Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 13ης Μαΐου 2015 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-72/14 και C-197/14

X

[αίτηση του Gerechtshof te ‘s-Hertogenbosch (Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

και

T. A. van Dijk

[αίτηση του Hoge Raad (Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων — Εφαρμοστέα νομοθεσία — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71— Άρθρα 6 και 7 — Λεμβούχοι του Ρήνου — Πιστοποιητικό E 101 — Αμοιβαία αναγνώριση — Άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ — Θεωρία περί υπάρξεως acte clair»





1.         Μολονότι βρίσκεται σε λειτουργία εδώ και πάνω από μισό αιώνα, η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως εξακολουθεί να προβληματίζει. Όπως δείχνουν οι υπό εξέταση υποθέσεις, ερωτήματα σχετικά με την εν λόγω διαδικασία συχνά αποτελούν παράπλευρο ζήτημα ενός ουσιαστικού ζητήματος δικαίου της Ένωσης.

2.        Το ουσιαστικό ζήτημα στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, οι οποίες αφορούν την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (2), είναι στην ουσία το ίδιο: έχουν οι «Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου» (3) εφαρμογή στις κύριες δίκες εξαιτίας του δικαίου της Ένωσης ή ανεξαρτήτως αυτού; Το ζήτημα αυτό ανέκυψε μετά από άρνηση των ολλανδικών αρχών να αναγνωρίσουν ορισμένα πιστοποιητικά κοινωνικής ασφαλίσεως (πιστοποιητικά Ε 101) που εκδόθηκαν από τις λουξεμβουργιανές αρχές σύμφωνα με τον κανονισμό 1408/71, πιθανόν εσφαλμένως. Υπάρχει κάποια διαφωνία μεταξύ των αιτούντων δικαστηρίων ως προς το αν οι ολλανδικές αρχές έχουν τη δυνατότητα αυτή.

3.        Το Gerechtshof te ‘s-Hertogenbosch αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επί του ζητήματος αυτού. Η απόφαση αυτή παρακίνησε το Hoge Raad να πράξει το ίδιο. Πάντως, το Hoge Raad προσπάθησε να «πετύχει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια» και να θέσει στο Δικαστήριο ερώτημα ως προς την έκταση των υποχρεώσεών του σύμφωνα με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, ερωτά αν το γεγονός ότι κατώτερο δικαστήριο, υποκείμενο σε αυτό, διαφωνεί μαζί του εμποδίζει το Hoge Raad να εκτιμήσει ότι η απάντηση στο ερώτημα που ανέκυψε ενώπιόν του είναι τόσο προφανής ώστε να μην υπάρχει περιθώριο εύλογης αμφιβολίας. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο για άλλη μια φορά καλείται να διευκρινίσει την περίφημη θεωρία του περί υπάρξεως acte clair (στο εξής: θεωρία περί σαφούς πράξεως).

4.        Ως προς το ουσιαστικό ζήτημα, για τους λόγους που εκτίθενται πιο κάτω, θεωρώ ότι πιστοποιητικά Ε 101 που εσφαλμένως εκδόθηκαν σε κατάσταση καλυπτόμενη από τις Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου δεν έχουν κανένα δεσμευτικό αποτέλεσμα. Όσο για το διαδικαστικό ζήτημα, μια διαφορετική άποψη μεταξύ ενός ανώτατου δικαστηρίου και ενός κατώτερου δικαστηρίου του ίδιου κράτους μέλους δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αποκλείσει την εφαρμογή της θεωρίας περί σαφούς πράξεως.

I –    Το νομικό πλαίσιο

5.        Το άρθρο 6 του κανονισμού 1408/71 («Συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως που αντικαθίστανται από τον παρόντα κανονισμό») ορίζει:

«Στο πλαίσιο του προσωπικού και του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του ο παρών κανονισμός αντικαθιστά, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 7, 8 και 46, παράγραφος 4, οποιαδήποτε σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως που συνδέει:

α)      είτε αποκλειστικά δύο ή περισσότερα κράτη μέλη·

β)      είτε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη και ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, εφόσον πρόκειται για περιπτώσεις στη ρύθμιση των οποίων δεν καλείται να παρέμβει φορέας ενός από τα τελευταία αυτά κράτη.»

6.        Πάντως, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 του κανονισμού 1408/71, οι διατάξεις των Συμφωνιών της 27ης Ιουλίου 1950 και της 30ής Νοεμβρίου 1979 περί της κοινωνικής ασφαλίσεως των λεμβούχων του Ρήνου εξακολουθούν να ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού («Διεθνείς διατάξεις που δεν θίγει ο παρών κανονισμός»).

II – Τα πραγματικά περιστατικά, οι διαδικασίες και τα προδικαστικά ερωτήματα

7.        Το 2006 και κατά τη διάρκεια μέρους του 2007 αντιστοίχως, ο Χ και ο T. A. van Dijk, υπήκοοι και κάτοικοι Κάτω Χωρών, εργάστηκαν σε πλοία που χρησιμοποιούνταν για εμπορική δραστηριότητα στον Ρήνο (μολονότι όχι αποκλειστικά στον εν λόγω ποταμό).

8.        Στην υπόθεση C-72/14 η οποία αφορά τον Χ, το πλοίο ήταν νηολογημένο στις Κάτω Χώρες ως πλοίο που μετέχει στη ναυσιπλοΐα του Ρήνου, ιδιοκτησίας εταιρίας με έδρα στις Κάτω Χώρες. Στην καταχώρηση αυτή, το πεδίο «φορέας εκμεταλλεύσεως» έμεινε αρχικά κενό. Το 2006, οι λουξεμβουργιανές αρχές χορήγησαν στην ΑΑΑΑ, εταιρία με έδρα το Λουξεμβούργο η οποία απασχολούσε τον Χ, πιστοποιητικό εκμεταλλεύσεως. Το 2007, η εταιρία αναφερόταν ως ο φορέας εκμεταλλεύσεως του πλοίου σύμφωνα με την ολλανδική καταχώρηση (4).

9.        Όσο για τον T. A. van Dijk, από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2007 αυτός εργάστηκε για ναυτιλιακή εταιρία εγκατεστημένη στο Λουξεμβούργο.

10.      Σε αμφότερες τις υποθέσεις, η αρμόδια λουξεμβουργιανή αρχή εξέδωσε πιστοποιητικά E 101, σύμφωνα με τα οποία ο Χ και ο Τ. Α. van Dijk, αντιστοίχως, υπόκεινται στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του Λουξεμβούργου. Ωστόσο, τα εν λόγω πιστοποιητικά δεν αναγνωρίστηκαν από τις ολλανδικές αρχές, οι οποίες αντιθέτως θεώρησαν ότι ο Χ και ο Τ. Α. van Dijk υπόκεινται στην ολλανδική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως και οφείλουν ολλανδικές εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως, επειδή οι δύο άνδρες φέρεται ότι ήσαν λεμβούχοι του Ρήνου. Οι ολλανδικές αρχές βεβαίωσαν φόρο εις βάρος αμφοτέρων και στη συνέχεια αυτοί προσέβαλαν τις σχετικές βεβαιώσεις φόρου.

11.      Στην υπόθεση C-72/14, ο Χ άσκησε προσφυγή ενώπιον του Rechtbank Breda, και κατόπιν άσκησε ενώπιον του Gerechtshof te ‘s-Hertogenbosch έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως. Το τελευταίο δικαστήριο, έχοντας αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του κανονισμού 1408/71, αποφάσισε στις 7 Φεβρουαρίου 2014 να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Στην [απόφαση FTS, C-202/97, EU:C:2000:75], το Δικαστήριο έκρινε ότι πιστοποιητικό Ε 101 εκδοθέν από αρμόδιο φορέα κράτους μέλους δεσμεύει τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως άλλων κρατών μελών, ακόμη και αν το πιστοποιητικό αυτό φέρει το στίγμα ουσιαστικού σφάλματος. Ισχύει το συμπέρασμα αυτό επίσης για περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου δεν έχουν εφαρμογή οι κανόνες καθορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας που περιέχονται στον [κανονισμό 1408/71];

2)      Έχει για την απάντηση στο ερώτημα αυτό σημασία το ότι ο αρμόδιος φορέας δεν είχε την πρόθεση να εκδώσει πιστοποιητικό Ε 101, αλλά, για διοικητικούς λόγους, εν γνώσει του και οικειοθελώς χρησιμοποίησε έγγραφα που με τη μορφή και το περιεχόμενό τους εμφανίζονταν ως πιστοποιητικά Ε 101, ενώ ο ενδιαφερόμενος θεωρούσε και εύλογα μπορούσε να θεωρήσει ότι είχε λάβει ένα τέτοιο πιστοποιητικό;»

12.      Στην υπόθεση C-197/14, ο Τ. Α. van Dijk αρχικά άσκησε προσφυγή ενώπιον του Rechtbank te ‘s-Gravenhage, και ακολούθησε η άσκηση εφέσεως ενώπιον του Gerechtshof te ‘s-Gravenhage. Στη συνέχεια, κατέθεσε ενώπιον του Hoge Raad αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Gerechtshof, η οποία επίσης αποτέλεσε το αντικείμενο αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως που κατέθεσε ο Staatssecretaris van Financiën (Υφυπουργός Οικονομικών). Λίγο μετά την απόφαση για την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στην υπόθεση C-72/14, το Hoge Raad αποφάσισε στις 28 Μαρτίου 2014 να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το Hoge Raad, ως ανώτατο εθνικό δικαστήριο, να θεωρήσει ότι προδικαστικό ερώτημα που τέθηκε από κατώτερο εθνικό δικαστήριο συνιστά λόγο να θέσει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο ή να αναμείνει την απάντηση σε αυτό το τεθέν από το κατώτερο δικαστήριο ερώτημα, ακόμη και αν κρίνει ότι η ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο ζήτημα επί του οποίου πρέπει να αποφασίσει είναι τόσο προφανής, ώστε να μη χωρεί εύλογη αμφιβολία ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αυτό;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, δεσμεύονται οι ολλανδικές αρχές στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως από πιστοποιητικό E 101 που χορηγήθηκε από αρχή άλλου κράτους μέλους, ακόμη και αν αφορά λεμβούχο του Ρήνου, οπότε οι περιλαμβανόμενοι στον κανονισμό 1408/71 κανόνες περί της εφαρμοστέας νομοθεσίας –ζήτημα το οποίο αφορά το πιστοποιητικό– στερούνται εφαρμογής βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού;»

13.      Στην υπόθεση C-72/14, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο Χ, η Ολλανδική και η Τσεχική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Στην υπόθεση C-197/14, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο Τ. Α. van Dijk, η Ολλανδική, η Γερμανική και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

14.      Οι υποθέσεις C-72/14 και C-197/14 ενώθηκαν στις 24 Φεβρουαρίου 2014. Αυθημερόν, το Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

III – Ανάλυση

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

15.      Οι υπό εξέταση υποθέσεις θέτουν δύο εντελώς χωριστά ζητήματα. Ως εκ τούτου, η εκτίμησή μου θα χωριστεί σε δύο μέρη. Πρώτα, θα εξετάσω το ουσιαστικό ζήτημα της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και του δεσμευτικού αποτελέσματος των πιστοποιητικών E 101. Στη συνέχεια, θα έλθω στο πρώτο ερώτημα του Hoge Raad σχετικά με την έκταση της θεωρίας περί σαφούς πράξεως.

16.      Αναγνωρίζω ότι το Hoge Raad έθεσε το δεύτερο ερώτημά του, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των πιστοποιητικών E 101, μόνο για την περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει στο πρώτο ερώτημά του ότι το Hoge Raad ήταν υποχρεωμένο να φέρει το ζήτημα στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ωστόσο, η απάντηση μόνο στο πρώτο ερώτημα του Hoge Raad δεν θα βοηθήσει το Gerechtshof te ‘s-Hertogenbosch να λύσει τη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του, και παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω δικαστηρίου η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, ανεξαρτήτως της νομολογίας ανωτέρου δικαστηρίου (5). Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο ουσιαστικό ζήτημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

 Το πρώτο ζήτημα: αμοιβαία αναγνώριση των πιστοποιητικών E 101

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

17.      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-72/14 και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-197/14 —τα οποία θα εξετάσω από κοινού— τα αιτούντα δικαστήρια στην ουσία ζητούν να διευκρινιστεί αν, με την παραδοχή ότι οι αρχές κράτους μέλους εσφαλμένως χορήγησαν πιστοποιητικό Ε 101 σε ασφαλισμένο, σύμφωνα με το οποίο εφαρμοστέα επί του προσώπου αυτού είναι η κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, επιβάλλεται στις αρχές άλλου κράτους μέλους η αναγνώριση του πιστοποιητικού αυτού, ακόμη και αν η εφαρμοστέα επί του εν λόγω ασφαλισμένου νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως συντονίζεται από πράξη διεθνούς δικαίου την οποία αναφέρει το άρθρο 7 του κανονισμού 1408/71, εν προκειμένω τις Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-72/14 υποδηλώνει ότι η απάντηση ενδεχομένως εξαρτάται από το αν ήταν τυχαίο ή εσκεμμένο το ότι εσφαλμένως εκδόθηκε πιστοποιητικό Ε 101.

18.      Ο Χ και ο Τ. Α. van Dijk υποστηρίζουν, όπως επίσης η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι πιστοποιητικό Ε 101 που εκδόθηκε από κράτος μέλος υπό αυτές τις συνθήκες είναι δεσμευτικό για τις αρχές άλλου κράτους μέλους. Μόνον η Ολλανδική Κυβέρνηση διαφωνεί (η Γερμανική και η Ελληνική Κυβέρνηση δεν εξετάζουν αυτό το πρώτο ζήτημα).

19.      Όπως ανέφερα στην εισαγωγή μου, ο πυρήνας αυτού του πρώτου κύριου ζητήματος σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση είναι το αν η κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 1408/71 παρέκκλιση επίσης «συντονίζει» την κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία που βάσει ορισμένων διεθνών διατάξεων είναι εφαρμοστέα επί ασφαλισμένων. Ειδικότερα, η Επιτροπή θεωρεί ότι ακριβώς αυτό συμβαίνει εν προκειμένω. Τούτο οδηγεί την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι, εφόσον, κατά την άποψή της, το ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, έχει εφαρμογή επίσης η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως.

20.      Πάντως, δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

21.      Το αν τα πιστοποιητικά Ε 101 πρέπει να αναγνωριστούν εξαρτάται καθαρά από το αν η έκδοσή τους ήταν καθ’ όλα δυνατή από νομικής απόψεως, πράγμα που με τη σειρά του εξαρτάται από το αν είχε εφαρμογή ο κανονισμός 1408/71. Ωστόσο, πριν αποδυθώ σε αυτή την ανάλυση, είναι σημαντικό να καταστεί απολύτως σαφές ότι το Δικαστήριο δεν κλήθηκε να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού.

22.      Πρώτον, το Δικαστήριο δεν κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά με το ποια νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως έχει πράγματι εφαρμογή στον Χ και στον Τ. Α. van Dijk —δηλαδή, να απαντήσει στο ερώτημα αν στα πρόσωπα αυτά είναι εφαρμοστέα η λουξεμβουργιανή ή η ολλανδική νομοθεσία. Αυτό είναι λογικό, επειδή οι Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου (εφόσον έχουν εφαρμογή), και ειδικότερα το άρθρο τους 11, παράγραφος 2, δεν είναι πράξεις θεσμικών οργάνων της Ένωσης, τις οποίες το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να ερμηνεύει (6).

23.      Δεύτερον, για τον ίδιο λόγο, και λαμβανομένης υπόψη της πάγιας νομολογίας ότι στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να συγκεντρώνουν και να εκτιμούν όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και να εφαρμόζουν τον νόμο επ’ αυτών, το Δικαστήριο δεν δύναται να κρίνει αν ο Χ και ο Τ. Α. van Dijk είναι όντως λεμβούχοι του Ρήνου. Κατά συνέπεια, απλά η απάντησή του θα πρέπει να στηριχθεί στην παραδοχή ότι αυτοί είναι λεμβούχοι του Ρήνου —με την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από τα αιτούντα δικαστήρια (7).

24.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η απάντηση στο ουσιαστικό ζήτημα κοινωνικής ασφαλίσεως, κατά τη γνώμη μου, προκύπτει από την ορθή ερμηνεία των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού 1408/71, σε συνδυασμό με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

2.      Εκτίμηση

 Δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 1408/71

25.      Αποτελεί πάγια νομολογία ότι, όσον αφορά το προσωπικό και το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το άρθρο 6 του κανονισμού 1408/71 αντικαθιστά τις διατάξεις οποιασδήποτε συμβάσεως κοινωνικής ασφαλίσεως που συνδέει δύο ή περισσότερα κράτη μέλη (ή μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών και ενός ή περισσότερων τρίτων κρατών σχετικά με εσωτερική κατάσταση μεταξύ των κρατών μελών). Η αντικατάσταση αυτή έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στον κανονισμό (8).

26.      Εν προκειμένω, το άρθρο 7 του κανονισμού 1408/71 περιλαμβάνει ορισμένες από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις. Συγκεκριμένα, το άρθρο 7, παράγραφος 2, ορίζει ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6, ορισμένες συμβάσεις (μεταξύ των οποίων οι Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου) «εξακολουθούν να ισχύουν». Αξίζει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν διάταξη διεθνούς συμβάσεως πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, «εξακολουθεί να εφαρμόζεται πλήρως παρά την έκδοση του κανονισμού 1408/71 και […] εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι όλων των καταστάσεων που διέπει» (9).

27.      Το Δικαστήριο δεν έχει ερμηνεύσει στο παρελθόν το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71. Επιπλέον, η νομολογία σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού, και ειδικότερα σχετικά με το συνδυασμένο αποτέλεσμα των άρθρων 6 και 7, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄ (10), επί διμερών συμβάσεων μεταξύ κρατών μελών (11), δεν φαίνεται να έχει δώσει οποιαδήποτε σημασία στο γεγονός ότι ο ίδιος ο κανονισμός 1408/71 περιλαμβάνει τις «ρήτρες επιλογής δικαίου» —απλά το εν λόγω ζήτημα δεν έγινε αντικείμενο αντιδικίας. Παρά ταύτα, δύο αποφάσεις φαίνεται να έχουν εν προκειμένω κάποιο ενδιαφέρον.

28.      Στην απόφαση Grana-Novoa (12), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως που συνάπτονται μεταξύ ενός μόνο κράτους μέλους και ενός ή περισσότερων τρίτων κρατών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71. Θα ήταν όμως εσφαλμένο το συμπέρασμα ότι η εν λόγω απόφαση εννοεί, a contrario, ότι συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ τουλάχιστον δύο κρατών μελών (και, ενδεχομένως, ενός ή περισσότερων μη κρατών μελών στο μέτρο που αφορά τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών) πάντοτε εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Πράγματι, στην απόφαση εκείνη το Δικαστήριο φρόντισε να προσθέσει ότι ο κανονισμός «περιέχει ρητώς ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την εφαρμογή του επί συμβάσεων που συνάπτουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη» (13). Στις περιπτώσεις που πρόκειται για μια τέτοια επιφύλαξη, δύσκολα μπορώ να δω οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των προαναφερθέντων ειδών συμβάσεως.

29.      Περαιτέρω, η απόφαση Callemeyn (14) είχε ως αντικείμενο μια ειδική κατάσταση που αφορούσε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1408/71. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι ο κανονισμός δεν θίγει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις Ευρωπαϊκές Προσωρινές Συμφωνίες της 11ης Δεκεμβρίου 1953 περί κοινωνικής ασφαλίσεως που συνήφθησαν μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεδομένου ότι η ίδια η εν λόγω πολυμερής συμφωνία προέβλεπε παρεκκλίσεις σε περίπτωση που αυτό ήταν πιο ευνοϊκό για τους δικαιούχους, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 δεν ήταν αντίθετη προς το άρθρο του 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, στην έκταση που συνέτρεχε αυτή η περίπτωση (15). Κατά συνέπεια, το πολύ, οι Ευρωπαϊκές Προσωρινές Συμφωνίες ήσαν εκείνες που επέφεραν την εφαρμογή του κανονισμού, και όχι το αντίστροφο.

30.      Από την άλλη πλευρά, προς στήριξη της απόψεώς της, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση Torrekens (16). Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι το προϊσχύσαν του κανονισμού 1408/71 νομοθέτημα, δηλαδή ο κανονισμός 3 (17), «εξακολουθεί να εφαρμόζεται στον βαθμό που οι συμβάσεις αυτές δεν εμποδίζουν την εφαρμογή του». Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι το Δικαστήριο υποτίθεται ότι επιβεβαίωσε μια αρχή συνδυασμένης εφαρμογής των κανόνων του κανονισμού 1408/71 με αυτούς των εφαρμοστέων διεθνών συμβάσεων.

31.      Ωστόσο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση Torrekens —η οποία αφορούσε μια ομολογουμένως παρόμοια διάταξη του κανονισμού 3— μπορούσε να επεκταθεί στα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 1408/71, αμφιβάλλω αν αυτό θα πρέπει να έχει το αποτέλεσμα που αναφέρει η Επιτροπή. Αν πιστοποιητικό E 101 εκδοθέν βάσει του κανονισμού 1408/71 προσδιόριζε νομοθεσία διαφορετική από την εφαρμοστέα βάσει των Συμφωνιών περί των λεμβούχων του Ρήνου, οι συμφωνίες αυτές οπωσδήποτε θα εμπόδιζαν την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71. Αντιστρόφως, δεν μπορώ να δω κατά ποιον τρόπο θα διακυβευόταν η αποτελεσματικότητα του κανονισμού 1408/71 αν τα κράτη μέλη είχαν δικαίωμα να μην αναγνωρίζουν πιστοποιητικά Ε 101 που εκδόθηκαν σε καταστάσεις διεπόμενες από συγκεκριμένη σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως την οποία δεν θίγει ο εν λόγω κανονισμός.

32.      Δεν έχω πειστεί ούτε από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι μόνο βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 παραμένουν εφαρμοστέες οι Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου. Μολονότι τούτο είναι αναμφίβολα σωστό από τυπικής απόψεως, μεταφορικά είναι σαν να μπαίνει κάποιος από την πόρτα μόνο και μόνο για να βγει αμέσως από το παράθυρο. Κατά την άποψή μου, αυτό έχει σχέση με τη νομοθετική τεχνική πολύ περισσότερο απ’ όσο έχει σχέση με οτιδήποτε άλλο, και δεν είναι καθοριστικής σημασίας.

33.      Για να δειχθεί το τελευταίο, θα δοθεί ένα παράδειγμα. Αν κάποιος φανταστεί ότι, σε διεθνικές εμπορικές διαδικασίες, η εφαρμοστέα νομοθεσία καθορίζεται από σύμβαση επιλογής νομοθεσίας, όπως είναι η Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (18), αυτό δεν σημαίνει ότι, από τη στιγμή που προσδιορίστηκε η κρίσιμη εθνική νομοθεσία, οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή για την επί της ουσίας λύση της διαφοράς που βρίσκεται στο υπόβαθρο του ζητήματος. Σε συνέχεια του παραδείγματος αυτού —αλλά με χρησιμοποίηση, αυτή τη φορά, του κανονισμού 593/2008 (19)— η ίδια λογική υπαγορεύει ότι, από τη στιγμή που ο κανονισμός αυτός έχει ορίσει κάποια εσωτερική νομοθεσία, τούτο δεν αρκεί από μόνο του για να επιφέρει την εφαρμογή των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης στη διαφορά που βρίσκεται στο υπόβαθρο του ζητήματος. Επομένως, στην ουσία, το γεγονός ότι η επιλογή νομοθεσίας διέπεται από κανονισμό δεν έχει καμία σημασία.

34.      Τέλος, η ερμηνεία που προτείνω ενισχύεται από τη σύγκριση με το καθεστώς του κανονισμού 883/2004 (20) (μολονότι ο κανονισμός αυτός δεν έχει εφαρμογή ratione temporis). Το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού («Σχέσεις του παρόντος κανονισμού με άλλα όργανα συντονισμού») συγχωνεύει τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 1408/71, αλλά με μια σημαντική διαφορά: εξαφανίστηκαν οι πολυμερείς συμβάσεις που αναφέρει το άρθρο 7, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1408/71. Αντιθέτως, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 («Εξαιρέσεις από τα άρθρα 11 έως 15») αναφέρει ότι δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών ή οι οργανισμοί που έχουν οριστεί από τις αρχές αυτές μπορούν να προβλέψουν, με κοινή συμφωνία, προς το συμφέρον ορισμένων προσώπων ή ορισμένων κατηγοριών προσώπων, εξαιρέσεις από τα άρθρα 11 έως 15. Όπως σημειώνει με τις παρατηρήσεις της η Επιτροπή, τα κράτη μέλη που επίσης είναι συμβαλλόμενα μέρη στις Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου έχουν συνάψει τέτοια συμφωνία (21). Η νομοθετική αυτή εξέλιξη δείχνει ότι στο εξής ο συντονισμός που επήλθε με τις Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου κάλλιστα μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 883/2004 («Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας»).

35.      Πάντως, η Επιτροπή διατείνεται ότι το αποτέλεσμα βάσει του κανονισμού 883/2004 θα ήταν το ίδιο όπως προηγουμένως βάσει του κανονισμού 1408/71. Μολονότι θεμιτά θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το αν ο κανονισμός 883/2004 διατηρεί το status quo ή μεταβάλλει το προηγούμενο καθεστώς ως προς το σημείο αυτό, θεωρώ διαφωτιστικό το γεγονός ότι τα προαναφερθέντα κράτη μέλη δεν χρησιμοποίησαν προηγουμένως το άρθρο 17 του κανονισμού 1408/71, το οποίο έχει σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση με αυτή του άρθρου 16 του κανονισμού 883/2004. Τούτου δοθέντος, αν το Δικαστήριο δεχθεί την άποψη ότι το καθεστώς του κανονισμού 883/2004 απλώς επιβεβαιώνει το status quo, οι υπό εξέταση υποθέσεις θα πρέπει, σύμφωνα με το πιο πάνω επιχείρημα, να κριθούν κατά τον ίδιο τρόπο όπως εκείνες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71 (22). Αυτό θα επέφερε την εφαρμογή των αρχών που απορρέουν από την απόφαση FTS (23), και υπό τις συνθήκες αυτές στα προδικαστικά ερωτήματα (όπως αναδιατυπώθηκαν) θα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

36.      Ωστόσο, παραμένει η πρωταρχική θέση μου ότι, με την παραδοχή ότι ο Χ και ο Τ. Α. van Dijk είναι λεμβούχοι του Ρήνου, αυτοί δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.

 Οι συνέπειες για τα πιστοποιητικά E 101

37.      Η άποψή μου σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 με οδηγεί στο να προτείνω να δοθεί στα αιτούντα δικαστήρια η απάντηση ότι στερούνται έννομων αποτελεσμάτων τα πιστοποιητικά Ε 101 που εξέδωσαν οι λουξεμβουργιανές αρχές και που όριζαν τη λουξεμβουργιανή νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως ως εφαρμοστέα επί του Χ και του Τ. Α. van Dijk.

38.      Πράγματι, αυτή η Ένωση βασίζεται στην αρχή του κράτους δικαίου. Η αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η οποία αποτελεί μέρος της θεσμικής δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι εξέχουσας σημασίας. Όταν θεσμικό όργανο ή οργανισμός της Ένωσης δεν έχει αρμοδιότητα, οποιαδήποτε «πράξη» εκδίδει στον εν λόγω τομέα στερείται δεσμευτικού αποτελέσματος. Το ίδιο ισχύει όταν οι αρχές των κρατών μελών είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της εφαρμογής της πολιτικής της Ένωσης, καθώς και όταν τα μέτρα που αυτές επιλέγουν λαμβάνονται σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στις παρούσες υποθέσεις, όπου τα επίμαχα πιστοποιητικά εκδόθηκαν από τις αρμόδιες λουξεμβουργιανές αρχές σύμφωνα με τους κανονισμούς 1408/71 και 574/72 (24), προκειμένου να προσδιοριστεί η εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως.

39.      Για τον ίδιο λόγο, και σε απάντηση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-72/14, νομίζω ότι δεν έχει σημασία το αν η αρχή που εξέδωσε το πιστοποιητικό Ε 101 το έπραξε για λόγους ευκολίας ή για άλλους λόγους.

40.      Κατά συνέπεια, συμφωνώ με την Ολλανδική Κυβέρνηση ότι δεν έχουν δεσμευτικό αποτέλεσμα τα πιστοποιητικά Ε 101 που εκδόθηκαν υπό τις συνθήκες των υπό εξέταση υποθέσεων. Η απόφαση FTS (25), όπου επίσης εξετάστηκε η άρνηση αρμόδιας αρχής κράτους μέλους να αναγνωρίσει πιστοποιητικό Ε 101 που εκδόθηκε από τις αρχές άλλου κράτους μέλους, δεν μεταβάλλει την πιο πάνω θέση. Στην απόφαση εκείνη, η διαφωνία περιοριζόταν στο ζήτημα ποια διάταξη του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71 όριζε, ορθώς ερμηνευόμενη, την εφαρμοστέα κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία επί των συγκεκριμένων εργαζομένων —δηλαδή εντός του πεδίου του προβλεπόμενου από τον κανονισμό συντονισμού.

41.      Πάνω σε αυτή τη βάση, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-72/14 και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-197/14 ότι όταν οι αρχές κράτους μέλους έχουν χορηγήσει, σε ασφαλισμένο, πιστοποιητικό Ε 101 το οποίο ορίζει την κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους ως εφαρμοστέα επί του προσώπου αυτού, αλλά η εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως συντονίζεται από τις Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου —πράγμα που στα αιτούντα δικαστήρια απόκειται να εξακριβώσουν— το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει στις αρχές άλλου κράτους μέλους να αναγνωρίσουν το εν λόγω πιστοποιητικό.

 Εναλλακτικές σκέψεις

42.      Για την περίπτωση που το Δικαστήριο διαφωνήσει με μένα σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, νομίζω ότι μπορούν να γίνουν ορισμένες περαιτέρω παρατηρήσεις.

43.      Ακόμη και αν τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η υπεροχή (ή η δυνατότητα εφαρμογής) των Συμφωνιών περί των λεμβούχων του Ρήνου προκύπτει από τον ίδιο τον κανονισμό και, κατά συνέπεια, ότι επίσης ο κανονισμός έχει εφαρμογή, θα παραμείνει το ερώτημα ποια διαφορά αυτό έχει στην πραγματικότητα. Πράγματι, το άρθρο 7 ορίζει ότι οι Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου εξακολουθούν να ισχύουν. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αμφίβολο αν η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των πιστοποιητικών Ε 101, όπως διατυπώνεται στην απόφαση FTS (26), μεταβάλλει τα πράγματα.

44.      Ασφαλώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι πιστοποιητικό που κακώς εκδόθηκε σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71 θα πρέπει να αναγνωρίζεται αυτομάτως όταν το ζήτημα ρυθμίζεται δεόντως από τον τίτλο Ι του εν λόγω κανονισμού («Γενικές διατάξεις»). Η μεταγενέστερη της αποφάσεως FTS νομολογία δεν ασχολήθηκε με τέτοια περίπτωση (27). Εκείνο που το Δικαστήριο κατέστησε σαφές είναι ο υπολειμματικός χαρακτήρας του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71 (28). Βεβαίως, ένα πιστοποιητικό Ε 101, στο μέτρο που δημιουργεί τεκμήριο ως προς την αλήθεια του περιεχομένου του, δεσμεύει τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους υποδοχής (29). Πάντως, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το τεκμήριο από βεβαίωση εκδοθείσα από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους δεν εκτείνεται απαραιτήτως σε ζητήματα που βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής του τίτλου ΙΙ του κανονισμού (μολονότι, ομολογουμένως, ένα πιστοποιητικό Ε 101 συνήθως δεν χρησιμοποιείται για τέτοιους σκοπούς) (30).

45.      Στις υπό εξέταση υποθέσεις, από τις αρμόδιες λουξεμβουργιανές αρχές εκδόθηκαν πιστοποιητικά E 101 τα οποία ορίζουν τη λουξεμβουργιανή κοινωνική ασφάλιση ως εφαρμοστέα επί του Χ και του Τ. Α. van Dijk. Οι αρμόδιες ολλανδικές αρχές διαφωνούν. Η Επιτροπή εκθέτει ότι, σύμφωνα με τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει, τα συμβαλλόμενα μέρη στις Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου εκδίδουν, για πρακτικούς λόγους, πιστοποιητικά Ε 101 που ορίζουν την εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, επειδή δεν υπάρχει έντυπο για τον σκοπό αυτό (31). Ωστόσο, εφόσον το Δικαστήριο πρέπει να στηρίξει την απόφασή του στις παραδοχές ότι και οι δύο άνδρες είναι λεμβούχοι του Ρήνου —ζήτημα το οποίο δεν αμφισβητεί η Επιτροπή— και ότι είναι αναρμόδιο για τη λύση διαφορών, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, σχετικά με την ορθή ερμηνεία των Συμφωνιών περί των λεμβούχων του Ρήνου (βλ. σημεία 22 και 23 ανωτέρω), δύναται να γίνει δεκτό για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας ότι ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού 1408/71 δεν έχει εφαρμογή. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να δοθεί στα λουξεμβουργιανά πιστοποιητικά βάρος μεγαλύτερο από αυτό οποιασδήποτε άλλης βεβαιώσεως που εκδίδεται από αρμόδιο φορέα κράτους μέλους σχετικά με ζήτημα που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τίτλου ΙΙ του κανονισμού. Το ενδεχόμενο μια τέτοια βεβαίωση να έχει, για πρακτικούς λόγους, τη μορφή πιστοποιητικού Ε 101 δεν θα πρέπει να θίξει το εν λόγω συμπέρασμα.

46.      Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι το ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/7, εμμένω στην απάντηση που πρότεινα πιο πάνω, στο σημείο 41.

 Tο δεύτερο ζήτημα: τα όρια στη θεωρία περί σαφούς πράξεως

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

47.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-197/14 θέτει σημαντικά ζητήματα ως προς τη θεωρία περί σαφούς πράξεως. Δεδομένης της εκτενούς συγγραφικής ενασχολήσεως με το συγκεκριμένο αντικείμενο, η εν λόγω θεωρία δεν χρήζει περαιτέρω εισαγωγής. Εν προκειμένω, εκείνο που ζητήθηκε να ερμηνεύσει το Δικαστήριο είναι ειδικά η προϋπόθεση ότι «το εθνικό δικαστήριο πρέπει να έχει σχηματίσει την πεποίθηση ότι εξίσου προφανής θα εμφανιζόταν η λύση αυτή στα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών και στο Δικαστήριο» (32). Το κύριο ζήτημα που τέθηκε από το Hoge Raad είναι το εξής: εμποδίζεται ανώτατο δικαστήριο να χρησιμοποιήσει τη θεωρία περί σαφούς πράξεως όταν ένα κατώτερης βαθμίδας δικαστήριο του ίδιου κράτους μέλους έχει θέσει πανομοιότυπο ή παρόμοιο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης στο Δικαστήριο;

48.      Το Hoge Raad φοβάται ότι καταφατική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-197/14 θα σήμαινε ότι το ανώτατο δικαστήριο κράτους μέλους που επιθυμεί να αναιρέσει απόφαση κατώτερου δικαστηρίου επειδή ερμηνεύει το δίκαιο της Ένωσης κατά τρόπο διαφορετικό από το κατώτερο αυτό δικαστήριο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ζητήσει προηγουμένως την άποψη του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού.

49.      Ο Τ. Α. van Dijk υποστηρίζει ότι οι απαιτήσεις της θεωρίας περί σαφούς πράξεως δεν ικανοποιούνται στην κύρια δίκη. Πάντως, κατά την άποψή του, αρκεί το ανώτατο δικαστήριο να αναμείνει την απάντηση του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε από κατώτερο δικαστήριο. Η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή στην ουσία συμμερίζονται την άποψή του.

50.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι απλώς και μόνο από το γεγονός ότι δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί να έχει ζητήσει καθοδήγηση από το Δικαστήριο δεν προκύπτει αυτομάτως ότι χωρεί «εύλογη αμφιβολία» κατά την έννοια της νομολογίας. Η Γερμανική Κυβέρνηση, συμφωνώντας στην ουσία, διατείνεται περαιτέρω ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ποιότητα της ερμηνευτικής θέσεως του κατώτερου δικαστηρίου, καθώς και ότι θα ήταν απαράδεκτο να μπορεί μια προδήλως εσφαλμένη θέση ενός κατώτερου δικαστηρίου να θίξει τη διαδικαστική αποτελεσματικότητα που επετεύχθη χάρη στη θεωρία περί σαφούς πράξεως.

51.      Υπενθυμίζω ευθύς εξαρχής ότι το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει ως σκοπό ειδικά την αποτροπή της διαμορφώσεως σε οποιοδήποτε κράτος μέλος εθνικής νομολογίας μη συμβατής με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης (33). Τούτο αντικατοπτρίζεται στο κείμενο του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η διατύπωση του οποίου αφήνει ελάχιστο περιθώριο ελιγμών από την πλευρά των εθνικών ανωτάτων δικαστηρίων.

52.      Ωστόσο, η απόφαση Cilfit κ.λπ. (34) αναγνώρισε στα εθνικά ανώτατα δικαστήρια —καθώς αυτά είναι τα κορυφαία δικαστήρια που είναι υπεύθυνα για την αποκεντρωμένη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (35)— τη δυνατότητα, υπό ορισμένες συνθήκες, να αναλαμβάνουν τα ίδια την ευθύνη της επιλύσεως ζητήματος δικαίου της Ένωσης.

53.      Από την πρώτη ματιά προκύπτει ότι οι απαιτήσεις της θεωρίας περί σαφούς πράξεως είναι εξαιρετικά αυστηρές. Η κύρια απαίτηση όπως «η ορθή εφαρμογή του δικαίου [της Ένωσης] παρίσταται τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τον τρόπο επιλύσεως του τεθέντος ζητήματος», είναι πολύ συγκεκριμένη στη διατύπωσή της. Επιπλέον, τίθενται δύο όροι. Πρώτον, απαιτείται όπως το εθνικό ανώτατο δικαστήριο «έχει σχηματίσει την πεποίθηση ότι εξίσου προφανής θα φαινόταν η λύση αυτή στα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών και στο Δικαστήριο». Δεύτερον, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης (36). Τα παραπάνω οδήγησαν έναν σχολιαστή, όχι πολύ μετά τη γένεση της θεωρίας περί σαφούς πράξεως, να γράψει ότι πρόκειται για θεωρία «με μοναδικό τρόπο στενή», ότι αποτελεί «κίνηση τακτικής» και ότι είναι εργαλείο «για την ενίσχυση και ενδυνάμωση του ελέγχου [του Δικαστηρίου]» (37).

54.      Ακόμη και στους κόλπους του Δικαστηρίου, ο τρόπος διατυπώσεως της αποφάσεως Cilfit κ.λπ. (38) έχει περιγραφεί ως «ασαφής» (39). Μάλιστα, εκτενέστερη κριτική έχει διατυπωθεί σχετικά με αυτή καθ’ εαυτήν την υποχρέωση υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, υποχρέωση η οποία αποτελεί το πλαίσιο της θεωρίας περί σαφούς πράξεως και υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να νοηθεί η θεωρία αυτή. Παραδείγματος χάριν, ο γενικός εισαγγελέας F.G. Jacobs διατύπωσε τη διάσημη σύσταση, σε υπόθεση η οποία έθετε το ζήτημα αν κάποια γυναικεία ενδύματα πρέπει για τελωνειακούς λόγους να καταταγούν ως πιτζάμες, να μεταρρυθμιστεί ριζικά η εν λόγω υποχρέωση με την επίδειξη μεγαλύτερης αυτοσυγκρατήσεως από την πλευρά του Δικαστηρίου (40). Ο γενικός εισαγγελέας D. Ruiz-Jarabo Colomer έφθασε στο σημείο να συγκρίνει με τον μύθο του Σισύφου την υποχρέωση υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (41). Αντιθέτως, μολονότι αναγνωρίζει ότι τα κριτήρια της acte clair (σαφούς πράξεως) δεν είναι αλάνθαστα, ο γενικός εισαγγελέας Α. Tizzano συνηγόρησε υπέρ της διατηρήσεως της εν λόγω θεωρίας ως έχει (42).

55.      Υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, ευτυχώς με την πάροδο του χρόνου έχουν αρθεί πολλές επιφυλάξεις σχετικά με την απορρέουσα από το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ υποχρέωση υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Για να θέσω τα πράγματα σε χρονολογική σειρά, ακόμη πολύ πριν από την απόφαση Cilfit κ.λπ. (43), το Δικαστήριο γρήγορα κατέστησε σαφές ότι το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει τα όριά του. Στην απόφαση Da Costa κ.λπ., η οποία συγκεκριμένα αφορούσε καταστάσεις που «είναι ουσιαστικά όμοιες με ζήτημα το οποίο έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο προδικαστικής αποφάσεως σε ανάλογη περίπτωση», το Δικαστήριο έκρινε ότι η δεσμευτικότητα των αποφάσεών του «μπορεί να αποστερήσει την υποχρέωση [αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] από τον λόγο υπάρξεώς της και να την καταστήσει συνεπώς κενή περιεχομένου» (44), αναγνωριζομένης έτσι της νομικής αξίας του νομολογιακού προηγούμενου. Πάντως, αυτή δεν είναι η μόνη απόφαση πριν από την απόφαση Cilfit κ.λπ. που περιλαμβάνει συνετή ερμηνεία της εν λόγω υποχρεώσεως (45).

56.      Επιπλέον, όπως γνωρίζουμε, όταν ο γενικός εισαγγελέας F. Capotorti προειδοποίησε το Δικαστήριο λίγα χρόνια μετά ότι δεν πρέπει να αμβλυνθεί η υποχρέωση αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως με την αναγνώριση, ως ζητήματος δικαίου της Ένωσης, μιας θεωρίας περί σαφούς πράξεως (46), το Δικαστήριο διαφώνησε.

57.      Μια τελευταία υπόθεση (47) μαρτυρεί και αυτή το γεγονός ότι η υποχρέωση υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μετριάστηκε —ή φαλκιδεύθηκε θα έλεγαν κάποιοι— αργά αλλά σταθερά με το πέρασμα του χρόνου. Στην απόφαση Intermodal Transports, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το γεγονός ότι μια διοικητική αρχή μπορεί να έχει διαφορετική άποψη σχετικά με την ορθή προσέγγιση που πρέπει να εφαρμοστεί σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον ανωτάτου δικαστηρίου δεν αποκλείει τη δυνατότητα επικλήσεως της θεωρίας περί σαφούς πράξεως (48).

58.      Ωστόσο, κατά γενική ομολογία, το Δικαστήριο δεν έχει επιδείξει την ίδια ευελιξία όταν πρόκειται για έλεγχο του κύρους πράξεων που εκδόθηκαν από θεσμικά όργανα της Ένωσης. Παρά την αυστηρή θέση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση Gaston Schul ότι οι λόγοι για τους οποίους εθνικό ανώτατο δικαστήριο δύναται να απαλλαγεί από το καθήκον που έχει από το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν εκτείνονται στα ζητήματα που αφορούν το κύρος πράξεων της Ένωσης (49). Και τούτο, παρά το ότι το Δικαστήριο, σε προγενέστερη υπόθεση, είχε κηρύξει ανίσχυρες παρόμοιες διατάξεις ανάλογου νομοθετήματος της Ένωσης.

59.      Έχοντας θέσει το πλαίσιο, θα εξετάσω τώρα το ζήτημα που το Hoge Raad έθεσε στο Δικαστήριο.

2.      Εκτίμηση

 Αποκλείεται η ύπαρξη acte clair όταν δικαστήριο χαμηλότερης βαθμίδας στο ίδιο κράτος μέλος έχει θέσει παρόμοιο προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο;

60.      Δεδομένης της εξελίξεως, στο πέρασμα του χρόνου, της υποχρεώσεως υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως υπενθύμισα πιο πάνω, διερωτώμαι μήπως είναι η κατάλληλη στιγμή να αποσαφηνιστεί, ούτως ειπείν, από το Δικαστήριο η θεωρία περί σαφούς πράξεως.

61.      Προσωπικά, έχω τη σταθερή άποψη ότι ανώτατο εθνικό δικαστήριο δεν εμποδίζεται να εφαρμόσει τη θεωρία περί σαφούς πράξεως απλώς και μόνο επειδή ένα χαμηλότερης βαθμίδας δικαστήριο του ίδιου κράτους μέλους έθεσε προδικαστικό ερώτημα επί πανομοιότυπου ή παρόμοιου ζητήματος στο Δικαστήριο. Τρεις προκείμενες εξηγούν γιατί έχουν έτσι τα πράγματα.

62.      Πρώτον, από διαρθρωτικής απόψεως, οι καιροί έχουν αλλάξει ριζικά από την εποχή που εκδόθηκε η απόφαση Cilfit κ.λπ. Το 1982, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα αποτελούνταν από 10 κράτη μέλη με 7 επίσημες γλώσσες εργασίας. Ωστόσο, το έτος 2015, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μια πιο περίπλοκη ένωση, με πάνω από 28 νομικά συστήματα, 24 επίσημες γλώσσες εργασίας, πολύ ευρύτερο πεδίο αρμοδιοτήτων και, ως σαφή καινοτομία που επήλθε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, μεγαλύτερη έμφαση στον ρόλο των εθνικών (ανωτάτων) δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Αν κάποιος προβεί σε αυστηρή ανάγνωση της νομολογίας, η εύρεση μιας «πραγματικής» περιπτώσεως acte clair θα φαινόταν, στην καλύτερη περίπτωση, απίθανη ακριβώς όσο μια συνάντηση με μονόκερω.

63.      Δεύτερον, επίσης το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών σχετικά με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει εξελιχθεί. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ένα καθήκον εποπτείας του τρόπου με τον οποίο τα εθνικά ανώτατα δικαστήρια χρησιμοποιούν τη θεωρία περί σαφούς πράξεως (50). Επιπλέον, η απόφαση Cilfit κ.λπ. εκδόθηκε περίπου μια δεκαετία πριν από την απόφαση Francovich κ.λπ. (51) Η απόφαση Köbler (52) απείχε μια πλήρη εικοσαετία. Τώρα, το Δικαστήριο (53) —και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ») (54)— τακτικά επιλαμβάνεται υποθέσεων που αφορούν φερόμενη αθέτηση της υποχρεώσεως υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

64.      Τρίτον, η απλή αλήθεια είναι ότι στην πράξη τα εθνικά ανώτατα δικαστήρια δεν αποκλείουν (ρητώς ή σιωπηρώς) τη δυνατότητα χρήσεως της θεωρίας περί σαφούς πράξεως, ακόμη και όταν στις προσβαλλόμενες ενώπιόν τους αποφάσεις —ή από μειοψηφία στη σύνθεση του δικαστηρίου— εκφράστηκε διαφορετική άποψη (55). Στο πλαίσιο αυτό, δεν νομίζω ότι θα ήταν συνετό από την πλευρά του Δικαστηρίου να ασκεί έλεγχο επί των πιο στενών τρόπων ερμηνείες των απαιτήσεων της εν λόγω θεωρίας. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση τόσο με την πραγματικότητα όσο και με το πνεύμα συνεργασίας που χαρακτηρίζει τη σχέση μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών (ανωτάτων) δικαστηρίων.

65.      Για να επιστρέψω στο υπό εξέταση ζήτημα, δεν ζητήθηκε να αποσαφηνίσει το Δικαστήριο τις έννοιες της «αμφιβολίας» (ή ακόμη της «εύλογης αμφιβολίας») ή του «προφανούς». Από το περιεχόμενο της αποφάσεως περί παραπομπής που εκδόθηκε στην υπόθεση C-197/14 είναι σαφές ότι το Hoge Raad δεν έχει καμία αμφιβολία ως προς την προσέγγιση που πρέπει να ακολουθήσει στη δίκη που εκκρεμεί ενώπιόν του (56). Στο Δικαστήριο ζητήθηκε απλώς να διευκρινίσει αν το γεγονός ότι ένα κατώτερο δικαστήριο εκφράζει αμφιβολία σημαίνει ότι το ανώτατο δικαστήριο οφείλει, ως επακόλουθο, να έχει και εκείνο αμφιβολία. Τουλάχιστον, το αποτέλεσμα των δισταγμών του κατώτερου δικαστηρίου θα ήταν ότι το ανώτατο δικαστήριο δεν θα μπορεί πλέον να αναλάβει την ευθύνη να επιλύσει το ίδιο ένα ζήτημα δικαίου της Ένωσης.

66.      Ωστόσο, όπως έχει επισημάνει η γενική εισαγγελέας C. Stix-Hackl, το προφανές μιας ορθής ερμηνείας δεν αναιρείται γενικά από το γεγονός ότι μια διάταξη μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους (57).

67.      Η έκφραση «το εθνικό δικαστήριο πρέπει να έχει σχηματίσει την πεποίθηση ότι εξίσου προφανής θα φαινόταν η λύση αυτή στα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών και στο Δικαστήριο», όπως την αντιλαμβάνομαι, πρέπει να νοείται υπό το ίδιο πρίσμα όπως οι λοιποί πρόσθετοι όροι που το Δικαστήριο παρέθεσε στην απόφαση Cilfit κ.λπ. (βλ. σημείο 53 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, η εν λόγω απαίτηση δεν μπορεί να νοείται με απόλυτο τρόπο. Αντιθέτως, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι σημαίνει ότι οι δικαστές που θα εκδώσουν αμετάκλητη απόφαση επί του ζητήματος πρέπει να έχουν σχηματίσει, μέσα τους, την πεποίθηση ότι άλλοι δικαστές θα συμφωνούσαν μαζί τους. Κατά την άποψή μου, οι συνθήκες που αναφέρουν οι σκέψεις 16 έως 20 της αποφάσεως Cilfit κ.λπ. αποτελούν «εργαλειοθήκη» για τον καθορισμό του αν χωρεί εύλογη αμφιβολία. Πρέπει να εκλαμβάνονται ως προειδοποιητικές ενδείξεις και όχι ως αυστηρά κριτήρια, που, εφόσον ερμηνευθούν σωστά, οδηγούν σε συμπεράσματα που δεν βαίνουν πέρα από την κοινή λογική (58). Έτσι, σε αντίθεση με ορισμένους σχολιαστές (59), αδυνατώ να θεωρήσω ότι η απόφαση Cilfit κ.λπ. έχει την έννοια ότι η εύλογη αμφιβολία μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά απλώς και μόνο με την επίκληση ερμηνευτικών διαφορών μεταξύ μελών του δικαστικού σώματος. Πράγματι, η απόφαση Cilfit κ.λπ. αφορούσε μια κατάσταση όπου εθνικό ανώτατο δικαστήριο είχε θέσει στο Δικαστήριο το ερώτημα αν είναι νοητό να μην υπάρχει υποχρέωση παραπομπής στο Δικαστήριο ενός μη επιλυθέντος ζητήματος δικαίου της Ένωσης. Έχοντας δώσει καταφατική απάντηση επί της αρχής, το Δικαστήριο στη συνέχεια προσπάθησε να σχεδιάσει τις σχετικές απαιτήσεις κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αποτρέψει την πρόκληση διαφωνιών μεταξύ δικαστηρίων. Από την άλλη πλευρά, η απόφαση Cilfit κ.λπ. είναι σιωπηλή όσον αφορά τα συμπεράσματα που πρέπει να συναχθούν αν όντως ανακύψει διαφωνία μεταξύ δικαστηρίων, όπως στις υπό εξέταση υποθέσεις.

68.      Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ λιγότερο σημαντικό το ζήτημα αν ενδεχόμενη διαφωνία μπορεί να προέλθει από δικαστή άλλου κράτους μέλους ή από δικαστή του ίδιου κράτους μέλους. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο έχει επισημάνει «τον κίνδυνο αποκλίσεων της νομολογίας στο εσωτερικό της Κοινότητας» (60), πράγμα το οποίο —με δεδομένο τον ειδικό σκοπό του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ να εμποδίζει τη διαμόρφωση εθνικής νομολογίας, σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, μη σύμφωνης με τους κανόνες δικαίου της Ένωσης— περιλαμβάνει a priori το ενδοκρατικό σενάριο. Πραγματικά, διαφορετική άποψη δεν θα είχε νόημα σχετικά με κράτη μέλη με διαφορετικά δικαιικά συστήματα έχοντα εφαρμογή στα συνιστώντα μέρη τους, όπως είναι το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αντιμετωπίζονται με ομολογουμένως διαφορετικό τρόπο, είναι επιθυμητό να ακολουθείται συνεκτική προσέγγιση όσον αφορά τη σχέση μεταξύ εθνικών δικαστηρίων χαμηλότερης βαθμίδας και ανωτάτων δικαστηρίων: αν κατώτερο δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την απόφαση εθνικού ανωτάτου δικαστηρίου, την οποία το πρώτο θεωρεί ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης (61), για ποιον λόγο θα πρέπει τότε το τελευταίο να δεσμεύεται από μια διαφορετική άποψη που εκφράστηκε από κατώτερο δικαστήριο;

69.      Επομένως, στην ουσία, η άποψή μου συνοψίζεται ως εξής: αν εθνικό ανώτατο δικαστήριο είναι τόσο βέβαιο για την ερμηνεία του ώστε να αναλάβει το ίδιο την ευθύνη (και πιθανώς την επίκριση) για την επίλυση ενός ζητήματος δικαίου της Ένωσης χωρίς τη βοήθεια του Δικαστηρίου, πρέπει να έχει από νομικής απόψεως τη δυνατότητα να το πράξει. Στην περίπτωση όμως αυτή υπάρχει ένα πρόβλημα: το ενδεχόμενο ασκήσεως προσφυγής κατά του κράτους μέλους του ανωτάτου δικαστηρίου λόγω μη υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και/ή εσφαλμένης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Είναι ένας κίνδυνος που πρέπει να αναλάβει μόνο του το εν λόγω δικαστήριο (62).

 Υπάρχει υποχρέωση αναμονής του αποτελέσματος της αιτήσεως του κατώτερου δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως;

70.      Τώρα, μολονότι δεν θεωρώ ότι η αμφιβολία που εκφράστηκε από κατώτερο δικαστήριο εντός του ίδιου κράτους μέλους αποκλείει το ενδεχόμενο υπάρξεως acte clair, το πρώτο ερώτημα του Hoge Raad, όπως διατυπώνεται, αναφέρει την πιθανότητα το Hoge Raad να οφείλει να θέσει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, ή να πρέπει να αναμείνει το αποτέλεσμα μιας ανεξάρτητης προδικαστικής διαδικασίας που κινήθηκε μετά από αίτηση κατώτερου δικαστηρίου σχετικά —πρέπει να δεχθώ— με το ίδιο στην ουσία ζήτημα δικαίου της Ένωσης.

71.      Μια τέτοια κατάσταση έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες. Φυσικά, το ανώτατο δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει, παρά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το κατώτερο δικαστήριο, ότι δεν χωρεί εύλογη αμφιβολία ως προς την ορθή προσέγγιση, και ότι δεν υπάρχει λόγος να περιμένει υπομονετικά την απόφαση του Δικαστηρίου επί του ζητήματος, πράγμα που ενδέχεται να απαιτήσει αρκετό χρόνο. Κατανοώ αυτή την άποψη.

72.      Ωστόσο, παραμένει ανοικτό το ζήτημα αν, σε αυτές τις περιπτώσεις, το καθήκον των εθνικών ανωτάτων δικαστηρίων να ενεργούν σε καλόπιστη συνεργασία με το Δικαστήριο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, μπορεί παρά ταύτα να απαιτήσει να αναμείνει το ανώτατο δικαστήριο την απάντηση του Δικαστηρίου. Επειδή, έστω και αν θα ήταν σπάνιο να ιδωθεί διαφορετικά από το Λουξεμβούργο μια συνετή εφαρμογή της θεωρίας περί σαφούς πράξεως, ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς.

73.      Πάντως, το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας δεν παρέχει σαφή νομική βάση πάνω στην οποία θα μπορούσα να συναγάγω μια τέτοια υποχρέωση αναμονής του αποτελέσματος της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση, το προδικαστικό ερώτημα που τέθηκε από κατώτερο δικαστήριο θα μπορεί, για παράδειγμα, κάλλιστα να μην εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, ή να κηρυχθεί προδήλως απαράδεκτο, για παράδειγμα, λόγω μη συνδρομής των ελάχιστων προϋποθέσεων που προβλέπονται στον Κανονισμό Διαδικασίας. Η διαφορά θα μπορεί επίσης να διευθετηθεί με φιλικό διακανονισμό κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, το να απαιτηθεί να αναστείλει το ανώτατο δικαστήριο την ενώπιόν του διαδικασία θα έθετε σε σαφή κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Πάντως, τούτων δοθέντων και λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως Köbler, δεν θα απέκλεια το ενδεχόμενο να είναι ενίοτε πιο συνετό να αναμένεται η απόφαση του Δικαστηρίου.

IV – Πρόταση

74.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Gerechtshof te ‘s-Hertogenbosch και του Hoge Raad (Κάτω Χώρες) τις εξής απαντήσεις:

–        Όταν οι αρχές κράτους μέλους έχουν χορηγήσει, σε ασφαλισμένο, πιστοποιητικό Ε 101 το οποίο ορίζει την κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους ως εφαρμοστέα επί του προσώπου αυτού, αλλά η εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως συντονίζεται από τη Συμφωνία της 27ης Ιουλίου 1950 περί της κοινωνικής ασφαλίσεως των λεμβούχων του Ρήνου, η οποία αναθεωρήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1961 και στη συνέχεια αναθεωρήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1979 (πράγμα που στα αιτούντα δικαστήρια απόκειται να εξακριβώσουν), το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει στις αρχές άλλου κράτους μέλους να αναγνωρίσουν το εν λόγω πιστοποιητικό.

–        Εθνικό ανώτατο δικαστήριο, το οποίο εκτιμά ότι η ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε ζήτημα επί του οποίου καλείται να αποφανθεί είναι τόσο προφανής ώστε να μην αφήνει περιθώριο εύλογων αμφιβολιών, δεν οφείλει, βάσει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο απλώς και μόνο λόγω του ότι ένα χαμηλότερης βαθμίδας δικαστήριο του ίδιου κράτους μέλους υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επί του αυτού ζητήματος δικαίου της Ένωσης.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε.


3 – Συμφωνία της 27ης Ιουλίου 1950 περί της κοινωνικής ασφαλίσεως των λεμβούχων του Ρήνου, η οποία αναθεωρήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1961 και στη συνέχεια αναθεωρήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1979.


4 – Η εκδοθείσα στην υπόθεση C-72/14 απόφαση περί παραπομπής αναφέρει μια οντότητα με την επωνυμία «ΑΑΑ» και «ΑΑΑΑ»· φαίνεται να πρόκειται απλά για λάθος.


5 – Βλ., συναφώς, απόφαση Elchinov (C-173/09, EU:C:2010:581, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


6 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Torrekens (28/68, EU:C:1969:17, σκέψη 6)· βλ. απόφαση Brusse (101/83, EU:C:1984:187, σκέψη 11). Πάντως, η Επιτροπή διατείνεται ότι ο Χ και ο Τ. Α. van Dijk υπόκεινται στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία, ανεξάρτητα από το αν η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στις Συμφωνίες περί των λεμβούχων του Ρήνου ή στον κανονισμό 1408/71.


7 – Το Gerechtshof te ‘s-Hertogenbosch θεωρεί ότι ο Χ είναι λεμβούχος του Ρήνου. Το Hoge Raad δεν εκφράζει την άποψή του σχετικά με τον Τ. Α. van Dijk.


8 – Βλ. απόφαση Balazs και Casa Judeţeană de Pensii Cluj (C-401/13 και C-432/13, EU:C:2015:26, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


9 – Βλ. απόφαση Hoorn (C-305/92, EU:C:1994:175, σκέψη 10).


10 – Το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1408/71 ορίζει ότι, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 6, «ορισμένες διατάξεις συμβάσεων κοινωνικής ασφάλειας που έχουν συνάψει τα κράτη μέλη πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, με την προϋπόθεση ότι είναι ευνοϊκότερες για τους δικαιούχους ή απορρέουν από ειδικές ιστορικές περιστάσεις και ότι το αποτέλεσμά τους είναι χρονικά περιορισμένο, εφόσον οι εν λόγω διατάξεις είναι καταχωρισμένες στο παράρτημα ΙΙΙ», εξακολουθούν να ισχύουν.


11 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Walder (82/72, EU:C:1973:62)· Rönfeldt (C-227/89, EU:C:1991:52)· Hoorn (C-305/92, EU:C:1994:175)· Thévenon (C-475/93, EU:C:1995:371)· Naranjo Arjona κ.λπ. (C-31/96 έως C-33/96, EU:C:1997:475)· Gómez Rodríguez (C-113/96, EU:C:1998:203)· Thelen (C-75/99, EU:C:2000:608)· Kaske (C-277/99, EU:C:2002:74)· Martínez Domínguez κ.λπ. (C-471/99, EU:C:2002:523)· Habelt κ.λπ. (C-396/05, C-419/05 και C-450/05, EU:C:2007:810)· Landtová (C-399/09, EU:C:2011:415)· Wencel (C-589/10, EU:C:2013:303), και Balazs και Casa Judeţeană de Pensii Cluj (C-401/13 και C-432/13, EU:C:2015:26).


12 – C-23/92, EU:C:1993:339, σκέψεις 23 έως 25.


13 – Αυτόθι, σκέψη 25 (η υπογράμμιση δική μου). Βλ. επίσης απόφαση Walder (82/72, EU:C:1973:62, σκέψεις 6 και 9).


14 – 187/73, EU:C:1974:57.


15 – Αυτόθι, σκέψεις 18 έως 21, πράγμα που επιβεβαιώνεται στην απόφαση Frascogna (157/84, EU:C:1985:243, σκέψη 13).


16 – 28/68, EU:C:1969:17.


17 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 1958, περί κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινουμένων εργαζομένων (JO 1958, 30, σ. 561).


18 – Άνοιξε για υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 (JO 1980, L 266, σ. 1).


19 – Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177, σ. 6).


20 – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166, σ. 1· διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός κατήργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό 1408/71 με ισχύ από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 (την 1η Μαΐου 2010).


21 – Η συμφωνία παρεκκλίσεως, της 23ης Δεκεμβρίου 2010, περί της εφαρμοστέας νομοθεσίας επί των λεμβούχων του Ρήνου συνήφθη σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.


22 – Στην απόφαση Brusse (101/83, EU:C:1984:187), το Δικαστήριο έκρινε ότι εργαζόμενος άντλησε δικαιώματα από τον κανονισμό 1408/71 σχετικά με διμερή συμφωνία που συνήφθη βάσει του άρθρου του 17.


23 – C-202/97, EU:C:2000:75.


24 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138), όπως τροποποιήθηκε.


25 – C-202/97, EU:C:2000:75.


26 – C-202/97, EU:C:2000:75.


27 – Βλ. αποφάσεις Banks κ.λπ. (C-178/97, EU:C:2000:169)· Herbosch Kiere (C-2/05, EU:C:2006:69), και Format Urządzenia i Montaże Przemysłowe (C-115/11, EU:C:2012:606).


28 – Βλ., συναφώς, απόφαση Bouman (C-114/13, EU:C:2015:81, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


29 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση FTS (C-202/97, EU:C:2000:75, σκέψη 53).


30 – Βλ., συναφώς, απόφαση Bouman (C-114/13, EU:C:2015:81, σκέψεις 25 έως 27). Στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή ανεπιτυχώς προέβαλε επίσης ότι το επίμαχο έγγραφο είχε δεσμευτική ισχύ· βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην υπόθεση Bouman (C-114/13, EU:C:2014:123, σημείο 28). Βλ. επίσης απόφαση Adanez-Vega (C-372/02, EU:C:2004:705, σκέψη 48), πρβλ. σκέψη 36.


31 – Προφανώς, η επισήμανση αυτή δεν μπορεί να εξακριβωθεί από το Δικαστήριο. Πάντως, δεν διέλαθε την προσοχή μου το γεγονός ότι το διοικητικό κέντρο για τη κοινωνική ασφάλιση των λεμβούχων του Ρήνου έχει εκδώσει ορισμένα πρότυπα εντύπων που προβλέπονται υπό το καθεστώς των Συμφωνιών περί των λεμβούχων του Ρήνου. Τα εν λόγω έντυπα προσαρτώνται μεταξύ άλλων στην απόφαση αριθ. 2 της 2ας Μαρτίου 1989, στην απόφαση αριθ. 3 της 13ης Οκτωβρίου 1989 και στην απόφαση αριθ. 5 της 27ης Μαρτίου 1990 (που αντικαταστάθηκε με την απόφαση αριθ. 7 της 26ης Ιουνίου 2007). Όλα αυτά τα έντυπα και όλες αυτές οι αποφάσεις μπορούν να μεταφορτωθούν από τον ιστότοπο της Κεντρικής Επιτροπής για τη Ναυσιπλοΐα του Ρήνου (http://www.ccr-zkr.org).


32 – Απόφαση Cilfit κ.λπ. (283/81, EU:C:1982:335, σκέψη 16).


33 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Hoffmann-Laroche (107/76, EU:C:1977:89, σκέψη 5), και Pedro IV Servicios (C-260/07, EU:C:2009:215, σκέψη 32).


34 – 283/81, EU:C:1982:335.


35 – Βλ., συναφώς, απόφαση Parfums Christian Dior (C-337/95, EU:C:1997:517, σκέψη 25), και γνωμοδότηση 1/09 (EU:C:2011:123, σκέψεις 84 έως 85).


36 – Τα οποία, κατά το Δικαστήριο, είναι: η γλωσσική πολυμορφία στα νομικά κείμενα· η χρήση ειδικής ορολογίας· και συγκεκριμένες μέθοδοι ερμηνείας· βλ. απόφαση Cilfit κ.λπ. (283/81, EU:C:1982:335, σκέψεις 16 έως 20).


37 – Βλ. Rasmussen, H., «The European Court’s Acte Clair Strategy in C.I.L.F.I.T. Or: Acte Clair, of Course! But What does it Mean?», 9 EL Rev. (1984), σ. 242 και 243.


38 – 283/81, EU:C:1982:335.


39 – Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέως C. Stix-Hackl στην υπόθεση Intermodal Transports (C-495/03, EU:C:2005:215, σημείο 84). Ο πρώην δικαστής D. Edward χρησιμοποίησε την έκφραση «μη ιδεώδης»· βλ. Edward, D., «CILFIT and Foto-Frost in their Historical and Procedural Context», σε Maduro, M., και Azoulai, L. (επιμ.): The Past and Future of EU Law. The Classics of EU Law Revisited on the 50th Anniversary of the Rome Treaty 2010, Hart, 2010, σ. 179.


40 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Wiener SI (C-338/95, EU:C:1997:352, και ιδίως σημεία 18 έως 21).


41 – Bλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Gaston Schul Douane-expediteur (C-461/03, EU:C:2005:415, σημεία 2 έως 4).


42 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano στην υπόθεση Lyckeskog (C-99/00, EU:C:2002:108, σημεία 60 έως 76 και, ιδίως, σημείο 65).


43 – 283/81, EU:C:1982:335.


44 – 28/62 έως 30/62, EU:C:1963:6, σ. 38.


45 – Στην απόφαση Hoffmann-Laroche (107/76, EU:C:1977:89, σκέψεις 5 και 6), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η υποχρέωση υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν καταλαμβάνει ανώτατο δικαστήριο στη διαδικασία προσωρινών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να διευθετήσουν τη διαφορά στη δίκη επί της ουσίας και κατά τη διάρκεια της οποίας δύναται να γίνει προδικαστική παραπομπή προς το Δικαστήριο. Βλ., επίσης, απόφαση Morson και Jhanjan (35/82 και 36/82, EU:C:1982:368, σκέψεις 9 και 10).


46 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Capotorti στην υπόθεση Cilfit κ.λπ. (283/81, EU:C:1982:267, και ιδίως σημείο 4).


47 – Πάντως, θα πρέπει επίσης να αναφερθεί η απόφαση Parfums Christian Dior (C-337/95, EU:C:1997:517, σκέψη 30). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνικό ανώτατο δικαστήριο το οποίο οφείλει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να θέσει ερμηνευτικό προδικαστικό ερώτημα σε δικαστήριο που συστάθηκε προς τούτο (εν προκειμένω, το Δικαστήριο Μπενελούξ) απαλλάσσεται του καθήκοντός του να ζητήσει την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αρκεί το ίδιο το διεθνές δικαστήριο να οφείλει βάσει της εν λόγω διατάξεως να θέσει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο και όντως το πράττει.


48 – C-495/03, EU:C:2005:552, σκέψη 35.


49 – Βλ. απόφαση Gaston Schul Douane-expediteur (C-461/03, EU:C:2005:742, σκέψη 19).


50 – Βλ. Lenaerts, K., Maselis, I., και Gutman., K. (Nowak., J., επιμ.): EUProceduralLaw, 1η έκδ., Οξφόρδη, 2014, σ. 102, όπου παρατίθεται απάντηση του G. Thorn, Προέδρου της Επιτροπής, στις 25 Ιουλίου 1983 σε ερώτηση ευρωβουλευτή (ΕΕ 1983, C 268, σ. 25), και τη γνωστή προσφυγή που η Επιτροπή άσκησε κατά του Βασιλείου της Σουηδίας λόγω της φερόμενης μη συμμορφώσεως του Högsta Domstolen (ανωτάτου δικαστηρίου, Σουηδία) με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (αιτιολογημένη γνώμη αριθ. 2003/2161, C(2004) 3899, της 13ης Οκτωβρίου 2004). Βλ., συναφώς, επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano στην υπόθεση Lyckeskog (C-99/00, EU:C:2002:108, σημείο 65).


51 – C-6/90 και C-9/90, EU:C:1991:428.


52 – C-224/01, EU:C:2003:513. Η απόφαση αυτή ρητώς αναφέρει το καθήκον υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, βλ. σκέψη 55.


53 – Βλ., ως έχουσα έμμεση σχέση με τις υπό εξέταση υποθέσεις, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-154/08, EU:C:2009:695, σκέψεις 64 έως 66) (βλ. επίσης σκέψη 126) και, συναφώς, γνωμοδότηση 1/09 (EU:C:2011:123, σκέψεις 84 έως 87). Ως τωρινό παράδειγμα, βλ. εκκρεμή υπόθεση C-160/14, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ.


54 – Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει σε ορισμένες περιπτώσεις ότι: «εθνικά δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου, που αρνούνται να θέσουν στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα επί ζητήματος ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης το οποίο ανέκυψε ενώπιόν τους, οφείλουν να αιτιολογήσουν την άρνησή τους υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, οφείλουν να αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους κρίνουν ότι το ζήτημα δεν ασκεί επιρροή, ότι η συγκεκριμένη διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχει ήδη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, ή ότι η ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης είναι τόσο προφανής ώστε να μην αφήνει περιθώριο εύλογης αμφιβολίας», βλ., μεταξύ άλλων, Vergauwen κ.λπ. κατά Βελγίου, αριθ. 4832/04, § 90, 10 Απριλίου 2012, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία (ανεπίσημη μετάφραση).


55 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του House of Lords (ανωτάτου δικαστηρίου, Ηνωμένο Βασίλειο) στην υπόθεση Regina κατά London Boroughs Transport Committee [1992] 1 CMLR 5, σκέψη 45· του Court of Appeal (England and Wales) (εφετείου, Ηνωμένο Βασίλειο) στην υπόθεση Mighell κατά Reading κ.λπ. [1998] EWCA Civ 1465, σκέψη 35· του House of Lords (ανωτάτου δικαστηρίου, Ηνωμένο Βασίλειο) στην υπόθεση Three Rivers DV κατά Bank of England (αριθ. 3) [2000] 3 CMLR 205· του Högsta Domstolen (ανωτάτου δικαστηρίου, Σουηδία) NJA [2004] 735· του Vestre Landsret (Δανία), το οποίο δίκασε ως ανώτατο δικαστήριο UfR [2007] 54 (η απόφαση αυτή ανετράπη, μετά από έκτακτο ένδικο μέσο, από το Højesteret (ανώτατο δικαστήριο, Δανία) UfR [2011] 539 κατόπιν της αποφάσεως Mickelsson και Roos, C-142/05, EU:C:2009:336)· του Supreme Court (ανωτάτου δικαστηρίου, Ηνωμένο Βασίλειο) στην υπόθεση The Office of Fair Trading κατά National plc κ.λπ. [2009] UKSC 6, ιδίως σκέψη 49, και τις πορτογαλικές αποφάσεις στο επίκεντρο της εκκρεμούς υποθέσεως C-160/14, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ.


56 – Το Hoge Raad παραπέμπει σε δική του νομολογία, ειδικά στην απόφαση 12/04012 της 11ης Οκτωβρίου 2013, ECLI:NL:HR:2013:CA0827, στην οποία κρίθηκε ότι δεν μπορεί να δοθεί σημασία σε πιστοποιητικό Ε 101 που εκδόθηκε σχετικά με λεμβούχο του Ρήνου. Ο Τ.Α. van Dijk αναφέρει επίσης την απόφαση του Hoge Raad 10/03927 της 9ης Δεκεμβρίου 2011, ECLI:NL:HR:2011:BQ2938, με υποτιθέμενο παρόμοιο αποτέλεσμα σχετικά με πιστοποιητικό Ε 106.


57 – Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέως C. Stix-Hackl στην υπόθεση Intermodal Transports (C-495/03, EU:C:2005:215, σημείο 110).


58 – Προς την ίδια κατεύθυνση, βλ. Edward, D., όπ.π., σ. 178.


59 – Βλ., ιδίως, Broberg, M., και Fenger, N., Preliminary References to the European Court of Justice, 2η έκδ., 2014, Οξφόρδη, σ. 240 έως 246.


60 – Βλ. απόφαση Intermodal Transports (C-495/03, EU:C:2005:552, σκέψη 33). Η υπογράμμιση δική μου.


61 – Απόφαση Elchinov (C-173/09, EU:C:2010:581, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


62 – Βλ. συναφώς, απόφαση Intermodal Transports (C-495/03, EU:C:2005:552, σκέψη 37). Πρόσφατα παραδείγματα εθνικών αποφάσεων μετά από άρνηση ανωτάτου δικαστηρίου να θέσει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο είναι η απόφαση της 3ης Ιανουαρίου 2014 του Sofiysky gradski sad (Πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία) στην υπόθεση Pretsiz 2 EOOD κατά Βουλγαρικού Δημοσίου, αριθ. 1782/2013· η απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013 του Ustavno sodišče Republike Slovenije (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Σλοβενία), ECLI:SI:USRS:2013:Up.1056.11· η απόφαση της 19ης Μαΐου 2014 του Alkotmánybíróság (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ουγγαρία), υπόθεση αριθ. 3165/2014· και η διάταξη της 28ης Αυγούστου 2014 του Bundesverfassungsgericht (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία), υπόθεση αριθ. 2 BvR 2639/09.