Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Υπόθεση C-194/06

Staatssecretaris van Financiën

κατά

Orange European Smallcap Fund NV

(αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Άρθρα 56 ΕΚ έως 58 ΕΚ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Φορολόγηση των μερισμάτων – Αντιστάθμιση χορηγηθείσα σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα λόγω παρακρατήσεων στην πηγή που πραγματοποίησε άλλο κράτος μέλος επί των μερισμάτων που εισέπραξε ο οργανισμός αυτός – Περιορισμός της εν λόγω αντισταθμίσεως στο ποσό το οποίο θα μπορούσε να εκπέσει από τον φόρο εισοδήματος μέτοχος που κατοικεί στο κράτος εγκαταστάσεως του οργανισμού αυτού, ο οποίος πραγματοποίησε επένδυση χωρίς τη μεσολάβηση τέτοιου οργανισμού, δυνάμει συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογίας – Περιορισμός της εν λόγω αντισταθμίσεως κατά την αναλογία της συμμετοχής μετόχων κατοίκων αλλοδαπής στο κεφάλαιο του οργανισμού αυτού»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία – Φόρος εισοδήματος εταιριών – Φορολόγηση των μερισμάτων που καταβάλλονται στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων

(Άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ)

2.        Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία – Φόρος εισοδήματος εταιριών – Φορολόγηση των μερισμάτων που καταβάλλονται στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων

(Άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ)

3.        Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Έννοια – Πανομοιότυπη ερμηνεία στο πλαίσιο των σχέσεων με τις τρίτες χώρες και στις ενδοκοινοτικές σχέσεις – Όρια

(Άρθρο 56 § 1 ΕΚ)

4.        Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες – Περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν άμεσες επενδύσεις υφιστάμενες στις 31 Δεκεμβρίου 1993 – Έννοια του όρου «άμεσες επενδύσεις»

(Άρθρο 57 § 1 ΕΚ)

1.        Τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ δεν απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους η οποία, ενώ προβλέπει, υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, αντιστάθμιση η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακράτησε στην πηγή άλλο κράτος μέλος επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους οργανισμούς αυτούς, περιορίζει την αντιστάθμιση αυτή στο ποσό το οποίο ένα φυσικό πρόσωπο που κατοικεί στο έδαφος του ως άνω πρώτου κράτους μέλους θα μπορούσε να συμψηφίσει, λόγω παρόμοιων παρακρατήσεων, βάσει συμβάσεως για την πρόληψη της διπλής φορολογίας συναφθείσας με το άλλο κράτος μέλος αυτό.

Βεβαίως, αποκλείοντας τα προερχόμενα από ορισμένα κράτη μέλη μερίσματα από την αντιστάθμιση που αφορά τη φορολόγηση στην πηγή των εισπραχθέντων στο εξωτερικό μερισμάτων, μια τέτοια νομοθεσία καθιστά την επένδυση εντός των κρατών μελών αυτών λιγότερο ελκυστική από την επένδυση εντός των κρατών μελών τα οποία προβαίνουν σε φορολόγηση των μερισμάτων συνεπαγόμενη την αντιστάθμιση αυτή. Συνεπώς, η εν λόγω νομοθεσία είναι ικανή να αποτρέψει έναν οργανισμό συλλογικών επενδύσεων από επενδύσεις εντός των κρατών μελών τα οποία προβαίνουν σε φορολόγηση των μερισμάτων που δεν συνεπάγεται την αντιστάθμιση, οπότε συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων απαγορευόμενο, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 56 ΕΚ.

Ωστόσο, μια τέτοια νομοθεσία σκοπεί στην κατά το δυνατόν εξομοίωση της φορολογικής μεταχειρίσεως των μερισμάτων που εισπράττει ο μέτοχος που έχει πραγματοποιήσει άμεση επένδυση και αυτής των μερισμάτων που εισπράττει ο μέτοχος ο οποίος έχει επενδύσει μέσω οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, προκειμένου να αποφύγει το να θεωρηθεί η επένδυση στο εξωτερικό που πραγματοποιεί ένας τέτοιος οργανισμός λιγότερο ελκυστική από μια άμεση επένδυση. Υπό το πρίσμα της εν λόγω νομοθεσίας, η κατάσταση του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, οσάκις εισπράττει μερίσματα προερχόμενα από τα κράτη μέλη με τα οποία το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο οργανισμός αυτός έχει συνάψει σύμβαση προβλέπουσα το δικαίωμα των μετόχων φυσικών προσώπων να συμψηφίζουν τον φόρο που επιβάλλουν τα κράτη μέλη αυτά επί των μερισμάτων με τον φόρο εισοδήματος τον οποίο οι ως άνω μέτοχοι οφείλουν στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως, είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία βρίσκεται ο οργανισμός αυτός οσάκις εισπράττει μερίσματα προερχόμενα από τα κράτη μέλη με τα οποία δεν έχει συναφθεί τέτοια σύμβαση, μερίσματα για τα οποία το δικαίωμα αυτό συνεπώς δεν προβλέπεται. Πράγματι, αν δεν προβλεπόταν η αντιστάθμιση, θα υπήρχε πιθανότητα να είναι η επιλογή περί πραγματοποιήσεως επενδύσεως μέσω οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα λιγότερο πλεονεκτική για έναν μέτοχο φυσικό πρόσωπο απ’ ό,τι μια άμεση επένδυση, μόνον προκειμένου περί επενδύσεων εντός των κρατών μελών με τα οποία έχει συναφθεί τέτοια διμερής φορολογική σύμβαση. Αντιθέτως, όσον αφορά τα κράτη μέλη με τα οποία το κράτος μέλος εγκαταστάσεως ενός τέτοιου οργανισμού δεν έχει συνάψει τέτοια σύμβαση, η επιλογή ενός φυσικού προσώπου να πραγματοποιήσει επένδυση μέσω τέτοιου οργανισμού δεν συνεπάγεται τον κίνδυνο απωλείας πλεονεκτήματος του οποίου θα είχε τύχει αν είχε επιλέξει άμεση επένδυση εντός των εν λόγω κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η κατάσταση αυτή δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμη προς αυτή στην οποία το κράτος μέλος εγκαταστάσεως του οργανισμού αυτού έχει συνάψει τέτοια φορολογική σύμβαση.

Επομένως, στην περίπτωση νομοθεσίας με την οποία, προκειμένου να εξομοιωθεί κατά το δυνατόν η φορολογική μεταχείριση των αμέσων επενδύσεων και αυτή των επενδύσεων που πραγματοποιούνται μέσω των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, ένα κράτος μέλος αποφάσισε να χορηγήσει στους οργανισμούς αυτούς αντιστάθμιση για τις φορολογικές παρακρατήσεις που πραγματοποιούνται στην πηγή επί των μερισμάτων που προέρχονται από τα κράτη μέλη έναντι των οποίων έχει δεσμευθεί, στο πλαίσιο διμερών συμβάσεων, να επιτρέπει στα φυσικά πρόσωπα να συμψηφίζουν τις εν λόγω παρακρατήσεις με τον φόρο εισοδήματος τον οποίο οφείλουν κατ’ εφαρμογή του εθνικού του δικαίου, τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ δεν απαγορεύουν στο κράτος μέλος αυτό να αποκλείει την εν λόγω αντιστάθμιση, όσον αφορά τα μερίσματα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη με τα οποία δεν έχει συνάψει διμερείς συμβάσεις περιλαμβάνουσες τέτοιες διατάξεις, κατά το μέτρο που δεν πρόκειται περί αντικειμενικώς συγκρίσιμων καταστάσεων.

(βλ. σκέψεις 56, 60-65, διατακτ. 1)

2.        Τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους η οποία, ενώ προβλέπει, υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, αντιστάθμιση η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακράτησε στην πηγή άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους οργανισμούς αυτούς, μειώνει την αντιστάθμιση αυτή, αν και καθόσον οι μέτοχοι των εν λόγω οργανισμών είναι φυσικά πρόσωπα που κατοικούν ή νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα εντός άλλων κρατών μελών ή εντός τρίτων χωρών, εφόσον η μείωση αυτή, αφού έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού ποσού των διανεμητέων κερδών, θίγει αδιακρίτως όλους τους μετόχους των εν λόγω οργανισμών.

Συγκεκριμένα, μια τέτοια μείωση της αντισταθμίσεως κατά την αναλογία του κεφαλαίου την οποία κατέχουν οι μέτοχοι που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλου κράτους μέλους συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, απαγορευόμενο κατ’ αρχήν από το άρθρο 56 ΕΚ, κατά το μέτρο που μπορεί να αποτελεί εμπόδιο για την εκ μέρους ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα συλλογή κεφαλαίων εντός άλλων κρατών μελών πλην του κράτους μέλους εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος ο οργανισμός αυτός και μπορεί επίσης να αποτρέπει τους επενδυτές από τα άλλα κράτη μέλη αυτά από την απόκτηση συμμετοχής στο κεφάλαιο αυτού.

Η εκ μέρους κράτους μέλους άσκηση της φορολογικής του αρμοδιότητας επί των μερισμάτων που καταβάλλουν οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού τόσο ως προς τους μετόχους που κατοικούν εντός του εν λόγω κράτους μέλους όσο και ως προς τους μετόχους που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλων κρατών μελών δικαιολογεί, στην περίπτωση που προβλέπεται τέτοια αντιστάθμιση, την ανάγκη επεκτάσεως της αντισταθμίσεως αυτής ως προς τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα οι οποίοι έχουν μετόχους που δεν κατοικούν ή δεν είναι εγκατεστημένοι εντός του κράτους μέλους αυτού.

Μολονότι μια τέτοια νομοθεσία έχει ως σκοπό να διακρίνει μεταξύ των μετόχων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων αναλόγως του αν κατοικούν στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, προκειμένου η αντιστάθμιση της οποίας οι μέτοχοι αυτοί τυγχάνουν λόγω της διανομής κερδών από τους οργανισμούς αυτούς να είναι ανάλογη με το ύψος του φόρου στον οποίο οι μεν και οι δε υπόκεινται εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως των οργανισμών αυτών, επισημαίνεται ότι η μείωση της αντισταθμίσεως αυτής κατά την αναλογία του κεφαλαίου των εν λόγω οργανισμών την οποία κατέχουν μέτοχοι που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλων κρατών μελών δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη του σκοπού αυτού. Πράγματι, η μείωση αυτή θίγει αδιακρίτως όλους τους μετόχους των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, αφού έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού ποσού των διανεμητέων κερδών.

Η μείωση των φορολογικών εσόδων από τα μερίσματα τα οποία καταβάλλουν οι εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών εταιρίες δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος που μπορεί να προβληθεί για τη δικαιολόγηση μέτρου το οποίο αντιβαίνει σε θεμελιώδη ελευθερία.

Η λύση που αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες οι μέτοχοι ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλων κρατών μελών μπορεί να έχει επίσης εφαρμογή στις περιπτώσεις που οι μέτοχοι ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός τρίτων χωρών.

Κατά το μέτρο που, αφενός, ένα κράτος μέλος υποβάλλει στον φόρο επί των μερισμάτων τα μερίσματα τα οποία διανέμει οργανισμός συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα εγκατεστημένος στο έδαφός του στους μετόχους που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες και που, αφετέρου, η αντιστάθμιση που χορηγείται σ’ έναν τέτοιο οργανισμό μειώνεται κατά την αναλογία του κεφαλαίου του οργανισμού αυτού την οποία κατέχουν οι ως άνω μέτοχοι, χωρίς η φορολογική μεταχείριση των εν λόγω μετόχων εντός των τρίτων χωρών να ασκεί επιρροή συναφώς, η ανάγκη διασφαλίσεως αποτελεσματικών φορολογικών ελέγχων δεν μπορεί να δικαιολογήσει έναν τέτοιο περιορισμό των κινήσεων κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες.

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να γίνει επίκληση της αποφυγής της μειώσεως των φορολογικών εσόδων προκειμένου να δικαιολογηθεί ο περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες, η δικαιολόγηση αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, κατά το μέτρο που η εν λόγω μείωση παράγει αποτελέσματα αδιακρίτως έναντι όλων των μετόχων του οικείου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, είτε κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός κρατών μελών είτε κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός τρίτων χωρών.

Όσον αφορά μια τέτοια νομοθεσία, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι αλλοδαποί μέτοχοι του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός κράτους με το οποίο το κράτος μέλος εγκαταστάσεως του οργανισμού αυτού έχει συνάψει σύμβαση προβλέπουσα, υπό τον όρο αμοιβαιότητας, τον συμψηφισμό των φορολογικών παρακρατήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην πηγή επί των μερισμάτων.

(βλ. σκέψεις 72, 74, 79, 82, 84, 92-97, 108, 113-114, διατακτ. 2)

3.        Η έννοια των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο όσον αφορά τις σχέσεις των κρατών μελών με τρίτες χώρες και όσον αφορά τις σχέσεις των κρατών μελών μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, μολονότι η ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων από και προς τις τρίτες χώρες επιδιώκει, βέβαια, και άλλους σκοπούς, πέραν της υλοποιήσεως της εσωτερικής αγοράς, ιδίως δε τη διασφάλιση της αξιοπιστίας του ενιαίου κοινοτικού νομίσματος στις παγκόσμιες αγορές και τη διατήρηση, εντός των κρατών μελών, παγκοσμίου βεληνεκούς χρηματοοικονομικών κέντρων, όταν η εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων επεκτάθηκε, με το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ, στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ τρίτων χωρών και κρατών μελών, τα κράτη μέλη επέλεξαν, για την κατοχύρωση της αρχής αυτής, το ίδιο άρθρο και την ίδια διατύπωση τόσο για τις κινήσεις κεφαλαίων στο εσωτερικό της Κοινότητας όσο και για τις κινήσεις κεφαλαίων από και προς τις τρίτες χώρες.

Ωστόσο, το νομικό πλαίσιο των κινήσεων κεφαλαίων από και προς τις τρίτες χώρες διαφέρει από αυτό των κινήσεων που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεδομένου ότι, λόγω του βαθμού της νομοθετικής ολοκληρώσεως που έχει επιτευχθεί μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ιδίως δε της υπάρξεως κοινοτικών νομοθετικών ρυθμίσεων που αποσκοπούν στη συνεργασία των εθνικών φορολογικών αρχών, η φορολόγηση, από κράτος μέλος, των διασυνοριακού χαρακτήρα οικονομικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας δεν είναι πάντοτε συγκρίσιμη προς αυτή των οικονομικών δραστηριοτήτων που άπτονται των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών. Δεν αποκλείεται, επίσης, ένα κράτος μέλος να είναι σε θέση να αποδείξει ότι ένας περιορισμός στην κίνηση κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες δικαιολογείται από λόγους που δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν περιορισμό στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών.

(βλ. σκέψεις 87-90)

4.        Ένας περιορισμός εμπίπτει στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, ως περιορισμός στις κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν άμεσες επενδύσεις, εφόσον αναφέρεται στις πάσης φύσεως επενδύσεις στις οποίες προβαίνουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι οποίες χρησιμεύουν στη δημιουργία ή στη διατήρηση σταθερών και αμέσων σχέσεων μεταξύ του επενδυτή και της επιχειρήσεως για την οποία προορίζονται τα κεφάλαια αυτά, προς άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.

(βλ. σκέψη 102, διατακτ. 3)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 20ής Μαΐου 2008 (*)

«Άρθρα 56 ΕΚ έως 58 ΕΚ — Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Φορολόγηση των μερισμάτων — Αντιστάθμιση χορηγηθείσα σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα λόγω παρακρατήσεων στην πηγή που πραγματοποίησε άλλο κράτος μέλος επί των μερισμάτων που εισέπραξε ο οργανισμός αυτός — Περιορισμός της εν λόγω αντισταθμίσεως στο ποσό το οποίο θα μπορούσε να εκπέσει από τον φόρο εισοδήματος μέτοχος που κατοικεί στο κράτος εγκαταστάσεως του οργανισμού αυτού, ο οποίος πραγματοποίησε επένδυση χωρίς τη μεσολάβηση τέτοιου οργανισμού, δυνάμει συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογίας — Περιορισμός της εν λόγω αντισταθμίσεως κατά την αναλογία της συμμετοχής μετόχων κατοίκων αλλοδαπής στο κεφάλαιο του οργανισμού αυτού»

Στην υπόθεση C-194/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 14ης Απριλίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Απριλίου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Staatssecretaris van Financiën

κατά

Orange European Smallcap Fund NV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, K. Lenaerts, L. Bay Larsen, προέδρους τμήματος, R. Silva de Lapuerta, K. Schiemann, P. Kūris, E. Juhász, E. Levits (εισηγητή), A. Ó Caoimh, P. Lindh και J.-C. Bonichot, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: J. Swedenborg, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Απριλίου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Orange European Smallcap Fund NV, εκπροσωπούμενη από τους B. J. Kiekebeld, J. van Eijsden και D. Smit, belastingadviseurs,

–        η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τους H. G. Sevenster και M. de Grave,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και A. Weimar,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Ιουλίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 56 ΕΚ έως 58 ΕΚ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Staatssecretaris van Financiën (Υπουργού Οικονομικών) και της Orange European Smallcap Fund NV (στο εξής: OESF), όσον αφορά το ποσό της αντισταθμίσεως που έπρεπε να χορηγηθεί, δυνάμει του ειδικού φορολογικού καθεστώτος που προβλέπει η ολλανδική νομοθεσία υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, για τους επιβληθέντες στο εξωτερικό φόρους επί των μερισμάτων που εισέπραξε η OESF κατά τη λογιστική χρήση 1997/1998.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Σύμφωνα με το άρθρο 28 του νόμου του 1969 περί φορολογίας των εταιριών (Wet op de vennootschapsbelasting 1969, Stb. 1969, αριθ. 469, στο εξής: νόμος περί φορολογίας των εταιριών), ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα ορίζεται κάθε οργανισμός με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας (naamloze vennootschap), εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (besloten vennootschap) ή αμοιβαίου κεφαλαίου (fonds voor gemene rekening), εγκατεστημένος στις Κάτω Χώρες, ο οποίος έχει ως σκοπό και ως πραγματική δραστηριότητα την πραγματοποίηση επενδύσεων και πληροί ορισμένες άλλες προϋποθέσεις.

4        Ένας τέτοιος οργανισμός υπόκειται στον φόρο εταιριών, αλλά τα κέρδη του φορολογούνται με μηδενικό συντελεστή. Επί ποινή απωλείας της ιδιότητάς του, ο οργανισμός αυτός υποχρεούται να θέτει, εντός ορισμένης προθεσμίας, όλα τα διανεμητέα κέρδη του, μειωμένα κατά ορισμένα επιτρεπόμενα από τον νόμο αποθεματικά, στη διάθεση των μετόχων του.

5        Όταν ένας τέτοιος οργανισμός εισπράττει μερίσματα που διανέμονται από εταιρία εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες, παρακρατάται φόρος στην πηγή επί των μερισμάτων αυτών, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου του 1965 περί της φορολογίας των μερισμάτων (Wet op de dividendbelasting 1965, Stb. 1965, αριθ. 621, στο εξής: νόμος περί της φορολογίας των μερισμάτων).

6        Ωστόσο, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, ο οργανισμός αυτός μπορεί, κατόπιν αιτήσεως υποβαλλόμενης εντός προθεσμίας έξι μηνών από της λήξεως της λογιστικής χρήσεως, να επιτύχει την επιστροφή του παρακρατηθέντος φόρου επί των μερισμάτων αυτών.

7        Όσον αφορά τα μερίσματα που εισπράττονται εντός άλλων κρατών, επί των οποίων τα κράτη αυτά έχουν παρακρατήσει φόρο, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η ολλανδική νομοθεσία περιορίζει τον συμψηφισμό αυτού του αλλοδαπού φόρου με τον ολλανδικό φόρο εταιριών στο ποσό στο οποίο ανέρχεται το τμήμα του ολλανδικού φόρου που αντιστοιχεί αναλογικά στα ως άνω μερίσματα. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, στο μέτρο που ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα φορολογείται με μηδενικό συντελεστή, κανένας φόρος εταιριών δεν αντιστοιχεί στα μερίσματα που προέρχονται από το εξωτερικό, οπότε ο συμψηφισμός του αλλοδαπού φόρου που έπληξε τα μερίσματα είναι αδύνατος.

8        Το άρθρο 28 του νόμου περί φορολογίας των εταιριών και το άρθρο 6 του βασιλικού διατάγματος περί των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (Besluit beleggingsinstellingen), της 29ης Απριλίου 1970 (Stb. 1970, αριθ. 190), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: βασιλικό διάταγμα), θεσπίζουν ειδικό καθεστώς υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα. Το καθεστώς αυτό σκοπεί στην προσέγγιση της φορολογικής επιβαρύνσεως επί των εισοδημάτων από επενδύσεις που πραγματοποιούνται μέσω των οργανισμών αυτών προς αυτήν που πλήττει τις άμεσες επενδύσεις των ιδιωτών, προβλέποντας ένα μηχανισμό αντισταθμίσεως, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη ο αλλοδαπός φόρος που παρακρατήθηκε επί των μερισμάτων που διανέμονται στους εν λόγω οργανισμούς.

9        Έτσι, το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του νόμου περί φορολογίας των εταιριών, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης εξουσιοδοτούσε την εκτελεστική εξουσία να καθορίσει, με γενικό διοικητικό μέτρο, «τους κανόνες δυνάμει των οποίων οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων λαμβάνουν αντιστάθμιση λόγω της παρακρατήσεως, εκτός των Κάτω Χωρών, φόρου επί του αναλογούντος στους εν λόγω οργανισμούς προϊόντος κινητών αξιών και απαιτήσεων, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό του φόρου που, σε περίπτωση άμεσης επενδύσεως, θα μπορούσαν να συμψηφίσουν με τον φόρο εισοδήματος, δυνάμει του νόμου περί θεσπίσεως του φορολογικού πλαισίου του Βασιλείου [Belastingregeling voor het Koninkrijk] ή συμβάσεως για την πρόληψη της διπλής φορολογίας, οι κάτοχοι μετοχών ή εταιρικών μεριδίων που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες».

10      Το άρθρο 6 του βασιλικού διατάγματος ορίζει τα εξής:

«1.      Οσάκις, κατά τον χρόνο πραγματοποιήσεως της διανομής η οποία αφορά το έτος που προηγήθηκε εκείνου το οποίο αφορά η αντιστάθμιση [την οποία προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του νόμου περί φορολογίας των εταιριών], οι επενδυτές που μετέχουν στο κεφάλαιο οργανισμού συλλογικών επενδύσεων είναι αποκλειστικώς και μόνον φυσικά πρόσωπα τα οποία κατοικούν στις Κάτω Χώρες ή υποκείμενοι στον φόρο εταιριών εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες, η αντιστάθμιση [αυτή] [...] ισούται προς το ποσό του φόρου τον οποίο προβλέπει [το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του νόμου περί φορολογίας των εταιριών] το οποίο θα συμψηφιζόταν με τον φόρο εισοδήματος αν το προϊόν κινητών αξιών και απαιτήσεων το οποίο εισέπραξε ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων κατά το έτος στο οποίο αναφέρεται η αντιστάθμιση είχε εισπραχθεί αποκλειστικώς από φυσικά πρόσωπα κατοίκους των Κάτω Χωρών. […]

2.      Οσάκις μεταξύ των επενδυτών που μετέχουν στο κεφάλαιο οργανισμού συλλογικών επενδύσεων δεν περιλαμβάνονται, κατά το χρονικό σημείο της παραγράφου 1, αποκλειστικώς τα πρόσωπα ή οι υποκείμενοι στον φόρο τους οποίους αναφέρει η εν λόγω παράγραφος, η αντιστάθμιση υπολογίζεται με βάση τον εξής τύπο:

T = B x (7 Sr) / (10 S – 3 Sr),

όπου

το T αντιπροσωπεύει την αντιστάθμιση·

το Β αντιπροσωπεύει το ποσό του φόρου της παραγράφου 1·

το Sr αντιπροσωπεύει το διανεμόμενο ποσό, κατά το χρονικό σημείο της παραγράφου 1, επί των μετοχών ή των συμμετοχών στο κεφάλαιο οργανισμού συλλογικών επενδύσεων τις οποίες κατέχουν, αμέσως ή διά μέσου άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, φυσικά πρόσωπα που κατοικούν στις Κάτω Χώρες ή υποκείμενοι στον φόρο εταιριών, οι οποίοι δεν είναι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες, και

το S αντιπροσωπεύει το διανεμόμενο ποσό, κατά το χρονικό σημείο της παραγράφου 1, επί των μετοχών ή των συμμετοχών στο κεφάλαιο οργανισμού συλλογικών επενδύσεων που τελούν σε κυκλοφορία.

[…]»

11      Σύμφωνα με τις εξηγήσεις του αιτούντος δικαστηρίου, οσάκις ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα διανέμει στους μετόχους του, ως κέρδος, τα μερίσματα που εισπράχθηκαν στις Κάτω Χώρες ή στο εξωτερικό, οι μέτοχοι αυτοί υπόκεινται σε ολλανδικό φόρο επί των μερισμάτων, τον οποίο πρέπει να παρακρατήσει ο οργανισμός αυτός. Όσον αφορά τους εν λόγω μετόχους που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες, ο φόρος αυτός συνιστά προκαταβολή φόρου. Συγκεκριμένα, η παρακράτηση επί των μερισμάτων συμψηφίζεται με τον φόρο εισοδήματος ή τον φόρο εταιριών τον οποίο οι μέτοχοι αυτοί οφείλουν να καταβάλουν και επιστρέφεται κατά το μέτρο που υπερβαίνει το ποσό του οικείου φόρου. Όσον αφορά τους λοιπούς μετόχους, ο φόρος που παρακρατήθηκε επί των μερισμάτων επιστρέφεται μόνον εφόσον τούτο προβλέπεται από σύμβαση για την πρόληψη της διπλής φορολογίας ή από τον νόμο περί θεσπίσεως του φορολογικού πλαισίου.

12      Η φορολογική σύμβαση που συνήφθη στις 16 Ιουνίου 1959 μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, όπως τροποποιήθηκε με τα πρωτόκολλα της 13ης Μαρτίου 1980 και της 21ης Μαΐου 1991, δεν προέβλεπε, για τη λογιστική χρήση 1997/1998, το δικαίωμα συμψηφισμού του γερμανικού φόρου ο οποίος παρακρατήθηκε επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στη Γερμανία σε κάτοικο Κάτω Χωρών. Καμία σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας δεν ίσχυε κατά τη λογιστική χρήση 1997/1998 μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Η OESF είναι εταιρία μεταβλητού κεφαλαίου εγκατεστημένη στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), η οποία έχει ως εταιρικό σκοπό την επένδυση κεφαλαίων σε κινητές αξίες και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με την αρχή της κατανομής των κινδύνων, προκειμένου οι μέτοχοί της να ωφεληθούν από το προϊόν των επενδύσεών της. Η εταιρία αυτή διαχειρίζεται ενεργά χαρτοφυλάκιο τίτλων που εκδίδουν ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, κατά τη λογιστική χρήση 1997/1998, οι συμμετοχές τις οποίες κατείχε η OESF σε εταιρίες εγκατεστημένες εκτός Κάτω Χωρών δεν της παρείχαν τη δυνατότητα να αποφασίσει για τις δραστηριότητες των εν λόγω εταιριών.

14      Οι μέτοχοι της OESF είναι φυσικά και νομικά πρόσωπα. Κατά τη διάρκεια της λογιστικής χρήσεως 1997/1998, οι μέτοχοι αυτοί ήσαν στην πλειονότητά τους ιδιώτες κάτοικοι Κάτω Χωρών και οργανισμοί εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες οι οποίοι είτε υπέκειντο στον ολλανδικό φόρο εταιριών είτε όχι. Το λοιπό κεφάλαιο κατείχαν κυρίως ιδιώτες που κατοικούσαν στις Ολλανδικές Αντίλλες και σε άλλα κράτη μέλη (στο Βασίλειο του Βελγίου, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας) και οργανισμοί εγκατεστημένοι στο Βέλγιο. Τέλος, μεταξύ των μετόχων της OESF περιλαμβάνονταν οργανισμοί εγκατεστημένοι και ιδιώτες που κατοικούσαν στην Ελβετία και ιδιώτες κάτοικοι Ηνωμένων Πολιτειών.

15      Όσον αφορά τη λογιστική χρήση 1997/1998, η OESF έλαβε μερίσματα που αφορούσαν συμμετοχές σε αλλοδαπές εταιρίες, ανερχόμενα σε ποσό το οποίο αντιστοιχούσε σε 5 257 519,15 ολλανδικά φιορίνια (NLG). Στα μερίσματα αυτά επιβλήθηκε φόρος στο εξωτερικό, διά παρακρατήσεως στην πηγή, ανερχόμενος σε ποσό το οποίο αντιστοιχούσε σε 735 320 NLG, εκ των οποίων 132 339 NLG γερμανικού φόρου και 9 905 NLG πορτογαλικού φόρου.

16      Λόγω της καταβολής αυτών των αλλοδαπών φόρων, η OESF ζήτησε να τύχει της αντισταθμίσεως του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του νόμου περί φορολογίας των εταιριών, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του βασιλικού διατάγματος. Αυτή η αντιστάθμιση, όπως την υπολόγισε η OESF, ανερχόταν σε 518 270 NLG, με βάση του υπολογισμού ολόκληρο το προαναφερθέν ποσό των 735 320 NLG, που αντιστοιχούσε στο σύνολο των αλλοδαπών φόρων.

17      Η αρμόδια φορολογική αρχή δέχθηκε μόνον εν μέρει το αίτημα αυτό, χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού ποσό 593 076 NLG, ήτοι το εν λόγω ποσό των 735 320 NLG μειωμένο κατά το ποσό του γερμανικού (132 339 NLG) και του πορτογαλικού (9 905 NLG) φόρου, και καθόρισε το ποσό της αντισταθμίσεως σε 418 013 NLG. Κατόπιν της ασκήσεως διοικητικής ενστάσεως, η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε.

18      Κατόπιν της ασκήσεως προσφυγής εκ μέρους της OESF, το Gerechtshof te Amsterdam ακύρωσε την εν λόγω απόφαση και αύξησε το ποσό της επίδικης αντισταθμίσεως σε 622 006 NLG. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι τόσον ο αποκλεισμός των φόρων που παρακρατήθηκαν στη Γερμανία και στην Πορτογαλία από τη βάση υπολογισμού της αντισταθμίσεως όσον και η μείωση της αντισταθμίσεως αυτής αναλόγως της συμμετοχής στο κεφάλαιο της OESF μετόχων που κατοικούσαν ή ήσαν εγκατεστημένοι εκτός των Κάτω Χωρών συνιστούσαν αδικαιολόγητο εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

19      Ο Staatsscretaris van Financiën άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Gerechtshof te Amsterdam ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, βάλλοντας κατά της αποφάσεως αυτής όσον αφορά, αφενός, τον συνυπολογισμό των φόρων που παρακρατήθηκαν στη Γερμανία και στην Πορτογαλία για τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως και, αφετέρου, τη μη μείωση της αντισταθμίσεως αναλόγως των συμμετοχών που κατέχουν στο κεφάλαιο της OESF οι μέτοχοι που δεν κατοικούν ή δεν είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες.

20      Εκτιμώντας ότι για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης απαιτείται η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε την αναστολή της διαδικασίας και την υποβολή στο Δικαστήριο των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:

«1)       Έχει το άρθρο 56 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 58, παράγραφος 1, ΕΚ, την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή ρυθμίσεως κράτους μέλους κατά την οποία, ενώ προβλέπεται υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα αντιστάθμιση για τις πραγματοποιηθείσες εντός άλλου κράτους μέλους φορολογικές παρακρατήσεις στην πηγή επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους εν λόγω οργανισμούς, η εν λόγω αντιστάθμιση περιορίζεται […]:

α)      στο ποσό που θα μπορούσε να συμψηφίσει φυσικό πρόσωπο με κατοικία στις Κάτω Χώρες βάσει φορολογικής συμβάσεως συναφθείσας με το άλλο κράτος μέλος,

β)      αν και καθόσον οι μέτοχοι του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα είναι φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν κατοικία στις Κάτω Χώρες ή νομικά πρόσωπα που δεν υπόκεινται στον ολλανδικό φόρο εταιριών;

2)      Σε περίπτωση εξ ολοκλήρου ή εν μέρει καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1:

α)      Εμπεριέχεται στην έννοια “άμεσες επενδύσεις” κατά το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ και η κατοχή δέσμης μετοχών μιας εταιρίας, όταν ο κάτοχος των μετοχών τις κατέχει απλώς ως επένδυση και το μέγεθος της δέσμης δεν παρέχει στον κάτοχο τη δυνατότητα ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στη διαχείριση ή στον έλεγχο της εταιρίας;

β)      Είναι, βάσει του άρθρου 56 ΕΚ, κάθε συναφής με επιβολή φόρου περιορισμός της κυκλοφορίας κεφαλαίων, ο οποίος θα ήταν ανεπίτρεπτος αν αφορούσε διασυνοριακή κυκλοφορία κεφαλαίων εντός της [Ευρωπαϊκής] Κοινότητας, ομοίως ανεπίτρεπτος προκειμένου για ίδιας μορφής κινήσεις κεφαλαίων πραγματοποιούμενες —υπό πανομοιότυπες κατά τα άλλα περιστάσεις— προς και από τρίτες χώρες;

γ)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 2.β, έχει το άρθρο 56 ΕΚ την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να περιορίζει τη φορολογική αντιστάθμιση που προβλέπεται υπέρ οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, […] η οποία αφορά τις πραγματοποιηθείσες εντός τρίτου κράτους φορολογικές παρακρατήσεις στην πηγή επί των μερισμάτων που καταβάλλονται στον εν λόγω οργανισμό, στην περίπτωση που ο περιορισμός αυτός αιτιολογείται με βάση το γεγονός ότι μεταξύ των μετόχων του οικείου οργανισμού περιλαμβάνονται και πρόσωπα που δεν κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος;

3)      Επηρεάζεται η απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα από το αν:

α)      ο παρακρατηθείς σε άλλη χώρα φόρος επί του καταβαλλόμενου μερίσματος που προέρχεται από αυτή τη χώρα είναι υψηλότερος από τον φόρο στον οποίο υπόκειται, εντός του κράτους μέλους της έδρας του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, η αναδιανομή αυτού του μερίσματος σε αλλοδαπούς μετόχους,

β)      οι μέτοχοι του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, οι οποίοι έχουν τόπο κατοικίας εκτός του κράτους μέλους της έδρας του εν λόγω οργανισμού, κατοικούν ή έχουν έδρα σε χώρα με την οποία το εν λόγω κράτος μέλος έχει συνάψει σύμβαση που προβλέπει συμψηφισμό των παρακρατούμενων στην πηγή φόρων επί των μερισμάτων υπό όρους αμοιβαιότητας,

γ)      οι μέτοχοι του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, οι οποίοι έχουν τόπο κατοικίας εκτός του κράτους μέλους της έδρας του εν λόγω οργανισμού, κατοικούν ή έχουν έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο α΄

21      Με το πρώτο του ερώτημα, στοιχείο α΄, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, ενώ προβλέπει, υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, αντιστάθμιση η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακράτησε στην πηγή άλλο κράτος μέλος επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους οργανισμούς αυτούς, περιορίζει την αντιστάθμιση αυτή στο ποσό το οποίο ένα φυσικό πρόσωπο που κατοικεί στο έδαφός του θα μπορούσε να συμψηφίσει βάσει συμβάσεως για την πρόληψη της διπλής φορολογίας συναφθείσας με το άλλο κράτος μέλος αυτό.

22      Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, η νομοθεσία αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι οι φόροι επί των μερισμάτων οι οποίοι παρακρατήθηκαν στην πηγή στη Γερμανία και στην Πορτογαλία δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της εν λόγω αντισταθμίσεως, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, η συναφθείσα μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σύμβαση δεν προέβλεπε δικαίωμα συμψηφισμού του παρακρατηθέντος στη Γερμανία φόρου με τον ολλανδικό φόρο εισοδήματος, καμία δε σύμβαση δεν είχε συναφθεί μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας.

23      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μια τέτοια νομοθεσία συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, λαμβανομένου υπόψη του ότι, σύμφωνα με τον ολλανδικό νόμο, ο εγκατεστημένος στις Κάτω Χώρες οργανισμός συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα ο οποίος εισπράττει μερίσματα από εταιρίες εγκατεστημένες εντός του ίδιου αυτού κράτους μέλους τυγχάνει πλήρους επιστροφής του ολλανδικού φόρου επί των μερισμάτων τον οποίο οι εταιρίες αυτές παρακράτησαν στην πηγή.

24      Συναφώς, η OESF και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ισχυρίζονται ότι, κατά το μέτρο που το Βασίλειο των Κάτω Χωρών επιστρέφει ολόκληρο τον παρακρατηθέντα φόρο επί των μερισμάτων που διένειμαν οι ολλανδικές εταιρίες, πρέπει επίσης να αντισταθμίζει τον παρακρατηθέντα στη Γερμανία και στην Πορτογαλία φόρο επί των μερισμάτων.

25      Διαφορετικά, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών θα υπέβαλλε τα τελευταία αυτά μερίσματα σε δυσμενή μεταχείριση σε σχέση με αυτήν της οποίας τυγχάνουν τα μερίσματα που καταβάλλουν οι ολλανδικές εταιρίες.

26      Αυτή η δυσμενής μεταχείριση θα είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, να αποτρέψει την OESF από τις επενδύσεις στη Γερμανία και στην Πορτογαλία και, αφετέρου, να καταστήσει δυσχερέστερη, για τις εγκατεστημένες εντός των κρατών μελών αυτών επιχειρήσεις, τη συλλογή κεφαλαίων στις Κάτω Χώρες, πράγμα το οποίο θα συνιστούσε περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, απαγορευόμενο, κατ’ αρχήν από τη Συνθήκη.

27      Αντιθέτως, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών ότι επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στα προερχόμενα από γερμανικές ή πορτογαλικές εταιρίες μερίσματα σε σχέση με τα προερχόμενα από ολλανδικές εταιρίες, κατά το μέτρο που, που μη επιβάλλοντας φόρο επί των μερισμάτων που εισπράττει η OESF, ανεξαρτήτως της προελεύσεώς τους, ο ολλανδικός φορολογικός νόμος επιφυλάσσει την ίδια μεταχείριση στα μερίσματα αυτά.

28      Επιπλέον, το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα επιστροφής δεν σκοπεί στη γενική απαλλαγή ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα από την επιβολή φόρου επί των μερισμάτων που του καταβάλλονται. Πράγματι, σε εσωτερικές καταστάσεις, ο φόρος επί των μερισμάτων λειτουργεί ως προκαταβολή του φόρου εταιριών. Δεδομένου ότι οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες υπόκεινται στον φόρο εταιριών με μηδενικό συντελεστή και ότι, κατά συνέπεια, ο ολλανδικός φόρος επί των μερισμάτων δεν οφείλεται για τα μερίσματα που εισπράττουν οι οργανισμοί αυτοί, ο παρακρατηθείς στην πηγή φόρος επί των μερισμάτων που αναλογούν στους εν λόγω οργανισμούς τούς επιστρέφεται.

29      Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν, λαμβανομένου υπόψη του ότι ένας εγκατεστημένος στις Κάτω Χώρες οργανισμός συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, ο οποίος εισπράττει μερίσματα από εταιρίες εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος αυτό τυγχάνει επιστροφής ολοκλήρου του ολλανδικού φόρου επί των μερισμάτων που παρακράτησαν στην πηγή οι εταιρίες αυτές, εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων απαγορευόμενο από τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ.

30      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι το κάθε κράτος μέλος είναι αρμόδιο να οργανώνει, τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο, το σύστημά του φορολογίας των διανεμομένων κερδών και, στο πλαίσιο αυτό, να καθορίζει τη φορολογική βάση και τον φορολογικό συντελεστή βάσει των οποίων θα φορολογηθεί ο δικαιούχος μέτοχος (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-374/04, Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, Συλλογή 2006, σ. I-11673, σκέψη 50, και C-446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation, Συλλογή 2006, σ. I-11753, σκέψη 47).

31      Επομένως, τα μερίσματα που διανέμει εταιρία εγκατεστημένη εντός κράτους μέλους σε εταιρία εγκατεστημένη εντός άλλου κράτους μέλους μπορούν να φορολογηθούν σε πλείονα επίπεδα. Πρώτον, τα μερίσματα αυτά μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο αλλεπάλληλης φορολογίας εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως της διανέμουσας εταιρίας, φορολογία η οποία υφίσταται οσάκις τα διανεμόμενα κέρδη φορολογούνται, αρχικώς, βάσει του φόρου εταιριών που οφείλει η εταιρία αυτή και, κατόπιν, βάσει του φόρου που επιβάλλεται επί των μερισμάτων που καταβάλλονται στη δικαιούχο εταιρία. Δεύτερον, τα μερίσματα αυτά μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο διπλής νομικής φορολογίας, η οποία υφίσταται οσάκις τα μερίσματα πλήττονται εκ νέου με φόρο που επιβάλλεται στη δικαιούχο εταιρία εντός τους κράτους εγκαταστάσεώς της. Τρίτον, η φορολογία, εντός του κράτους εγκαταστάσεως της δικαιούχου εταιρίας, των μερισμάτων που αυτή εισπράττει, ενώ η εταιρία που διένειμε τα μερίσματα αυτά φορολογήθηκε για τα διανεμηθέντα μερίσματα, μπορεί επίσης να συνεπάγεται αλλεπάλληλη φορολογία εντός του κράτους μέλους αυτού.

32      Εξάλλου, ελλείψει κοινοτικών μέτρων ενοποιήσεως ή εναρμονίσεως, τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα να ορίζουν, συμβατικώς ή μονομερώς, τα κριτήρια κατανομής της φορολογικής τους αρμοδιότητας, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποφύγουν τη διπλή φορολογία (αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, C-336/96, Gilly, Συλλογή 1998, σ. I-2793, σκέψεις 24 και 30, της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C-307/97, Saint-Gobain ZN, Συλλογή 1999, σ. Ι-6161, σκέψη 57, και της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-379/05, Amurta, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17). Εξαιρουμένης της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (EE L 225, σ. 6), της συμβάσεως της 23ης Ιουλίου 1990, για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων (ΕΕ L 225, σ. 10), και της οδηγίας 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (ΕΕ L 157, σ. 38), της οποίας δεν έγινε επίκληση στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν έχει θεσπιστεί μέχρι σήμερα, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, κανένα μέτρο ενοποιήσεως ή εναρμονίσεως προς εξάλειψη των καταστάσεων διπλής φορολογίας.

33      Όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αποφάσισε να υποβάλει τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα στον φόρο εταιριών, αλλά με μηδενικό συντελεστή, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο των κερδών των οργανισμών αυτών, αφαιρουμένων ορισμένων αποθεματικών που επιτρέπει ο νόμος, θα διανέμεται στους μετόχους τους.

34      Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 85 έως 87 των προτάσεών του, όποια και αν είναι η προέλευση των μερισμάτων, το ολλανδικό δίκαιο δεν τα φορολογεί όσον αφορά οργανισμούς όπως η OESF. Συγκεκριμένα, όσον αφορά, αφενός, τα μερίσματα που προέρχονται από εταιρία εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες, ο αρχικώς παρακρατηθείς φόρος επί των μερισμάτων αυτών, ο οποίος αποτελεί, σύμφωνα με τις παρασχεθείσες από την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών εξηγήσεις, προκαταβολή του φόρου εταιριών, επιστρέφεται, δεδομένου ότι οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα δεν οφείλουν κανένα ποσό βάσει του φόρου αυτού. Όσον αφορά, αφετέρου, τα μερίσματα που προέρχονται από εταιρίες εγκατεστημένες στη Γερμανία και στην Πορτογαλία, κανένας φόρος δεν επιβάλλεται στους οργανισμούς αυτούς στις Κάτω Χώρες.

35      Κατά συνέπεια, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη φορολογώντας, ως προς τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα τα προερχόμενα από τη Γερμανία και την Πορτογαλία μερίσματα, επιφυλάσσει στα μερίσματα αυτά ισοδύναμη μεταχείριση με αυτή της οποίας τυγχάνουν τα προερχόμενα από ολλανδικές εταιρίες μερίσματα, δεδομένου ότι ούτε αυτά φορολογούνται ως προς τους εν λόγω οργανισμούς. Επιπλέον, μη φορολογώντας τα προερχόμενα από τα λοιπά κράτη μέλη μερίσματα, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αποφεύγει, όπως και για τα μερίσματα που καταβάλλουν οι ολλανδικές εταιρίες, την αλλεπάλληλη φορολογία, απορρέουσα από την άσκηση της φορολογικής του αρμοδιότητας.

36      Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται η OESF και η Επιτροπή, η ολλανδική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στα προερχόμενα από τη Γερμανία και την Πορτογαλία μερίσματα σε σχέση με τα διανεμόμενα από τις ολλανδικές εταιρίες.

37      Αν, υπό τις συνθήκες αυτές, τα προερχόμενα από τη Γερμανία και την Πορτογαλία μερίσματα υπόκεινται σε μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση από την πλήττουσα τα διανεμόμενα από τις ολλανδικές εταιρίες μερίσματα, το μειονέκτημα αυτό δεν οφείλεται στην επίμαχη στην κύρια δίκη ολλανδική νομοθεσία, αλλά απορρέει από την παράλληλη άσκηση, εκ μέρους των κρατών μελών εγκαταστάσεως των διανεμουσών εταιριών και του κράτους μέλους εγκαταστάσεως της δικαιούχου εταιρίας, της φορολογικής τους αρμοδιότητας, χαρακτηριζόμενη από την επιλογή των μεν να υποβάλλουν τα διανεμόμενα μερίσματα σε αλλεπάλληλη φορολογία και από την επιλογή του δε να απέχει από κάθε φορολογία των μερισμάτων ως προς τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2006, C-513/04, Kerckhaert και Morres, Συλλογή 2006, σ. Ι-10967, σκέψη 20).

38      Ωστόσο, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, υπό την ιδιότητά του ως κράτος μέλος κατοικίας της δικαιούχου των μερισμάτων εταιρίας, οφείλει να αντισταθμίσει την αλλοδαπή φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τα μερίσματα αυτά, κατά τον ίδιο τρόπο που αντισταθμίζει την εσωτερική φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τα εν λόγω μερίσματα.

39       Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Προκύπτει βεβαίως από τη νομολογία ότι, όταν ένα κράτος μέλος εφαρμόζει σύστημα αποφυγής ή περιορισμού της αλλεπάλληλης φορολογίας ή της διπλής οικονομικής φορολογίας των μερισμάτων που καταβάλλουν ημεδαπές εταιρίες σε κατοίκους ημεδαπής, πρέπει να επιφυλάσσει την ίδια μεταχείριση στα μερίσματα που καταβάλλονται από αλλοδαπές εταιρίες σε κατοίκους ημεδαπής (προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, σκέψη 55 και παρατιθέμενη νομολογία).

40      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο τέτοιων συστημάτων, η κατάσταση των μετόχων που κατοικούν εντός κράτους μέλους και λαμβάνουν μερίσματα από εταιρία εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος είναι συγκρίσιμη προς αυτή των μετόχων που είναι κάτοικοι αυτού του κράτους και λαμβάνουν μερίσματα από εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, κατά το μέτρο που τόσο τα ημεδαπής όσο και τα αλλοδαπής προελεύσεως μερίσματα ενδέχεται να πληγούν από αλλεπάλληλη φορολογία (προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, σκέψη 56).

41      Ωστόσο, η ιδιότητα του κράτους μέλους κατοικίας της δικαιούχου των μερισμάτων εταιρίας δεν μπορεί να συνεπάγεται την υποχρέωση του κράτος μέλους αυτού να αντισταθμίσει ένα φορολογικό μειονέκτημα που απορρέει από την αλλεπάλληλη φορολογία στην οποία προβαίνει αποκλειστικώς και μόνον το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένη η διανέμουσα τα μερίσματα εταιρία, κατά το μέτρο που το πρώτο κράτος μέλος δεν φορολογεί ούτε λαμβάνει υπόψη κατά τρόπο διαφορετικό, ως προς τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός του, τα εισπραττόμενα μερίσματα.

42      Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία η μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται επί των μερισμάτων που διανέμονται από εγκατεστημένες στη Γερμανία και στην Πορτογαλία εταιρίες σε εγκατεστημένο στις Κάτω Χώρες οργανισμό συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, σε σχέση με την πλήττουσα τα μερίσματα που διανέμουν στον ίδιο αυτόν οργανισμό εταιρίες επίσης εγκατεστημένες στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος δεν απορρέει από διαφορετική μεταχείριση οφειλόμενη στο φορολογικό καθεστώς του κράτους αυτού, αλλά, αφενός, από την επιλογή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας να εφαρμόζουν παρακράτηση στην πηγή του φόρου επί των μερισμάτων αυτών και, αφετέρου, από την επιλογή του Βασιλείου των Κάτω Χωρών να μη φορολογεί τα μερίσματα αυτά, το γεγονός ότι το τελευταίο αυτό κράτος μέλος δεν προέβλεψε αντιστάθμιση για την παρακράτηση στην πηγή την οποία αποφάσισαν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

43      Ωστόσο, η OESF υπογραμμίζει επίσης ότι οι επενδύσεις της στη Γερμανία και στην Πορτογαλία τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως από τις πραγματοποιούμενες εντός άλλων κρατών μελών, για τις οποίες είναι δυνατό να τύχει της αντισταθμίσεως του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του νόμου περί φορολογίας των εταιριών, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του βασιλικού διατάγματος, προκειμένου να αποφευχθεί η αλλεπάλληλη φορολογία που πραγματοποιήθηκε εντός των κρατών μελών αυτών. Κατά την OESF, τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ απαγορεύουν μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση αναλόγως της έδρας της διανέμουσας τα μερίσματα εταιρίας.

44      Η Ολλανδική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι, κατά το μέτρο που ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα φορολογείται με μηδενικό συντελεστή, κανένας φόρος εταιριών δεν αντιστοιχεί στα προερχόμενα από άλλο κράτος μέλος μερίσματα, πράγμα το οποίο καθιστά αδύνατο για τον οργανισμό αυτό τον συμψηφισμό του παρακρατηθέντος στην πηγή φόρου που έπληξε τα μερίσματα αυτά. Προκειμένου η πραγματοποιηθείσα στο εξωτερικό, μέσω ενός τέτοιου οργανισμού, επένδυση να μη θεωρείται λιγότερο ελκυστική από μια άμεση επένδυση, ο σκοπός της εν λόγω αντισταθμίσεως είναι η προσέγγιση της φορολογικής επιβαρύνσεως επί των εισοδημάτων από επενδύσεις που πραγματοποιούνται μέσω των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα προς αυτήν που πλήττει τις άμεσες επενδύσεις των ιδιωτών.

45      Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης χρησιμοποίησε ως σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό του ποσού της εν λόγω αντισταθμίσεως, την περίπτωση στην οποία οι επενδύσεις πραγματοποιούνται χωρίς τη μεσολάβηση τέτοιου οργανισμού. Για τον λόγο αυτό, σε περίπτωση μερισμάτων εισπραχθέντων στην αλλοδαπή, η αντιστάθμιση αυτή περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει, δυνάμει φορολογικής συμβάσεως, δικαίωμα συμψηφισμού του επιβληθέντος στην αλλοδαπή φόρου με τον ολλανδικό φόρο.

46      Επιπλέον, από την απόφαση της 5ης Ιουλίου 2005, C-376/03, D. (Συλλογή 2005, σ. I-5821), προκύπτει ότι η περίπτωση στην οποία ένας επενδυτής εισπράττει μέρισμα προερχόμενο από τη Γερμανία ή την Πορτογαλία διαφέρει από εκείνη στην οποία το μέρισμα προέρχεται από κράτος μέλος με το οποίο το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει συνάψει τέτοια σύμβαση, όπως είναι η Ιταλική Δημοκρατία. Δεδομένου ότι η αντιστάθμιση που πρέπει να χορηγείται συνδέεται άρρηκτα με το δικαίωμα του μετόχου ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα να συμψηφίσει, δυνάμει μιας τέτοιας συμβάσεως, τον παρακρατηθέντα στην πηγή αλλοδαπό φόρο, η αντιστάθμιση αυτή θα πρέπει, όπως και το δικαίωμα συμψηφισμού, να θεωρηθεί αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως αυτής και όχι ως δυνάμενο να διαχωρισθεί πλεονέκτημα.

47      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει σε κράτος μέλος να προβαίνει στην αντιστάθμιση του μειονεκτήματος που απορρέει από την αλλεπάλληλη φορολογία που προέρχεται αποκλειστικώς από την παράλληλη άσκηση των φορολογικών αρμοδιοτήτων των διαφόρων κρατών μελών. Ωστόσο, εφόσον ένα κράτος μέλος έχει αποφασίσει να προβλέψει τέτοια αντιστάθμιση, η ευχέρεια αυτή πρέπει να ασκείται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

48      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 30 και 32 της παρούσα αποφάσεως, στα κράτη μέλη εναπόκειται να οργανώσουν το σύστημά τους φορολογίας των διανεμομένων κερδών και, στο πλαίσιο αυτό, να καθορίζουν τη φορολογική βάση και τον φορολογικό συντελεστή βάσει των οποίων θα φορολογηθεί ο δικαιούχος μέτοχος, και ότι, ελλείψει κοινοτικών μέτρων ενοποιήσεως ή εναρμονίσεως, τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα να ορίζουν, συμβατικώς ή μονομερώς, τα κριτήρια κατανομής της φορολογικής τους αρμοδιότητας.

49      Κατά συνέπεια, λόγω της υπάρξεως διαφορών μεταξύ των φορολογικών νομοθεσιών των διαφόρων κρατών μελών που απορρέουν από την κατάσταση αυτή, ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει, μέσω συμβάσεως ή μονομερώς, να επιφυλάσσει στα προερχόμενα από τα διάφορα κράτη μέλη μερίσματα διαφορετική μεταχείριση η οποία λαμβάνει υπόψη τις διαφορές αυτές.

50      Όσον αφορά τις διμερείς φορολογικές συμβάσεις που συνάπτουν τα κράτη μέλη, το Δικαστήριο έχει προηγουμένως υπενθυμίσει ότι στο πεδίο εφαρμογής μιας τέτοιας συμβάσεως υπάγονται μόνον τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία αυτή αναφέρει (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις D., σκέψη 54, και Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, σκέψη 84).

51      Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν ένα πλεονέκτημα που προβλέπεται από διμερή φορολογική σύμβαση δεν μπορεί να αναλυθεί ως πλεονέκτημα δυνάμενο να διαχωρισθεί από τη σύμβαση αυτή, αλλά συμβάλλει στη γενική ισορροπία της, εφόσον το γεγονός ότι τα αμοιβαία δικαιώματα και οι αμοιβαίες υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση έχουν εφαρμογή μόνο στους κατοίκους του ενός από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αποτελεί εγγενή συνέπεια των διμερών συμβάσεων, το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει τη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος στον κάτοικο τρίτου κράτους μέλους, κατά το μέτρο που αυτός δεν βρίσκεται σε παρεμφερή κατάσταση προς αυτή των κατοίκων που καλύπτονται από την εν λόγω σύμβαση (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσες αποφάσεις D., σκέψεις 59 έως 63, και Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, σκέψεις 88 έως 93).

52      Εν προκειμένω, όσον αφορά την καταβολή αντισταθμίσεως για κράτηση η οποία πραγματοποιήθηκε στην πηγή, εντός άλλου κράτους μέλους, επί των μερισμάτων που εισέπραξε οργανισμός συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα εγκατεστημένος στις Κάτω Χώρες, η εφαρμογή του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του νόμου περί φορολογίας των εταιριών καταλήγει σε διαφορετική μεταχείριση των μερισμάτων που προέρχονται από τα διάφορα κράτη μέλη.

53      Δεν αμφισβητείται, εντός του νομικού πλαισίου της υποθέσεως της κύριας δίκης, ότι οι περιπτώσεις στις οποίες χορηγείται αντιστάθμιση είναι εκείνες στις οποίες το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει δεσμευθεί, στο πλαίσιο φορολογικής συμβάσεως συναφθείσας με το κράτος μέλος που πραγματοποίησε την παρακράτηση στην πηγή, να επιτρέπει στα φυσικά πρόσωπα να συμψηφίζουν την εν λόγω παρακράτηση με τον ολλανδικό φόρο επί των εισοδημάτων τον οποίο οφείλουν.

54      Ωστόσο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 107 των προτάσεών του, η καταβολή της αντισταθμίσεως του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του νόμου περί φορολογίας των εταιριών, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του βασιλικού διατάγματος, δεν απορρέει από την αυτόματη εφαρμογή μιας τέτοιας διμερούς φορολογικής συμβάσεως, αλλά από τη μονομερή απόφαση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών να επεκτείνει το ευεργέτημα των συμβάσεων αυτών στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα.

55      Μολονότι, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 48 και 49 της παρούσας αποφάσεως, μια τέτοια μονομερής απόφαση δεν μπορεί, από μόνη της, να θεωρηθεί αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να ελεγχθεί μήπως η εντεύθεν απορρέουσα διαφορετική μεταχείριση συνεπάγεται περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

56      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αποκλείοντας τα προερχόμενα από ορισμένα κράτη μέλη μερίσματα από την αντιστάθμιση που αφορά τη φορολόγηση στην πηγή των εισπραχθέντων στο εξωτερικό μερισμάτων, νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη καθιστά την επένδυση εντός των κρατών μελών αυτών λιγότερο ελκυστική από την επένδυση εντός των κρατών μελών τα οποία προβαίνουν σε φορολόγηση των μερισμάτων συνεπαγόμενη την αντιστάθμιση αυτή. Συνεπώς, η νομοθεσία αυτή είναι ικανή να αποτρέψει έναν οργανισμό συλλογικών επενδύσεων από επενδύσεις εντός των κρατών μελών τα οποία προβαίνουν σε φορολόγηση των μερισμάτων που δεν συνεπάγεται την αντιστάθμιση, οπότε συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων απαγορευόμενο, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 56 ΕΚ.

57      Ωστόσο, κατά το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ, «[ο]ι διατάξεις του άρθρου 56 δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών [...] να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά […] τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους».

58      Σημειωτέον επίσης ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ εξαίρεση περιορίζεται από το άρθρο 58, παράγραφος 3, ΕΚ, που προβλέπει ότι οι εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού «δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών όπως ορίζεται στο άρθρο 56 [ΕΚ]» (βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-319/02, Manninen, Συλλογή 2004, σ. I-7477, σκέψη 28).

59      Επομένως, η διαφορετική μεταχείριση η οποία επιτρέπεται δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ πρέπει να διακρίνεται από τις δυσμενείς διακρίσεις που απαγορεύει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού. Από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου εθνική φορολογική ρύθμιση η οποία διακρίνει μεταξύ των υποκειμένων στον φόρο αναλόγως του τόπου στον οποίο έχουν επενδυθεί τα κεφάλαιά τους να μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει η διαφορετική μεταχείριση να αφορά καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98, Verkooijen, Συλλογή 2000, σ. I-4071, σκέψη 43, και Manninen, προπαρατεθείσα, σκέψη 29, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C-512/03, Blanckaert, Συλλογή 2005, σ. I-7685, σκέψη 42).

60      Όπως εξηγεί η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, προβλέποντας την αντιστάθμιση, η επίμαχη στην κύρια δίκη ολλανδική ρύθμιση σκοπεί στην κατά το δυνατόν εξομοίωση της φορολογικής μεταχειρίσεως των μερισμάτων που εισπράττει ο μέτοχος που έχει πραγματοποιήσει άμεση επένδυση και αυτής των μερισμάτων που εισπράττει ο μέτοχος ο οποίος έχει επενδύσει μέσω οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, προκειμένου να αποφύγει το να θεωρηθεί η επένδυση στο εξωτερικό που πραγματοποιεί ένας τέτοιος οργανισμός λιγότερο ελκυστική από μια άμεση επένδυση.

61      Υπό το πρίσμα μιας τέτοιας νομοθεσίας, η κατάσταση του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, οσάκις εισπράττει μερίσματα προερχόμενα από τα κράτη μέλη με τα οποία το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει συνάψει σύμβαση προβλέπουσα το δικαίωμα των μετόχων φυσικών προσώπων να συμψηφίζουν τον φόρο που επιβάλλουν τα κράτη μέλη αυτά επί των μερισμάτων με τον φόρο εισοδήματος τον οποίο οι ως άνω μέτοχοι οφείλουν στις Κάτω Χώρες, είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία βρίσκεται ο οργανισμός αυτός οσάκις εισπράττει μερίσματα προερχόμενα από τα κράτη μέλη με τα οποία το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν έχει συνάψει τέτοια σύμβαση, μερίσματα για τα οποία το δικαίωμα αυτό συνεπώς δεν προβλέπεται.

62      Πράγματι, αν δεν προβλεπόταν η αντιστάθμιση σύμφωνα με τις επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις, θα υπήρχε πιθανότητα να είναι η επιλογή περί πραγματοποιήσεως επενδύσεως μέσω οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα λιγότερο πλεονεκτική για έναν μέτοχο φυσικό πρόσωπο απ’ ό,τι μια άμεση επένδυση, μόνον προκειμένου περί επενδύσεων εντός των κρατών μελών με τα οποία το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει συνάψει τέτοια διμερή φορολογική σύμβαση

63      Αντιθέτως, όσον αφορά τα κράτη μέλη με τα οποία το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν έχει συνάψει τέτοια σύμβαση, η επιλογή ενός φυσικού προσώπου να πραγματοποιήσει επένδυση μέσω τέτοιου οργανισμού δεν συνεπάγεται τον κίνδυνο απωλείας πλεονεκτήματος του οποίου θα είχε τύχει αν είχε επιλέξει άμεση επένδυση εντός των εν λόγω κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η κατάσταση αυτή δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμη προς αυτή στην οποία το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει συνάψει τέτοια φορολογική σύμβαση.

64      Επομένως, στην περίπτωση νομοθεσίας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με την οποία, προκειμένου να εξομοιωθεί κατά το δυνατόν η φορολογική μεταχείριση των αμέσων επενδύσεων και αυτή των επενδύσεων που πραγματοποιούνται μέσω των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, ένα κράτος μέλος αποφάσισε να χορηγήσει στους οργανισμούς αυτούς αντιστάθμιση για τις φορολογικές παρακρατήσεις που πραγματοποιούνται στην πηγή επί των μερισμάτων που προέρχονται από τα κράτη μέλη έναντι των οποίων έχει δεσμευθεί, στο πλαίσιο διμερών συμβάσεων, να επιτρέπει στα φυσικά πρόσωπα να συμψηφίζουν τις εν λόγω παρακρατήσεις με τον φόρο εισοδήματος τον οποίο οφείλουν κατ’ εφαρμογή του εθνικού του δικαίου, τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ δεν απαγορεύουν στο κράτος μέλος αυτό να αποκλείει την εν λόγω αντιστάθμιση, όσον αφορά τα μερίσματα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη με τα οποία δεν έχει συνάψει διμερείς συμβάσεις περιλαμβάνουσες τέτοιες διατάξεις, κατά το μέτρο που δεν πρόκειται περί αντικειμενικώς συγκρίσιμων καταστάσεων.

65      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο α΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ δεν απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, ενώ προβλέπει, υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, αντιστάθμιση η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακράτησε στην πηγή άλλο κράτος μέλος επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους οργανισμούς αυτούς, περιορίζει την αντιστάθμιση αυτή στο ποσό το οποίο ένα φυσικό πρόσωπο που κατοικεί στο έδαφος του ως άνω πρώτου κράτους μέλους θα μπορούσε να συμψηφίσει, λόγω παρόμοιων παρακρατήσεων, βάσει συμβάσεως για την πρόληψη της διπλής φορολογίας συναφθείσας με το άλλο κράτος μέλος αυτό.

 Επί του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο β΄

66      Με το πρώτο του ερώτημα, στοιχείο β΄, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, ενώ προβλέπει, υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, αντιστάθμιση η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακράτησε στην πηγή άλλο κράτος μέλος επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους οργανισμούς αυτούς, μειώνει την αντιστάθμιση αυτή, αν και καθόσον οι μέτοχοι των εν λόγω οργανισμών είναι φυσικά πρόσωπα που δεν κατοικούν στο πρώτο κράτος μέλος ή νομικά πρόσωπα που δεν υπόκεινται, εντός του κράτους αυτού, στον φόρο εταιριών.

67      Μολονότι από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο α΄, προκύπτει ότι, υπό τις συνθήκες της υποθέσεως της κύριας δίκης, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει σε κράτος μέλος να προβλέπει υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα αντιστάθμιση η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακράτησε στην πηγή άλλο κράτος μέλος επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους οργανισμούς αυτούς, εφόσον το πρώτο κράτος μέλος έχει αποφασίσει, παρά ταύτα, να προβλέψει τέτοια αντιστάθμιση, η ευχέρεια αυτή πρέπει να ασκείται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

68      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, μεταξύ των μετόχων της OESF περιλαμβάνονται φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένα εντός άλλων κρατών μελών και εντός τρίτων χωρών.

69      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί, πρώτον, αν το γεγονός ότι η αντιστάθμιση μειώνεται κατ’ αναλογία προς το μέρος του κεφαλαίου του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα το οποίο κατέχουν μέτοχοι που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλων κρατών μελών συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν ο περιορισμός αυτός μπορεί να δικαιολογηθεί. Δεύτερον, πρέπει να εξακριβωθεί αν η απάντηση που δίδεται όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες οι μέτοχοι ενός τέτοιου οργανισμού κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλων κρατών μελών έχει επίσης εφαρμογή στις περιπτώσεις που οι εν λόγω μέτοχοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός τρίτων χωρών.

70      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού της αντισταθμίσεως που χορηγείται σύμφωνα με τις επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι φορολογικές παρακρατήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην πηγή επί των προερχομένων από άλλα κράτη μέλη μερισμάτων, η ολλανδική νομοθεσία προβλέπει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα των οποίων όλοι οι μέτοχοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες και των οργανισμών, όπως η OESF, των οποίων μέρος των μετόχων κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο εντός άλλου κράτους μέλους. Στην πρώτη περίπτωση, η εν λόγω αντιστάθμιση αντιστοιχεί, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος, στο ποσό το οποίο φυσικό πρόσωπο κάτοικος Κάτω Χωρών θα μπορούσε να συμψηφίσει, λόγω των εν λόγω παρακρατήσεων, με τον φόρο εισοδήματος τον οποίο οφείλει εντός του κράτους μέλους αυτού. Στη δεύτερη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος, το ποσό αυτό μειώνεται κατ’ αναλογία προς τη συμμετοχή των μετόχων από άλλα κράτη μέλη στο κεφάλαιο των οικείων οργανισμών.

71      Η κατά τον τρόπο αυτόν χορηγούμενη αντιστάθμιση για τις φορολογικές παρακρατήσεις στην πηγή που πραγματοποιήθηκαν επί των μερισμάτων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη αποτελεί μέρος του ποσού του κέρδους προς διανομή στους μετόχους του οικείου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, το οποίο κατανέμεται μεταξύ αυτών αναλόγως της συμμετοχής εκάστου στο κεφάλαιο του οργανισμού αυτού.

72      Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 118 των προτάσεών του, η μείωση της αντισταθμίσεως που αφορά τον αλλοδαπό φόρο κατ’ αναλογία προς τη συμμετοχή στο κεφάλαιο ενός τέτοιου οργανισμού μετόχων που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος θίγει αδιακρίτως όλους τους μετόχους του, αφού έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού ποσού των διανεμητέων κερδών.

73      Επομένως, εντός νομοθετικού πλαισίου όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, είναι πλεονεκτικότερο για έναν οργανισμό συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα να προσελκύει μετόχους που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι και αυτός εγκατεστημένος, κατά το μέτρο που όσο μικρότερη είναι η συμμετοχή στο κεφάλαιό του μετόχων που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, τόσο περισσότερα είναι τα διανεμητέα στους μετόχους κέρδη.

74      Συνεπώς, η μείωση αυτή συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, απαγορευόμενο κατ’ αρχήν από το άρθρο 56 ΕΚ, κατά το μέτρο που μπορεί να αποτελεί εμπόδιο για την εκ μέρους ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα συλλογή κεφαλαίων εντός άλλων κρατών μελών πλην του κράτους μέλους εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος ο οργανισμός αυτός και μπορεί επίσης να αποτρέπει τους επενδυτές από τα άλλα κράτη μέλη αυτά από την απόκτηση συμμετοχής στο κεφάλαιο αυτού.

75      Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών υπενθυμίζει ωστόσο ότι, όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού της αντισταθμίσεως που πρέπει να χορηγηθεί σε έναν οργανισμό συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του νόμου περί φορολογίας των εταιριών αναφέρεται στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ένας μέτοχος που πραγματοποιεί άμεση επένδυση στο εξωτερικό.

76      Κατά την κυβέρνηση αυτή, όσον αφορά τη δυνατότητα συμψηφισμού των παρακρατήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην πηγή επί των εισπραχθέντων στο εξωτερικό μερισμάτων, η κατάσταση ενός κατοίκου Κάτω Χωρών, ο οποίος υπόκειται στον ολλανδικό φόρο εισοδήματος ή στον ολλανδικό φόρο εταιριών, διαφέρει από την κατάσταση ενός κατοίκου αλλοδαπής, μη υποκειμένου στους φόρους αυτούς, κατά το μέτρο που μόνον οι μέτοχοι που οφείλουν φόρο εισοδήματος ή φόρο εταιριών στις Κάτω Χώρες μπορούν να προβούν στον συμψηφισμό των εν λόγω παρακρατήσεων.

77      Επομένως, η διάκριση, ως προς το ποσό της εν λόγω αντισταθμίσεως που χορηγείται σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, αναλόγως του αν οι μέτοχοί του οφείλουν, όσον αφορά τα εισπραττόμενα μερίσματα, φόρο εισοδήματος ή φόρο εταιριών εντός των Κάτω Χωρών ή όχι, συμβιβάζεται προς το άρθρο 56 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ, κατά το μέτρο που η τελευταία αυτή διάταξη επιτρέπει στα κράτη μέλη να διακρίνουν μεταξύ των υποκειμένων στον φόρο που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους.

78      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως ομολογεί η ίδια η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φορολογεί τα μερίσματα που διανέμονται από οργανισμό συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα τόσο ως προς τους μετόχους του οι οποίοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες όσο και ως προς αυτούς που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ένας τέτοιος οργανισμός του οποίου το κεφάλαιο κατέχουν εν μέρει μέτοχοι οι οποίοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλων κρατών μελών βρίσκεται σ διαφορετική κατάσταση από τον οργανισμό του οποίου όλοι οι μέτοχοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες.

79      Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 121 των προτάσεών του, από τη στιγμή που το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αποφάσισε να χορηγήσει στους εγκατεστημένους στην επικράτειά του οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα αντιστάθμιση για τις φορολογικές παρακρατήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην αλλοδαπή και να ασκήσει τη φορολογική του αρμοδιότητα για το σύνολο των μερισμάτων που διανέμουν οι οργανισμοί αυτοί στους μετόχους τους, είτε αυτοί κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός του κράτους μέλους αυτού είτε εντός άλλων κρατών μελών, οφείλει να επεκτείνει το ευεργέτημα της αντισταθμίσεως αυτής στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που έχουν μετόχους οι οποίοι δεν κατοικούν ούτε είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-170/05, Denkavit Internationaal και Denkavit France, Συλλογή 2006, σ. I-11949, σκέψη 37 και παρατιθέμενη νομολογία).

80      Εξάλλου, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών ισχυρίζεται ότι, κατά το μέτρο που η αντιστάθμιση που χορηγείται στους εν λόγω οργανισμούς διανέμεται στους μετόχους τους και περιλαμβάνεται στο φορολογητέο εισόδημά τους, οι παράγοντες που περιλαμβάνονται στον μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως αυτής έχουν σχέση με τον συντελεστή του φόρου που επιβάλλεται εντός των Κάτω Χωρών επί των μερισμάτων που διανέμει ένας τέτοιος οργανισμός στους μετόχους του.

81      Κατά την κυβέρνηση αυτή, οι συντελεστές του φόρου τον οποίο το Βασίλειο των Κάτω Χωρών επιβάλλει επί των κερδών που οι εταιρίες διανέμουν στους μετόχους τους οι οποίοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός του κράτους μέλους αυτού και οι οποίοι υπόκεινται στον φόρο εισοδήματος ή στον φόρο εταιριών στο κράτος αυτό είναι πολύ υψηλότεροι από τους προβλεπόμενους ως προς τη φορολογία των μετόχων που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, οι μέτοχοι αυτοί καταβάλλουν στις Κάτω Χώρες φόρο επί των μερισμάτων με μειωμένο συντελεστή ανερχόμενο εν γένει, δυνάμει των φορολογικών συμβάσεων, σε 15 %. Το γεγονός αυτό εξηγεί τη μείωση του ποσού της αντισταθμίσεως που πρέπει να χορηγείται σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα κατά την αναλογία του κεφαλαίου του οργανισμού αυτού την οποία κατέχουν μέτοχοι που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη.

82      Συναφώς, μολονότι η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία έχει ως σκοπό να διακρίνει μεταξύ των μετόχων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων αναλόγως του αν κατοικούν στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, προκειμένου η αντιστάθμιση της οποίας οι μέτοχοι αυτοί τυγχάνουν λόγω της διανομής κερδών από τους οργανισμούς αυτούς να είναι ανάλογη με το ύψος του φόρου στον οποίο οι μεν και οι δε υπόκεινται στις Κάτω Χώρες, επισημαίνεται ότι η μείωση της αντισταθμίσεως αυτής κατά την αναλογία του κεφαλαίου των εν λόγω οργανισμών την οποία κατέχουν μέτοχοι που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλων κρατών μελών δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη του σκοπού αυτού. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως, η μείωση αυτή θίγει αδιακρίτως όλους τους μετόχους των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, αφού έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού ποσού των διανεμητέων κερδών.

83      Αντιθέτως, η μείωση της αντισταθμίσεως κατά την αναλογία του κεφαλαίου του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα την οποία κατέχουν οι μέτοχοι που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλων κρατών μελών καθιστά δυνατή την αποφυγή της μειώσεως των φορολογικών εσόδων από τα μερίσματα που διανέμουν οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα την οποία θα συνεπαγόταν για το Βασίλειο των Κάτω Χωρών η χορήγηση της εν λόγω αντισταθμίσεως χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ότι μεταξύ των μετόχων των οργανισμών αυτών περιλαμβάνονται μέτοχοι κάτοικοι αλλοδαπής, υποκείμενοι, όσον αφορά τα μερίσματα που διανέμουν οι οργανισμοί αυτοί, σε φόρο με χαμηλότερο συντελεστή από αυτόν στον οποίο υπόκεινται οι μέτοχοι κάτοικοι ημεδαπής.

84      Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, η μείωση των φορολογικών εσόδων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος που μπορεί να προβληθεί για τη δικαιολόγηση μέτρου το οποίο κατ’ αρχήν αντιβαίνει σε θεμελιώδη ελευθερία (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Manninen, σκέψη 49 και παρατιθέμενη νομολογία).

85      Επομένως, τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, ενώ προβλέπει, υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, αντιστάθμιση η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακράτησε στην πηγή άλλο κράτος μέλος επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους οργανισμούς αυτούς, μειώνει την αντιστάθμιση αυτή, αν και καθόσον οι μέτοχοι των εν λόγω οργανισμών είναι φυσικά πρόσωπα που κατοικούν ή νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα εντός άλλων κρατών μελών, εφόσον η μείωση αυτή θίγει αδιακρίτως όλους τους μετόχους των εν λόγω οργανισμών.

86      Όσον αφορά το ζήτημα αν η απάντηση που δόθηκε με την προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως μπορεί να επεκταθεί στις περιπτώσεις που οι αλλοδαποί μέτοχοι ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός τρίτης χώρας, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών θεωρεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να διακρίνει μεταξύ της περιπτώσεως αυτής και της περιπτώσεως στην οποία οι μέτοχοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλου κράτος μέλους.

87      Συναφώς, όπως επισήμανε το Δικαστήριο με τη σκέψη 31 της αποφάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-101/05, A (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή), μολονότι η ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων από και προς τις τρίτες χώρες επιδιώκει, βέβαια, και άλλους σκοπούς, πέραν της υλοποιήσεως της εσωτερικής αγοράς, ιδίως δε τη διασφάλιση της αξιοπιστίας του ενιαίου κοινοτικού νομίσματος στις παγκόσμιες αγορές και τη διατήρηση, εντός των κρατών μελών, παγκοσμίου βεληνεκούς χρηματοοικονομικών κέντρων, επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι, όταν η εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων επεκτάθηκε, με το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ, στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ τρίτων χωρών και κρατών μελών, τα κράτη μέλη επέλεξαν, για την κατοχύρωση της αρχής αυτής, το ίδιο άρθρο και την ίδια διατύπωση τόσο για τις κινήσεις κεφαλαίων στο εσωτερικό της Κοινότητας όσο και για τις κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες.

88      Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι δεν θεωρείται καθοριστικό το επιχείρημα ότι, αν η έννοια των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων ερμηνευόταν κατά τον ίδιο τρόπο όσον αφορά τις σχέσεις με τρίτες χώρες και τις ενδοκοινοτικές σχέσεις, η Κοινότητα θα άνοιγε μονομερώς την κοινοτική αγορά στις τρίτες χώρες, χωρίς να διατηρήσει τα αναγκαία διαπραγματευτικά μέσα προκειμένου να επιτύχει ανάλογη ελευθέρωση εκ μέρους των χωρών αυτών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση A, σκέψη 38).

89      Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το νομικό πλαίσιο των κινήσεων κεφαλαίων από και προς τις τρίτες χώρες διαφέρει από αυτό των κινήσεων που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση A, σκέψη 36). Λόγω, δηλαδή, του βαθμού της νομοθετικής ολοκληρώσεως που έχει επιτευχθεί μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ιδίως δε της υπάρξεως κοινοτικών νομοθετικών ρυθμίσεων που αποσκοπούν στη συνεργασία των εθνικών φορολογικών αρχών, όπως είναι η οδηγία 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 86), η φορολόγηση, από κράτος μέλος, των διασυνοριακού χαρακτήρα οικονομικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας δεν είναι πάντοτε συγκρίσιμη προς αυτή των οικονομικών δραστηριοτήτων που άπτονται των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψη 170, και Α, σκέψη 37).

90      Δεν αποκλείεται, επίσης, ένα κράτος μέλος να είναι σε θέση να αποδείξει ότι ένας περιορισμός στην κίνηση κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες δικαιολογείται από λόγους που δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν περιορισμό στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών (προπαρατεθείσες αποφάσεις Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψη 171, και Α, σκέψη 37).

91      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή υποστήριξαν μεταξύ άλλων ότι τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να επικαλεσθούν την ανάγκη διασφαλίσεως αποτελεσματικών φορολογικών ελέγχων ως επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό στις κινήσεις κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες.

92      Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποβάλλει στον φόρο επί των μερισμάτων τα μερίσματα τα οποία διανέμει οργανισμός συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα εγκατεστημένος στο έδαφός του στους μετόχους που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες. Διαπιστώνεται, αφετέρου, ότι η αντιστάθμιση που χορηγείται σ’ έναν τέτοιο οργανισμό μειώνεται κατά την αναλογία του κεφαλαίου του οργανισμού αυτού την οποία κατέχουν οι ως άνω μέτοχοι, χωρίς η φορολογική μεταχείριση των εν λόγω μετόχων εντός των τρίτων χωρών να ασκεί επιρροή συναφώς. Επομένως, εν προκειμένω δεν μπορεί να γίνει επίκληση της ανάγκης διασφαλίσεως αποτελεσματικών φορολογικών ελέγχων.

93      Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών θεωρεί ακόμη ότι πρέπει να μπορεί να γίνεται επίκληση της ανάγκης να αποφευχθεί η μείωση των φορολογικών εσόδων προκειμένου να δικαιολογηθεί περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες. Συγκεκριμένα, μολονότι τα προβλήματα που αφορούν ιδίως τη μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου μπορούν να επιλυθούν με την ενισχυμένη εναρμόνιση, σε κοινοτικό επίπεδο, της φορολογικής νομοθεσίας των κρατών μελών, δεν υπάρχει παρεμφερής δυνατότητα εναρμονίσεως των φορολογικών νομοθεσιών ως προς τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες.

94      Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι η μείωση της αντισταθμίσεως κατά την αναλογία του κεφαλαίου ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα την οποία κατέχουν μέτοχοι που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός τρίτων χωρών έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού ποσού των κερδών που πρέπει να διανεμηθούν στους μετόχους του οργανισμού αυτού.

95      Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να γίνει επίκληση ενός τέτοιου λόγου προκειμένου να δικαιολογηθεί ο περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες, η δικαιολόγηση αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω, κατά το μέτρο που η εν λόγω μείωση παράγει αποτελέσματα αδιακρίτως έναντι όλων των μετόχων του οικείου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα, είτε κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός κρατών μελών είτε κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός τρίτων χωρών.

96      Επομένως, εντός νομικού πλαισίου όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, η απάντηση που δόθηκε όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες οι μέτοχοι ενός τέτοιου οργανισμού κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλων κρατών μελών έχει επίσης εφαρμογή στις περιπτώσεις που οι εν λόγω μέτοχοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός τρίτων χωρών.

97      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο β΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, ενώ προβλέπει, υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, αντιστάθμιση η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακράτησε στην πηγή άλλο κράτος μέλος επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους οργανισμούς αυτούς, μειώνει την αντιστάθμιση αυτή, αν και καθόσον οι μέτοχοι των εν λόγω οργανισμών είναι φυσικά πρόσωπα που κατοικούν ή νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα εντός άλλων κρατών μελών ή εντός τρίτων χωρών, εφόσον η μείωση αυτή θίγει αδιακρίτως όλους τους μετόχους των εν λόγω οργανισμών.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος, στοιχείο α΄

98      Με το δεύτερο ερώτημα, στοιχείο α΄, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η έννοια «άμεσες επενδύσεις» κατά το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ αφορά την κατοχή δέσμης μετοχών μιας εταιρίας η οποία δεν παρέχει τη δυνατότητα ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στη διαχείριση ή στον έλεγχο της εταιρίας αυτής.

99      Κατά το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 56 ΕΚ δεν θίγει την εφαρμογή, έναντι τρίτων χωρών, των περιορισμών που ίσχυαν στις 31 Δεκεμβρίου 1993, δυνάμει του εθνικού ή του κοινοτικού δικαίου, σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται επενδύσεις σε ακίνητα, εγκατάσταση, παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή εισδοχή τίτλων σε κεφαλαιαγορές.

100    Δεδομένου ότι η Συνθήκη δεν περιέχει ορισμό της εννοίας του όρου «κινήσεις κεφαλαίων» κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ, το Δικαστήριο έχει παλαιότερα αναγνωρίσει την ενδεικτική αξία της ονοματολογίας που περιέχεται σε παράρτημα της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης (άρθρου καταργηθέντος από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ) (ΕΕ L 178, σ. 5). Συνεπώς, κινήσεις κεφαλαίων κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ συνιστούν, μεταξύ άλλων, οι άμεσες επενδύσεις, δηλαδή, όπως προκύπτει από την εν λόγω ονοματολογία και από τις σχετικές επεξηγηματικές σημειώσεις, πάσης φύσεως επενδύσεις στις οποίες προβαίνουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι οποίες χρησιμεύουν στη δημιουργία ή στη διατήρηση σταθερών και αμέσων σχέσεων μεταξύ του επενδυτή και της επιχειρήσεως για την οποία προορίζονται τα κεφάλαια αυτά, προς άσκηση οικονομικής δραστηριότητας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Test Claimants in the FII Group Litigation, προπαρατεθείσα, σκέψεις 179 έως 181, της 23ης Οκτωβρίου 2007, C-112/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 18, και Α, προπαρατεθείσα, σκέψη 46).

101    Όσον αφορά τη συμμετοχή σε νέες ή υφιστάμενες επιχειρήσεις, όπως επιβεβαιώνεται από τις εν λόγω επεξηγηματικές σημειώσεις, ο σκοπός της δημιουργίας ή της διατηρήσεως σταθερών οικονομικών δεσμών προϋποθέτει ότι οι μετοχές παρέχουν στον μέτοχο, είτε βάσει διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας περί μετοχικών εταιριών είτε άλλως, τη δυνατότητα να μετέχει ουσιαστικά στη διαχείριση της εταιρίας αυτής ή στον έλεγχό της (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 18 και παρατιθέμενη νομολογία).

102    Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα, στοιχείο α΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ένας περιορισμός εμπίπτει στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, ως περιορισμός στις κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν άμεσες επενδύσεις, εφόσον αναφέρεται στις πάσης φύσεως επενδύσεις στις οποίες προβαίνουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι οποίες χρησιμεύουν στη δημιουργία ή στη διατήρηση σταθερών και αμέσων σχέσεων μεταξύ του επενδυτή και της επιχειρήσεως για την οποία προορίζονται τα κεφάλαια αυτά, προς άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος, στοιχεία β΄ και γ΄

103    Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν, με το δεύτερο ερώτημα, στοιχείο β΄, αν το άρθρο 56 ΕΚ έχει το ίδιο περιεχόμενο όσον αφορά τις κινήσεις κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες και τις κινήσεις κεφαλαίων που πραγματοποιούνται εντός του ενδοκοινοτικού πλαισίου και με το δεύτερο ερώτημα, στοιχείο γ΄, αν το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος μειώνει την αντιστάθμιση η οποία προβλέπεται υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά του και η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακρατήθηκε στην πηγή επί των μερισμάτων που προέρχονται από τρίτη χώρα, κατ’ αναλογία προς τη συμμετοχή στο κεφάλαιο των οργανισμών αυτών μετόχων που δεν κατοικούν ή εν είναι εγκατεστημένοι εντός του οικείου κράτους μέλους, συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

104    Με τα ερωτήματα αυτά, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, ερωτάται αν η δοθείσα στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο β΄, απάντηση μεταβάλλεται λόγω του ότι τα μερίσματα δεν προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, αλλά από τρίτη χώρα.

105    Συναφώς, από τις σκέψεις 79 και 96 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, από τη στιγμή που το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αποφάσισε να χορηγήσει στους εγκατεστημένους στην επικράτειά του οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα αντιστάθμιση για τις φορολογικές παρακρατήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην αλλοδαπή και να ασκήσει τη φορολογική του αρμοδιότητα για το σύνολο των μερισμάτων που διανέμουν οι οργανισμοί αυτοί στους μετόχους τους, είτε αυτοί κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός του κράτους μέλους αυτού είτε εντός άλλων κρατών μελών είτε εντός τρίτων χωρών, οφείλει να επεκτείνει το ευεργέτημα της αντισταθμίσεως αυτής στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που έχουν μετόχους οι οποίοι δεν κατοικούν ούτε είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες.

106    Πράγματι, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 70 έως 96 της παρούσας αποφάσεως, ο κανόνας κατά τον οποίο η αντιστάθμιση αυτή μειώνεται κατά την αναλογία του κεφαλαίου του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων την οποία κατέχουν μέτοχοι που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλου κράτους μέλους ή εντός τρίτης χώρας εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ τέτοιων οργανισμών των οποίων όλοι οι μέτοχοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός των Κάτω Χωρών και των οργανισμών των οποίων μέρος των μετόχων κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο εντός άλλου κράτους μέλους ή εντός τρίτης χώρας, πράγμα το οποίο δεν δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι οργανισμοί αυτοί βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση ούτε από τους σκοπούς φορολογικής πολιτικής όπως αυτοί που προβάλλει η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών.

107    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κανόνας αυτός αντιβαίνει στα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ, ανεξαρτήτως του αν οι φορολογικές παρακρατήσεις λόγω των οποίων χορηγείται η αντιστάθμιση επιβλήθηκαν εντός άλλου κράτους μέλους ή εντός τρίτης χώρας, κατά το μέτρο που, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υπάρχει διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ των οργανισμών των οποίων οι μέτοχοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός των Κάτω Χωρών και των οργανισμών των οποίων μέρος των μετόχων κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο εντός άλλου κράτους μέλους ή εντός τρίτης χώρας, και ότι οι προβληθέντες δικαιολογητικοί λόγοι δεν αφορούν το κράτος από το οποίο προέρχονται τα μερίσματα που εισπράττουν οι εν λόγω οργανισμοί.

108    Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα, στοιχεία β΄ και γ΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, ενώ προβλέπει, υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, αντιστάθμιση η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακράτησε στην πηγή τρίτη χώρα επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους οργανισμούς αυτούς, μειώνει την αντιστάθμιση αυτή, αν και καθόσον οι μέτοχοι των εν λόγω οργανισμών είναι φυσικά πρόσωπα που κατοικούν ή νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα εντός άλλων κρατών μελών ή εντός τρίτων χωρών, εφόσον η μείωση αυτή θίγει αδιακρίτως όλους τους μετόχους των εν λόγω οργανισμών.

 Επί του τρίτου ερωτήματος, στοιχείο α΄

109    Με το τρίτο ερώτημα, στοιχείο α΄, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το γεγονός ότι η φορολογική παρακράτηση που πραγματοποιήθηκε εντός κράτους μέλους επί των μερισμάτων που εισέπραξε εντός τους κράτους αυτού οργανισμός συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα εγκατεστημένος εντός άλλους κράτους μέλους είναι υψηλότερη από τη φορολογική παρακράτηση που πλήττει, εντός του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, τα μερίσματα τα οποία αναδιανέμονται στους αλλοδαπούς μετόχους ασκεί επιρροή επί των απαντήσεων στα δύο πρώτα ερωτήματα.

110    Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το ερώτημα αυτό επειδή, κατά την οικεία λογιστική χρήση, ο συντελεστής του φόρου που παρακρατήθηκε στην πηγή στην Πορτογαλία επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στην OESF εντός του εν λόγω κράτους μέλους ανερχόταν σε 17,5 %, ενώ ο συντελεστής του φόρου που παρακρατήθηκε στην πηγή στις Κάτω Χώρες επί των μερισμάτων που διανεμήθηκαν στους μετόχους της OESF ανερχόταν σε 15 %.

111    Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι τα προερχόμενα από την Πορτογαλία μερίσματα δεν λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως που χορηγήθηκε στον επίμαχο στην κύρια δίκη οργανισμό συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα και λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο α΄, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο α΄.

 Επί του τρίτου ερωτήματος, στοιχείο β΄

112    Με το τρίτο ερώτημα, στοιχείο β΄, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν πρέπει να ληφθεί υπόψη, για την απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα, το γεγονός ότι οι αλλοδαποί μέτοχοι του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός κράτους με το οποίο το κράτος μέλος εγκαταστάσεως του οργανισμού αυτού έχει συνάψει σύμβαση προβλέπουσα, υπό τον όρο αμοιβαιότητας, τον συμψηφισμό των φορολογικών παρακρατήσεων που πραγματοποιούνται στην πηγή επί των μερισμάτων. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο τόπος κατοικίας ή εγκαταστάσεως των μετόχων του οργανισμού αυτού λαμβάνεται υπόψη μόνο για τη μείωση της αντισταθμίσεως κατά την αναλογία της συμμετοχής στο κεφάλαιο του εν λόγω οργανισμού μετόχων που δεν κατοικούν ή δεν είναι εγκατεστημένοι εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως του οργανισμού αυτού, πρέπει να θεωρηθεί ότι το παρόν ερώτημα αναφέρεται αποκλειστικά στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο β΄.

113    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το γεγονός ότι το κράτος μέλος κατοικίας ή εγκαταστάσεως των μετόχων του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχουν συμφωνήσει ότι υπάρχει η δυνατότητα συμψηφισμού του φόρου τον οποίο το τελευταίο αυτό κράτος επιβάλλει επί των μερισμάτων που ο εν λόγω οργανισμός διανέμει στους μετόχους του ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ασκεί τη φορολογική του αρμοδιότητα φορολογώντας τα μερίσματα αυτά. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 79 και 96 της παρούσας αποφάσεως, η εκ μέρους κράτους μέλους άσκηση της φορολογικής του αρμοδιότητας επί των μερισμάτων που καταβάλλουν οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού τόσο ως προς τους μετόχους που κατοικούν εντός του εν λόγω κράτους μέλους όσο και ως προς τους μετόχους που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλων κρατών μελών ή εντός τρίτων χωρών δικαιολογεί, στην περίπτωση που προβλέπεται αντιστάθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, την ανάγκη επεκτάσεως της αντισταθμίσεως αυτής ως προς τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα οι οποίοι έχουν μετόχους που δεν κατοικούν ή δεν είναι εγκατεστημένοι εντός του κράτους μέλους αυτού.

114    Συνεπώς, στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο β΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το γεγονός ότι οι αλλοδαποί μέτοχοι του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός κράτους με το οποίο το κράτος μέλος εγκαταστάσεως του οργανισμού αυτού έχει συνάψει σύμβαση προβλέπουσα, υπό τον όρο αμοιβαιότητας, τον συμψηφισμό των φορολογικών παρακρατήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην πηγή επί των μερισμάτων δεν ασκεί επιρροή επί της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο β΄.

 Επί του τρίτου ερωτήματος, στοιχείο γ΄

115    Με το τρίτο ερώτημα, στοιχείο γ΄, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει αν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για την απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα, το γεγονός ότι οι αλλοδαποί μέτοχοι του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας.

116    Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο β΄, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό.

 Επί των δικαστικών εξόδων

117    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ δεν απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, ενώ προβλέπει, υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, αντιστάθμιση η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακράτησε στην πηγή άλλο κράτος μέλος επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους οργανισμούς αυτούς, περιορίζει την αντιστάθμιση αυτή στο ποσό το οποίο ένα φυσικό πρόσωπο που κατοικεί στο έδαφος του ως άνω πρώτου κράτους μέλους θα μπορούσε να συμψηφίσει, λόγω παρόμοιων παρακρατήσεων, βάσει συμβάσεως για την πρόληψη της διπλής φορολογίας συναφθείσας με το άλλο κράτος μέλος αυτό.

2)      Τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, ενώ προβλέπει, υπέρ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, αντιστάθμιση η οποία σκοπεί στο να ληφθεί υπόψη ο φόρος που παρακράτησε στην πηγή άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα επί των μερισμάτων που καταβλήθηκαν στους οργανισμούς αυτούς, μειώνει την αντιστάθμιση αυτή, αν και καθόσον οι μέτοχοι των εν λόγω οργανισμών είναι φυσικά πρόσωπα που κατοικούν ή νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα εντός άλλων κρατών μελών ή εντός τρίτων χωρών, εφόσον η μείωση αυτή θίγει αδιακρίτως όλους τους μετόχους των εν λόγω οργανισμών.

Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι αλλοδαποί μέτοχοι του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων φορολογικού χαρακτήρα κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εντός κράτους με το οποίο το κράτος μέλος εγκαταστάσεως του οργανισμού αυτού έχει συνάψει σύμβαση προβλέπουσα, υπό τον όρο αμοιβαιότητας, τον συμψηφισμό των φορολογικών παρακρατήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην πηγή επί των μερισμάτων.

3)      Ένας περιορισμός εμπίπτει στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, ως περιορισμός στις κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν άμεσες επενδύσεις, εφόσον αναφέρεται στις πάσης φύσεως επενδύσεις στις οποίες προβαίνουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι οποίες χρησιμεύουν στη δημιουργία ή στη διατήρηση σταθερών και αμέσων σχέσεων μεταξύ του επενδυτή και της επιχειρήσεως για την οποία προορίζονται τα κεφάλαια αυτά, προς άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.