: URSSAF) (23). Ωστόσο, κατόπιν των δυσχερειών που αντιμετωπίσθηκαν κατά την είπραξη της εισφοράς αυτής και με σκοπό τη βελτίωση των διαδικασιών εισπράξεών της, η Γαλλική Δημοκρατία αποφάσισε μονομερώς, στις 28 Νοεμβρίου 1994, να αναστείλει την είσπραξη της CSG όσον αφορά εκείνους που πραγματοποιούν εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα ή υποκατάστατα εισοδήματα (24).

8 Ο κανονικός συντελεστής της CSG, ο οποίος είχε κατ' αρχάς ορισθεί στο 1,1 % του φορολογητέου εισοδήματος, αυξήθηκε αρχικά στο 2,4 % το 1993, στο 3,4 % το 1996 και στο 7,5 % (6,2 % για τα υποκατάστατα εισοδήματα) το 1997 (25). Αρχικώς, το προϋόν της CSG καταβαλλόταν ολοσχερώς στο Caisse nationale des allocations familiales (εθνικό ταμείο οικογενειακών επιδομάτων, στο εξής: CNAF) (26). Σήμερα, κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου L 136-8, IV, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, το προϋόν της CSG που επιβάλλεται στα εισοδήματα (από επαγγελματική δραστηριότητα και στα υποκατάστατα εισοδήματα) καταβάλλεται αντιστοίχως στο CNAF, όσον αφορά το τμήμα που αντιστοιχεί στον συντελεστή 1,1 %, στο Fonds de solidaritι vieillesse (ταμείο αλληλεγγύης προς την τρίτη ηλικία, στο εξής: FSV) (27), όσον αφορά το τμήμα που αντιστοιχεί στον συντελεστή 1,3 %, και στα υποχρεωτικά συστήματα υγειονομικής ασφάλισης, όσον αφορά το τμήμα που αντιστοιχεί στο 5,1 % (CSG επί των εισοδημάτων από επαγγελματική δραστηριότητα) ή στο 3,8 % (CSG επί των υποκαταστάτων εισοδημάτων). Ο νόμος περί δημοσίων οικονομικών για το 1997 όρισε ότι μπορεί εν μέρει να εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα η CSG που επιβάλλεται στα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα και στα υποκατάστατα εισοδήματα (28).

9 Σκοπός της CSG, η οποία υποκαθιστά προοδευτικά τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως με φθίνοντα χαρακτήρα, είναι να εισαγάγει μια μορφή προοδευτικότητας των εισφορών που να αποτελεί συνάρτηση του φορολογητέου εισοδήματος (ή μάλλον της ικανότητας εκάστου προς καταβολή εισφορών). Με τον νόμο που δημιούργησε τον φόρο αυτό αποσκοπείται η ενίσχυση της ισοτιμίας, της αλληλεγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στην καθολικότητα των δικαιωμάτων για την κάλυψη των ασφαλιζομένων κινδύνων αντιστοιχεί έτσι η καθολικότητα των υποχρεώσεων χρηματοδοτήσεως: «[με την CSG], το κράτος επιδίωξε την ενίσχυση των αναδιανεμητικών τάσεων του συστήματος» (29). Η CSG, στηριζόμενη στην αρχή ότι σε ίσα εισοδήματα πρέπει να αντιστοιχεί ίση συνεισφορά, συνιστά κατά συνέπεια ένα εργαλείο που επιτρέπει την προσαρμογή των διαδικασιών χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως και το οποίο ανταποκρίνεται σε μια νέα αντίληψη της αλληλεγγύης, που χαρακτηρίζεται επί του παρόντος «καθολική», στην οποία βασίζεται το γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Η CSG υποκαθιστά έτσι εν μέρει εισφορές κοινωνικής ασφλίσεως οι οποίες, μέχρι τη δημιουργία της, βάρυναν υπερβολικά τα χαμηλά εισοδήματα, ενώ συγχρόνως είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των πόρων που προορίζονται για τις δαπάνες της κοινωνικής ασφαλίσεως (30). Η προοδευτικότητα που χαρακτηρίζει την CSG πρέπει επιπλέον να καταστήσει δυνατή τη μείωση του συντελεστή των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως (31). ύΟπως παρατήρησε η Γαλλική Κυβέρνηση, η CSG αντιπροσωπεύει το πρώτο στάδιο μιας μερικής φορολογικοποιήσεως της χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως, αποτελώντας έτσι μια μεταβατική φάση σε σχέση με ένα παραδοσιακό σύστημα που χαρακτηρίζεται από την περιορισμένη έκταση της παρεμβάσεως του κράτους, λόγω της επιλογής του νομοθέτη να απέχει από κάθε πρωτοβουλία, έστω και αν παρατηρούνται ελλείμματα στο γενικό σύστημα (32).

10 Θα υπενθυμίσω τώρα εν συντομία τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της CRDS και της CSG. Στο γαλλικό δίκαιο, πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για φόρους. Είναι «άμεσοι», όπως και κάθε φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων, και «ειδικού σκοπού»,δεδομένου ότι το προϋόν τους προορίζεται για ειδικό σκοπό. Οι δύο εισφορές πρέπει, έστω και αν γίνεται με διαφορετικό τρόπο, να «τροφοδοτούν» το γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως: κατά γενικό τρόπο όσον αφορά την CRDS, δεδομένου ότι προορίζεται για την απόσβεση του παθητικού που συσσώρευσε συνολικά το σύστημα αυτό (33), και κατά ειδικότερο τρόπο όσον αφορά την CSG, η οποία αφορά τους κλάδους οικογενειακών παροχών (για τις οποίες είναι αρμόδιο το CNAF), παροχών γήρατος (για τις οποίες είναι υπεύθυνο το FSV) και παροχών ασθενείας. Η CRDS και η CSG βαρύνουν (κατά τον ίδιο περίπου τρόπο) το σύνολο (καθόσον μας ενδιαφέρει εδώ) των εισοδημάτων από επαγγελματική δραστηριότητα και των υποκαταστάτων εισοδημάτων που έχουν την πηγή τους (ή πραγματοποιούνται) εντός άλλου κράτους μέλους (και υπόκεινται σε φόρο στη Γαλλία κατ' εφαρμογήν του εσωτερικού δικαίου ή των διατάξεων των φορολογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί προς αποφυγή της διπλής φορολογίας) όλων εκείνων οι οποίοι θεωρούνται ότι έχουν την κατοικία τους στη Γαλλία όσον αφορά τον καθορισμό του φόρου εισοδήματος. Τέλος, ναι μεν για την είσπραξη της CRDS που επιβάλλεται στα εισοδήματα αλλοδαπής πηγής είναι αρμόδια η φορολογική υπηρεσία, με τις ίδιες διαδικασίες και κυρώσεις που ισχύουν για τον φόρο εισοδήματος, πλην όμως η CSG εισπράττεται απευθείας από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, βάσει των διαδικασιών και με τις κυρώσεις που προβλέπονται για την είσπραξη των υποχρεωτικών εισφορών. Ωστόσο, αυτή η ειδική πτυχή της CSG δεν εμπόδισε το Συνταγματικό Συμβούλιο να τη θεωρήσει, επανειλημμένως, γνήσιο φόρο. Λόγω των προφανών ομοιοτήτων μεταξύ των δύο υποθέσεων, θεώρησα σκόπιμο να τις συνεξετάσω, διατυπώνοντας μια ενιαία σειρά προτάσεων για τις δύο προσφυγές.

V - Σύνθεση των επιχειρημάτων των διαδίκων

11 Για τους ήδη εκτεθέντες λόγους, οι δύο προσφυγές που άσκησε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), όπως και τα επιχειρήματα που προέβαλε για την άμυνά της η Γαλλική Δημοκρατία, έχουν αναπόφευκτα πολλές κοινές πτυχές τις οποίες θα εξετάσω κατωτέρω.

12 Η διαφωνία μεταξύ των διαδίκων προέρχεται κυρίως από το ότι στον κανονισμό δεν υπάρχει ορισμός της «εισφοράς κοινωνικής ασφαλίσεως». Η Επιτροπή φρονεί ότι η CRDS και η CSG είναι λιγότερο φόροι (υπό την έννοια του χαρακτηρισμού που δίδει το εσωτερικό δίκαιο και τον οποίο υπερασπίζεται η Γαλλική Κυβέρνηση και στις δύο διαδικασίες) απ' ό,τι συνήθεις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως και τονίζει ότι, αυτές καθεαυτές, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Η Επιτροπή στηρίζει τη θέση της σε αντικειμενικά χαρακτηριστικά, όπως είναι το αντικείμενο και ο προορισμός των επίμαχων χρηματικών επιβαρύνσεων (34). ςΟσον αφορά το αντικείμενό τους, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η βάση επιβολής τους συνίσταται από τα ίδια εισοδήματα (από επαγγελματική δραστηριότητα ή υποκατάστατα), που αποτελούν τον καρπό της κινητικότητας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, με εκείνα επί των οποίων επιβάλλονται οι υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως που καταβάλλονται εντός άλλου κράτους μέλους βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού. ύΟσον αφορά τον προορισμό τους, παρά τις διακρίσεις που πρέπει να γίνουν, οι δύο «συνεισφορές» προορίζονται αμφότερες για να τροφοδοτήσουν το σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η CRDS αφορά το σύστημα αυτό στο σύνολό του και, κατά συνέπεια, ωφελεί αναμφισβήτητα τους κλάδους που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (35). Η Επιτροπή προσθέτει ότι αληθεύει βεβαίως ότι η CSG δεν αφορά παρά ορισμένους κλάδους της γαλλικής κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά οι κλάδοι αυτοί συμπίπτουν με ορισμένους κλάδους που διαλαμβάνονται στο ίδιο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού: τις παροχές ασθένειας (στοιχείο αα), τις παροχές γήρατος (στοιχείο γγ) και τις οικογενειακές παροχές (στοιχείο ηη). Η Επιτροπή αναφέρει επιπλέον ότι η CSG μπορεί όχι μόνον να εκπέσει εν μέρει από το ακαθάριστο φορολογητέο εισόδημα όσον αφορά την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος, αλλά εισπράττεται επίσης απευθείας από τους ίδιους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως και σύμφωνα με τις ίδιες διαδικασίες βάσει των οποίων εισπράττονται οι υποχρεωτικές εισφορές.

13 Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι οι συνεισφορές αυτές, που επιβάλλονται στα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα ή στα υποκατάστατα εισοδήματα αλλοδαπής πηγής (ή τα οποία έχουν αποκτηθεί στην αλλοδαπή) όλων εκείνων οι οποίοι θεωρούνται ότι έχουν τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία, όσον αφορά τον καθορισμό του φόρου εισοδήματος, πλήττουν τελικώς τα εισοδήματα των εργαζομένων που εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και, κατά συνέπεια, όλων εκείνων οι οποίοι «υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη» (άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού). Πρόκειται κατ' ουσίαν για τους εργαζομένους οι οποίοι, μολονότι έχουν την κατοικία τους στη Γαλλία, αποκτούν ίδια εισοδήματα (από επαγγελματική δραστηριότητα ή υποκατάστατα) σε άλλο κράτος μέλος, εντός του οποίου ασκούν (ή έχουν ασκήσει) επαγγελματικές δραστηριότητες, δεδομένου ότι έκαναν χρήση της ελευθερίας κυκλοφορίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη. Η Επιτροπή παρατηρεί εν συνεχεία ότι το σύνολο των εργαζομένων που εμπίπτουν στον κανονισμό και τους οποίους αφορούν οι δύο προσφυγές που άσκησε δεν περιορίζεται ασφαλώς στους μεθοριακούς εργαζομένους, όπως τους ορίζει το άρθρο 1, στοιχείο ββ, του κανονισμού (36) ούτε, όπως υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση (βλ. κατωτέρω), στις κατηγορίες των «μεθοριακών» εργαζομένων που προβλέπονται στις συμβάσεις τις οποίες η Γαλλική Δημοκρατία έχει συνάψει με τα όμορα κράτη μέλη προς αποφυγή της διπλής φορολογίας (37).

14 Σύμφωνα με το προπαρατεθέν άρθρο 13 του κανονισμού - που αποτελεί τον κανόνα επιλύσεως των συγκρούσεων καθόσον χρησιμεύει, όπως τονίζει η Επιτροπή, για τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας -, οι εργαζόμενοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού υπόκεινται μόνο στη νομοθεσία του κράτους μέλους εντός του οποίου ασκούν τη δραστηριότητά τους (ή, αν πρόκειται για μισθωτό εργαζόμενο, του κράτους μέλους εντός του οποίου η επιχείρηση ή ο εργοδότης που τον απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του). Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή συνεπάγεται ότι στους εργαζομένους που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία, μολονότι ασκούν (ή έχουν ασκήσει) τη δραστηριότητά τους (ή μολονότι απασχολούνται ή έχουν απασχοληθεί από επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους ή την κατοικία τους) εντός άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας δεν μπορούν να επιβληθούν υποχρεωτικές εισφορές για τα εν λόγω εισοδήματα παρά μόνον εντός του τελευταίου αυτού κράτους. Η Επιτροπή όμως φρονεί ότι η επιβολή της CRDS και της CSG, πλέον των εισφορών που επιβάλλονται ήδη εντός άλλου κράτους μέλους επί της ιδίας βάσεως επιβολής (38), θίγει τον συντονισμό που απορρέει από το άρθρο 13 του κανονισμού, καθόσον ισοδυναμεί με διπλή επιβολή εισφορών και είναι συνεπώς αντίθετη προς την ανωτέρω υπομνησθείσα αρχή της ενότητας της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Επιβάλλοντας αυτή την έχουσα χαρακτήρα εισφοράς επιβάρυνση στα «αλλοδαπά» εισοδήματα των «διακινουμένων» εργαζομένων, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε μια εξουσία η οποία δεν της ανήκει (βλ. άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού). Τέλος, το γεγονός ότι οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται αδιακρίτως σε άτομα - στους μη διακινούμενους κατοίκους Γαλλίας και στους κατοίκους Γαλλίας που ασκούν ή έχουν ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα εντός άλλου κράτους μέλους - τα οποία τελούν σε αντικειμενικά διαφορετικές καταστάσεις από την άποψη της εφαρμοστέας νομοθεσίας κοινωνικής ασφαλίσεως (της νομοθεσίας δηλαδή που περιλαμβάνει τις διατάξεις περί των εχουσών χαρακτήρα συνεισφοράς επιβαρύνσεων) συνιστά, κατά την Επιτροπή, δυσμενή διάκριση αντίθετη προς τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης.

15 Η Γαλλική Κυβέρνηση εκθέτει ότι ο κανονισμός, που βασίζεται στο άρθρο 51 της Συνθήκης, απλώς προβλέπει τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως, χωρίς να αφαιρεί από τα κράτη μέλη την ελευθερία οργανώσεως στον τομέα αυτό, ελευθερία της οποίας κάνουν χρήση ελλείψει κοινοτικών μέτρων εναρμονίσεως (πράγμα το οποίο ισχύει εξάλλου, προσθέτει η Γαλλική Κυβέρνηση, στον τομέα της φορολογίας). Ο συντονισμός, υπό την ισχύουσα μορφή του, επιτρέπει να υπάρχουν ακόμα σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών. Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία παρατηρεί ότι ο κανονισμός παρέχει ορισμούς όσον αφορά το καθ' ύλην και το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του συντονισμού των διαφόρων εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά δεν περιέχει κανένα ορισμό της εννοίας «εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως». Εφόσον «το άρθρο 51 επιτρέπει να εξακολουθούν να υφίστανται διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών» (39), η σημειωθείσα παράλειψη είναι σημαντική, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, στον βαθμό που αποδεικνύει τη βούληση του Συμβουλίου να μην παρέμβει, εκδίδοντας τον κανονισμό, στην επιλογή των τρόπων χρηματοδοτήσεως των συστημάτων αυτών, καθόσον σε αντίθετη περίπτωση θα είχε περιλάβει στον κανονισμό ολόκληρη σειρά διατάξεων φορολογικού χαρακτήρα. Πρέπει συνεπώς κατ' ανάγκην να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι επίδικες διατάξεις, αμιγώς φορολογικού χαρακτήρα, μολονότι χρησιμεύουν για την υπό ευρεία έννοια χρηματοδότηση ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, παραμένουν εκτός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού και εξακολουθούν να υπάγονται στις ίδιες αρμοδιότητες των κρατών μελών. Η Γαλλική Κυβέρνηση υπερασπίζεται έτσι την αμιγώς φορολογική φύση της CRDS και της CSG και, κατά συνέπεια, το ότι δεν έχουν καμία σχέση με τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του κανονισμού, υπενθυμίζοντας ότι ο γενεσιουργός λόγος τους συνίσταται αποκλειστικά στη φορολογική κατοικία, ανεξάρτητα από την ιδιότητα των υποκειμένων στον φόρο ως «εργαζομένων» και ανεξάρτητα από το αν υπάγονται (ή έχουν εγγραφεί) στον γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως (40). Στην περίπτωση της CRDS, ειδικότερα, όχι μόνον η καταβολή της πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για τον συνήθη φόρο εισοδήματος, αλλά, επιπλέον, δεν υπάρχει δικαίωμα για καμία αντιπαροχή (πράγμα που χαρακτηρίζει συνήθως τις υποχρεωτικές εισφορές), καθόσον το προϋόν αυτής προορίζεται αποκλειστικά για την απόσβεση του κοινωνικοασφαλιστικού ελλείμματος εν γένει (και δεν συμβάλλει συνεπώς στη συγκεκριμένη χρηματοδότηση ενός ειδικού κλάδου κοινωνικής ασφαλίσεως με σκοπό την καταβολή παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως) και, σε τελική ανάλυση, καταβάλλεται στον προϋπολογισμό του κράτους, έχοντας απλώς «διέλθει» από το Cades. Εξάλλου, το Cades, που είναι ο πρώτος αποδέκτης της CRDS, δεν αποτελεί φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά οργανισμό χρηματοοικονομικού χαρακτήρα, ο οποίος δεν έχει βεβαίως ως σκοπό να προβαίνει σε παροχές οποιασδήποτε φύσεως. Κατά τον ίδιο τρόπο, όσον αφορά την CSG, η Γαλλική Κυβέρνηση αντλεί επιχείρημα από την έλλειψη οποιασδήποτε άμεσης αντιπαροχής υπό μορφήν κοινωνικοασφαλιστικών παροχών (κατάσταση η οποία μπορεί να συγκριθεί με εκείνη που προκύπτει από την πληρωμή του φόρου εισοδήματος).

16 Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η επίπτωση των εν λόγω φόρων στην κυκλοφορία των προσώπων είναι ελάχιστη, λόγω του σχετικά χαμηλού συντελεστή, ιδίως όσον αφορά την CRDS. Τέλος, όσον αφορά επίσης το προσωπικό πεδίο εφαρμογής των επίδικων επιβαρύνσεων, η Γαλλική Κυβέρνηση αποκλείει το ότι η CRDS και η CSG μπορούν να αφορούν όλους τους διακινούμενους εργαζόμενους που έχουν διατηρήσει τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία (όπως υποστηρίζει η Επιτροπή), καθόσον η πλειονότητα αυτών δεν υπάγεται εν πάση περιπτώσει στον γαλλικό φόρο (στον οποίο περιλαμβάνεται η CRDS και η CSG) εισοδήματος από αλλοδαπή πηγή, κατ' εφαρμογήν του γενικού κανόνα, που περιέχεται στις φορολογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί προς αποφυγή της διπλής φορολογίας, βάσει του οποίου το κράτος φορολογήσεως είναι το κράτος απασχολήσεως. Από αυτό, απ' όσο αντιλαμβάνομαι, προκύπτει μια σύμπτωση, όσον αφορά την εφαρμοστέα φορολογική νομοθεσία, με τη νομοθεσία που προβλέπεται γενικώς στο άρθρο 13 του κανονισμού. Μόνον εξαιρετικώς, και μάλιστα κατόπιν ειδικού αιτήματος των ενδιαφερομένων στηριζομένου στον ευνοϋκό χαρακτήρα της γαλλικής φορολογίας, οι διμερείς φορολογικές συμβάσεις στις οποίες μετέχει η Γαλλική Δημοκρατία προβλέπουν τη φορολόγηση στη Γαλλία των «μεθοριακών» εργαζομένων (βλ. την υποσημείωση 37) που κατοικούν στη Γαλλία αλλά ασκούν την επαγγελματική δραστηριότητά τους εντός άλλου κράτους μέλους, όσον αφορά τα εισοδήματα από τη δραστηριότητα αυτή: αυτοί είναι και οι μόνοι «διακινούμενοι» εργαζόμενοι τους οποίους αφορούν οι επίδικες επιβαρύνσεις. Περαιτέρω, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι το φορολογικό καθεστώς που προβλέπουν οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί προς αποφυγή της διπλής φορολογίας εφαρμόζεται φυσικά στην CRDS και στην CSG επιβεβαιώνει ότι αυτές έχουν αμιγώς φορολογική φύση και δεν αποτελούν εισφορές. Τέλος, η CRDS και η CSG δεν συνεπάγονται διακρίσεις, μολονότι αφορούν τόσο τους μη διακινούμενους όσο και τους διακινούμενους εργαζομένους, καθόσον εισπράττονται βάσει κοινού σε όλους τους ενδιαφερομένους αντικειμενικού κριτηρίου, ήτοι βάσει της φορολογικής κατοικίας τους στο γαλλικό έδαφος (γενεσιουργός αιτία του φόρου), ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του υποκειμένου στον φόρο (41).

VI - Νομική εκτίμηση

A - Η εκ μέρους των γαλλικών αρχών αναστολή της εισπράξεως της CSG δεν ασκεί επιρροή

17 Κατ' αρχάς θα κάνω μια προακαταρκτική παρατήρηση όσον αφορά ένα στοιχείο το οποίο, μολονότι το προέβαλε η Επιτροπή, δεν περιλαμβάνεται στα υπομνήματα της Γαλλικής Κυβερνήσεως όσον αφορά την CSG. Πρόκειται για μια προσφυγή που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης και ουδόλως ασκεί επιρροή το ότι το οικείο κράτος μέλος αποφάσισε μονομερώς να αναστείλει την είσπραξη του φόρου αυτού έναντι των «μεθοριακών» εργαζομένων (βλ. την υποσημείωση 7) την επομένη της παραλαβής του εγγράφου οχλήσεως της Επιτροπής με το οποίο κινήθηκε η προ της ασκήσεως της προσφυγής C-169/98 διοικητική διαδικασία. Η αναστολή της εισπράξεως του φόρου δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετή για να εξαλείψει την ενδεχομένως διαπραχθείσα εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους παράβαση αν, στην έννομη τάξη του, εξακολουθεί να υφίσταται μια ρύθμιση αντίθετη προς τις αμέσου αποτελέσματος κοινοτικές διατάξεις. Θα διετηρείτο μια διφορούμενη πραγματική κατάσταση που θα δημιουργούσε μια κατάσταση αβεβαιότητας στους πολίτες, όσον αφορά τις δυνατότητες που έχουν να επικαλεσθούν το κοινοτικό δίκαιο (42). Επισημαίνω εξάλλου ότι η Γαλλική Κυβέρνηση αιτιολόγησε την αναστολή της εισπράξεως της CSG αναφερόμενη στην πρόθεσή της να θεσπίσει νέα διαδικασία εισπράξεως (πράγμα που επιτρέπει να υποτεθεί ότι, αργά ή γρήγορα, η επιβάρυνση θα συνεχίσει να επιβάλλεται) και όχι στον λόγο ότι πείσθηκε για το βάσιμο των παρατηρήσεων της Επιτροπής, στις οποίες εξάλλου αντιτίθεται σταθερά με τα υπομνήματα που προσκόμισε στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών. Εξάλλου, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Γαλλική Δημοκρατία επιβεβαίωσε εκ νέου ότι η παράταση για τα πέντε τελευταία έτη της αναστολής της εισπράξεως της CSG οφείλεται, στην πραγματικότητα, στην αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού. Η αναστολή αυτή, που αποφασίσθηκε το 1994, δεν αποτελεί και δεν μπορεί να αποτελέσει τη λύση έναντι των αντιρρήσεων της Επιτροπής.

B - Αποτελούν η CRDS και η CSG άμεσους φόρους ή εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως; Το ζήτημα αυτό δεν ασκεί επιρροή

18 Ας έλθουμε τώρα στην ουσία. Από τη μελέτη των απόψεων των διαδίκων προκύπτει ότι το κύριο σημείο διαφωνίας είναι ο χαρακτηρισμός της CRDS και της CSG βάσει του οποίου μπορούν να υπαχθούν ή όχι στον κανονισμό. Κατά την άποψή μου ωστόσο, το ζήτημα του οποίου έχει επιληφθεί το Δικαστήριο τίθεται υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους τους οποίους δέχονται οι διάδικοι - μολονότι καταλήγουν σε αντίθετες λύσεις.

19 Κατ' αρχάς, δεν θεωρώ ότι είναι ορθή η γραμμή άμυνας της Γαλλικής Κυβερνήσεως. Ασφαλώς δεν αγνοώ την αρχή ότι «το κοινοτικό δίκαιο δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να ρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως» (43). Πρέπει ωστόσο να υπενθυμισθεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, «καίτοι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα εν λόγω κράτη πρέπει πάντως να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο» (44). Επιπλέον, κατά την άσκηση της εξουσίας τους, όσον αφορά τη ρύθμιση των συστημάτων της κοινωνικής ασφαλίσεως, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου (45), έστω και αν οι κανόνες στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως (όπως και οι κανόνες άμεσης φορολογίας) δεν έχουν εναρμονισθεί (46). Επιπλέον, πάντα κατά το Δικαστήριο, ακόμη και «το γεγονός ότι ένας κανόνας περιλαμβάνεται σε νόμο που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην ότι αυτός ο κανόνας εξαιρείται από το πεδίο αυτό» (47). Συνεπώς, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την άποψη ότι οι άμεσοι φόροι, αυτοί καθ' εαυτούς, ουδέποτε μπορούν να θίξουν την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού. Το άρθρο αυτό διατυπώνει ένα θεμελιώδη κανόνα όσον αφορά τον κοινοτικό συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, ο οποίος εφαρμόζεται μέσω του κανονισμού που αποσκοπεί στη θέσπιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (βλ. άρθρο 51), η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Κοινότητας (48). Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν μέτρα φορολογικής ή κοινωνικοασφαλιστικής φύσεως που αντιτίθενται, εμποδίζουν ή αποτρέπουν από την άσκηση αυτής της θεμελιώδους ελευθερίας του εργαζομένου (49). Αντίθετα προς τη Γαλλική Κυβέρνηση, αποκλείω συνεπώς την ύπαρξη, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, κάποιου είδους «φορολογικής ατέλειας» υπέρ των κρατών μελών.

20 Εν συνεχεία, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής που αποσκοπεί στο να αποδείξει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η εκ μέρους του Γάλλου νομοθέτη εφαρμογή της CRDS και της CSG είναι ασύμβατη προς το άρθρο 13 του κανονισμού με αφήνει επίσης αμήχανο. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα αυτό θεωρώντας ότι οι επίμαχες επιβαρύνσεις έχουν τη φύση εισφορών και όχι φορολογικό χαρακτήρα. Ωστόσο, με αυτή τη συλλογιστική, η ανάλυση της υποθέσεως περιπλέκεται άσκοπα. Η έννοια της εισφοράς κοινωνικής ασφαλίσεως δεν ορίζεται, πράγματι, στον κανονισμό. Ο χαρακτηρισμός ως εισφορών των επιβαρύνσεων που προβλέπει η γαλλική νομοθεσία, με βάση κριτήρια εκτιμήσεως όπως είναι η χρησιμοποίηση των καταβαλλομένων ποσών, στηρίζεται αποκλειστικά, συναφώς, σε ορισμένη νομολογία του Δικαστηρίου, που αφορά τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως ή τους φόρους κύκλου εργασιών. Η νομολογία αυτή ωστόσο στηρίζεται σε ορισμούς που παρέχει ο ίδιος ο κοινοτικός νομοθέτης (50). Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου έχει σίγουρα επικυρώσει την άποψη ότι μια χρηματική επιβάρυνση έχει τον χαρακτήρα κοινωνικής εισφοράς ή εισφοράς κοινωνικής ασφαλίσεως ανάλογα με το αντικείμενο στο οποίο προορίζεται το προϋόν της επιβαρύνσεως αυτής. Στην υπόθεση AGF Belgium (51), το Δικαστήριο είπε στην πραγματικότητα ότι το γεγονός και μόνον ότι ορισμένοι άμεσοι φόροι, όπως είναι οι προσαυξήσεις υποχρεωτικών ασφαλίστρων αυτοκινήτων, προορίζονται να συμβάλουν στη χρηματοδότηση οργανισμών που επιδιώκουν σκοπούς κοινωνικής φύσεως δεν επιτρέπει να θεωρηθούν οι φόροι αυτοί εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως (σκέψη 15). ηΟχι μόνο η άποψη που προβάλλει η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί σε ορισμούς που περιέχονται στο κείμενο του κανονισμού, ενώ σε τέτοιους ορισμούς στηρίζονται οι αποφάσεις που έχει εκδώσει το Δικαστήριο και στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή, αλλά πρόκειται επίσης για ζήτημα που αφορά ένα πολύπλοκο τομέα της νομοθεσίας όπου προβλέπεται βεβαίως ο συντονισμός, αλλά όχι ασφαλώς μέχρι σημείου εξαλείψεως των σημαντικών διαφορών ουσίας και διαδικασίας μεταξύ των λύσεων που γίνονται δεκτές σε εθνικό επίπεδο (52). Η αρχή της ασφαλείας δικαίου, την οποία εξάλλου επικαλείται επανειλημμένως η Γαλλική Κυβέρνηση, απαγορεύει ο ερμηνεύων να μπορεί να δημιουργεί κατηγορίες με βάση κριτήρια, τα οποία, εν προκειμένω, θα ήσαν το κριτήριο του αντικειμένου ή της χρησιμοποιήσεως της επιβαρύνσεως, για να χαρακτηρίσει τη συγκεκριμένη περίπτωση και να διαμορφώσει κατά συνέπεια το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού με βάση το πρότυπο της κατηγορίας το οποίο προτιμά. Ας μη μας διαφεύγει επιπλέον ότι οι τρόποι χρηματοδοτήσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως αποτελούν ένα πολύπλοκο σύνολο: η απόπειρα παρεμβολής μεμονωμένων μορφών επιβαρύνσεων σε γενικές κατηγορίες μπορεί στην περίπτωση αυτή να αποδειχθεί άκαρπη (53). Αρκεί να υπενθυμισθούν ορισμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού. Στην υπόθεση Klomp (54) το Δικαστήριο έκρινε πράγματι ότι «μια εισφορά που χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως [μπορεί να επιβληθεί] υπό τις μορφές υπό τις οποίες εισπράττονται οι φορολογικές επιβαρύνσεις». Στην απόφαση Rousseau Wilmot (55), το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως «τέλος μη φορολογικού χαρακτήρα» μια «ασφαλιστική εισφορά αλληλεγγύης» που δημιουργήθηκε για σκοπούς καθαρά κοινωνικής ασφαλίσεως και επιβλήθηκε στις εμπορικές εταιρίες με συντελεστή 0,1 % επί του ύψους του κύκλου εργασιών. Πρόσφατα ακόμα, στην απόφαση AGF Belgium, το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως «φορολογικά έσοδα» ορισμένες επιβαρύνσεις τις οποίες το αιτούν δικαστήριο έτεινε να θεωρήσει «εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως» (56). Οι εμπειρογνώμονες που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της χρηματοδοτήσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως διαπίστωσαν επιπλέον ότι τα κράτη υιοθετούν «τεχνικές που βρίσκονται στα όρια μεταξύ των εισφορών και των φόρων (...) έτσι ώστε καθίσταται πολύπλοκη η διάκρισή τους» (57), διευκρινίζοντας ότι «παραδείγματα των τάσεων αυτών απαντούν στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία και στην Ολλανδία» (58). Πρέπει να προστεθεί ότι το Δικαστήριο, έχοντας απολύτως συνείδηση του γεγονότος ότι οι παροχές κοινωνικοασφαλιστικής φύσεως δεν χρηματοδοτούνται αποκλειστικά μέσω υποχρεωτικών εισφορών (59), έκρινε ότι ο τρόπος χρηματοδοτήσεως των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν επηρεάζει τον τελικό χαρακτηρισμό τους όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού (60).

21 Ποιo συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί από τις ανωτέρω παρατηρήσεις; Τα κράτη μέλη οφείλουν εν πάση περιπτώσει να ασκούν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα της άμεσης φορολογίας τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο. Δεν βλέπω συνεπώς την ανάγκη να αποδείξω, κατ' αρχάς, όσον αφορά ενδεχόμενη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 13 του κανονισμού, το ότι ένας άμεσος φόρος συνιστά στην πραγματικότητα εισφορά, ενώ, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, που δεν παρουσιάζει διφορούμενα και υπενθυμίστηκε στο σημείο 19 ανωτέρω, η εξέταση της ενδεχόμενης υπάρξεως παραβάσεως των προπαρατεθεισών διατάξεων είναι ανεξάρτητη από τη φύση - ως «φόρου» ή ως «εισφοράς» - της επίμαχης επιβαρύνσεως. Η νομολογία αυτή επιβάλλει σε όλες τις περιπτώσεις στα κράτη μέλη να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο (συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού), ανεξάρτητα από το αν ασκούν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα της άμεσης φορολογίας ή στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως.

Γ - Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και, κατά συνέπεια, του άρθρου 13

22 Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρώ ότι η λύση του προβλήματος που συνιστά την αντίθεση μεταξύ Επιτροπής και Γαλλικής Δημοκρατίας έγκειται περισσότερο σε διαφορετική ερμηνεία του κανονισμού στο σύνολό του, και του άρθρου 13 ειδικότερα, που απορρέει από τα εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα στις δύο υπό κρίση υποθέσεις. Η Επιτροπή, μολονότι επιμένει ότι οι επίμαχες επιβαρύνσεις έχουν τη φύση «εισφορών» δεν παραλείπει ωστόσο να αναφερθεί συγχρόνως στην ευρεία έννοια της «νομοθεσίας» που προβλέπεται στον κανονισμό, στη ratio legis του άρθρου 13 του κανονισμού και στο γεγονός ότι, δεδομένης της νομικής βάσεώς του (βλ. ειδικότερα, το άρθρο 51 της Συνθήκης), ο κανονισμός αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Το συμπέρασμα προφανώς είναι ότι κάθε τι που είναι αντίθετο προς το πνεύμα (και φυσικά προς το γράμμα) του άρθρου 13 συνιστά, σε τελική ανάλυση, παράβαση των άρθρων 48 και 52 της Συνθήκης (61). Κατά το παρελθόν, το Δικαστήριο ακολούθησε μια παρόμοια ερμηνευτική συλλογιστική για να αποφανθεί επί των ζητημάτων επί των οποίων ο κανονισμός, όπως εδώ, δεν προέβλεπε τίποτα. Αναφέρομαι ιδίως στην απόφαση Aldewereld που αφορούσε την κατάσταση - η οποία δεν προβλεπόταν ευθέως σε καμία διάταξη του τίτλου II του κανονισμού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το άρθρο 13 - του εργαζομένου ο οποίος ασκεί τη δραστηριότητά του εκτός του εδάφους της Κοινότητας. Το Δικαστήριο, στην υπόθεση αυτή, έλυσε το ζήτημα της εφαρμοστέας νομοθεσίας στηριζόμενο στον «σκοπό που επιδιώκουν» οι επίμαχες διατάξεις (62). Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρώ ότι πρέπει να εξετασθεί αν - ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους - οι δύο επίμαχες επιβαρύνσεις μπορούν, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και, κατά συνέπεια, του άρθρου 13. Υπενθυμίζω ότι ο κανονισμός (και, κατά συνέπεια, το άρθρο 13) δεν παρέχει κανένα ορισμό που να είναι χρήσιμος για να λυθούν ευθέως τα ζητήματα που συνιστούν την αντίθεση της Επιτροπής και της Γαλλικής Δημοκρατίας, αλλά ότι τούτο δεν αποκλείει ότι το Δικαστήριο μπορεί να ερευνήσει αν το καθού κράτος μέλος διέπραξε παράβαση. «Η προσφυγή λόγω παραβάσεως [έχει] αντικειμενικό χαρακτήρα και (...), στο πλαίσιο αυτής της προσφυγής, στο Δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν η προσαπτόμενη παράβαση υφίσταται ή όχι» (63), στηριζόμενο φυσικά στα συγκεκριμένα στοιχεία που προσκομίζει η προσφεύγουσα.

23 Μεταξύ των κοινοτικών διατάξεων που επικαλείται η Επιτροπή, περιλαμβάνεται το άρθρο 1, στοιχείο ιι, του κανονισμού. Το άρθρο αυτό περιλαμβάνει ένα γενικό ορισμό του όρου «νομοθεσία» που αποτελεί το κεντρικό σημείο του άρθρου 13 (βλ. ανωτέρω, το σημείο 3). Πρόκειται για κάθε μέτρο που «αφορά» τους κλάδους και τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός. Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, «χαρακτηριστικό του ορισμού αυτού [της νομοθεσίας] είναι το ευρύ περιεχόμενό του (...) και πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε όλα τα εθνικά μέτρα που ισχύουν στον συγκεκριμένο τομέα» (64). Πρέπει σ' αυτό να προστεθεί ότι, πάντα κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όχι μόνον οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού (στον οποίο ανήκει το άρθρο 13) έχουν ως σκοπό την «αποφυγή της παράλληλης εφαρμογής περισσοτέρων εθνικών διατάξεων και των εξ αυτών δυναμένων να προκύψουν περιπλοκών» (65), αλλά «αποτελούν ένα σύστημα κανόνων άρσεως συγκρούσεως, η αρτιότητα του οποίου έχει ως αποτέλεσμα να έχει αφαιρεθεί από τον νομοθέτη κάθε κράτους μέλους η εξουσία προσδιορισμού της έκτασης και των προϋποθέσεων εφαρμογής της εθνικής του νομοθεσίας, όσον αφορά τα πρόσωπα που υπόκεινται σ' αυτήν και το έδαφος εντός του οποίου οι εθνικές διατάξεις παράγουν τα αποτελέσματά τους» (66).

24 Πρέπει κατά συνέπεια να ληφθεί υπόψη η υποχρέωση των κρατών μελών να τηρούν - κατά την άσκηση των εξουσιών τους που αφορούν τη διαρρύθμιση των συστημάτων τους κοινωνικής ασφαλίσεως - τις ισχύουσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (βλ. την υποσημείωση 45), ο πολύ ευρύς χαρακτήρας της εννοίας της «νομοθεσίας» που ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο ιι, του κανονισμού, ο σκοπός του άρθρου 13 που συνίσταται στο να αποφευχθεί η επιβάρυνση του διακινούμενου εργαζόμενου, ο οποίος υπόκειται σε περισσότερες ρυθμίσεις, με οποιαδήποτε επιπλοκή (η οποία θα αποτελούσε εμπόδιο της ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη) (67), καθώς και το προαναφερθέν «αποτέλεσμα» που οι κανόνες περί λύσεως των συγκρούσεων παράγουν ως προς τις αρμοδιότητες των κρατών μελών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως. Αν τούτα ισχύουν, τείνω να θεωρήσω ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (και, κατά συνέπεια, του άρθρου 13) ένα μέτρο το οποίο, παρά τον χαρακτηρισμό του ως «φορολογικού» μέτρου στο εσωτερικό δίκαιο, παρουσιάζει εκ φύσεως πτυχές που συνδέονται με το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή «αφορά» το σύστημα αυτό υπό την έννοια του άρθρου 13. Πρέπει σ' αυτό να προστεθεί ότι, αντίθετα προς τις άλλες αναφερόμενες περιπτώσεις (68), αφενός, το άρθρο 1, στοιχείο ιι, του κανονισμού δεν αποκλείει τα μέτρα χρηματοδοτήσεως από την έννοια της «νομοθεσίας» και, αφετέρου, τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο άλλων ειδικών διατάξεων του κανονισμού (69). Με άλλα λόγια ακόμα δεν νομίζω ότι επιτρέπεται να αποχωρίζονται τα μέτρα χρηματοδοτήσεως «μέσω του φόρου» από το σύνολο των μέτρων τα οποία, εμπίπτοντα αναμφίβολα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, διαρρυθμίζουν ένα συγκεκριμένο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα μέτρα χρηματοδοτήσεως «μέσω εισφορών», όπως δέχεται η Γαλλική Δημοκρατία. Η ορθή εφαρμογή του κανονισμού επιβάλλει να ερμηνεύονται, κατά το μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο συνεκτικό οι διατάξεις περί καθορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας (70). ηΟπως γίνεται φανερό, δεν λαμβάνω υπόψη τον χαρακτηρισμό που προσδίδει το εσωτερικό δίκαιο στα εν λόγω μέτρα χρηματοδοτήσεως. Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 13 δεν είναι βεβαίως αντίθετη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, το οποίο τείνει να ερμηνεύει τις διατάξεις του κανονισμού κατά σαφώς όχι περιοριστικό τρόπο (βλ. την υποσημείωση 64). Και δεν είναι μόνον αυτό. Στην ίδια νομολογία του Δικαστηρίου έχει συχνά διευκρινισθεί, όσον αφορά ακριβώς την ερμηνεία του κανονισμού, ότι «η ανάγκη ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου εντός της Κοινότητος σημαίνει ότι οι έννοιες στις οποίες αναφέρεται αυτό το δίκαιο δεν πρέπει να αλλάζουν ανάλογα με τις ιδιομορφίες κάθε εθνικού δικαίου, αλλά να στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, ορισμένα μέσα σε κοινοτικό πλαίσιο» (71). Εν προκειμένω, δεδομένης της δυσχέρειας που αντιμετωπίζει ο ερμηνεύων στον τομέα αυτό (βλ. σημείο 20), το αντικειμενικό κριτήριο που πρέπει να υιοθετηθεί έγκειται κατά τη γνώμη μου στην έρευνα της υπάρξεως άμεσης σχέσης μεταξύ των επίμαχων μέτρων και του γαλλικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

25 Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς ότι υφίσταται μεταξύ της CSG και της CRDS, αφενός, και του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, αφετέρου, μια σχέση που συνεπάγεται ότι ανήκουν αυτοδικαίως στη «νομοθεσία» κοινωνικής ασφαλίσεως υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ιι, του κανονισμού. Η σχέση αυτή αποτελείται κατ' ουσίαν από την ειδική χρησιμοποίηση του προϋόντος της CSG και της CRDS. Η χρησιμοποίηση αυτή είναι σαφέστατη. Αν αναλυθεί ακριβώς ο σκοπός τους, οι δύο επιβαρύνσεις μπορούν να θεωρηθούν ότι «αφορούν» κλάδους της κοινωνικής ασφαλίσεως που εμπίπτουν στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Για την ορθή εφαρμογή του κανονισμού, το Δικαστήριο έχει επιπλέον αναφερθεί στους «σκοπούς που επιδιώκει» ένα συγκεκριμένο εθνικό μέτρο, όταν δεν μπορεί να υπαχθεί σε μια αυστηρή κατάταξη, βάσει της οποίας θα μπορούσε με βεβαιότητα να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στις διατάξεις του κανονισμού (72). Για να τονισθεί εν συνεχεία το γεγονός ότι το Δικαστήριο, για να εκτιμήσει αν ο κανονισμός εφαρμόζεται, δεν λαμβάνει υπόψη τους χαρακτηρισμούς και δίνει περισσότερο σημασία στη φύση των εθνικών μέτρων που υποβάλλονται στην εξέτασή του, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει αποφασίσει ότι ακόμη και μια εθνική διάταξη που εκφεύγει της εφαρμογής του κανονισμού δεν μπορεί να εξαιρεθεί από την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως αν η επίμαχη διάταξη τελεί «προς τους νόμους που διέπουν τους κλάδους της κοινωνικής ασφαλίσεως που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71 [σε] σχέση που πρέπει να είναι άμεση και επαρκώς λυσιτελής» (73). Εν προκειμένω, για τους ήδη αναφερθέντες λόγους, θεωρώ ότι πράγματι υφίσταται μια σχέση τέτοιας φύσεως.

26 Ωστόσο, όσον αφορά τη σχέση που υφίσταται μεταξύ των επίμαχων επιβαρύνσεων και του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και η οποία αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, η Γαλλική Κυβέρνηση προέβη σε διακρίσεις. Ναι μεν δέχεται κατ' αρχήν ότι η CSG συμβάλλει στο να υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα σήμερα σε ορισμένους κλάδους της κοινωνικής ασφαλίσεως, πλην όμως διευκρίνισε ότι δεν μπορεί το ίδιο να υποστηριχθεί για τη CRDS, στον βαθμό που ο φόρος αυτός, σε τελική ανάλυση, προορίζεται για τον γενικό προϋπολογισμό, προκειμένου να αποσβεσθεί το έλλειμμα που έχει συσσωρεύσει συνολικά το γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως («απλός μηχανισμός εξοφλήσεως χρηματικής οφειλής»). Η άποψη που προβάλλει το καθού κράτος δεν μπορεί να με πείσει. Ναι μεν το Cades αποτελεί αμιγώς χρηματοοικονομικό οργανισμό, ο οποίος δεν είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση των κεφαλαίων της κοινωνικής ασφαλίσεως υπό στενή έννοια και ο οποίος οφείλει να καταβάλλει ετησίως το προϋόν της CRDS στον προϋπολογισμό του κράτους, πλην όμως οι καταβολές αυτές σκοπό έχουν να καλύψουν το χρηματοοικονομικό έλλειμμα των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή των οργανισμών που είναι εν πάση περιπτώσει υπεύθυνοι για τη διαχείριση κεφαλαίων κοινωνικής ασφαλίσεως και συντάξεων, όπως είναι το ACOSS και το CDC· αυτό δε το έλλειμμα, το οποίο μεταφέρθηκε με νόμο στο Cades πριν από τη δημιουργία της CRDS, αποτελεί τη συνέπεια, ειδικότερα, της καταβολής των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως κατά τη δεκαετία του '90. Ελλείψει «φορολογικής» χρηματοδοτήσεως, το έλλειμμα αυτό θα έπρεπε πιθανότατα να καλυφθεί με χρηματοδότηση μέσω «εισφορών» (με αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως) ή, αν η χρηματοδότηση αυτή παρέμενε η ίδια, μέσω μειώσεως ή περιορισμού της καταβολής των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως. Τούτο ακριβώς συμβαίνει όσον αφορά τη CSG: αυτή αντικατέστησε εν μέρει τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως (οι οποίες μειώθηκαν), ανταποκρινόμενη στις αυξανόμενες χρηματοοικονομικές ανάγκες του γαλλικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και αποφεύγοντας συγχρόνως την επιβολή αυξήσεων των εισφορών αυτών (βλ. σημείο 9). Θεωρώ συνεπώς ότι το «τέχνασμα» που συνίσταται στη μεταφορά στο Cades του κοινωνικοασφαλιστικού χρέους που έχει συσσωρεύσει το ACOSS δεν αρκεί για να μεταβάλει την πραγματική φύση του επίμαχου «χρηματοδοτικού μηχανισμού» και δεν μπορεί ούτε πρέπει να αποτελεί λόγο εξαιρέσεως της CRDS από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού: αυτή η αναδιαρρύθμιση των μέσων χρηματοδοτήσεως ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως εξακολουθεί να εμπίπτει στη γενική αρχή του άρθρου 13 του κανονισμού το οποίο, σε αντίθετη περίπτωση, θα εστερείτο κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας. Αν οι τρόποι χρηματοδοτήσεως όπως η CSG και η CRDS θεωρούνταν απολύτως ξένοι προς τον κανονισμό, τούτο θα επέτρεπε την εμφάνιση ενός εναλλακτικού συστήματος «εισφορών» που θα αντιστρατευόταν τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

27 Πρέπει εν συνεχεία να παρατηρηθεί ότι η κανονιστική πράξη 96-50, που δημιούργησε τη CRDS, εντάσσεται στο πλαίσιο μιας γενικής μεταρρυθμίσεως του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, που κρίθηκε απαραίτητη λόγω του ελλείμματος που συσσωρεύθηκε κατά τη δεκαετία του '90. Σύμφωνα όμως με όσα ρητώς ανέφερε ο νομοθέτης, η μεταρρύθμιση αυτή, όπως τόνισε η Επιτροπή, επιτρέπει τη διασφάλιση της «μελλοντικής ισορροπίας» και της «κοινωνικής και οικονομικής αποτελεσματικότητας» της γαλλικής κοινωνικής προστασίας (βλ. την υποσημείωση 19): τούτο σημαίνει ότι, σήμερα, χωρίς διαρθρωτικές πρωτοβουλίες όπως είναι η θέσπιση της CRDS, το εν λόγω σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δεν θα ήταν πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις υποχρεώσεις του. Θεωρώ ότι το αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται μέσω της θεσπίσεως της CRDS - ήτοι το ότι καθίσταται δυνατή η εύρυθμη λειτουργία ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και η συνέχιση της καταβολής των αντίστοιχων παροχών στους δικαιούχους - αποτελεί απόδειξη της άμεσης σχέσης που υφίσταται μεταξύ του επίμαχου ειδικού μέσου χρηματοδοτήσεως (που είναι ένας φόρος με συγκεκριμένο προορισμό) και του γαλλικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στο σύνολό του. Εξάλλου, για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού ένα μέσον χρηματοδοτήσεως όπως είναι η CRDS, αρκεί το μέσον αυτό να «αφορά» τους κλάδους και τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που διαλαμβάνονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί αναφανδόν η αντίρρηση της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι η CRDS εκφεύγει του κανονισμού επειδή δεν αφορά ειδικώς κανένα από τους κλάδους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 4, αλλά ενδιαφέρει το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο σύνολό του. Για μια φορά ακόμη, η προσέγγιση του καθού κράτους μου φαίνεται πολύ τυπολατρική. Θεωρώ αντιθέτως ότι είναι προφανές ότι, αν ένα μέτρο ενδιαφέρει το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο σύνολό του, «αφορά» επίσης αναγκαστικά έκαστο των κλάδων που απαριθμούνται στον κανονισμό για τον ορισμό του καθ' ύλην πεδίου εφαρμογής. Η αντίθετη λύση θα καθιστούσε υπερβολικά εύκολη την αποφυγή των διατάξεων όπως είναι το άρθρο 13. Το συμπέρασμά μου είναι συνεπώς ότι η CRDS και η CSG συνιστούν κατ' ουσίαν και από την άποψη του κανονισμού «εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως» εμπίπτουσες στη γαλλική «νομοθεσία» κοινωνικής ασφαλίσεως (74).

Δ - Η έλλειψη άμεσης αντιπαροχής για την επιβολή της CRDS και της CSG

28 Η Γαλλική Δημοκρατία, σκοπεύοντας πάντα να αποδείξει την αμιγώς φορολογική φύση της CRDS και της CSG και, κατά συνέπεια, το ότι αυτές δεν έχουν σχέση με τον κανονισμό, τονίζει την έλλειψη κάθε άμεσης αντιπαροχής υπό μορφή παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως: μόνον οι γνήσιες εισφορές παρέχουν δικαίωμα επί τέτοιου είδους αντιπαροχής. Η δική μου γνώμη είναι διαφορετική.

29 ήΟπως είδαμε ήδη, εμπίπτουν στο άρθρο 13 του κανονισμού και τα μέτρα διαρρυθμίσεως ενός συγκεκριμένου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που θεσπίζονται για τη χρηματοδότησή του· δεν έχει σημασία αν τα μέτρα αυτά έχουν αμιγώς τη φύση φόρου ή εισφοράς ή αν πρόκειται για ένα σύστημα που βρίσκεται στα όρια των δύο κατηγοριών. Ομοίως, η ύπαρξη ή η έλλειψη άμεσης αντιπαροχής δεν έχει σημασία· είναι αληθές ότι, στην περίπτωση της «φορολογικοποιήσεως» της χρηματοδοτήσεως αυτής, δεν υφίσταται έναντι της επίμαχης επιβαρύνσεως κάποια άμεση αντιπαροχή, τούτο όμως δεν σημαίνει για τον λόγο αυτό ότι ένα φορολογικό μέτρο που ενδιαφέρει ή «αφορά» την κοινωνική ασφάλιση υπό την προπαρατεθείσα έννοια μπορεί να εξαιρείται από τους κανόνες λύσεως των συγκρούσεων βάσει των οποίων είναι δυνατόν να καθορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο. Σε καμιά περίπτωση η υπενθυμισθείσα από τη Γαλλική Κυβέρνηση νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία μπορούν να θεωρηθούν «εισφορές» μόνον οι επιβαρύνσεις που συνιστούν την αντιπαροχή μιας παροχής, δεν επιτρέπει τη συναγωγή ενός τέτοιου συμπεράσματος (75). Τούτο δε για περισσότερους λόγους. Πρώτον, η παρατεθείσα από τη Γαλλική Δημοκρατία απόφαση AGF Belgium δεν φαίνεται να είναι λυσιτελής: η απόφαση αυτή αφορά τη διάκριση μεταξύ ενός τέλους που προορίζεται για την αντιμετώπιση των γενικών βαρών της δημόσιας διοίκησης και ενός τέλους που συνιστά την αντιπαροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας, οπότε δεν αφορά στην πραγματικότητα «εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως» (76), αλλά διάφορες κατηγορίες τελών που έχουν όλες φορολογικό χαρακτήρα. Δεύτερον, όπως είδαμε ανωτέρω, τα εθνικά μέτρα που θεσπίζουν «επιβαρύνσεις υπό μορφή εισφορών» δεν εξαιρούνται, στον βαθμό που πρόκειται για μέσα χρηματοδοτήσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, από το πλαίσιο της ειδικής «νομοθεσίας» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 13 του κανονισμού. Τρίτον, δεδομένου ότι η CSG αντικαθιστά εν μέρει κάποιες κατά κυριολεξία εισφορές και καθιστά δυνατή την αποφυγή αυξήσεως των υφισταμένων εισφορών και δεδομένου ότι η CRDS καθιστά πιθανώς δυνατή την αποφυγή την αύξηση των εισφορών ή τη μείωση ή τον περιορισμό της καταβολής των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ. το σημείο 26), το να γίνει δεκτή η άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως θα ισοδυναμούσε παραδόξως με την επιβολή ex novo «κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων» στους διακινουμένους εργαζομένους που δεν ανήκουν στο γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως (δηλαδή σ' αυτούς που δεν υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές στη Γαλλία), με συνέπεια ότι οι υποκείμενοι στον κανονισμό διακινούμενοι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να υπόκεινται σε επιβάρυνση (άνευ αντιπαροχής) προοριζόμενη, γενικώς, να ελαφρύνει τις εισφορές (με αντιπαροχή) που οφείλουν οι μη διακινούμενοι Γάλλοι εργαζόμενοι (77).

30 Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα τη CSG, η άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως ενέχει μια αντίφαση. Αφενός, το καθού κράτος προσπαθεί να αποδείξει τον φορολογικό χαρακτήρα της επίμαχης επιβαρύνσεως, προβάλλοντας το γεγονός ότι, αντίθετα προς συνήθη εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως, η επιβάρυνση αυτή δεν παρέχει δικαίωμα επί ουδεμιάς άμεσης αντιπαροχής· αφετέρου, όμως, υποστηρίζει ότι ο φόρος αυτός συνιστά «εργαλείο εθνικής αλληλεγγύης στο πλαίσιο του οποίου όλα τα εισοδήματα καλούνται να συμβάλλουν στην κοινωνική προστασία όλων», τούτο δε υπό μια γενική οπτική που αποσκοπεί στην αποκατάσταση μιας προοδευτικότητας ως προς την καταβολή εισφορών ανάλογα με το φορολογητέο εισόδημα εκάστου («σε ίσα εισοδήματα αναλογούν ίσες εισφορές»· βλ. το σημείο 9) (78). Αν όμως τούτο ισχύει, η κοινωνική προστασία χαρακτηρίζεται όλο και λιγότερο από την άμεση σχέση που η Γαλλική Δημοκρατία επιχειρεί να προβάλει μεταξύ των εισφορών που καταβάλλουν οι Γάλλοι εργαζόμενοι και των αντίστοιχων παροχών (79).

E - Η εξέταση του συμβατού της CRDS και της CSG προς το άρθρο 13 του κανονισμού

31 Τούτων δοθέντων, είναι σαφές ότι οι επίμαχες κοινωνικοασφαλιστικές επιβαρύνσεις είναι αντίθετες προς το άρθρο 13. Αφενός, πλήττουν, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή, όλους εκείνους οι οποίοι έχουν τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως των διακινουμένων εργαζομένων οι οποίοι εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Αφετέρου, η CRDS και η CSG επιβάλλονται στην ίδια βάση στην οποία επιβάλλονται οι κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές του κράτους μέλους στο οποίο οι εργαζόμενοι αυτοί ασκούν (ή άσκησαν) επαγγελματική δραστηριότητα. Η εν λόγω βάση επιβολής της επιβαρύνσεως αποτελεί τον καρπό της ασκήσεως της ελευθερίας της κυκλοφορίας που εγγυάται η Συνθήκη. Με την απόφαση Peremboom, το Δικαστήριο έκρινε ότι «το γεγονός ότι στον εργαζόμενο επιβάλλονται, για την ίδια αμοιβή λόγω παροχής εργασίας, κοινωνικοασφαλιστικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από την εφαρμογή διαφόρων εθνικών νομοθεσιών, ενώ δεν μπορεί να έχει την ιδιότητα του ασφαλισμένου παρά μόνον έναντι μιας και μόνης από τις νομοθεσίες αυτές, συνεπάγεται για τον εργαζόμενο αυτό διττή καταβολή εισφορών αντίθετη προς [το άρθρο 13 του κανονισμού]. (...) Η αμοιβή που εισπράττει ο εργαζόμενος για την εργασία αυτή δεν αποτελεί φορολογητέα βάση καταβολής εισφορών, έστω και μερικώς, βάσει της νομοθεσίας [του κράτους μέλους κατοικίας] και δεν εμπίπτει, ως εκ τούτου, στις κοινωνικοασφαλιστικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του» (80). υΟσον αφορά τους εργαζομένους που έχουν οριστικά παύσει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα (και οι οποίοι δικαιούνται υποκατάστατο εισόδημα, το οποίο υπόκειται και αυτό τόσο στη CRDS όσο και στη CSG), ο κανόνας που ισχύει είναι ότι, πάντοτε βάσει των διατάξεων του τίτλου II του κανονισμού, «ο δικαιούχος συντάξεως δεν μπορεί να υποχρεώνεται, λόγω του ότι κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους, να καταβάλλει εισφορές σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως για τη χορήγηση παροχών που βαρύνουν φορέα άλλου κράτους μέλους» (81).

32 Επαναλαμβάνω ότι το να θεωρηθούν οι επίμαχες επιβαρύνσεις ότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και, κατά συνέπεια, ότι απαλλάσσονται των απαιτήσεων που επιβάλλει το άρθρο 13 θα είχε ως συνέπεια να στερηθεί το άρθρο αυτό, όπως το ερμηνεύουν οι αποφάσεις Perenboom και Noij, κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας (82). Οι διατάξεις βάσει των οποίων καθορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το άρθρο 13) «πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του στόχου τους, συνισταμένου στο να συμβάλλουν, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, στην εγκαθίδρυση μιας όσο είναι δυνατόν πληρέστερης εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινουμένων εργαζομένων, αρχής που αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας» (83). Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι εθνικές διατάξεις στον τομέα της κοινωνικής προστασίας, που έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν μειονεκτική ή να θέτουν δυσμενείς συνθήκες όσον αφορά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας εκτός του εδάφους του ενδιαφερομένου κράτους μέλους είναι αντίθετες προς τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης (84)· τούτο ισχύει προφανώς και για τις εθνικές διατάξεις που αφορούν τη χρηματοδότηση της κοινωνικής προστασίας (85). Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρώ ότι δεν επιδέχεται συζήτηση το ότι η επιβολή «κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων» - οποιασδήποτε φύσεως - εκ μέρους κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο ο διακινούμενος εργαζόμενος ασκεί (ή άσκησε) επαγγελματική δραστηριότητα συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων, στον βαθμό που τους αποτρέπει από το να κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τα οποία τους εγγυάται η Συνθήκη.

Z - Εκτίμηση των αποτελεσμάτων της CRDS και της CSG

33 Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, πρέπει να σχετικοποιηθεί η σημασία του ενδεχομένου εμποδίου που μπορεί να θεωρηθεί ότι προκύπτει από την εφαρμογή των δύο επίμαχων επιβαρύνσεων. Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία τονίζει τους σχετικά χαμηλούς συντελεστές (ο συντελεστής της CRDS είναι 0,5 %, ενώ εκείνος της CSG, που είναι 7,5 ή 6,2 %, ανάλογα με τη βάση επιβολής, είναι πάντοτε χαμηλότερος από τον συνήθη συντελεστή των εισφορών) και το γεγονός ότι οι δύο επιβαρύνσεις αφορούν μόνο ένα ελάχιστο τμήμα των διακινουμένων εργαζομένων οι οποίοι, ενώ ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στην αλλοδαπή, διατηρούν τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία. Οι διεθνείς φορολογικές συμβάσεις που έχει συνάψει η Γαλλική Δημοκρατία προς αποφυγή της διπλής φορολογίας, με βάση το πρότυπο της φορολογικής συμβάσεως σχετικά με τον φόρο εισοδήματος και τον φόρο περιουσίας που έχει καταρτίσει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, προβλέπουν, κατά γενικό κανόνα, ότι τα εισοδήματα από μισθωτή ή ανεξάρτητη εργασία φορολογούνται εντός του συμβαλλομένου κράτους μέλους εντός του οποίου έχουν την πηγή τους ή εντός του κράτους στο οποίο ασκείται η επαγγελματική δραστηριότητα (βλ. άρθρα 14 και 15). Τούτο σημαίνει ότι τα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα που ασκήθηκε εντός άλλου κράτους μέλους από εργαζόμενους οι οποίοι διατήρησαν τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία δεν μπορούν να υπόκεινται στις δύο επίδικες επιβαρύνσεις. Οι φορολογικές συμβάσεις που συνήψε η Γαλλική Δημοκρατία με τα όμορα κράτη μέλη μόνο κατ' εξαίρεση προβλέπουν ότι τα εισοδήματα μιας ειδικής κατηγορίας διακινουμένων φορολογουμένων, ήτοι των «μεθοριακών εργαζομένων» (βλ. την υποσημείωση 37), φορολογούνται εντός τους κράτους κατοικίας και όχι εντός του κράτους απασχολήσεως (βλ. το σημείο 13). Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, ωστόσο, η CRDS και η CSG δεν αφορούν παρά ελάχιστο τμήμα των εργαζομένων που καλύπτονται από τον κανονισμό, πράγμα που συνεπάγεται, αν καταλαβαίνω καλά, ότι οι δύο επιβαρύνσεις δεν πρέπει να δέχονται καμία επίκριση.

34 Η άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως προκαλεί ωστόσο δύο σειρές αντιρρήσεων. Κατ' αρχάς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένα εθνικό μέτρο που δημιουργεί μόνο «μικρό» εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων ή σε μια άλλη θεμελιώδη ελευθερία την οποία εγγυάται η Συνθήκη δεν παύει γι' αυτό να είναι ασύμβατο προς το κοινοτικό δίκαιο (βλ. την υποσημείωση 65). Εν συνεχεία, το επιχείρημα που επικεντρώνεται στις διατάξεις των συμβάσεων στις οποίες μετέχει και η Γαλλική Δημοκρατία παραλείπει να εξηγήσει τη διαφορετική μεταχείριση την οποία επιφυλάσσουν οι συμβάσεις αυτές στα υποκατάστατα εισοδήματα σε σχέση με εκείνα που προέρχονται από επαγγελματική δραστηριότητα. Αντίθετα προς τα τελευταία αυτά, τα υποκατάστατα εισοδήματα φορολογούνται, κατά γενικό κανόνα, εντός του συμβαλλομένου κράτους κατοικίας. Τούτο ισχύει στην περίπτωση των συντάξεων ή στην περίπτωση κάθε άλλου εισοδήματος διαφορετικού από εκείνα (από δραστηριότητα) που προβλέπονται ειδικώς σε άλλες διατάξεις των συμβάσεων (86). Τούτο σημαίνει ότι η CRDS και η CSG πλήττουν τα υποκατάστατα εισοδήματα όλων των εργαζομένων που έχουν διατηρήσει τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία, και όχι μόνο των «μεθοριακών» εργαζομένων.

H - Η ενέχουσα δυσμενείς διακρίσεις πτυχή της CRDS και της CSG

35 Η Επιτροπή τονίζει, τέλος, ότι οι επίμαχες επιβαρύνσεις, που εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους εκείνους οι οποίοι έχουν τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία, καταλήγουν στο να εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των διακινουμένων εργαζομένων, στον βαθμό που δεν λαμβάνεται υπόψη η διαφορετική αντικειμενική κατάστασή τους. Συγκεκριμένα, οι εργαζόμενοι αυτοί, αντίθετα από εκείνους που δεν έφυγαν από τη Γαλλική Δημοκρατία για να ασκήσουν αλλού επαγγελματική δραστηριότητα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Θεωρώ ότι η Επιτροπή απλώς αναφέρεται, από την άποψη των άρθρων 48 και 52 της Συνθήκης, στην ίδια παράβαση με εκείνη που διαπιστώθηκε ήδη σε σχέση με το άρθρο 13 του κανονισμού.

36 Το προπαρατεθέν άρθρο του κανονισμού αποσκοπεί, πράγματι, στο να διακρίνει την κατάσταση του διακινουμένου εργαζομένου σε σχέση με εκείνη του μη διακινουμένου και να αποφευχθεί έτσι το ενδεχόμενο ο πρώτος να υπάγεται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους κατοικίας, αν αυτό διαφέρει από το κράτος στο οποίο ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητά του. Ο κανονισμός, απαγορεύοντας τη σώρευση των νομοθεσιών διαφόρων κρατών μελών, αποβλέπει στο να διακρίνει σαφώς την κατάσταση του διακινουμένου εργαζομένου. Τούτο δε, προφανώς, με σκοπό να αποφευχθούν οι επιπλοκές στις οποίες μπορεί να εμπλακεί αν, έχοντας ασκήσει την επαγγελματική δραστηριότητά του εντός διαφόρων κρατών μελών, υπάγεται ή υπήχθη σε διάφορες νομοθεσίες (άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού), αντίθετα προς εκείνον ο οποίος δεν έφυγε από τη χώρα καταγωγής του. Συνεπώς, ο ίδιος ο κανονισμός προέβη σε διάκριση, θέτοντας την αρχή του κανονιστικού συντονισμού με βάση την ειδική κατάσταση του διακινουμένου εργαζομένου. Κατ' ουσίαν, η δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού είναι σαφέστατη: «για να διασφαλισθεί καλύτερα η ισότητα μεταχείρισης όλων των εργαζομένων που απασχολούνται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, πρέπει να καθορίζεται ως εφαρμοστέα νομοθεσία, κατά γενικό κανόνα, η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ο ενδιαφερόμενος ασκεί την έμμισθη ή μη δραστηριότητά του» (η υπογράμμιση δική μου). Το στοιχείο που χρησιμοποιεί ο κοινοτικός νομοθέτης για να καθορίσει το εφαρμοστέο δίκαιο δεν είναι η «φορολογική κατοικία», αλλά ο τόπος στον οποίο ασκείται (ή ασκήθηκε) η επαγγελματική δραστηριότητα. Είναι προφανές, για τον λόγο αυτό, ότι η εφαρμογή, αδιακρίτως, της CRDS και της CSG σε όλους τους εργαζομένους που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία, συμπεριλαμβανομένων των διακινουμένων εργαζομένων που ασκούν τη δραστηριότητά τους εντός άλλου κράτους μέλους, έχει ως αποτέλεσμα να υφίστανται οι τελευταίοι αυτοί δυσμενή διάκριση, αντίθετα προς το άρθρο 13 που απαγορεύει τη σώρευση των νομοθεσιών και, σε τελική ανάλυση, προς τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης, στα οποία στηρίζεται ο κανονισμός ως μέσον εφαρμογής τους (βλ. το άρθρο 51, τη νομική βάση).

37 Παρατηρώ τέλος, συναφώς, ότι μπορεί να γίνει κατ' αναλογία επίκληση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με εσωτερικούς φόρους ενέχοντες διακρίσεις [που απαγορεύονται από το άρθρο 95 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 90 ΕΚ)] (87). Ακριβέστερα: ναι μεν είναι αληθές ότι, για τη CRDS και για τη CSG, το γενεσιουργό γεγονός της φορολογήσεως είναι αντικειμενικό και είναι το ίδιο για όλους τους κατοίκους της Γαλλίας, πλην όμως η επιβολή στους διακινουμένους εργαζομένους της υποχρεώσεως να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στο οποίο δεν υπάγονται έχει ως αποτέλεσμα να υφίστανται δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους μη διακινουμένους εργαζομένους, οι οποίοι είναι οι μόνοι που μπορούν να τύχουν των παροχών που καταβάλλει το σύστημα αυτό.

VII - Πρόταση

38 Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω κατά συνέπεια στο Δικαστήριο:

- να δεχθεί τις δύο προσφυγές, αναγνωρίζοντας ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν αντιστοίχως, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ) και από το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος,$

1) επιβάλλοντας την εισφορά για την εξόφληση του κοινωνικοασφαλιστικού χρέους στα εισοδήματα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας και στα υποκατάστατα εισοδήματα των μισθωτών εργαζομένων και των ελευθέρων επαγγελματιών οι οποίοι κατοικούν στη Γαλλία, αλλά εργάζονται εντός άλλου κράτους μέλους και οι οποίοι, δυνάμει του κανονισμού, δεν υπόκεινται στη γαλλική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως, και

2) επιβάλλοντας τη γενική εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως στα εισοδήματα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας καθώς και στα υποκατάστατα εισοδήματα των εργαζομένων που κατοικούν στη Γαλλία, αλλά οι οποίοι, δυνάμει του κανονισμού, δεν υπόκεινται στη γαλλική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως,

και

- να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(1) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73, στο εξής: κανονισμός), όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1). Μετά την έκδοσή του υπό ενιαία μορφή, ο κανονισμός τροποποιήθηκε εν συνεχεία με τους κανονισμούς (ΕΚ) 1223/98 του Συμβουλίου, της 4ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ L 168, σ. 1), (ΕΚ) 1606/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ L 209, σ. 1), και (ΕΚ) 307/99 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1999 (ΕΕ L 38, σ. 1).

(2) - Επί παραδείγματι, το 1988, οι πόροι φορολογικής φύσεως αντιπροσώπευαν, σε σχέση με το σύνολο των στοιχείων της χρηματοδοτήσεως της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας, 77,5 % στη Δανία, 18,2 % στη Γαλλία, 25,2 % στη Γερμανία, 14,6 % στις Κάτω Ξώρες και 43,4 % στο Ηνωμένο Βασίλειο (Βλ. Euzeby, A., Le financement de la protection sociale dans les pays de la CEE: problθmes et perspectives, εργασίες του συνεδρίου «Quel avenir pour l'Europe sociale: 1992 et aprθs?», Βρυξέλλες, 16 και 17 Νοεμβρίου 1990, εκδ. Ciaco, 1992, σ. 133, πίνακας 3, ιδίως σ. 157).

(3) - Οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαντικότερων δαπανών όσον αφορά τις διακυμάνσεις του «βάρους» των συνολικών δημόσιων δαπανών σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προϋόν των κρατών μελών της Κοινότητας (Sigillς Massara, G., «Il finanziamento della sicurezza sociale nella CEE: problemi e prospettive», Il sistema previdenziale europeo, επιμέλεια R. Pessi, CEDAM, Μιλάνο, 1993, σ. 135, ειδικότερα, σ. 136, όπου παρατίθενται τα στοιχεία του OΟΣΑ).

(4) - Ο κανονισμός εξάλλου εκδόθηκε επίσης βάσει του άρθρου 235 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 308 ΕΚ).

(5) - Ο κανονισμός, που αφορούσε αρχικά αποκλειστικά τους μισθωτούς εργαζομένους, επεκτάθηκε εν συνεχεία στους μη μισθωτούς εργαζομένους με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1390/81 του Συμβουλίου, της 12ης Μαου 1981, περί επέκτασης στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (ΕΕ L 143, σ. 1). Δεδομένου ότι η Συνθήκη ΕΚ δεν προέβλεψε τις ειδικές εξουσίες δράσης που προϋποθέτει η επέκταση αυτή, ο κανονισμός 1390/81 έχει ως νομική βάση τα άρθρα 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 2 ΕΚ) και 7 (που καταργήθηκε με τη Συνθήκη του υΑμστερνταμ), καθώς και 51 και 235 της Συνθήκης ΕΚ.

(6) - Journal officiel de la Rιpublique franηaise (Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας, στο εξής: JORF) της 25ης Ιανουαρίου 1996, σ. 1226.

(7) - Βλ. άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, της κανονιστικής πράξεως 96-50 που παραπέμπει στο άρθρο L 136-1 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως· το ισχύον άρθρο L 136-1 του κώδικα κοινωνικής ασφλαίσεως (πρώην άρθρο 127 του νόμου 90-1168 περί θεσπίσεως της CSG: βλ., κατωτέρω, υποσημείωση 20) τροποποιήθηκε με τον διορθωτικό νόμο περί δημοσίων οικονομικών για το 1993, 93-859, της 22ας Ιουνίου 1993.

Θεωρούνται ως έχοντα τη φορολογική κατοικία του στη Γαλλία τα πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 Β του γενικού φολογικού κώδικα ήτοι: «τα πρόσωπα που έχουν στη Γαλλία την κατοικία τους ή τον τόπο της κύριας διαμονής τους· εκείνα που ασκούν στη Γαλλία επαγγελματική δραστηριότητα, μισθωτή ή όχι, εκτός αν αποδεικνύουν ότι η δραστηριότητα αυτή ασκείται δευτερευόντως· εκείνα που έχουν στη Γαλλία το κέντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων τους». Αντιθέτως, όπως και η CSG (βλ. υποσημείωση 21), η CRDS δεν εφαρμόζεται στα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα που αποκτήθηκαν στη Γαλλία από τους εργαζομένους (μισθωτούς ή όχι) οι οποίοι, μολονότι υπόκεινται στη γαλλική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, έχουν τη φορολογική κατοικία τους εντός άλλου κράτους μέλους.

(8) - Τα εισοδήματα στα οποία επιβάλλεται η CRDS είναι σε μεγάλο βαθμό τα ίδια με εκείνα στα οποία επιβάλλεται περαιτέρω η CSG [βλ. άρθρο 14-I, δεύτερο εδάφιο, της κανονιστικής πράξεως 96-50, που παραπέμπει στα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα και στα υποκατάστατα εισοδήματα που παρατίθενται στα άρθρα L 136-2 έως L 136-4 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, όσον αφορά την CSG. Τα άρθρα L 136-1 έως L 136-5 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως αποτελούν την ενσωμάτωση στον κώδικα των νομοθετικών διατάξεων που θέσπισαν την CSG (βλ. άρθρο 7 του νόμου 93-936, της 22ας Ιουλίου 1993, JORF της 22ας Ιουλίου 1993, σ. 10374, στο εξής: νόμος 93-936)].

Αρχικώς, η CRDS επιβαλλόταν σε μια σειρά εισοδημάτων που δεν υπέκειντο στην CSG. Μεταξύ των εισοδημάτων από επαγγελματική δραστηριότητα που απαλλάσσονταν από την CSG αλλά υπέκειντο στην CRDS συγκαταλέγονταν, για παράδειγμα, οι εργοδοτικές εισφορές στα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και συμπληρωματικής συντάξεως, οι αποζημιώσεις που καταβάλλονταν σε περίπτωση τροποποιήσεως ή λύσεως της συμβάσεως εργασίας και τα συμπληρωματικά επιδόματα γονέων για τους εργαζομένους με τέκνα, ενώ μεταξύ των υποκατάστατων εισοδημάτων που υπέκειντο αποκλειστικά στην CRDS περιλαμβάνονταν τα επιδόματα ανεργίας, οι παροχές συντάξεως γήρατος ή αναπηρίας των φορολογουμένων που απαλλάσσονταν από τον φόρο εισοδήματος, οι ημερήσιες αποζημιώσεις λόγω ασθενείας, μητρότητας και εργατικών ατυχημάτων και τα επιδόματα κατοικίας (βλ. άρθρο 14 της κανονιστικής πράξεως 96-50 και την έκθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας σχετικά με την κανονιστική πράξη 96-50, JORF της 25ης Ιανουαρίου 1996, σ. 1225, ειδικότερα σ. 1226). Εν συνεχεία, με τα άρθρα 9 επ. του νόμου 96-1160, της 27ης Δεκεμβρίου 1996, περί της χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως για το 1997 (JORF της 29ης Δεκεμβρίου 1996, σ. 19369, στο εξής: νόμος 96-1160), η βάση επιβολής της CSG διευρύνθηκε, με την εισαγωγή τροπολογιών στα άρθρα L 136-1 επ. του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως. ςΟσον αφορά τα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα, η διεύρυνση αυτή αποσκοπούσε στην εξομοίωση της βάσεως επιβολής με εκείνη της CRDS, ενώ, για τα υποκατάστατα εισοδήματα, η ισχύουσα διεύρυνση της βάσεως επιβολής της CSG είναι λιγότερο περιεκτική σε σχέση με εκείνη της CRDS, καθόσον εξακολουθούν να μην περιλαμβάνονται στη βάση αυτή τα οικογενειακά επιδόματα και τα βοηθήματα για την απόκτηση κατοικίας (βλ. την έκθεση της κυβερνήσεως στην οποία διαγράφονται οι κατευθύνσεις της πολιτικής υγείας και κοινωνικής ασφαλίσεως και οι σκοποί που καθορίζουν τις γενικές προϋποθέσεις της χρηματοοικονομικής ισορροπίας, και η οποία είναι προσαρτημένη στον νόμο 96-1160: JORF σ. 19376, παράγραφος 3, σημείο 2.1). Η σχεδόν πλήρης ευθυγράμμιση της βάσεως επιβολής της CSG με εκείνη της CRDS κατέστησε δυνατή την απλοποίηση των πράξεων παρακρατήσεως στην πηγή, στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρήσεις όσον αφορά τους μισθούς των μισθωτών εργαζομένων (ibidem).

(9) - Αρθρο 15-III, σημείο 1, της κανονιστικής πράξεως 96-50.

(10) - Βλ. άρθρο L 136-6, III, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, στο οποίο παραπέμπει το τρίτο εδάφιο του άρθρου 15-I της κανονιστικής πράξεως 96-50 (διάταξη που αφορά καθ' εαυτήν την CRDS επί των εισοδημάτων από περιουσιακά στοιχεία η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής C-34/98), το οποίο και αυτό παραπέμπει στο άρθρο 15-III που αφορά την CRDS επί των «αλλοδαπών» εισοδημάτων.

(11) - Αρθρο 19 της κανονιστικής πράξεως 96-50.

(12) - Βλ. άρθρα 14-I και 15-III της κανονιστικής πράξεως 96-50. Η Επιτροπή ανέφερε ότι ο νόμος περί χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως για το 1998 παρέτεινε το χρονικό πεδίο εφαρμογής της CRDS μέχρι τον Ιανουάριο του 2014.

(13) - Το Cades δημιουργήθηκε με το άρθρο 1 της κανονιστικής πράξεως 96-50.

(14) - Η οργάνωση και η διοικητική, οικονομική και λογιστική διαχείριση του Cades διέπονται λεπτομερώς από το διάταγμα 96-353, της 24ης Απριλίου 1996, περί του ταμείου αποσβέσεως του κοινωνικοασφαλιστικού χρέους (JORF της 26ης Απριλίου 1996, σ. 6395, στο εξής: διάταγμα 96-353).

(15) - Ητοι περίπου 20,6 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το 1996, οι τόκοι του χρέους αυτού αντιπροσώπευαν 8,2 δισεκατομμύρια FRF, ήτοι περίπου 1,25 δισεκατομμύρια ευρώ (βλ. την παρατιθέμενη στην υποσημείωση 8 έκθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας, σ. 1225).

(16) - Βλ., άρθρο 4-I της κανονιστικής πράξεως 96-50. Το CDC αποτελεί εθνικό δημόσιο οργανισμό υπό ειδικό καθεστώς όσον αφορά τις καταθέσεις και τη διαχείριση - «νόμιμο, ενιαίο και υποχρεωτικό» - ιδιωτικών κεφαλαίων, ο οποίος κατέστη εν συνεχεία υπεύθυνος, για ίδιο λογαριασμό και για λογαριασμό άλλων οργανισμών, για τη διαχείριση και τη διοίκηση ολόκληρης σειράς κεφαλαίων των οποίων η διαφύλαξη θεωρείται ως γενικού συμφέροντος (ταμεία αποταμιεύσεως, προνοίας, συντάξεων, κοινωνικού χαρακτήρα, συμβολαιογραφικά κ.λπ.· βλ. Pomey, M., «Le rιgime juridique de la Caisse des dιpτts et consignations», La Revue Administrative, 1974, αριθ. 157, σ. 18). Το CDC είναι επίσης αρμόδιο για την καταβολή απευθείας ορισμένων παροχών αρωγής (βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 1985, 157/84, Frascogna I, Συλλογή 1985, σ. 1739, και της 9ης Ιουλίου 1987, 256/86, Frascogna II, Συλλογή 1987, σ. 3431).

(17) - Ητοι περίπου 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ· βλ. άρθρο 4-III της κανονιστικής πράξεως 96-50.

(18) - Ητοι περίπου 0,45 δισεκατομμύρια ευρώ.

(19) - Οσον αφορά τις λεπτομέρειες των πόρων και των δαπανών του Cades, βλ. άρθρα 9 και 10 του διατάγματος 96-353. Η CRDS αποτελεί συνέχεια μιας ολόκληρης σειράς εξαιρετικών μέτρων, που αποδείχθηκαν ανεπαρκή και τα οποία προορίζονται να καλύψουν το έλλειμα της κοινωνικής ασφαλίσεως που εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, η οποία, στο πλαίσιο μιας συνολικής μεταρρυθμίσεως του γαλλικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, συνοδεύθηκε από διαρθρωτικά και επείγοντα μέτρα εξισορροπήσεως, όπως είναι η κανονιστική πράξη 96-51, της 24ης Ιανουαρίου 1996, περί των επειγόντων μέτρων για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ισορροπίας της κοινωνικής ασφαλίσεως (JORF της 25ης Ιανουαρίου 1996, σ. 1230· η κανονιστική αυτή πράξη έχει ως αντικείμενο τη χρηματοοικονομική εξισορρόπηση των κλάδων ασθένειας και οικογένειας). Σύμφωνα με την έκθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας σχετικά με την κανονιστική αυτή πράξη, «η μεταρρύθμιση της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας που παρουσίασε η κυβέρνηση περιλαμβάνει διαρθρωτικά μέτρα που αποσκοπούν στην ενίσχυση επί στερεών βάσεων της μελλοντικής ισορροπίας των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Συγκεκριμένα, η ισορροπία αυτή αποτελεί την εγγύηση της μακροβιότητας των συστημάτων αυτών και της κοινωνικής και οικονομικής αποτελεσματικότητάς τους» (JORF της 25ης Ιανουαρίου 1996, σ. 1229).

(20) - JORF της 30ής Δεκεμβρίου 1990 (το άρθρο 127 περιλαμβάνεται στη σ. 16387), στο εξής: νόμος 90-1168. Μετά τη θέσπιση του φόρου αυτού, οι σχετικές με την CSG νομοθετικές διατάξεις περιελήφθησαν στον κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως L 136-1 επ.) βάσει του νόμου 93-936 (βλ. υποσημείωση 8).

Σε δύο περιπτώσεις, το Συνταγματικό Συμβούλιο είχε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει, στο εσωτερικό δίκαιο, την αμιγώς φορολογική φύση της CSG [βλ. αποφάσεις 90-285, της 28ης Δεκεμβρίου 1990 (JORF της 30ής Δεκεμβρίου 1990, σ. 16609), και 96-384, της 19ης Δεκεμβρίου 1996 (JORF της 29ης Δεκεμβρίου 1996, σ. 19380)].

(21) - Βλ. άρθρο L 136-1 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως (πρώην άρθρο 127 του νόμου 90-1168). υΟσον αφορά τους υποκειμένους στην CSG, η Γαλλική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι, όπως και η CRDS (βλ. υποσημείωση 7), ο φόρος δεν επιβάλλεται στα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα που πραγματοποιούνται στη Γαλλία από τους εργαζομένους (μισθωτούς ή όχι) οι οποίοι, μολονότι υπόκεινται στη γαλλική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, έχουν τη φορολογική κατοικία τους εντός άλλου κράτους μέλους.

(22) - Βλ. άρθρο L 136-5, I, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως (πρώτην άρθρο 131-I, του νόμου 90-1168).

(23) - Σύμφωνα με το άρθρο L 136-5, I, παράγραφος 2, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως (πρώην άρθρο 131-I, παράγραφος 2, του νόμου 90-1168), η URSSAF και τα γενικά ταμεία κοινωνικής ασφαλίσεως έχουν την αρμοδιότητα να πραγματοποιούν ελέγχους όσον αφορά την καταβολή της CSG σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει ο κώδικας κοινωνικής ασφαλίσεως.

(24) - Η είσπραξη της CSG όσον αφορά τους: α) μεθοριακούς εργαζομένους, β) μισθωτούς εργαζομένους των οποίων οι εργοδότες δεν είναι εγκατεστημένοι στη Γαλλία και γ) δικαιούχους συντάξεως γήρατος συνδεομένης με δραστηριότητα ασκηθείσα στην αλλοδαπή είχε προσκρούσει - σύμφωνα με την Γαλλική Κυβέρνηση - σε ορισμένες ειδικές δυσχέρειες, όπως είναι η υποχρέωση εγγραφής σε γαλλικό οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως (ενώ η CRDS καταβάλλεται απ' ευθείας στη φορολογική υπηρεσία στην οποία απευθύνεται η ενιαία δήλωση εισοδήματος) και η υποχρέωση καταθέσεως περιοδικής δηλώσεως όσον αφορά τα πραγματοποιηθέντα στην αλλοδαπή εισοδήματα εκφρασμένα σε γαλλικά φράγκα.

(25) - Οι διάφοροι συντελεστές του φόρου καθορίσθηκαν αντιστοίχως από το άρθρο 134-I του νόμου 90-1168· από το άρθρο 8-III του νόμου 93-936· από το άρθρο 37 του νόμου 96-1160, και από το άρθρο L 136-8, I και II, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως. Για το οικονομικό έτος 1997, η προπαρατεθείσα έκθεση της κυβέρνησης που ήταν προσαρτημένη στον νόμο 96-1160 αναφέρει ότι το σύνολο του προϋόντος της CSG ανέρχεται στα 44,2 δισεκατομμύρια FRF (ήτοι περίπου 6,7 δισεκατομμύρια ευρώ), προερχόμενα κατά 74 % από την CSG επί των εισοδημάτων των από επαγγελματική δραστηριότητα, κατά 19 % από την CSG επί των υποκαταστάτων εισοδημάτων και κατά 7 % από την CSG επί των εισοδημάτων από περιουσιακά στοιχεία (JORF της 29ης Δεκεμβρίου 1996, σ. 19378).

(26) - Βλ. άρθρο 134-II του νόμου 90-1168.

(27) - To FSV δημιουργήθηκε με το άρθρο 1 του νόμου 93-936 και διέπεται σήμερα από το άρθρο L 135-1 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως.

(28) - Βλ. άρθρο 94 του νόμου 96-1181, της 30ής Δεκεμβρίου 1996 (JORF της 31ης Δεκεμβρίου 1996, σ. 19490).

(29) - Sigillς Massara, σ. 166, αναφερόμενος ειδικώς στην CSG. Το γαλλικό μοντέλο δεν φαίνεται να είναι μεμονωμένο. Κατά τον Williams, «κατά το τελευταίο τμήμα του αιώνα αυτού, οι τεχνικές φορολογήσεως του εισοδήματος προσαρμόστηκαν για την άντληση κεφαλαίων για σκοπούς πρόνοιας» (Williams, D., «Asscher: the European Court and the power to destroy», EC Tax Review, 1997, σ. 4, ειδικότερα σ. 6· ελεύθερη μετάφραση).

(30) - Βλ. Ευρωπαϋκή Επιτροπή, La protection sociale en Europe, Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, Λουξεμβούργο, 1994, σ. 32.

(31) - Για παράδειγμα, η αύξηση κατά μία εκατοστιαία μονάδα του συντελεστή της CSG (από 2,4 σε 3,4 %, βλ. ανωτέρω, σημείο 8) που προοριζόταν για την υγειονομική ασφάλιση συνοδεύθηκε με ταυτόχρονη μείωση κατά 1,3 % των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως που αντιστοιχούν στα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα (βλ. την παρατεθείσα έκθεση της κυβερνήσεως επί του νόμου 96-1160, σημείο 3.2.2, σχετικά με τα άρθρα 17 έως 26 του νόμου αυτού).

(32) - Βλ. Sigillς Massara, όπ.π., σ. 144 και 145, ο οποίος παρατηρεί ότι «η τάση να χρησιμοποιούνται δημόσια κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των παροχών προς όλους τους πολίτες όλο και ενισχύεται, όσον αφορά τις οικογενειακές παροχές, σε πολλές χώρες όπως είναι η Γερμανία, η Δανία, η Ιταλία, η Ιρλανδία, οι Κάτω Ξώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Γαλλική Δημοκρατία μόνο εν μέρει έχει υιοθετήσει τη λογική αυτή, θεσπίζοντας - με τον νόμο περί δημοσίων οικονομικών για το 1991 - τη γενική εισφορά κοινωνικής ασφλαίσεως (CSG), ένα φόρο που επιβάλλεται σε ευρεία φορολογική βάση και του οποίου το προϋόν καταβάλλεται στο σύστημα των οικογενειακών επιδομάτων [στο CNAF] μαζί με την εργοδοτική εισφορά» (σ. 163, οι υποσημειώσεις παραλείπονται).

Ορισμένα κράτη, επιδιώκοντας μεγαλύτερη ορθολογικοποίηση κατά την επιλογή των μορφών φορολογήσεως των πόρων, χρησιμοποίησαν επίσης, σε διάφορους βαθμούς, μορφές έμμεσης φορολογίας, με συγκεκριμένο προορισμό γενικώς. Για παράδειγμα, «στην Ελλάδα, το 27 % της χρηματοδοτήσεως των ταμείων κοινωνικής ασφαλίσεως των δικηγόρων (...) προέρχονται από έμμεσους φόρους επί των καπνών, επί των εσόδων από τα λαχεία και από τα τέλη κυκλοφορίας. Στο Βέλγιο, ένα τμήμα των έμμεσων φόρων επί του καπνού και ένα πρόσθετο 10 % επί των ασφαλίστρων των αυτοκινήτων καταβάλλονται υπέρ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των μισθωτών εργαζομένων (βλ. την απόφαση της 28ης Μαρτίου 1996 στην υπόθεση C-191/94, AGF Belgium, Συλλογή 1996, σ. I-1859), ενώ στη Γαλλία, στους εργαζομένους στη γεωργία καταβάλλεται ένα τμήμα των φόρων που επιβάλλονται στα αλκοολούχα ποτά» (Sigillς Massara, όπ.π., σ. 160, οι υποσημειώσεις παραλείπονται), και, στη Γαλλία πάντα, το 1997 θεσπίστηκαν έμμεσοι φόροι επί του καπνού και των αλκοολούχων ποτών, προοριζόμενοι να καταβληθούν στο CNAMTS (Caisse nationale d'assurance maladie des travailleurs salariιs, εθνικό ταμείο υγειονομικής ασφαλίσεως των μισθωτών εργαζομένων) και στο FSV (βλ. άρθρα 2 επ. του νόμου 96-1160 και τη σχετική έκθεση της κυβερνήσεως, JORF, σ. 19380).

(33) - Παρόμοια απόσβεση προβλέπεται, πάντα κατά γενικό τρόπο, για το Canam, για το οποίο προορίζεται μόνον ένα ελάχιστο τμήμα κεφαλαίων του Cades (βλ. σημείο 5). οΟπως θα δούμε, η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι η CRDS πρέπει να «τροφοδοτεί» την κοινωνική ασφάλιση, καθόσον υποστηρίζει ότι το προϋόν της εισφοράς αυτής, «διερχόμενο» από το Cades, που είναι χρηματοδοτικός οργανισμός, προορίζεται, σε τελική ανάλυση, για τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους.

(34) - Το ερμηνευτικό κριτήριο που προτείνει η Επιτροπή βασίζεται σ' εκείνο το οποίο χρησιμοποιεί το Δικαστήριο για να ελέγξει αν συγκεκριμένες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού: «η διάκριση μεταξύ παροχών που αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 και παροχών που εμπίπτουν σ' αυτό στηρίζεται ουσιαστικά στα συστατικά στοιχεία κάθε παροχής, στους σκοπούς της και στις προϋποθέσεις της χορηγήσεώς της και όχι στο γεγονός ότι η παροχή χαρακτηρίζεται ή όχι από την εθνική νομοθεσία ως παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως» (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 31ης Μαου 1979, 207/78, Even και ONPTS, Συλλογή τόμος 1979/II, σ. 19, σκέψη 11· της 27ης Μαρτίου 1985, 249/83, Hoeckx, Συλλογή 1985, σ. 973, σκέψη 11, και 122/84, Scrivner, Συλλογή 1985, σ. 1907, σκέψεις 18 και 19· της 3ης Ιουνίου 1992, C-45/90, Paletta, Συλλογή 1992, σ. I-3423, σκέψη 16· της 16ης Ιουλίου 1992, C-78/91, Hughes, Συλλογή 1992, σ. I-4839, σκέψη 14· της 10ης Μαρτίου 1993, C-111/91, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 1993, σ. I-817, σκέψη 28· της 2ας Αυγούστου 1993, C-66/92, Acciardi, Συλλογή 1993, σ. I-4567, σκέψη 13· της 10ης Οκτωβρίου 1996, C-245/94 και C-312/94, Hoever και Zachow, Συλλογή 1996, σ. I-4895, σκέψη 17, και της 5ης Μαρτίου 1998, C-160/96, Molenaar, Συλλογή 1998, σ. I-843, σκέψη 19).

Το Δικαστήριο βασίζεται στην ίδια προσέγγιση, στηριζόμενη στην ανάλυση των «ουσιωδών χαρακτηριστικών» της εισφοράς (όπως είναι η βάση επιβολής της και το γεγονός ότι εισπράττεται σε όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής), για να ελέγξει αν υφίσταται εκ μέρους των κρατών μελών παράβαση της απαγορεύσεως - που διατυπώνεται στο άρθρο 33 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ (έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 41) - θεσπίσεως φόρων, δικαιωμάτων ή τελών εχόντων «τον χαρακτήρα φόρου επί του κύκλου εργασιών»· βλ., για παράδειγμα, τις αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1992, C-200/90, Dansk Denkavit και Poulsen Trading (Συλλογή 1992, σ. I-2217, σκέψεις 12 έως 14)· της 7ης Μαου 1992, C-347/90, Bozzi (Συλλογή 1992, σ. I-2947, σκέψεις 14 έως 17)· της 1ης Δεκεμβρίου 1993, C-234/91, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 1993, σ. I-6273, σκέψη 6), και της 19ης Φεβρουαρίου 1998, C-318/96, SPAR (Συλλογή 1998, σ. I-785, σκέψεις 22 έως 29).

(35) - Οσον αφορά το Canam (βλ. σημείο 5), οι παροχές ασθένειας και μητρότητας καλύπτονται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, του κανονισμού.

(36) - Σύμφωνα με το οποίο «ως "μεθοριακός εργαζόμενος" νοείται κάθε εργαζόμενος, μισθωτός ή μη, ο οποίος ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους όπου επιστρέφει, κατ' αρχήν, κάθε ημέρα ή τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα· πάντως, ο μεθοριακός εργαζόμενος, που αποσπάται από την επιχείρηση στην οποία κανονικά υπάγεται ή που παρέχει υπηρεσίες στο έδαφος του ίδιου κράτους μέλους ή άλλου κράτους μέλους, διατηρεί την ιδιότητα του μεθοριακού εργαζομένου επί χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες, ακόμη και αν, κατά τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος, δεν δύναται να επιστρέφει κάθε ημέρα ή τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα στον τόπο της κατοικίας του».

(37) - Ο ορισμός του μεθοριακού εργαζομένου στις εν λόγω διμερείς συμβάσεις, όχι μόνον δεν είναι ενιαίος, αλλά ούτε συμπίπτει με τον ορισμό του άρθρου 1, στοιχείο ββ, του κανονισμού. Επί παραδείγματι, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η σύμβαση που έχει συναφθεί με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αναγνωρίζει την ιδιότητα του «μεθοριακού» στους Γάλλους εργαζομένους που κατοικούν σε απόσταση έως είκοσι χιλιομέτρων από τα γερμανικά σύνορα και ασκούν την επαγγελματική δραστηριότητά τους στη Γερμανία σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων το πολύ από τα γαλλικά σύνορα.

(38) - Οι υπό κρίση προσφυγές δεν αφορούν συνεπώς την CRDS και την CSG που επιβάλλονται στα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα ή στα υποκατάστατα εισοδήματα (ή στα προερχόμενα από την ασκηθείσα επαγγελματική δραστηριότητα) που αποκτώνται στη Γαλλία. αΟσον αφορά δε ειδικότερα την CRDS, η προσφυγή C-34/98 δεν την αφορά, στον βαθμό που επιβάλλεται σε άλλα είδη εισοδημάτων, όπως είναι τα εισοδήματα από περιουσιακά στοιχεία (βλ. σημείο 5).

(39) - Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1986, 41/84, Pinna (Συλλογή 1986, σ. 1, σκέψη 20).

(40) - Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση, για να επιβεβαιώσει το ότι η CRDS και η CSG έχουν τον χαρακτήρα φόρων και όχι εισφορών, παρατηρεί ότι απαλλάσσονται από αυτές οι εργαζόμενοι οι οποίοι, μολονότι ασκούν την επαγγελματική δραστηριότητά τους στη Γαλλία, έχουν τη φορολογική κατοικία τους εντός άλλου κράτους μέλους. Τούτο φαίνεται σημαντικό, στον βαθμό που η αντιμετώπιση των επιβαρύνσεων αυτών διαφέρει κατά πολύ από την αντιμετώπιση των υποχρεωτικών εισφορών οι οποίες, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, είναι οι μόνες που οφείλουν να τηρούν τις αρχές του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (όπου προβλέπεται ότι οι εισφορές καταβάλλονται στο κράτος μέλος απασχολήσεως), καθόσον εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.

(41) - Σύμφωνα με την γενικώς αναγνωριζόμενη σε όλες τις έννομες τάξεις φορολογική αρχή, και με την επιφύλαξη της εφαρμογής των σχετικών διατάξεων των φορολογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί προς αποφυγήν της διπλής φορολογίας, οι έχοντες τη φορολογική κατοικία τους εντός συγκεκριμένου κράτους υπόκεινται εντός του κράτους αυτού σε «καθολική» λεγόμενη φορολογική υποχρέωση επί όλων των εισοδημάτων τους σε παγκόσμιο επίπεδο, αντίθετα προς τους μη κατοίκους οι οποίοι υπόκεινται αποκλειστικά στην πληρωμή του φόρου επί των εισοδημάτων τους που αποκτώνται εντός του οικείου κράτους.

(42) - Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1998, C-185/96, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1998, σ. I-6601, σκέψεις 30 και 32).

(43) - Αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1998, C-158/96, Kohll (Συλλογή 1998, σ. I-1931, σκέψη 17), και C-120/95, Decker (Συλλογή 1998, σ. I-1831, σκέψη 21)· βλ. επίσης τις αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1979, 266/78, Brunori (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 2705)· της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 238/82, Duphar κ.λπ. (Συλλογή 1984, σ. 523, σκέψη 16)· της 28ης Νοεμβρίου 1991, C-186/90, Durighello (Συλλογή 1991, σ. I-5773, σκέψη 14)· της 17ης Φεβρουαρίου 1993, C-159/91 και C-160/91, Poucet et Pistre (Συλλογή 1993, σ. Ι-637, σκέψη 6), και της 17ης Ιουνίου 1997, C-70/95, Sodemare κ.λπ.(Συλλογή 1997, σ. I-3395, σκέψη 27).

(44) - Απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, C-311/97, Royal Bank of Scotland (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 19)· βλ. επίσης τις αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-246/89, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1991, σ. I-4585, σκέψη 12)· της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker (Συλλογή 1995, σ. I-225, σκέψη 21)· της 11ης Αυγούστου 1995, C-80/94, Wielockx (Συλλογή 1995, σ. I-2493, σκέψη 16)· της 27ης Ιουνίου 1996, C-107/94, Asscher (Συλλογή 1996, σ. I-3089, σκέψη 36)· της 15ης Μαου 1997, C-250/95, Futura Participations και Singer (Συλλογή 1997, σ. I-2471, σκέψη 19)· της 28ης Απριλίου 1998, C-118/96, Safir (Συλλογή 1998, σ. I-1897, σκέψη 21), και της 16ης Ιουλίου 1998, C-264/96, ICI (Συλλογή 1998, σ. I-4695, σκέψη 19).

(45) - Bλ. για παράδειγμα, τις αποφάσεις της 23ης Σεπτεμβρίου 1982, 275/81, Koks (Συλλογή 1982, σ. 3013, σκέψη 10), και 276/81, Kuijpers (Συλλογή 1982, σ. 3027, σκέψη 14)· της 12ης Ιουνίου 1986, 302/84, Ten Holder (Συλλογή 1986, σ. 1821, σκέψη 21)· της 10ης Ιουλίου 1986, 60/85, Luijten (Συλλογή 1986, σ. 2365, σκέψη 14)· Decker (σκέψη 23) και Kohll (σκέψη 19), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro (σημεία 17 έως 25), και την απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1999, C-18/145, Terhoeve (Συλλογή 1999, σ. I-345, σκέψη 34). Βλ. επίσης τις αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 1987, 43/86, De Rijke (Συλλογή 1987, σ. 3611, σκέψη 12)· της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-245/88, Daalmeijer (Συλλογή 1991, σ. I-555, σκέψη 15)· της 30ής Ιανουαρίου 1997, C-340/94, De Jaeck ( Συλλογή 1997, σ. I-461, σκέψη 36), και της 4ης Νοεμβρίου 1997, C-20/96, Snares (Συλλογή 1947, σ. I-6057, σκέψη 45), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρμοδιότητες των κρατών μελών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει να ασκούνται κατά τρόπο ώστε να μη δημιουργούνται δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των ημεδαπών και των υπηκόων των άλλων κρατών μελών, ήτοι τηρουμένης μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της κοινοτικής έννομης τάξης που καθιερώνει το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 12 ΕΚ) και το άρθρο 3 του κανονισμού.

(46) - Με εξαίρεση, όσον αφορά την άμεση φορολογία, τις οδηγίες 90/434/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225, σ. 1), και 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225, σ. 6).

(47) - Απόφαση της 18ης Μαου 1995, C-327/92, Rheinhold & Mahla (Συλλογή 1995, σ. I-1223, σκέψη 22) (η υπογράμμιση δική μου)· στο ίδιο πνεύμα ακόμα, βλ. απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 1980, 69/79, Jordens-Vosters (Συλλογή τόμος 1980/I, σ. 47, ειδικότερα σκέψη 8). Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας (απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1992, C-57/90, Συλλογή 1992, σ. I-75), ο γενικός εισαγγελέας Lenz απέρριψε κατηγορηματικά την άποψη της καθής ότι ο κανονισμός δεν αφορά τα ζητήματα χρηματοδοτήσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως καθόσον προβλέπει μόνον τον συντονισμό των εθνικών κανόνων. Η άποψη αυτή (καθόλα παρόμοια με εκείνη που προβάλλει η Γαλλική Κυβέρνηση στις υπό κρίση υποθέσεις) στηριζόταν στο ότι ο κανονισμός δεν περιέχει κανέναν ορισμό του όρου «εισφορά» και, εκ παραλλήλου, στις διαφορές όσον αφορά τη διαρρύθμιση και τη χρηματοδότηση των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Ο γενικός εισαγγελέας Lenz επικύρωσε τη θέση της Επιτροπής, επί της ουσίας, όσον αφορά την ενότητα της νομοθεσίας και την αρχή του παραλληλισμού μεταξύ εισφορών και παροχών (αντιστοίχως σημεία 18 και 19 της εκθέσεως ακροατηρίου και σημείο 22 των προτάσεων της 19ης Σεπτεμβρίου 1991). Το Δικαστήριο δεν έλαβε θέση επί του σημείου αυτού, δεδομένου ότι θεώρησε ότι οι επικουρικές συντάξεις και οι συντάξεις λόγω πρόωρης συνταξιοδοτήσεως που αποτελούσαν αντικείμενο της επίμαχης χρηματοδοτήσεως δεν ενέπιπταν στον κανονισμό και ότι, κατά συνέπεια, στη χρηματοδότηση αυτή δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού (σκέψη 14).

(48) - Βλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 1991, C-10/90, Masgio (Συλλογή 1991, σ. I-1119, σκέψη 16).

(49) - Ωστόσο, δεν μπορώ να εγκρίνω την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι το Συμβούλιο σκοπίμως παρέλειψε να παρέμβει στον τομέα της χρηματοδοτήσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ. σημείο 15). οΗδη κατά την έκδοση του κανονισμού, το φορολογικό μέσο χρηματοδοτήσεως ήταν αρκετά διαδεδομένο, κατόπιν δε απέκτησε εν συνεχεία αύξουσα σημασία (βλ. σημείο 2)· τούτο μαρτυρεί εξάλλου η νομολογία του Δικαστηρίου, το οποίο χρειάσθηκε επανειλημμένα να αποφανθεί σχετικώς σε υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως που χαρακτηρίζονταν από δημόσια χρηματοδότηση (βλ. κατωτέρω, στην υποσημείωση αυτή). Φαίνεται συνεπώς απίθανο ότι το Συμβούλιο (το οποίο, κατά τη διάρκεια των επομένων ετών, παρενέβη ωστόσο επανειλημμένα για να τροποποιήσει τον κανονισμό αυτό) - παραλείποντας απλώς να διατυπώσει σχετική απόφαση - είχε την πρόθεση να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού ένα φαινόμενο τέτοιας σημασίας όπως η φορολογική χρηματοδότηση των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως· εξάλλου, οσάκις ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να αποκλείσει συγκεκριμένα στοιχεία από τον κανονισμό, έπραξε τούτο ρητώς (βλ., για παράδειγμα, το άρθρο 1, στοιχείο ιι, τελευταίο τμήμα, και το άρθρο 4, παράγραφος 2β).

Μεταξύ των αποφάσεων με τις οποίες το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να ασχοληθεί με τροφοδοτούμενες από φορολογικό προϋόν παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως (οι οποίες κρίθηκαν ως εμπίπτουσες στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού), επισημαίνω τις αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 379/85 έως 381/85 και 93/86, Giletti κ.λπ. (Συλλογή 1987, σ. 955, σκέψη 3)· της 12ης Ιουλίου 1990, C-236/88, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1990, σ. I-3163, σκέψη 3), και Acciardi, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 34. Βλ. επίσης την απόφαση Poucet και Pistre, στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε δύο συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως - εν μέρει χρηματοδοτούμενα «από φορολογικές επιβαρύνσεις διαφόρων προελεύσεων» ή «από κρατικές εισφορές, το ύψος των οποίων καθορίζεται από τον κρατικό προϋπολογισμό» (βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro, αντιστοίχως σημεία 4, πέμπτο εδάφιο, και 5, τέταρτο εδάφιο) - για να ελέγξει την ενδεχόμενη ιδιότητα της «επιχειρήσεως», υπό την έννοια των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, αντιστοίχως, άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ), και την απόφαση Duphar κ.λπ., που αφορούσε ένα σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως «χρηματοδοτούμενο εν μέρει από κρατικές οικονομικές ενισχύσεις» (σκέψη 16). Υπενθυμίζω, τέλος, ότι στην περίπτωση της αποφάσεως Rousseau Wilmot (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1985, 295/84, Συλλογή 1985, σ. 3759) το Δικαστήριο είχε επιληφθεί μιας υποθέσεως που αφορούσε ένα τέλος, μη φορολογικού χαρακτήρα, το οποίο είχε θεσπισθεί ειδικώς για τη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων.

(50) - Για να περιορισθώ μόνο στις υποθέσεις σχετικά με παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονός ότι, κατά το Δικαστήριο, «η διάκριση μεταξύ των παροχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 και εκείνων που εκφεύγουν του πεδίου αυτού στηρίζεται ουσιαστικά στα συστατικά στοιχεία κάθε παροχής, ιδίως στον σκοπό και στις προϋποθέσεις χορηγήσεώς της» (βλ. υποσημείωση 34), αναφέρομαι στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, στοιχεία κκ, καακαι κββ(ορισμός των «παροχών», «συντάξεων», «οικογενειακών παροχών» και «επιδομάτων θανάτου») και 4 (πεδίο εφαρμογής «καθ' ύλη» που περιλαμβάνει την λεπτομερή απαρίθμηση των οικείων κλάδων κοινωνικής ασφαλίσεως) του κανονισμού· το άρθρο 4, ειδικότερα, έχει συχνά θεωρηθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου ως θεμελιώδες για να καθορισθεί αν μια συγκεκριμένη παροχή εμπίπτει ή όχι στον κανονισμό (πέραν της παρατεθείσας στην υποσημείωση 34 νομολογίας, βλ. τις αποφάσεις Frascogna I και Frascogna II, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι μια παροχή είχε μάλλον χαρακτήρα «αρωγής» παρά χαρακτήρα παροχής «κοινωνικής ασφαλίσεως»).

(51) - Παρατεθείσα στην υποσημείωση 32.

(52) - Επί όλων αυτών των σημείων, βλ. αποφάσεις Pinna, όπ.π., σκέψη 20, και της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 313/86, Lenoir (Συλλογή 1988, σ. 5391, σκέψη 13).

(53) - Περαιτέρω, το Δικαστήριο, για να αποφασίσει αν εμπίπτουν ή όχι στον κανονισμό τα εθνικά μέτρα που έχουν διττή φύση κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικής προνοίας, έχει δεχθεί ότι - μολονότι είναι ευκταίο, από άποψη εφαρμογής της κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης περί κοινωνικής ασφαλίσεως, να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των νομοθετικών συστημάτων που εμπίπτουν στην κοινωνική ασφάλιση και εκείνων που εμπίπτουν στην κοινωνική πρόνοια - δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, λόγω του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της, των σκοπών της και του τρόπου εφαρμογής της, μια εθνική νομοθεσία συνδέεται ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατηγορίες, εκφεύγοντας έτσι από κάθε συνολική κατάταξη (αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 1974, 24/74, Biason, Συλλογή τόμος 1974, σ. 431, σκέψη 9, και Giletti κ.λπ., σκέψη 9).

(54) - Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1969, 23/68 (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 127, σκέψη 20).

(55) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 49.

(56) - Βλ. σκέψεις 8 και 16· διευκρινίζω ότι, στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο προέβη σε νέο χαρακτηρισμό της επιβαρύνσεως (από εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως σε υποχρεωτική φορολογική επιβάρυνση), στηριζόμενο στα διαθέσιμα στοιχεία της έννομης τάξεως του οικείου κράτους μέλους, λαμβάνοντας υπόψη την (ευρεία) έννοια του φόρου που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (που ήταν η διάταξη της οποίας το εθνικό δικαστήριο ζητούσε την ερμηνεία) και αναφερόμενο ιδίως ευθέως στις «πάσης φύσεως εισφορές ή φόρους που αποτελούν εσωτερικούς φόρους κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου» (σκέψη 20· η υπογράμμιση δική μου). Η αναφορά στο «κοινοτικό δίκαιο» πρέπει να νοηθεί ως παραπομπή στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τους εσωτερικούς φόρους που διαλαμβάνονται στους κανόνες της Συνθήκης, νομολογία σύμφωνα με την οποία «το γεγονός ότι κάποιος φόρος ή κάποιο τέλος (...) αποτελεί φόρο ειδικό ή προοριζόμενο για ειδικό σκοπό δεν εξαιρεί τον εν λόγω φόρο ή το τέλος από το πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων [εν προκειμένω, του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 90 ΕΚ)] (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, 74/76, Iannelli και Volpi, Συλλογή τόμος 1977, σ. 557, σκέψη 19)» (απόφαση AGF Belgium, όπ.π. 18). πΟπως βλέπουμε, στην υπόθεση αυτή, όπως ακριβώς και στις υποθέσεις όπου πρόκειται για τη φύση επιβαρύνσεων κοινωνικής ασφαλίσεως ή φόρων κύκλου εργασιών (βλ. υποσημείωση 34), το Δικαστήριο προέβη σε αυτοτελή χαρακτηρισμό της επίμαχης επιβαρύνσεως, στον βαθμό που επρόκειτο για έννοιες της κοινοτικής έννομης τάξεως.

(57) - Sigillς Massara, όπ.π., σ. 165 (η υπογράμμιση δική μου), ο οποίος παραθέτει τον Mouton, P., «Methods of financing social security in industrial countries: an international analysis», AA.VV., Financing social security: the options. An international analysis, Γενεύη, ILO, 1984, σ. 29. Διαβάζουμε επίσης ότι «η συνειδητοποίηση της αύξουσας αλληλεξαρτήσεως των διαφόρων μέσων χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως (...) και η συνολική επιδίωξη δικαιοσύνης και συγκλίσεως των επιβαρύνσεων οδήγησε τις χώρες της Κοινότητας να ενσωματώσουν τη φορολογία και τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως σε ένα νέο σύνολο, "τη συνολική φορολογική επιβάρυνση", για τις διεθνείς συγκρίσεις» (Tamburi, G., Welfare State, Sistemi di finanziamento. Politiche di convergenza dei sistemi di finanziamento della sicurezza sociale nei Paesi della Comunitΰ europea, εργασίες της συνελεύσεως του CNEL, Ρώμη, 19 Φεβρουαρίου 1992, σ. 56, παράθεση σε Sigillς Massara, όπ.π., σ. 165).

Αναφερόμενος εν συνεχεία στην περίπτωση των εμμέσων φόρων ειδικού προορισμού (οι οποίοι ωστόσο δεν ενδιαφέρουν τις παρούσες προσφυγές), ο Pieters έλαβε θέση ουσιαστικά προς την κατεύθυνση αυτή, αναφέροντας ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να καθορίζεται ενίοτε η πραγματική φύση των επιβαρύνσεων που προορίζονται για την κοινωνική ασφάλιση, στον βαθμό που, αφενός, οι «ετικέτες» που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη ανταποκρίνονται σε απαιτήσεις ασκήσεως πολιτικής και, αφετέρου, η ποικιλία τους φαίνεται να καθιστά δυσχερή την ένταξή τους σε κατηγορίες («Social security, taxation and European integration», De sociale zekerheid her-dacht, 1992, σ. 235, ειδικότερα σ. 239).

(58) - Sigillς Massara, όπ.π. 165. Στις Κάτω Ξώρες, ειδικότερα, «η είσπραξη του φόρου μισθωτών υπηρεσιών καθώς και η είσπραξη των γενικών ασφαλιστικών εισφορών γίνονται (...) κατά τρόπο συνδυασμένο, οπότε το πρώτο κλιμάκιο του φορολογητέου ποσού αποτελείται από μία συνιστώσα φόρου και από μία συνιστώσα εισφορών» (σημείο 3 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Lιger στην υπόθεση Asscher, όπ.π.). Σχολιάζοντας την υπόθεση Asscher, ο Williams παρατήρησε ότι «οι ολλανδικές εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως είναι δύο ειδών, ειδικές εισφορές και γενικές εισφορές. ςΟποια και αν είναι η φύση των ειδικών εισφορών, οι γενικές εισφορές ανήκουν - όπως και αν ονομάζονται - στο γενικό φορολογικό σύστημα. [Ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer παρατήρησε ότι οι εισφορές στο γενικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στις Κάτω Ξώρες "παρουσιάζουν ορισμένες ομοιότητες με τους φόρους"· βλ. τις προτάσεις της 30ής Απριλίου 1998 στην υπόθεση Terhoeve, παρατεθείσα στην υποσημείωση 45, σημείο 30.] Πρόκειται για ένα σύστημα στο οποίο η κυβέρνηση χρησιμοποίησε ένα ειδικού σκοπού φόρο εισοδήματος ως μέσο χρηματοδοτήσεως μεγάλου τμήματος του προϋπολογισμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, χρησιμοποιώντας παράλληλα το γενικό φορολογικό προϋόν, συμπεριλαμβανομένου του γενικού φόρου εισοδήματος [χωρίς ειδικό προορισμό] για να χρηματοδοτήσει το υπόλοιπο του προϋπολογισμού αυτού» (Williams, όπ.π., σ. 4. ελεύθερη μετάφραση). Ο Williams διευκρινίζει ότι ένα παρόμοιο σύστημα θεσπίστηκε στη Σουηδία, όπου η φορολογική αρχή εισπράττει επίσης τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως (ibidem, σ. 5, υποσημείωση 6).

(59) - «Η χρηματοδότηση των κοινωνικών φορέων είναι δυνατόν να επιτυγχάνεται συγχρόνως με ειδικές εισφορές και με φορολογικές επιβαρύνσεις» (απόφαση AGF Belgium, σκέψη 15)· βλ. επίσης την περίπτωση των παροχών που βαρύνουν οικονομικά τον εργοδότη και όχι ένα φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως (απόφαση Paletta, σκέψεις 3 και 18)· βλ. επίσης τις διάφορες αποφάσεις που παρατίθενται στην υποσημείωση 49, όπου το Δικαστήριο ασχολήθηκε με παροχές χρηματοδοτούμενες από το προϋόν του φόρου.

(60) - Βλ. τις αποφάσεις Giletti κ.λπ., σκέψη 7· Paletta, σκέψη 18, και Acciardi, σκέψη 18.

(61) - Επί όλων αυτών των ζητημάτων, βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 1994, C-60/93, Aldewereld (Συλλογή 1994, σ. I-2991), όπου το Δικαστήριο αποφάσισε ότι «οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου οι οποίοι αποσκοπούν στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας και, ειδικότερα, οι διέπουσες τον καθορισμό της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας διατάξεις που περιέχονται στον τίτλο II του κανονισμού 1408/71, δεν επιτρέπουν» τη διττή επιβολή εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως (σκέψη 26· η υπογράμμιση δική μου).

(62) - Βλ. σκέψη 15. ηΟσον αφορά τις άλλες υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο στηρίχθηκε στον σκοπό των κοινοτικών κανόνων περί κοινωνικής ασφαλίσεως προκειμένου να τους εφαρμόσει ορθώς, βλ., για παράδειγμα, τις αποφάσεις Pinna, όπ.π., σκέψη 21, τελευταία περίοδος, και Paletta, όπ.π., σκέψη 24. Επιπλέον, «κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και, ενδεχομένως, τα συμφραζόμενά της και οι στόχοι που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος», απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1997, C-221/95, Hervein και Hervillier (Συλλογή 1997, σ. I-609, σκέψη 15), όπου γίνεται παραπομπή στην απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1983, 292/82, Merck (Συλλογή 1983, σ. 3781, σκέψη 12).

(63) - Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1993, C-73/92, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1993, σ. I-5997, σκέψη 19)· βλ. επίσης την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1971, 7/71, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1049), όπου διευκρινίζεται ότι «η διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους επιτρέπει ακριβώς να καθορισθεί η ακριβής έκταση των υποχρεώσεων των κρατών μελών, σε περίπτωση αποκλίσεων στην ερμηνεία» (σκέψεις 49 έως 51), σύμφωνα με όσα είχε προτείνει ο γενικός εισαγγελέας Roemer («η προσφυγή [λόγω παραβάσεως] έχει αμιγώς αντικειμενικό σκοπό· πρέπει συνεπώς να καθορισθεί η νομική κατάσταση αφήνοντας κατά μέρους κάθε ηθική αξιολόγηση»· σ. 1064· η υποσημείωση δική μου). υΟσον αφορά τη θεωρία βλ., μεταξύ όλων των συγγραφέων, Simon, D., «Recours en constatation de manquement», Juris Classeur - Europe, τεύχος 380, σημείο 1, όπου αναφέρεται ότι «αυτές οι προσφυγές είναι αντικειμενικές, στηριζόμενες στην ανάγκη διασφαλίσεως της τηρήσεως μιας "κοινοτικής δημόσιας τάξεως"».

(64) - Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1977, 87/76, Bozzone (Συλλογή τόμος 1977, σ. 191, σκέψη 10, η υπογράμμιση δική μου). υΟσον αφορά τη φιλοσοφία που τη διαπνέει, η απόφαση αυτή δεν είναι μεμονωμένη. Το Δικαστήριο τείνει να ερμηνεύσει ευρέως τις διατάξεις του κανονισμού, ιδίως το άρθρο 13 (βλ., για παράδειγμα, τις αποφάσεις Biason, σκέψεις 12 έως 16· της 12ης Ιανουαρίου 1983, 150/82, Coppola, Συλλογή 1983, σ. 43, σκέψη 11· Ten Holder, σκέψεις 13 έως 15· Giletti κ.λπ., σκέψη 11· Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψεις 10 και 16).

Υπενθυμίζω ότι, στην απόφαση Blottner (απόφαση της 9ης Ιουνίου 1977, 109/76 (Συλλογή τόμος 1977, σ. 337, σκέψεις 9 έως 13), το Δικαστήριο, αφενός μεν διαπίστωσε ότι η έννοια της «νομοθεσίας» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, στοιχείο ιι, του κανονισμού αφορά αποκλειστικά τους «υφισταμένους ή μελλοντικούς» νόμους και κανονισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, αφετέρου, ερμήνευσε τη διάταξη αυτή υπό την έννοια ότι «οι διατάξεις οι οποίες, ενώ προηγουμένως ίσχυαν, έπαυσαν να ισχύουν κατά τον χρόνο της θεσπίσεως των εν λόγω κοινοτικών κανονισμών» διότι, άλλως, σκοπός του άρθρου 51 της Συνθήκης, που αποτελεί τη νομική βάση του κανονισμού, «δεν θα επιτυγχανόταν».

Η «ευρεία» ερμηνεία που κάνει δεκτή το Δικαστήριο είναι, κατά τη γνώμη μου, ακόμη πιο σημαντική στο πλαίσιο της νομολογίας, σύμφωνα με την οποία «το γεγονός ότι ένας κανόνας περιλαμβάνεται σε νόμο που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι και αυτός ο κανόνας εξαιρείται από το πεδίο αυτό» (απόφαση Rheinhold & Mahla, σκέψη 22· βλ. επίσης την απόφαση Jordens-Vosters, σκέψη 8).

(65) - Βλ. απόφαση της 3ης Μαου 1990, C-2/89, Kits van Heijningen (Συλλογή 1990, σ. I-1755, σκέψη 12)· βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, την απόφαση Luijten (σκέψη 12) και την απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-196/90, De Paep (Συλλογή 1991, σ. I-4815, σκέψη 18). Η νομολογία του Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της, έχει στηριχθεί στην έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού.

(66) - Απόφαση Luijten, σκέψη 14· βλ. επίσης, για παράδειγμα, τις αποφάσεις Kits van Heijningen, σκέψη 12, και De Paep, σκέψη 18.

(67) - Ξρησιμοποιώ τον όρο «οποιαδήποτε» επιπλοκή, στον βαθμό που η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου έχει καθιερώσει την αρχή ότι ακόμα κι ένα μικρό εμπόδιο σε μια από τις θεμελιώδεις ελευθερίες πρέπει να θεωρείται αντίθετο προς τη Συνθήκη: όσον αφορά την ελευθερία κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, βλ. τις αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1986, 103/84, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1986, σ. 1759, σκέψη 18), και της 5ης Απριλίου 1984, 177/82 και 178/82, Van de Haar και Kaveka de Meern (Συλλογή 1984, σ. 1797, σκέψη 13)· όσον αφορά την ελευθερία κυκλοφορίας των προσώπων, βλ. τις αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, 270/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας, γνωστή ως «Avoir fiscal» (Συλλογή 1986,, σ. 273, σκέψη 21), και της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus (Συλλογή 1993, σ. I-1663, σκέψη 32)· όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, βλ. τις αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C-76/90, Sδger (Συλλογή 1991, σ. I-4221, σκέψη 12), και της 24ης Μαρτίου 1994, C-275/92, Schindler (Συλλογή 1994, σ. I-1039, σκέψη 43)· όσον αφορά την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, βλ. τις προτάσεις μου της 24ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-35/98, Verkooijen (σημείο 17), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου· όσον αφορά τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες, βλ. την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C-49/89, Corsica Ferries France (Συλλογή 1989, σ. 4441, σκέψη 8).

(68) - Για παράδειγμα, τις διατάξεις των ειδικών συστημάτων των μη μισθωτών εργαζομένων των οποίων η δημιουργία αφήνεται στην πρωτοβουλία των ενδιαφερομένων.

(69) - Βλ. την απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, C-23/92, Grana-Novoa (Συλλογή 1993 σ. I-4505, σκέψη 16), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν καλύπτονται από την έννοια της «νομοθεσίας» του άρθρου 1, στοιχείο ιι, του κανονισμού οι διεθνείς συμβάσεις στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, στον βαθμό που οι συμβάσεις αυτές «αποτελούν αντικείμενο ειδικών διατάξεων του κανονισμού», όπως είναι το άρθρο 6 που καθορίζει την αρχή ότι «ο κανονισμός αντικαθιστά όλες τις συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως που δεσμεύουν είτε αποκλειστικώς δύο ή περισσότερα κράτη μέλη (...)» (σκέψη 17).

(70) - Αποφάσεις De Jaeck, σκέψη 30, και Hervein και Hervillier, σκέψη 20.

(71) - Απόφαση Jordens-Vosters, σκέψη 6· η υποσημείωση δική μου.

(72) - Βλ. αποφάσειs Biason, σκέψη 9, και Giletti κ.λπ., σκέψη 9.

(73) - Απόφαση Rheinhold & Mahla, σκέψη 23· η υπογράμμιση δική μου· στο ίδιο πνεύμα, βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Gulmann, σκέψη 16.

(74) - Οσον αφορά τη CSG, υπενθυμίζω, συμπληρωματικά ως προς την άποψη ότι «αφορά» τη γαλλική κοινωνική ασφάλιση, ότι ο φόρος αυτός εισπράττεται από οργανισμούς και σύμφωνα με διαδικασίες που προσιδιάζουν στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Επιπλέον, όπως ακριβώς οι συνήθεις εισφορές και αντίθετα προς τους συνήθεις φόρους, η CSG μπορεί να εκπέσει, έστω και μερικώς, από το φορολογητέο ακαθάριστο εισόδημα.

(75) - Βλ. απόφαση AGF Belgium, σκέψεις 25 έως 28.

(76) - Το ζήτημα περί της κοινωνικοασφαλιστικής ή φορολογικής φύσεως του επίμαχου τέλους εξετάσθηκε από το Δικαστήριο σε ένα άλλο τμήμα της αποφάσεως, που αφορούσε το πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι επρόκειτο για φορολογική επιβάρυνση, καθόσον «τα επίδικα τέλη δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τις εισφορές που οφείλουν να καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι στο πλαίσιο συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως ή άλλων κοινωνικών φορέων. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της αποφάσεως περί παραπομπής, τις εν λόγω προσαυξήσεις ασφαλίστρων καλούνται να καταβάλουν όλοι όσοι συνάπτουν ασφάλιση αυτοκινήτου περιλαμβανομένων και αυτών που δεν υπάγονται στους οργανισμούς για τους οποίους προορίζονται τα σχετικά ποσά, η υποχρέωση καταβολής των οποίων δεν εξαρτάται από την ιδιότητα του ασφαλισμένου στο πλαίσιο των οργανισμών αυτών» (σκέψη 16).

(77) - Πρέπει να προστεθεί ότι η πληρωμή εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν παρέχει δικαίωμα εντός όλων των κρατών μελών επί συγκεκριμένων παροχών [βλ. Williams, όπ.π., σ. 5 και 6, ο οποίος παραθέτει συγκεκριμένα παραδείγματα από το βρετανικό, ιρλανδικό και σουηδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και δεν συμμερίζεται την άποψη του γενικού εισαγγελέα Lιger ο οποίος αναφέρει, στις προτάσεις του για την απόφαση Asscher, «η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών εμπίπτει σε ένα ασφαλιστικό σύστημα: παρέχει δικαίωμα για συγκεκριμένες παροχές. Αντιθέτως, η καταβολή φόρων, άσχετη προς ένα ασφαλιστικό μηχανισμό δεν παρέχει δικαίωμα για καθ' αυτό παροχές» (σημείο 82 των προτάσεων). Ο Williams φρονεί συνεπώς ότι μια άποψη όπως αυτή του γενικού εισαγγελέα Lιger - που είναι από πάσης απόψεως ανάλογη με τη θέση που προβάλλει τώρα η Γαλλική Κυβέρνηση - δεν μπορεί να ισχύει απολύτως για τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως της Ευρωπαϋκής Κοινότητας στο σύνολό της].

(78) - Σημειωτέον ότι, όπως και η CSG, η CRDS ενέχει και αυτή, κατά βάθος, μια πτυχή αλληλεγγύης, στον βαθμό που επιβάλλει σε όλους να συμβάλλουν με βάση το εισόδημά τους και ανεξάρτητα από την ποιότητα και την ποσότητα των παροχών που έλαβαν κατά τα έτη στη διάρκεια των οποίων συσσωρεύθηκε το διαπιστωθέν έλλειμμα χρήσεων, το οποίο αποσκοπεί να καλύψει η CRDS.

(79) - Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως διαπνεόμενο από την αρχή της αλληλεγγύης, τόνισε τις πτυχές βάσει των οποίων οι εισφορές τείνουν να συγχωνευθούν σε μια γενική κατηγορία περιλαμβάνουσα και καταβολές οι οποίες δεν παρουσιάζουν πραγματική άμεση και αναλογική σχέση με τις παροχές των δικαιούχων: «η αλληλεγγύη αυτή συνεπάγεται μια ανακατανομή του εισοδήματος μεταξύ των πλέον ευπόρων και αυτών οι οποίοι, σε περίπτωση που δεν θα υφίστατο ένα τέτοιο σύστημα και ενόψει των μέσων τους και της καταστάσεως της υγείας τους, θα στερούνταν της αναγκαίας ασφαλιστικής καλύψεως. (...) η αλληλεγγύη αυτή εκφράζεται επίσης διά της αναγνωρίσεως δικαιωμάτων συντάξεως χωρίς να έχουν καταβληθεί οι σχετικές εισφορές, καθώς και δικαιωμάτων συντάξεως μη αναλόγων προς τις καταβληθείσες εισφορές (...) η αλληλεγγύη εκδηλώνεται και μεταξύ των διαφόρων συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, δοθέντος ότι τα συστήματα που παρουσιάζουν πλεόνασμα συμμετέχουν στη χρηματοδότηση των συστημάτων που συναντούν διαρθρωτικές οικονομικές δυσχέρειες» (απόφαση Poucet και Pistre, σκέψεις 10 έως 12, η υπογράμμιση δική μου). Στην ίδια αυτή υπόθεση, ο γενικός εισαγγελέας Tesauro παρατήρησε ότι «τα [υπό του νόμου διεπόμενα] συστήματα [κοινωνικής ασφαλίσεως] χαρακτηρίζονται από την έλλειψη άμεσης σχέσεως μεταξύ εισφορών και καταβαλλομένων παροχών» (σημείο 9, in fine, των προτάσεων).

(80) - Απόφαση της 5ης Μαου 1977, 102/76, Perenboom (Συλλογή τόμος 1977, σ. 259, διατακτικό και σκέψεις 13 και 14, η υπογράμμιση δική μου).

(81) - Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-140/88, Noij (Συλλογή 1991, σ. 387, σκέψεις 15 και 17, καθώς και το διατακτικό). Παρεμπιπτόντως, το Δικαστήριο έκρινε ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού η κατάσταση των εργαζομένων που έχουν οριστικά παύσει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, μολονότι τούτο δεν προβλέπεται από καμία διάταξη του κανονισμού (βλ. σκέψη 9). Δεδομένου του σκοπού του κανονισμού («ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ελευθερίας κινήσεως των διακινουμένων εργαζομένων»), το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αντίθετο προς τον σκοπό αυτό «ένας εργαζόμενος να στερείται (...) από μέρος της συντάξεως που λαμβάνει βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους απλώς και μόνο διότι εγκαταστάθηκε σε άλλο κράτος μέλος» (σκέψη 13).

(82) - Στην απόφαση Kits van Heijningen, μια παρόμοια εκτίμηση κρίθηκε αποφασιστική για να θεωρηθεί ότι ένα εθνικό μέτρο είναι ασύμβατο προς το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αα του κανονισμού (βλ. σκέψη 21).

(83) - Απόφαση Masgio (σκέψη 16, υπογράμμιση δική μου)· στο ίδιο πνεύμα, βλ. την απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1986, 284/84, Spruyt (Συλλογή 1986, σ. 685, σκέψεις 18 και 19)· βλ. επίσης την απόφαση Noij, σκέψη 13.

(84) - Βλ. αποφάσεις Spruyt, σκέψη 19· της 7ης Ιουλίου 1988, 143/87, Stanton (Συλλογή 1988, σ. 3877, σκέψη 14)· και 154/87 και 155/87, Wolf κ.λπ. (Συλλογή 1988, σ. 3897, σκέψη 14)· Masgio, σκέψεις 16 και 17· της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-349/87, Paraschi (Συλλογή 1991, σ. I-4501, σκέψη 22)· της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-165/91, Van Munster (Συλλογή 1994, σ. I-4661, σκέψη 27), και της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C-53/95, Kemmler (Συλλογή 1996, σ. I-703, σκέψη 11).

(85) - Terhoeve, σκέψη 35.

(86) - Βλ. άρθρα 18 και 21 του προτύπου φορολογικής συμβάσεωςτου ΟΟΣΑ.

(87) - Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., για παράδειγμα, τις αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-17/91, Lornoy κ.λπ. Συλλογή 1992, σ. I-6523· C-114/91, Claeys, Συλλογή 1992, σ. I-6559· C-144/91 και C-145/91, Demoor κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. I-6613· της 2ας Αυγούστου 1993, C-266/91, Celbi, Συλλογή 1993, σ. I-4337, και της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-72/92, Scharbatke, Συλλογή 1993, σ. I-5509), «προκειμένου για επιβάρυνση που πλήττει τα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϋόντα με βάση πανομοιότυπα κριτήρια, θα πρέπει ενδεχομένως (...) να λαμβάνεται υπόψη ο προορισμός του προϋόντος της επιβαρύνσεως. ςΕτσι, όταν το προϋόν μιας τέτοιας επιβαρύνσεως προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που αποβαίνουν ειδικά προς όφελος των πληττομένων εγχωρίων προϋόντων, είναι δυνατόν η εισφορά που επιβάλλεται με βάση τα ίδια κριτήρια να αποτελεί εν τούτοις φορολογία που συνεπάγεται δυσμενή διάκριση, στο μέτρο που το φορολογικό βάρος που πλήττει τα εγχώρια προϋόντα εξουδετερώνεται από τα οφέλη των οποίων καθιστά δυνατή τη χρηματοδότηση, ενώ το βάρος που πλήττει τα εισαγόμενα προϋόντα αποτελεί καθαρό βάρος» (απόφαση Claeys, σκέψη 16).