Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61998C0251

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 14ης Οκτωβρίου 1999. - C. Baars κατά Inspecteur der Belastingen Particulieren/Ondernemingen Gorinchem. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Gerechtshof 's-Gravenhage - Κάτω Χώρες. - Eλευθερία εγκαταστάσεως - Περιουσιακά στοιχεία που έχουν επενδυθεί σε μετοχές/εταιρικά μερίδια εταιριών εγκατεστημένων στο κράτος μέλος ϕορολογίας - Απαλλαγή από τον ϕόρο περιουσίας - Περιουσιακά στοιχεία που έχουν επενδυθεί σε μετοχές/εταιρικά μερίδια εταιριών εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος - Έλλειψη ϕοροαπαλλαγής. - Υπόθεση C-251/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-02787


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


Α - Εισαγωγή

1 Το Gerechtshof te 's-Gravenhage (Κάτω Ξώρες) ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τα άρθρα 6 και 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 12 ΕΚ και 43 ΕΚ) και τα άρθρα 73 Β και 73 Δ της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ) σε σχέση με μια ολλανδική ρύθμιση περί φόρου περιουσίας, βάσει της οποίας η σημαντική συμμετοχή σε επιχείρηση απαλλάσσεται μέχρι ενός σημείου από τον φόρο περιουσίας όταν η επιχείρηση είναι εγκατεστημένη στις Κάτω Ξώρες.

2 Ο προσφεύγων της κύριας δίκης (στο εξής: προσφεύγων) είναι Ολλανδός υπήκοος και κάτοικος Κάτω Ξωρών. Κατέχει όλα τα εταιρικά μερίδια της εταιρίας Ballyard Foods Limited (στο εξής: Ballyard), η οποία είναι εγκατεστημένη στο Δουβλίνο, στην Ιρλανδία, όπου παράγει τυρί. Ο προσφεύγων, δεδομένου ότι είναι κάτοχος όλων των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας, επικαλέστηκε με τη φορολογική του δήλωση στις Κάτω Ξώρες μια φοροαπαλλαγή επιχειρήσεως.

3 Στη φορολογική του δήλωση για τον φόρο περιουσίας για το 1994, ο προσφεύγων ανέφερε ότι την 1η Ιανουαρίου 1994 είχε περιουσία 2 650 600 ολλανδικών φιορινίων (HFL). Η αξία της συμμετοχής του στην Ballyard ανερχόταν την 1η Ιανουαρίου 1994 σε 749 800 HFL. Λόγω της συμμετοχής του στην Ballyard, ο προσφεύγων ζήτησε τη φοροαπαλλαγή επιχειρήσεως για να εκπέσει από τη φορολογητέα περιουσία του στις Κάτω Ξώρες - κατά τον τρόπο υπολογισμού που περιγράφεται στο σημείο 4 των προτάσεών μου - ποσό 442 400 HFL. Επικαλέστηκε συναφώς το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, του wet op de vermogenbelasting 1964 (1).

4 Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου περί φόρου περιουσίας ορίζει υπέρ του φορολογουμένου ο οποίος εκμεταλλεύεται μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ότι τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν επενδυθεί στην επιχείρηση αυτή ή στις επιχειρήσεις αυτές εκπίπτουν της φορολογητέας περιουσίας και ότι η έκπτωση αυτή είναι:

«a) αν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία δεν υπερβαίνουν το ποσό των 135 000 φιορινίων: 100 %,

b) αν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία υπερβαίνουν το ποσό των 135 000 φιορινίων: 135 000 φιορίνια συν το 50 % του κεφαλαίου άνω του ποσού αυτού, χωρίς όμως η έκπτωση να μπορεί να υπερβεί το ποσό του 1 541 000 φιορινίων.»

5 Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του νόμου περί φόρου περιουσίας ορίζει ότι, όταν τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν επενδυθεί σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις υπό την έννοια της παραγράφου 2 είναι κατώτερα των 2 947 000 HFL ή όταν ουδεμία επιχείρηση αποτελεί αντικείμενο εκμεταλλεύσεως για λογαριασμό του φορολογουμένου, η παράγραφος 2 έχει εφαρμογή mutatis mutandis και εξομοιώνεται με περιουσιακά στοιχεία που έχουν επενδυθεί σε επιχείρηση ό,τι αποτελεί κατά το στοιχείο c του άρθρου αυτού μετοχές και εταιρικά μερίδια που συνιστούν σημαντική συμμετοχή, υπό την έννοια του wet op de inkomstenbelasting 1964 (2), σε εταιρία εγκατεστημένη στις Κάτω Ξώρες (αρκεί να μη πρόκειται για εταιρία αμοιβαίων κεφαλαίων υπό την έννοια του άρθρου 28 του wet op de vennotschapsbelasting 1969 (3)) (4).

6 Οι ολλανδικές φορολογικές αρχές αρνήθηκαν να λάβουν υπόψη τη φοροαπαλλαγή και καθόρισαν τη φορολογητέα περιουσία σε 2 650 000 HFL. Η προσφυγή του προσφεύγοντος στρέφεται κατά της αποφάσεως αυτής.

7 Η Ολλανδική Κυβέρνηση εξηγεί ότι η επίμαχη ρύθμιση υπαγορεύθηκε από την ανάγκη προστασίας του κεφαλαίου των μικρών επιχειρήσεων των οποίων οι μετοχές/τα εταιρικά μερίδια ανήκουν στην ουσία σε ένα φυσικό πρόσωπο. Εν προκειμένω, το αποτέλεσμα θα ήταν η διπλή φορολογία, δηλαδή η φορολογία τόσο βάσει των διατάξεων περί φόρου εταιριών όσο και βάσει των διατάξεων περί του φόρου περιουσίας που θα έπρεπε να καταβάλει ο κάτοχος του κεφαλαίου. Δεδομένου όμως ότι στις περιπτώσεις αυτές το κεφάλαιο της εταιρίας αποτελεί συγχρόνως περιουσία του κατόχου των μετοχών/εταιρικών μεριδίων και δεν είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο ομάδων περιουσιακών στοιχείων, η διπλή φορολογία της ίδιας ομάδας περιουσιακών στοιχείων αποφεύγεται χάρη στη φοροαπαλλαγή επιχειρήσεως. Από την άποψη αυτή, ουδείς λόγος συντρέχει να χορηγηθεί η φοροαπαλλαγή επιχειρήσεως στις εταιρίες που εδρεύουν στην αλλοδαπή, δεδομένου ότι στις Κάτω Ξώρες φορολογείται μόνον η περιουσία του προσώπου στο οποίο ανήκουν οι εταιρίες αυτές, ενώ η περιουσία τους διαφεύγει του φόρου. Κατά συνέπεια, εξ υπαρχής δεν υφίσταται δυνατότητα διπλής φορολογίας από την ολλανδική εφορία.

8 Το Gerechtshof te 's-Gravenhage υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1) Πρέπει τα άρθρα 6 και/ή 52 της Συνθήκης ΕΚ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι είναι ασυμβίβαστος με τα άρθρα αυτά ο περιορισμός που απορρέει από διάταξη στη νομοθεσία κράτους μέλους περί φόρου περιουσίας, η οποία εξαιρεί τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν επενδυθεί σε μετοχές/εταιρικά μερίδια επιχειρήσεως - αν λόγω των πιο πάνω μετοχών/εταιρικών μεριδίων υφίσταται σημαντική συμμετοχή στην επιχείρηση - από τον φόρο περιουσίας του μετόχου/κατόχου των εταιρικών μεριδίων, αλλά περιορίζει την εξαίρεση αυτή στις μετοχές/στα εταιρικά μερίδια των εταιριών που είναι εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος μέλος;

2) Αν στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση, πρέπει τα άρθρα 73 Β και 73 Δ της Συνθήκης ΕΚ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι είναι ασυμβίβαστη με τα άρθρα αυτά μια περιοριστική διάταξη όπως η προαναφερθείσα στο ερώτημα 1;»

9 Η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή έλαβαν μέρος στην προδικαστική διαδικασία. Θα έλθω στην επιχειρηματολογία τους στο πλαίσιο της νομικής αναλύσεως.

B - Ανάλυση

I - Προκαταρκτικό ζήτημα σχετικά με τη συρροή των διατάξεων περί ελευθερίας εγκαταστάσεως και περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων

10 Τα δύο ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο έχουν σχέση μεταξύ τους. Ενώ το πρώτο ερώτημα αφορά το αν η εθνική ρύθμιση συμβιβάζεται με τις κοινοτικές διατάξεις περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, το δεύτερο ερώτημα διατυπώθηκε σε συνάρτηση με την απάντηση στο πρώτο. Αν η εσωτερική ρύθμιση συμβιβάζεται με τους κανόνες περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί αν συμβιβάζεται και με τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων.

11 νΟσοι έλαβαν μέρος στην προδικαστική διαδικασία υποστηρίζουν διαφορετικές απόψεις όσον αφορά τις εφαρμοστέες κοινοτικές διατάξεις.

Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει, όσον αφορά το άρθρο 52 της Συνθήκης το οποίο διέπει την ελευθερία εγκαταστάσεως, ότι δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Η κατοχή μετοχών/εταιρικών μεριδίων μιας επιχειρήσεως εμπίπτει μόνο στις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων. Τούτο προκύπτει και από το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, το οποίο ορίζει ρητώς ότι επιφυλάσσεται η εφαρμογή των διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων.

Αντιθέτως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η σημαντική συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιρίας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος εμπίπτει πρωτίστως στις διατάξεις περί ελευθερίας εγκαταστάσεως υπό την έννοια του άρθρου 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης. Η επιφύλαξη που γίνεται υπέρ των διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, επιφύλαξη που συναντά κανείς και στο άρθρο 61, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 51, παράγραφος 2, ΕΚ) το οποίο ανήκει στο κεφάλαιο για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αφορά μόνο τη μεταβατική περίοδο πριν από την πλήρη υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, οπότε πλέον έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

Εκτίμηση

12 Στις διατάξεις περί ελευθερίας εγκαταστάσεως περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, ειδικά η σύσταση και διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιριών υπό την έννοια του άρθρου 58 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 48 ΕΚ). Απλώς και μόνο για τον λόγο αυτόν, αυτές καθαυτές οι πιο πάνω δραστηριότητες δεν μπορούν να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί ελευθερίας εγκαταστάσεως και να εμπίπτουν μόνο στις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων.

13 Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ των διατάξεων περί ελευθερίας εγκαταστάσεως και εκείνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων. Η σχέση αυτή προκύπτει ήδη από τις αμοιβαίες επιφυλάξεις που περιέχονται στο άρθρο 73 Δ, παράγραφος 2 (5), και στο άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης (6). νΟμως, οι επιφυλάξεις αυτές δεν σημαίνουν ότι μια συμπεριφορά μπορεί να προστατευθεί μόνο με μία από τις δύο αυτές θεμελιώδεις ελευθερίες. Αν, από μόνη της, η οποιαδήποτε σχέση με την κυκλοφορία κεφαλαίων απέκλειε την εφαρμογή του σχετικού με την ελευθερία εγκαταστάσεως κεφαλαίου της Συνθήκης, η ελευθερία αυτή θα έχανε την πρακτική της σημασία, καθόσον η εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος κατά κανόνα συνδέεται με μεταφορά κεφαλαίων.

14 Οι διατάξεις περί των θεμελιωδών ελευθεριών διέπουν υπό συγκεκριμένη οικονομική άποψη την ελευθερία συμπεριφοράς. ςΕτσι, μία και η ίδια συμπεριφορά μπορεί να προστατεύεται υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες, οπότε μπορεί να καλύπτεται συγχρόνως από περισσότερες ελευθερίες.

15 Στη μέχρι τώρα νομολογία του, το Δικαστήριο λαμβάνει ως αφετηρία ότι οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και οι διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή περί ελευθερίας εγκαταστάσεως εφαρμόζονται παράλληλα. Η νομολογία αυτή στηρίζεται στο ότι οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων αποκλείουν την παράλληλη εφαρμογή άλλων θεμελιωδών ελευθεριών μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχουν μέτρα τα οποία διέπουν με συγκεκριμένο τρόπο τη ροή κεφαλαίων. Αν όμως η ροή αυτή επηρεάζεται έμμεσα από το ότι η άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας έχει καταστεί πιο δύσκολη σε άλλο κράτος μέλος, καθοριστική είναι η θεμελιώδης ελευθερία από την οποία καλύπτεται η δραστηριότητα αυτή (7).

16 Στην υπόθεση Bachmann (8), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων δεν αφορούν τους περιορισμούς που απορρέουν έμμεσα από περιορισμούς των άλλων θεμελιωδών ελευθεριών.

17 Στην απόφασή του στην υπόθεση Svensson και Gustavsson (9), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η διάταξη που εμποδίζει τη χορήγηση πιστώσεων από τις τράπεζες είναι δυνατόν να είναι ασυμβίβαστη και με το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ) και με το άρθρο 67 της Συνθήκης ΕΚ (καταργήθηκε με τη Συνθήκη του υΑμστερνταμ).

18 Στην απόφαση που εξέδωσε στις 9 Ιουλίου 1997 στην υπόθεση Parodi (10), το Δικαστήριο έλαβε ως αφετηρία ότι έχουν παράλληλη εφαρμογή οι διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων. Η ερμηνεία του Δικαστηρίου ήταν ότι, σε περίπτωση περιορισμού της διακινήσεως κεφαλαίων που συνδέονται με υπηρεσίες, η εφαρμογή των διατάξεων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μπορεί να αποκλειστεί «μόνον αν συντρέχει περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων που συνδέονται με τέτοιες υπηρεσίες, ο οποίος συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο» (11).

19 Στις προτάσεις του της 23ης Σεπτεμβρίου 1997 στην υπόθεση Safir (12), ο γενικός εισαγγελέας G. Tesauro πρότεινε να γίνει οριοθέτηση μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών με το να εξεταστεί αν ένα εθνικό μέτρο ευθέως καθιστά αδύνατη ή δυσχερέστερη τη μεταφορά κεφαλαίων και αναγνώρισε ότι, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη μια ειδική σχέση μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

20 Ο γενικός εισαγγελέας J. Mischo δέχθηκε όμοιο κριτήριο στις προτάσεις του της 14ης Μαου 1998 στην υπόθεση Ambry (13). Απέκλεισε την εφαρμογή των διατάξεων περί μεταφοράς κεφαλαίων σε ρύθμιση η οποία επέτρεπε τη σύσταση ορισμένων εγγυήσεων μόνο σε πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην ημεδαπή, με το σκεπτικό ότι από τη ρύθμιση αυτή δεν προέκυπτε κανένα εμπόδιο για τις μεταφορές κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών. Το Δικαστήριο αναγνώρισε και αυτό, στην απόφαση εκείνη, ότι έχει παραβιαστεί η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, χωρίς να επιλύσει το ζήτημα «αν η κανονιστική αυτή ρύθμιση είναι επίσης αντίθετη στο άρθρο 73 Β της Συνθήκης» (14).

21 Στην απόφαση που εξέδωσε την 1η Ιουνίου 1999 στην υπόθεση Konle (15), η οποία αφορούσε διάταξη του αυστριακού δικαίου που καθιστούσε δυσχερέστερη την απόκτηση ακινήτων από αλλοδαπούς, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι έχουν εφαρμογή τόσο οι διατάξεις περί ελευθερίας εγκαταστάσεως όσο και αυτές περί διακινήσεως κεφαλαίων. Τελικά όμως, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι έχει παραβιαστεί το άρθρο 73 Β της Συνθήκης, οπότε δεν εξέτασε το ζήτημα του συμβιβαστού με την ελευθερία εγκαταστάσεως. Στην υπόθεση εκείνη, ο γενικός εισαγγελέας A. La Pergola διαπίστωσε αντιθέτως παράβαση των διατάξεων περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, οπότε δεν έκρινε αναγκαίο να εξετάσει την πτυχή σχετικά με τη διακίνηση κεφαλαίων (16). Εν τούτοις, τόσο η απόφαση όσο και οι προτάσεις εκκινούν από το ότι οι διατάξεις περί των δύο θεμελιωδών ελευθεριών έχουν παράλληλη εφαρμογή.

22 Η ύπαρξη, μεταξύ των διατάξεων περί διακινήσεως κεφαλαίων και των διατάξεων περί των άλλων θεμελιωδών ελευθεριών, γενικά σχέσεως αποκλεισμού των μεν από τις δε - όπως η Ολλανδική Κυβέρνηση θα επιθυμούσε να γίνει δεκτό εν προκειμένω - είναι ασυμβίβαστη με τη νομολογία που μόλις παρέθεσα. Στις υποθέσεις Svensson και Gustavsson, Parodi, Ambry και Konle, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι είναι δυνατή η παράλληλη εφαρμογή των διατάξεων περί διακινήσεως κεφαλαίων και των διατάξεων περί των άλλων θεμελιωδών ελευθεριών. Μάλιστα, η υπόθεση Konle αφορούσε ακριβώς την καθοριστική για την παρούσα υπόθεση σχέση μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

23 Πειστικά επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της νομολογίας αυτής. Στις Συνθήκες της Ρώμης, μόνον η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εξ υπαρχής αναγνωρίστηκαν πλήρως ως θεμελιώδεις ελευθερίες. Αντιθέτως, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων έπρεπε πρώτα να τεθεί σε εφαρμογή από το παράγωγο δίκαιο, και μόνο με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ κατέστη αυτοτελής θεμελιώδης ελευθερία της Συνθήκης ΕΚ. Αν, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η Ολλανδική Κυβέρνηση, δεχόμασταν σήμερα ευρεία ερμηνεία των διατάξεων περί διακινήσεως κεφαλαίων, έτσι ώστε οι διατάξεις αυτές να εισβάλουν σε τομείς που καλύπτονται πρωτίστως από τις άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες και να τις αποβάλουν από τους τομείς αυτούς, η αναγνώριση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων θα σήμαινε περιορισμό των άλλων θεμελιωδών ελευθεριών, δεδομένου ότι οι επιφυλάξεις που διατυπώνονται σχετικά με τον περιορισμό της διακινήσεως κεφαλαίων θα έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να ισχύουν και έναντι των άλλων θεμελιωδών ελευθεριών. νΟμως, ένας τέτοιος περιορισμός των ήδη υπαρχουσών θεμελιωδών ελευθεριών που έχουν άμεση εφαρμογή ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει με την προσθήκη της διακινήσεως κεφαλαίων στις θεμελιώδεις ελευθερίες. Αντιθέτως, πρέπει να προστεθεί μια συμπληρωματική θεμελιώδης ελευθερία στις ήδη υπάρχουσες και να επεκταθεί το πεδίο των προστατευομένων διασυνοριακών οικονομικών δραστηριοτήτων.

24 Εξάλλου, τα άρθρα 73 Δ, παράγραφος 2, και 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης συνηγορούν υπέρ ενός περιορισμού της παράλληλης εφαρμογής σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. ςΕτσι, το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι ένας περιορισμός της διακινήσεως κεφαλαίων δεν παραβιάζει, αυτός καθαυτόν, την ελευθερία εγκαταστάσεως. Εθνικό μέτρο που διέπει άμεσα μόνο τη διακίνηση κεφαλαίων και όχι την εγκατάσταση σε άλλο κράτος δεν εμπίπτει στις διατάξεις περί ελευθερίας εγκαταστάσεως όταν το εμπόδιο για τη μεταφορά κεφαλαίων παρακωλύει έμμεσα την εγκατάσταση σε άλλο κράτος. Το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ορίζει, παραπέμποντας σε άλλες διατάξεις, ότι η διακίνηση κεφαλαίων δεν εμπίπτει στις διατάξεις περί ελευθερίας εγκαταστάσεως απλώς και μόνο λόγω του ότι είναι σημαντική για την εγκατάσταση.

25 Αντιστρόφως, το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 2, της Συνθήκης δείχνει ότι η άμεση εισβολή στην ελευθερία εγκαταστάσεως πρέπει να κρίνεται με γνώμονα τη θεμελιώδη αυτή ελευθερία και ότι οι διατάξεις περί διακινήσεως κεφαλαίων δεν εφαρμόζονται επικουρικώς. Ο περιορισμός αυτός ισχύει μόνο για το δικαίωμα εγκαταστάσεως. Αντιθέτως, όσον αφορά τη συρροή μεταξύ διακινήσεως κεφαλαίων και άλλων θεμελιωδών ελευθεριών, το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 2, της Συνθήκης δεν προβλέπει κανένα περιορισμό. Τούτο εξηγεί την εφαρμογή των διατάξεων περί διακινήσεως κεφαλαίων στις υποθέσεις Svensson και Gustavsson και Ambry, όπου επρόκειτο για άμεσες προσβολές της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

26 Οι σκέψεις που διατύπωσα μέχρι τώρα σχετικά με τη συρροή μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και της ελευθερίας εγκαταστάσεως μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

1. ςΟταν υφίσταται άμεση προσβολή της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων συνεπαγόμενη μόνον εμμέσως εμπόδια για την εγκατάσταση, εφαρμόζονται μόνον οι διατάξεις περί διακινήσεως κεφαλαίων.

2. νΟταν υφίσταται άμεση προσβολή της ελευθερίας εγκαταστάσεως συνεπαγόμενη εμμέσως περιορισμό της ροής κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών λόγω των εμποδίων που παρεμβάλλει στην εγκατάσταση, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ελευθερίας εγκαταστάσεως.

27 Κατόπιν αυτών, μένει να χαρακτηριστούν οι περιπτώσεις που ένα εθνικό μέτρο εμποδίζει άμεσα τη ροή κεφαλαίων και, συγχρόνως, αφορά άμεσα την ελευθερία εγκαταστάσεως. Η υπόθεση Konle, η οποία είχε ως αντικείμενο την αγορά ακινήτου σε άλλο κράτος μέλος για την απόκτηση κατοικίας εκεί, αφορούσε μια τέτοια περίπτωση.

28 Η αγορά ακινήτου για την απόκτηση κατοικίας είναι αναγκαίο συμπλήρωμα της εγκαταστάσεως και, επομένως, αποτελεί έναν τρόπο ασκήσεως της θεμελιώδους αυτής ελευθερίας. Η άσκηση της ελευθερίας αυτής απαγορευόταν από την αυστριακή ρύθμιση. Κατά συνέπεια, υφίστατο άμεσος περιορισμός του δικαιώματος εγκαταστάσεως.

29 Από την άλλη πλευρά, η απόκτηση ακινήτου αποτελεί πάντοτε επένδυση κεφαλαίου, οπότε, ανεξαρτήτως του σκοπού της, προστατεύεται από τις διατάξεις περί διακινήσεως κεφαλαίων. νΕτσι, η απαγόρευση που προέβλεπε η αυστριακή ρύθμιση αφορούσε την άσκηση δικαιώματος το οποίο εξασφαλίζεται από τις γενικές διατάξεις περί διακινήσεως κεφαλαίων και συνιστούσε άμεση προσβολή της θεμελιώδους αυτής ελευθερίας.

30 Τελικά, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι εφαρμογή είχαν τόσο οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων όσο και αυτές περί ελευθερίας εγκαταστάσεως. Κατά συνέπεια, πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενός τρίτου κανόνα σχετικά με την εν λόγω συρροή:

3. ήΟταν υφίσταται άμεση προσβολή θίγουσα τόσο την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων όσο και το δικαίωμα εγκαταστάσεως, εφαρμόζονται οι δύο θεμελιώδεις ελευθερίες και το εθνικό μέτρο πρέπει να τηρεί τις προϋποθέσεις που τάσσονται για τις δύο αυτές ελευθερίες.

II - Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση των αρχών που συνήχθησαν κατά τα πιο πάνω

1. Επί του πρώτου ερωτήματος

31 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του αν ο περιορισμός της φοροαπαλλαγής επιχειρήσεως σε εκείνες τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στις Κάτω Ξώρες συμβιβάζεται με τα άρθρα 6 και 52 της Συνθήκης.

α) Το πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως

32 Εν προκειμένω, η επίμαχη ρύθμιση αφορά μόνο τη σημαντική συμμετοχή («aanmerkelijk belang») σε αλλοδαπή επιχείρηση. Το γενικό πνεύμα του εθνικού δικαίου δείχνει ξεκάθαρα την έννοια και τον σκοπό της προϋποθέσεως αυτής σχετικά με το σημαντικό της συμμετοχής. Πρώτον, της φοροαπαλλαγής τυγχάνει ο ιδιοκτήτης μιας επιχειρήσεως. Αυτός καθαυτόν ο κάτοχος μετοχών/εταιρικών μεριδίων εξομοιώνεται με ιδιοκτήτη επιχειρήσεως μόνον όταν έχει σημαντική συμμετοχή στην εταιρία που αυτός διαχειρίζεται, συμμετοχή που τον κάνει να έχει ορισμένη επιρροή στις αποφάσεις της επιχειρήσεως. Λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου και του σκοπού της, η επίμαχη ρύθμιση δεν αφορά γενικά την επένδυση κεφαλαίου για την αποκόμιση κέρδους, αλλά, ειδικότερα, αυτή καθαυτή την επιχειρηματική δραστηριότητα. Το δικαίωμα συστάσεως σε άλλο κράτος μέλος επιχειρήσεως υπό μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας επηρεάζεται άμεσα από την άρνηση χορηγήσεως της φοροαπαλλαγής. Επομένως, κατά τους κανόνες οριοθετήσεως που πρότεινα πιο πάνω, η ελευθερία εγκαταστάσεως έχει οπωσδήποτε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.

33 Τα σύνορα μεταξύ της απλής επενδύσεως κεφαλαίου υπό τη μορφή αγοράς μετοχών/εταιρικών μεριδίων επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος και της εγκαταστάσεως σε αυτό το κράτος μέλος θα μπορούν να βρίσκονται εκεί όπου ο κάτοχος μετοχών/εταιρικών μεριδίων δεν σκοπεύει πλέον να αντλήσει κέρδος από μια απλή εισφορά κεφαλαίου για τη στήριξη της δραστηριότητας μιας επιχειρήσεως που διευθύνεται από άλλα πρόσωπα, αλλά δραστηριοποιείται ο ίδιος μέσα στην επιχείρηση. Πέραν του απλού δικαιώματος ψήφου που έχει ο κάτοχος μετοχών/εταιρικών μεριδίων, η πιο πάνω δραστηριότητα μέσα στην επιχείρηση προϋποθέτει ότι αυτός έχει συμμετοχή ικανή να του εξασφαλίσει σημαντική επιρροή στις αποφάσεις της εταιρίας. Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει παραπομπή στους κανόνες του εταιρικού δικαίου του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση (17).

34 Η οριοθέτηση αυτή δεν δημιουργεί προβλήματα στην παρούσα υπόθεση. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για εγκατάσταση, δεδομένου ότι όλα τα εταιρικά μερίδια κατέχονται μόνον από ένα πρόσωπο. Ο μοναδικός κάτοχος των μετοχών/εταιρικών μεριδίων μιας εταιρίας μπορεί να καθορίζει τις δραστηριότητές της χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνει υπόψη άλλους που έχουν το ίδιο δικαίωμα. Από τον ιδιοκτήτη ατομικής επιχειρήσεως τον διαφοροποιεί μόνον η επιλεγμένη νομική μορφή και μπορεί όπως και αυτός να διευθύνει τις δραστηριότητες της επιχειρήσεως.

β) Περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως

35 Η ελευθερία εγκαταστάσεως καλύπτει την επαγγελματική δραστηριότητα του αυτοαπασχολούμενου σε άλλο κράτος μέλος. Ειδικότερα, στην ελευθερία αυτή εμπίπτει το δικαίωμα συστάσεως και διαχειρίσεως εκεί μιας επιχειρήσεως. Συναφώς, μικρή σημασία έχει αν η επιχείρηση είναι οργανωμένη ως ατομική επιχείρηση ή ως εταιρία, όπως εκθέτει το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο.

36 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η θεμελιώδης ελευθερία παρέχει προστασία όχι μόνον έναντι περιορισμών εκ μέρους του κράτους όπου πρέπει να δημιουργηθεί εγκατάσταση, αλλά και έναντι των εμποδίων που παρεμβάλλει το κράτος καταγωγής (18).

37 Είναι αλήθεια ότι ο φόρος περιουσίας δεν έχει εναρμονιστεί στην Κοινότητα, οπότε τα κράτη μέλη παραμένουν οι μόνοι αρμόδιοι στον τομέα της φορολογικής νομοθεσίας. ςΟμως, πρέπει να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου. Ειδικότερα, δεν μπορούν να επιβάλλουν φόρους που εμποδίζουν την άσκηση των εγγυημένων από τη Συνθήκη θεμελιωδών ελευθεριών (19).

38 Η μη χορήγηση, στο πλαίσιο της δηλώσεως φόρου περιουσίας, της φοροαπαλλαγής επιχειρήσεως στον κάτοχο μετοχών/εταιρικών μεριδίων που έχει σημαντική συμμετοχή σε επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος από τις Κάτω Ξώρες είναι ικανή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε άλλα κράτη μέλη και, επομένως, να τις εμποδίσει. Πρόκειται για αντικειμενική διάκριση εις βάρος του επιχειρηματία ή κατόχου μετοχών/εταιρικών μεριδίων, αναλόγως του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.

γ) Δικαιολόγηση

39 Εφόσον η ρύθμιση που περιγράφηκε πιο πάνω δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο βάσει των άρθρων 55 (νυν άρθρου 45 ΕΚ) και 56 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 46 ΕΚ) της Συνθήκης ΕΚ ή βάσει επιτακτικών αναγκών. Ο ισχυρισμός της Ολλανδικής Κυβερνήσεως ότι η δυνατότητα μειώσεως του φόρου περιουσίας με τη χορήγηση φοροαπαλλαγής αποτρέπει την πολλαπλή φορολογία των ίδιων περιουσιακών στοιχείων από την ολλανδική εφορία - στην αρχή με τον φόρο εταιριών και μετά με τον φόρο περιουσίας - δεν καθιστά δυνατή τη δικαιολόγηση της δυσμενούς διακρίσεως. Συγκεκριμένα, η μη χορήγηση της φοροαπαλλαγής επιχειρήσεως στις εταιρίες που είναι εκγατεστημένες στην αλλοδαπή είναι ανεξάρτητη από το αν υπόκεινται στον φόρο εταιριών στο κράτος αυτό. Κατά συνέπεια, η ολλανδική ρύθμιση αποφεύγει τη γενεσιουργό δυσμενών διακρίσεων διπλή φορολογία μόνον όσον αφορά το κεφάλαιο των εταιριών που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή. Αν, όταν υφίσταται σημαντική συμμετοχή σε μια εταιρία, ο φόρος περιουσίας πρέπει να μειωθεί λόγω του φόρου που πρέπει να καταβληθεί από την εταιρία, η μείωση αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται από το αν η εταιρία αυτή φορολογείται στις Κάτω Ξώρες ή σε άλλο κράτος.

40 Θα ήταν δυνατή μια μη γενεσιουργός δυσμενών διακρίσεων νομοθεσία για την αποφυγή της πολλαπλής φορολογίας, αν η νομοθεσία αυτή ήταν τέτοια ώστε η φοροαπαλλαγή επιχειρήσεως να χορηγείται αναλόγως του φόρου που πρέπει να καταβληθεί στο κράτος εγκαταστάσεως της εταιρίας και ανεξαρτήτως του ζητήματος σε ποιο κράτος μέλος καταβάλλεται ο φόρος αυτός. Δεδομένου ότι ο σκοπός αυτός του νομοθέτη θα μπορούσε να επιτευχθεί με νομοθεσία μη γενεσιουργό δυσμενών διακρίσεων, η επίμαχη ρύθμιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

41 Αυτό καθαυτό το γεγονός ότι οι φόροι που καταβάλλει η εταιρία δεν εισπράττονται από την ολλανδική εφορία δεν είναι ούτε και αυτό ικανό να δικαιολογήσει την τωρινή ολλανδική ρύθμιση περί φόρου περιουσίας, δεδομένου ότι η εντεύθεν μείωση των φορολογικών εσόδων δεν περιλαμβάνεται στους λόγους δικαιολογήσεως που παραθέτει το άρθρο 56 της Συνθήκης και δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτακτική ανάγκη γενικού συμφέροντος (20).

δ) Η γενική απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων

42 νΟσον αφορά τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας την οποία επιβάλλει το άρθρο 6 της Συνθήκης και της οποίας γίνεται μνεία στο πρώτο ερώτημα, η Επιτροπή υπογραμμίζει ορθώς ότι η αρχή αυτή έχει ρητώς επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τις ειδικές διατάξεις της Συνθήκης. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η γενική απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων έχει εφαρμογή μόνο σε περιπτώσεις που η Συνθήκη δεν περιέχει ειδικούς κανόνες περί απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων (21). Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, δεν συντρέχει λόγος να εφαρμοστεί η γενική απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων.

43 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

Το άρθρο 52 της Συνθήκης απαγορεύει την αφορώσα τον φόρο περιουσίας ρύθμιση κράτους μέλους η οποία περιορίζει τη φοροαπαλλαγή λόγω σημαντικής συμμετοχής σε εταιρία μόνον στις συμμετοχές σε εταιρίες εγκατεστημένες σε αυτό το κράτος μέλος.

2. Επί του δευτέρου ερωτήματος

44 Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα παρέχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να εκδώσει την απόφασή του. Βάσει της λύσεως που πρότεινα δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, δεδομένου ότι το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε μόνο για την περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο. Για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί την άποψη που υποστήριξα και εκτιμήσει ότι εφαρμογή έχουν μόνον οι διατάξεις περί διακινήσεως κεφαλαίων, θα εξετάσω επικουρικώς το δεύτερο ερώτημα.

α) Το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί διακινήσεως κεφαλαίων

45 Η Ολλανδική Κυβέρνηση θεωρεί εν προκειμένω ότι εφαρμογή έχουν μόνον οι διατάξεις περί διακινήσεως κεφαλαίων, αλλά υποστηρίζει ότι η φοροαπαλλαγή επιχειρήσεως δεν εμποδίζει τη ροή κεφαλαίων. Οι επενδύσεις που οι κάτοικοι Κάτω Ξωρών πραγματοποιούν σε κεφαλαιουχικές εταιρίες της αλλοδαπής δεν μπορούν να εμποδιστούν και, αυτές καθαυτές, δεν υπόκεινται σε συγκεκριμένο φόρο.

46 Η Επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι η επίμαχη νομοθεσία είναι αντίθετη προς τις σχετικές με την ελευθερία εγκαταστάσεως διατάξεις της Συνθήκης, λαμβάνει θέση επί του δευτέρου ερωτήματος μόνον επικουρικώς.

Κατά την προφορική διαδικασία, η Επιτροπή επικαλέστηκε διάφορα ερμηνευτικά κριτήρια που κατ' αυτήν πρέπει να εφαρμοστούν. Πρώτον, η Συνθήκη του Μάαστριχτ σκοπό έχει να υπάρξει πρόοδος στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων. Αν γίνει δεκτή η άποψη της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, θα υπάρξει οπισθοδρόμηση. Δεύτερον, πρέπει να καταλήξουμε σε συνεκτική ερμηνεία κάθε κεφαλαίου της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, πρέπει να υπάρχει συνοχή μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και της ελευθερίας εγκαταστάσεως. ςΕτσι, όταν μια διάταξη είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία εγκαταστάσεως, γενικά δεν μπορεί να είναι συμβιβάσιμη ούτε με την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων. Δεδομένου ότι, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, η παρούσα υπόθεση δεν αφορά το ζήτημα αν μια εθνική φορολογική ρύθμιση συμβιβάζεται με την υπό στενή έννοια ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, η προβληματική είναι η ίδια όσον αφορά το συμβιβαστό της επίμαχης ρυθμίσεως με την ελευθερία εγκαταστάσεως.

Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από την Ολλανδική Κυβέρνηση για να δικαιολογηθεί το επίμαχο φορολογικό πλεονέκτημα αφορούν μόνο την κατάσταση στις Κάτω Ξώρες και δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι επιχειρήσεις καταβάλλουν και φόρους στην αλλοδαπή. Βέβαια, το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της Συνθήκης επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν δύο είδη φορολογικών διατάξεων, αλλά μόνον αν συναφώς λαμβάνονται υπόψη διαφορετικές καταστάσεις. Το να αγνοούνται οι ιδιαιτερότητες κάθε περιπτώσεως συνιστά αυθαίρετη διάκριση.

Εκτίμηση

47 Η επίμαχη φοροαπαλλαγή μπορεί να επηρεάσει έμμεσα τη ροή κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών καθόσον ευνοεί μόνο τις επιχειρήσεις που δρούν στις Κάτω Ξώρες, οπότε καθιστά λιγότερο ελκυστικές τις επενδύσεις που γίνονται σε επιχείρηση εγκατεστημένη εκτός Κάτω Ξωρών απ' ό,τι οι επενδύσεις που γίνονται σε επιχείρηση εγκατεστημένη στην ημεδαπή. ήΟμως, η διακίνηση κεφαλαίων δεν επηρεάζεται άμεσα εφόσον, αυτή καθαυτήν, δεν εμποδίζεται. Λιγότερο ελκυστική καθίσταται όχι η μεταφορά κεφαλαίου σε άλλο κράτος, αλλά η χρησιμοποίησή του.

48 Προηγουμένως έδειξα ότι ένα εθνικό μέτρο μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής διαφορετικών θεμελιωδών ελευθεριών. νΕτσι, η εν προκειμένω εφαρμογή των διατάξεων περί ελευθερίας εγκαταστάσεως δεν εμποδίζει το να εφαρμοστούν και οι διατάξεις περί διακινήσεως κεφαλαίων.

49 Η απόκτηση μετοχών/εταιρικών μεριδίων εταιρίας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος εμπίπτει στα άρθρα 73 Α επ. της Συνθήκης ΕΚ. Πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή ήΕνωση, έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη η οδηγία 88/361 (22). Η Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή ήΕνωση ενσωμάτωσε στη Συνθήκη ΕΚ την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, η οποία είχε αναγνωριστεί από το παράγωγο δίκαιο. Κατά συνέπεια, μπορούμε να συνεχίσουμε να αναφερόμαστε στο παράγωγο δίκαιο για να λάβουμε ενδείξεις σχετικά με το περιεχόμενο της θεμελιώδους αυτής ελευθερίας.

50 Αντιθέτως προς την ελευθερία εγκαταστάσεως, το προς επίλυση ζήτημα δεν αφορά την ποσότητα των αγορασμένων μετοχών/εταιρικών μεριδίων. νΕτσι, η απόκτηση ή κατοχή όλων των μετοχών/εταιρικών μεριδίων μιας εταιρίας προστατεύεται και αυτή από τις διατάξεις αυτές, πράγμα που αν δεν συνέβαινε, η προστασία των επενδυτών θα μειωνόταν όσο περισσότερες μετοχές/περισσότερα εταιρικά μερίδια κατέχουν. νΟμως, αν η συμμετοχή σε μια εταιρία φθάνει ένα σημείο που παρέχει στον επενδυτή τη δυνατότητα να ασκεί καθοριστική επιρροή στις αποφάσεις της επιχειρήσεως, οι διατάξεις περί ελευθερίας εγκαταστάσεως επεμβαίνουν συμπληρωματικά παραπλεύρως των διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Επί πλέον, η επένδυση αυτή αντιστοιχεί στις περιστάσεις που αφορά το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης και προστατεύεται διττώς από τη Συνθήκη.

β) Η παράβαση των διατάξεων περί διακινήσεως κεφαλαίων

51 Η Ολλανδική Κυβέρνηση έχει την άποψη ότι, ακόμη και αν η επίμαχη ρύθμιση αποτελούσε περιορισμό της διακινήσεως κεφαλαίων, θα δικαιολογούνταν βάσει του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της Συνθήκης και της δηλώσεως αριθ. 7 σχετικά με το άρθρο 73 Δ της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϋκής Κοινότητας (23). Επί πλέον, η ρύθμιση αυτή δεν συνεπάγεται καμία διάκριση μεταξύ των κατοίκων των Κάτω Ξωρών και των κατοίκων των άλλων κρατών μελών.

52 Η Επιτροπή θεωρεί αντιθέτως ότι υφίσταται γενεσιουργός δυσμενών διακρίσεων μεταχείριση των επιχειρηματιών που επενδύουν σε κεφαλαιουχικές εταιρίες σε άλλα κράτη μέλη, δεδομένου ότι, τελικά, φορολογούνται βαρύτερα από εκείνους που επενδύουν σε εταιρίες εγκατεστημένες στις Κάτω Ξώρες, καθόσον οι τελευταίοι τυγχάνουν της επίμαχης φοροαπαλλαγής. Τούτο καθιστά τις επενδύσεις στην αλλοδαπή λιγότερο ελκυστικές από εκείνες που γίνονται στην ημεδαπή και είναι αντίθετο προς το άρθρο 1 της οδηγίας 88/361 (24) (και, εν προκειμένω, χωρίς αμφιβολία προς το άρθρο 73 Β της Συνθήκης).

53 Βέβαια, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Ολλανδική Κυβέρνηση, η ρύθμιση περί της φοροαπαλλαγής επιχειρήσεως δεν κάνει διάκριση αναλόγως της ιθαγενείας ή του τόπου κατοικίας του δικαιούχου. Αντιθέτως, η διαφορά έγκειται στον τόπο όπου έχει επενδυθεί το κεφάλαιο. Τα πρόσωπα που υπόκεινται στον ολλανδικό φόρο περιουσίας και έχουν σημαντική συμμετοχή σε μια εταιρία τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως. Η φοροαπαλλαγή επιχειρήσεως χορηγείται αν η επιχείρηση στην οποία επενδύει ο ενδιαφερόμενος είναι εγκατεστημένη στις Κάτω Ξώρες. Τελικά, ο επιχειρηματίας που επενδύει σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος φορολογείται βαρύτερα από εκείνον που επενδύει σε ολλανδική εταιρία.

54 Το άρθρο 67, παράγραφος 1, της Συνθήκης απαγόρευε ρητώς και τις διακρίσεις λόγω του τόπου επενδύσεως. Η κατάργηση των άρθρων 67 έως 73 της Συνθήκης από τη Συνθήκη του υΑμστερνταμ δεν πρέπει σήμερα να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις αυτές καταργήθηκαν καθόσον, λόγω του περιεχομένου τους, κατέστησαν περιττές μετά την πλήρη αναγνώριση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων από το πρωτογενές δίκαιο. Παρ' όλ' αυτά, μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμεύουν ως ενδείξεις για τον καθορισμό του περιεχομένου της θεμελιώδους αυτής ελευθερίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία ότι, στο πλαίσιο της διακινήσεως κεφαλαίων, οι διακρίσεις λόγω του τόπου επενδύσεως ήσαν πάντοτε απαγορευμένες.

55 Το ότι η φοροαπαλλαγή επιχειρήσεως χορηγείται μόνο στις εταιρίες που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή επιδιώχθηκε να δικαιολογηθεί από την Ολλανδική Κυβέρνηση με τον σκοπό να αποφευχθεί η διπλή φορολογία της ίδιας ομάδας περιουσιακών στοιχείων, λόγω του φόρου περιουσίας που πρέπει να καταβάλλει ο κάτοχος μετοχών/εταιρικών μεριδίων και του φόρου στον οποίο υπόκειται η εταιρία. Δεδομένου ότι μια εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος δεν υπόκειται σε φόρο εταιριών στις Κάτω Ξώρες, ουδείς λόγος συντρέχει να χορηγηθεί η φοροαπαλλαγή στο πλαίσιο του φόρου περιουσίας.

56 Η πτυχή αυτή της επιχειρηματολογίας της Ολλανδικής Κυβερνήσεως δεν είναι πειστική. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένας γενεσιουργός δυσμενών διακρίσεων περιορισμός - όπως ο περιορισμός στην παρούσα υπόθεση - μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο βάσει εξαιρέσεων που προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη.

57 Ακόμη και αν - αντιθέτως προς την άποψη που υποστήριξα - θα θέλαμε να θεωρήσουμε ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις, δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος. Η φοροαπαλλαγή επιχειρήσεως δεν χορηγείται στους ιδιοκτήτες αλλοδαπών εταιριών ή στους κατόχους των μετοχών/εταιρικών μεριδίων τους, ανεξαρτήτως της φορολογίας της εταιρίας στο κράτος εγκαταστάσεως. Κατά συνέπεια, η διπλή φορολογία της ίδιας ομάδας περιουσιακών στοιχείων αποφεύγεται μόνον όταν η εταιρία εδρεύει στις Κάτω Ξώρες, καθόσον στις άλλες περιπτώσεις κάλλιστα υφίσταται διπλή φορολογία. Αυτή η προτίμηση για τις εταιρίες που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή αποτελεί εμπόδιο για τις επενδύσεις σε άλλο κράτος μέλος.

58 Ούτε η επίκληση του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της Συνθήκης από την Ολλανδική Κυβέρνηση μπορεί να αποβεί λυσιτελής. Βέβαια, η διάταξη αυτή επιτρέπει τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση αναλόγως του τόπου επενδύσεως. ςΟμως, κατά το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 3, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων και των πληρωμών. Κατά συνέπεια, δικαιολογούνται μόνον οι αναγκαίες διαφορές για τη διατήρηση της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος (25).

59 ηΟμως, όπως έχω ήδη εκθέσει, η διαφορετική μεταχείριση των επενδύσεων αναλόγως του αν γίνονται στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή ουδόλως είναι αναγκαία για την αποφυγή της διπλής φορολογίας της ίδιας ομάδας περιουσιακών στοιχείων. Η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν προέβαλε άλλους ουσιαστικούς λόγους για να δικαιολογήσει τη διαφορετική αυτή μεταχείριση. Κατά συνέπεια, η μη χορήγηση της φοροαπαλλαγής επιχειρήσεως πρέπει να θεωρηθεί ως αυθαίρετη διάκριση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο αα.

60 Τέλος, το νομικό περιεχόμενο και ο σκοπός της δηλώσεως σχετικά με το άρθρο 73 Δ της Συνθήκης ΕΚ (26) η οποία προσαρτάται στην τελική πράξη της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή ήΕνωση δεν έχουν καμία σημασία εν προκειμένω. Η δήλωση αυτή έχει ως εξής:

«Η Συνδιάσκεψη επιβεβαιώνει ότι το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, σημείο αα, της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϋκής Κοινότητας ισχύει μόνο όσον αφορά τις διατάξεις οι οποίες ισχύουν στο τέλος του 1993. Ωστόσο, η παρούσα δήλωση εφαρμόζεται μόνο για τις κινήσεις κεφαλαίων και τις πληρωμές που διενεργούνται μεταξύ κρατών μελών.»

Βέβαια, η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η επίμαχη ρύθμιση ήταν ήδη σε ισχύ κατά τα τέλη του 1993. υΟμως, σε ουδεμία περίπτωση η δήλωση αυτή δύναται να δικαιολογήσει ρύθμιση που πρέπει να θεωρηθεί ως «αυθαίρετη διάκριση» υπό την έννοια του άρθρου 73 Δ της Συνθήκης.

61 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα, που το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε για την περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο, πρέπει να δοθεί επικουρικώς η εξής απάντηση:

Τα άρθρα 73 Β και 73 Δ της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εθνική φορολογική ρύθμιση όπως αυτή την οποία αφορά το πρώτο ερώτημα είναι ασυμβίβαστη με τις διατάξεις αυτές.

Γ - Συμπέρασμα

62 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:

«1) Το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) απαγορεύει την αφορώσα τον φόρο περιουσίας ρύθμιση κράτους μέλους η οποία περιορίζει τη φοροαπαλλαγή λόγω σημαντικής συμμετοχής σε εταιρία μόνον στις συμμετοχές σε εταιρίες εγκατεστημένες σε αυτό το κράτος μέλος.»

Επικουρικώς:

«2) Τα άρθρα 73 Β και 73 Δ της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ) πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εθνική φορολογική ρύθμιση όπως αυτή την οποία αφορά το πρώτο ερώτημα είναι ασυμβίβαστη με τις διατάξεις αυτές.»

(1) - Ολλανδικός νόμος της 16ης Δεκεμβρίου 1964 περί φόρου περιουσίας, Stbl. 520.

(2) - Νόμος του 1964 περί φόρου εισοδήματος, Stbl. 1990, 103.

(3) - Νόμος του 1969 περί φόρου εταιριών, Stbl. 469.

(4) - Κατά το άρθρο 39, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος στην υποσημείωση 2 νόμου περί φόρου περιουσίας, θεωρείται ότι υφίσταται σημαντική συμμετοχή όταν κατά τα πέντε τελευταία έτη ο φορολογούμενος κατείχε άμεσα ή έμμεσα, μόνος του ή με τον σύζυγό του ή συγγενείς (ο βαθμός συγγένειας καθορίζεται επακριβώς από τη διάταξη), τουλάχιστον το ένα τρίτο των μετοχών/εταιρικών μεριδίων και, είτε μόνος του είτε με τον σύζυγό του, πάνω από τα επτά εκατοστά του ονομαστικού κεφαλαίου.

(5) - Η διάταξη αυτή έχει ως εξής: «Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγουν τη δυνατότητα εφαρμογής περιορισμών του δικαιώματος εγκατάστασης που συμβιβάζονται με την παρούσα Συνθήκη.»

(6) - Η διάταξη αυτή έχει ως εξής: «Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει (...) με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου (...) που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων.»

(7) - Αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-204/90, Bachmann (Συλλογή 1992, σ. I-249, σκέψη 34), και της 14ης Νοεμβρίου 1995, C-484/93, Svensson και Gustavsson (Συλλογή 1995, σ. I-3955).

(8) - Απόφαση που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 7, σκέψη 34.

(9) - Προαναφέρθηκε στην υποστημείωση 7.

(10) - C-222/95 (Συλλογή 1997, σ. I-3899, σκέψη 10).

(11) - Απόφαση που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 10, σκέψη 10.

(12) - Απόφαση της 28ης Απριλίου 1998, C-118/96 (Συλλογή 1998, σ. I-1897, σημείο 17 των προτάσεων).

(13) - Απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C-410/96 (Συλλογή 1998, σ. I-7875, σημείο 10 των προτάσεων).

(14) - Απόφαση που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 13, σκέψη 40.

(15) - C-302/97 (Συλλογή 1999, σ. I-3099).

(16) - Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. La Pergola της 23ης Φεβρουαρίου 1999 στην υπόθεση Konle (Συλλογή 1999, σ. I-3103).

(17) - Βλ. την ορολογία στο παράρτημα I της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης (EE L 178, σ. 5), η οποία διακρίνει μεταξύ άμεσων επενδύσεων (σημείο I) και επενδύσεων στην κεφαλαιαγορά ή επί τίτλων (σημεία III επ.).

(18) - Αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1998, C-264/96, ICI (Συλλογή 1998, σ. I-4695, σκέψη 21), και της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 81/87, Daily Mail and General Trust (Συλλογή 1988, σ. 5483, σκέψη 16).

(19) - Βλ. την απόφαση Bachmann που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 7.

(20) - Απόφαση ICI που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 18, σκέψη 28.

(21) - Βλ. την απόφαση της 17ης Μαου 1994, C-18/93, Corsica Ferries (Συλλογή 1994, σ. I-1783, σκέψη 19). Βλ. επίσης τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. La Pergola της 24ης Ιουνίου 1999 στην εκκρεμή ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση Verkooijen, σημείο 37 των προτάσεων, τη νομολογία που παρατίθεται εκεί και την απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, C-203/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1999, σ. I-4899, σκέψη 11).

(22) - Οδηγία που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 17· βλ. το παράρτημα I:«Πράξεις επί τίτλων που συνήθως είναι διαπραγματεύσιμοι στην αγορά κεφαλαίων».

(23) - Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή ήΕνωση - Δήλωση σχετικά με το άρθρο 73 Δ της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϋκής Κοινότητας, η οποία δήλωση προσαρτάται στην τελική πράξη της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή ήΕνωση (ΕΕ 1992, C 191, σ. 99).

(24) - Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 17.

(25) - Βλ. την απόφαση Bachmann που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 7.

(26) - Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 23.