Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 7ης Απριλίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων – Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών – Προϋποθέσεις απαλλαγής – Προϋπόθεση σχετικά με τη συμβατική μορφή του οργανισμού»

Στην υπόθεση C-342/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικό πρωτοδικείο Ελσίνκι, Φινλανδία) με απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Ιουλίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

A SCPI

παρισταμένης της:

Veronsaajien oikeudenvalvontayksikö,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύοντα του δεύτερου τμήματος, I. Ziemele (εισηγήτρια), T. von Danwitz, P. G. Xuereb και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, αρχικώς εκπροσωπούμενη από τις H. Leppo και A. Laine καθώς και από τον S. Hartikainen, στη συνέχεια από τις H. Leppo και A. Laine,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αρχικώς εκπροσωπούμενη από τους W. Roels και I. Koskinen, στη συνέχεια από τον W. Roels,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49, 63 και 65 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε η A SCPI, εταιρία γαλλικού δικαίου, σχετικά με τη δεσμευτική προκαταρκτική απόφαση της Verohallinto (φορολογικής αρχής, Φινλανδία), της 13ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τη φορολόγηση των εισοδημάτων από μισθώματα και των κερδών από τη μεταβίβαση ακινήτων κείμενων στη Φινλανδία και μετοχών εταιριών οι οποίες έχουν στην κυριότητά τους ακίνητα κείμενα στη Φινλανδία, τα οποία η A εισέπραξε στο εν λόγω κράτος μέλος κατά τα φορολογικά έτη 2019 και 2020 (στο εξής: απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ 2009, L 302, σ. 32), προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη υπάγουν στην παρούσα οδηγία τους εγκατεστημένους στο έδαφός τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (εφεξής “ΟΣΕΚΑ”).

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 3, ως ΟΣΕΚΑ νοείται ο οργανισμός:

α)      ο οποίος έχει μοναδικό σκοπό να επενδύει συλλογικά σε κινητές αξίες ή/και σε άλλα ρευστά χρηματοπιστωτικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1, τα κεφάλαια που συγκεντρώνει από το κοινό, και [του οποίου] η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων, και

β)      του οποίου τα μερίδια, ύστερα από αίτηση των κομιστών, εξαγοράζονται ή εξοφλούνται, άμεσα ή έμμεσα, με στοιχεία του ενεργητικού του οργανισμού αυτού. Προς αυτές τις εξαγορές ή εξοφλήσεις εξομοιώνονται οι ενέργειες ενός ΟΣΕΚΑ που στοχεύουν στο να μην αποκλίνει αισθητά η χρηματιστηριακή τιμή των μεριδίων του από την καθαρή αξία του ενεργητικού τους.

Τα κράτη μέλη μπορεί να επιτρέπουν τη συγκρότηση των ΟΣΕΚΑ σε διάφορα επενδυτικά τμήματα.

3.      Οι οργανισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν, σύμφωνα με το δίκαιο, να λαμβάνουν συμβατική μορφή (αμοιβαία κεφάλαια διαχειριζόμενα από εταιρεία διαχείρισης) ή trust (unit trust) ή καταστατική μορφή (εταιρεία επενδύσεων).

[...]»

4        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ 2011, L 174, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 3 της παρούσας οδηγίας, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

α)      σε ΔΟΕΕ της ΕΕ, οι οποίοι διαχειρίζονται έναν ή περισσότερους [οργανισμούς εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ)], ασχέτως εάν οι εν λόγω ΟΕΕ είναι ΟΕΕ της ΕΕ ή ΟΕΕ εκτός ΕΕ,

β)      σε εκτός ΕΕ ΔΟΕΕ, οι οποίοι διαχειρίζονται έναν ή περισσότερους ΟΕΕ της ΕΕ, και

γ)      σε εκτός ΕΕ ΔΟΕΕ, οι οποίοι προωθούν εμπορικά έναν ή περισσότερους ΟΕΕ στην Ένωση, ασχέτως εάν οι εν λόγω ΟΕΕ είναι ΟΕΕ της ΕΕ ή ΟΕΕ εκτός ΕΕ.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, είναι άνευ σημασίας τα εξής:

α)      εάν ο ΟΕΕ είναι ανοικτού ή κλειστού τύπου,

β)      εάν ο ΟΕΕ έχει συμβατική μορφή, τραστ, καταστατική μορφή ή έχει οποιαδήποτε άλλη νομική μορφή,

γ)      η νομική δομή του ΔΟΕΕ.»

5        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής:

«[…] ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)      ως “ΟΕΕ” νοείται οποιοσδήποτε οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων επενδύσεών του, ο οποίος:

i)      συγκεντρώνει κεφάλαια από σειρά επενδυτών με σκοπό την επένδυσή τους σύμφωνα με καθορισμένη επενδυτική πολιτική προς όφελος των εν λόγω επενδυτών, και

ii)      δεν χρειάζεται άδεια σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ».

 Το φινλανδικό δίκαιο

6        Κατά το άρθρο 3, σημείο 4, του tuloverolaki (1535/1992) [νόμου περί φόρου εισοδήματος (1535/1992)], της 30ής Δεκεμβρίου 1992, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 528/2019, της 12ης Απριλίου 2019 (στο εξής: νόμος περί φόρου εισοδήματος), ως «οντότητα» νοείται, μεταξύ άλλων, η ανώνυμη εταιρία, ο επενδυτικός οργανισμός και το ειδικό επενδυτικό κεφάλαιο.

7        Σύμφωνα με το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του νόμου περί φόρου εισοδήματος, τα φυσικά πρόσωπα τα οποία κατά το οικείο οικονομικό έτος δεν είχαν την κατοικία τους στη Φινλανδία καθώς και οι αλλοδαπές οντότητες υπέχουν υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος για τα εισοδήματα που απέκτησαν στη Φινλανδία.

8        Το άρθρο 10 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Το εισόδημα που αποκτάται στη Φινλανδία περιλαμβάνει:

1)      τα εισοδήματα από ευρισκόμενα στη Φινλανδία ακίνητα ή από χώρους που κατέχονται βάσει μετοχών φινλανδικής στεγαστικής ή άλλης ανώνυμης εταιρίας ή λόγω της συμμετοχής σε φινλανδικό στεγαστικό ή άλλο συνεταιρισμό·

[...]

6)      τα μερίσματα, τα πλεονάσματα που πραγματοποιούνται από συνεταιρισμούς και κάθε άλλο συγκρίσιμο με αυτά εισόδημα που αποκτήθηκε από φινλανδική ανώνυμη εταιρία, συνεταιρισμό ή άλλη οντότητα, καθώς και τα μερίδια στο εισόδημα φινλανδικού ομίλου·

[...]

10)      το κέρδος από τη μεταβίβαση ευρισκόμενου στη Φινλανδία ακινήτου ή μετοχών ή μεριδίων φινλανδικής ανώνυμης στεγαστικής εταιρίας, ή άλλης ανώνυμης εταιρίας ή συνεταιρισμού, τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία των οποίων αποτελούνται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % από ένα ή περισσότερα ευρισκόμενα στη Φινλανδία ακίνητα.»

9        Το άρθρο 20a του εν λόγω νόμου, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2020, προβλέπει στο πρώτο, το δεύτερο, το τέταρτο και το έβδομο εδάφιο τα εξής:

«Απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος οι επενδυτικοί οργανισμοί κατά την έννοια του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κεφαλαίου 1 του sijoitusrahastolaki (213/2019) [νόμου περί επενδυτικών οργανισμών (213/2019)] καθώς και οι συγκρίσιμοι με αυτούς αλλοδαποί επενδυτικοί οργανισμοί ανοικτού τύπου που έχουν δημιουργηθεί με σύμβαση, των οποίων τα μερίδια κατέχουν τουλάχιστον 30 δικαιούχοι.

Τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο αναφορικά με την απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών από τον φόρο εφαρμόζονται και στα ειδικά επενδυτικά κεφάλαια, κατά την έννοια του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, του κεφαλαίου 2 του vaihtoehtorahastojen hoitajista annettu laki 162/2014 [νόμου περί των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (162/2014)], και στα συγκρίσιμα με αυτά αλλοδαπά ειδικά επενδυτικά κεφάλαια που έχουν δημιουργηθεί με σύμβαση, εφόσον τα κεφάλαια είναι ανοικτού τύπου και τουλάχιστον 30 δικαιούχοι κατέχουν τα μερίδιά τους.

[...]

Προϋπόθεση για την απαλλαγή από τον φόρο ενός ειδικού επενδυτικού κεφαλαίου, κατά την έννοια του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, του κεφαλαίου 2 του νόμου περί των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, ή ενός συγκρίσιμου με αυτό αλλοδαπού ειδικού επενδυτικού κεφαλαίου που έχει δημιουργηθεί με σύμβαση, το οποίο επενδύει την περιουσία του κυρίως σε ακίνητα ή κινητές αξίες ακινήτων με τους αναφερόμενους στο άρθρο 4 του κεφαλαίου 16a του εν λόγω νόμου τρόπους, είναι να διανέμει ετησίως στους μεριδιούχους του τουλάχιστον τα τρία τέταρτα από τα κέρδη του οικονομικού έτους χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υπεραξία που δεν έχει ακόμη ρευστοποιηθεί.

[...]

Όταν ένας επενδυτικός οργανισμός ή ένα ειδικό επενδυτικό κεφάλαιο αποτελείται από δύο ή περισσότερα επενδυτικά τμήματα, αυτά υπόκεινται στις διατάξεις που διέπουν τους επενδυτικούς οργανισμούς ή τα ειδικά επενδυτικά κεφάλαια.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10      Η A είναι μια γαλλικού δικαίου αστική εταιρία επενδύσεων ακινήτων, μεταβλητού κεφαλαίου, η οποία επενδύει σε ακίνητα κείμενα εντός της ζώνης του ευρώ που εκμισθώνονται σε επιχειρήσεις. Ως οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/61, η A υπόκειται στον έλεγχο της Autorité des marchés financiers (χρηματοπιστωτικής εποπτικής αρχής, Γαλλία).

11      Η A Asset Management SAS, απλοποιημένη κεφαλαιουχική εταιρία γαλλικού δικαίου, διαχειρίζεται την A και λαμβάνει όλες τις αποφάσεις που την αφορούν. Οι δύο αυτές εταιρίες έχουν την καταστατική τους έδρα στη Γαλλία και δεν διαθέτουν καμία εγκατάσταση στη Φινλανδία.

12      Οι επενδυτές που έχουν εγγραφεί για μερίδια της A λαμβάνουν σε ετήσια βάση την απόδοσή τους που αντιστοιχεί στο καθαρό εισόδημα από μισθώματα και στα λοιπά καθαρά χρηματικά έσοδα που εισπράττει η A. Η διανομή των κερδών αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση της εταιρίας αυτής.

13      Στη Γαλλία, η A είναι φορολογικώς διαφανής οντότητα η οποία δεν υπόκειται στον φόρο εισοδήματος. Οι επενδυτές είναι εκείνοι οι οποίοι υπέχουν υποχρέωση καταβολής φόρου επί του εισοδήματος που προέρχεται από την απόδοση των μεριδίων της Α καθώς και από την πώληση ή την εξαγορά των μεριδίων αυτών.

14      Η A είχε προβλέψει να υπογράψει, τον Ιούνιο του 2019, σύμβαση για την αγορά μετοχών δύο ανωνύμων εταιριών συλλογικών επενδύσεων σε ακίνητα που είναι εγκατεστημένες στη Φινλανδία και έχουν την κυριότητα εμπορικών ακινήτων ευρισκομένων στο εν λόγω κράτος μέλος, τα οποία η A σκόπευε να εκμισθώσει επί πέντε τουλάχιστον έτη. Η A σχεδίαζε επίσης να πραγματοποιήσει και άλλες επενδύσεις σε ακίνητα αυτού του είδους ή να αποκτήσει απευθείας ακίνητα στη Φινλανδία.

15      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα εισοδήματα και τα κέρδη από τις επενδύσεις αυτές φορολογούνται στη Φινλανδία, η A υπέβαλε στη φορολογική αρχή αίτηση για την έκδοση δεσμευτικής προκαταρκτικής αποφάσεως για τα φορολογικά έτη 2019 και 2020.

16      Με απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, η φορολογική αρχή έκρινε ότι, όσον αφορά το φορολογικό έτος 2019, βάσει των φορολογικών διατάξεων που ίσχυαν κατά το εν λόγω φορολογικό έτος, η A μπορούσε, λόγω των ουσιωδών χαρακτηριστικών της, να θεωρηθεί ότι τελούσε σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη ενός επενδυτικού οργανισμού κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 4, του νόμου περί φόρου εισοδήματος. Κατά συνέπεια, η εν λόγω αρχή έκρινε ότι τα εισοδήματα τα οποία εισέπραξε η Α στη Φινλανδία και τα οποία προέρχονταν από την εκμίσθωση ή την πώληση ακινήτων κειμένων στο εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και από τη μεταβίβαση μετοχών ανωνύμων εταιριών που είναι ιδιοκτήτριες ακινήτων ευρισκομένων στο εν λόγω κράτος μέλος, απαλλάσσονταν από τον φόρο εισοδήματος.

17      Αντιθέτως, όσον αφορά το φορολογικό έτος 2020, η φορολογική αρχή έκρινε, βάσει των τροποποιήσεων που επήλθαν από 1ης Ιανουαρίου 2020 στον νόμο περί φόρου εισοδήματος, ότι η A, ως εταιρία μεταβλητού κεφαλαίου, δεν έπρεπε να εξομοιωθεί προς επενδυτικό οργανισμό που έχει συμβατική μορφή κατά την έννοια του άρθρου 20a του εν λόγω νόμου, αλλά με ανώνυμη εταιρία φινλανδικού δικαίου.

18      Ως εκ τούτου, η εν λόγω φορολογική αρχή έκρινε ότι, κατά το φορολογικό έτος 2020, τα εισοδήματα τα οποία εισέπραξε η A στη Φινλανδία και τα οποία προέρχονταν από την εκμίσθωση ή την πώληση ακινήτων κειμένων στο εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και από τη μεταβίβαση μετοχών ανωνύμων εταιριών που είναι ιδιοκτήτριες ακινήτων ευρισκομένων στο εν λόγω κράτος μέλος, φορολογούνται στη Φινλανδία δυνάμει του άρθρου 10, σημεία 1, 6 και 10, καθώς και του άρθρου 20a, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί φόρου εισοδήματος.

19      H A άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικού πρωτοδικείου Ελσίνκι, Φινλανδία), προσφυγή κατά της αποφάσεως της 13ης Ιουνίου 2019, καθόσον η απόφαση αυτή δεν αναγνώρισε την απαλλαγή των εισοδημάτων από ακίνητα κείμενα στη Φινλανδία κατά το φορολογικό έτος 2020. Στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, η A υποστηρίζει ότι το άρθρο 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος είναι αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης και υποστηρίζει ότι, ανεξαρτήτως της καταστατικής μορφής της, η οποία προβλέπεται από τη γαλλική νομοθεσία περί επενδυτικών οργανισμών, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της είναι συγκρίσιμα με εκείνα ενός φινλανδικού επενδυτικού οργανισμού που απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος.

20      Η Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (φορολογική υπηρεσία για την προάσπιση των δικαιωμάτων των φορέων υπέρ των οποίων επιβάλλονται φόροι, Φινλανδία) εκτιμά ότι, ελλείψει εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ένωσης των μορφών που μπορούν να λάβουν οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και των κανόνων για τη φορολόγηση των εισοδημάτων τους, τα εθνικά μέτρα που διέπουν τη φορολογία των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, καθώς και τις μορφές, τους τρόπους λειτουργίας ή τις δραστηριότητες των οργανισμών αυτών μπορούν να ποικίλλουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Θεωρεί ότι η A δεν πληροί τις προϋποθέσεις για απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος τις οποίες προβλέπει το άρθρο 20a, τέταρτο εδάφιο, του νόμου περί φόρου εισοδήματος που παρέχει την απαλλαγή αυτή μόνο στους επενδυτικούς οργανισμούς που έχουν συσταθεί δυνάμει συμβάσεως.

21      Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι από την απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019 προκύπτει ότι, λόγω της θέσεως σε ισχύ, από 1ης Ιανουαρίου 2020, του άρθρου 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος, η A δεν μπορεί πλέον να εξομοιωθεί προς φινλανδικό επενδυτικό οργανισμό απαλλασσόμενο από τον φόρο εισοδήματος, αλλά φορολογείται πλέον επί των εισπραχθέντων στη Φινλανδία εισοδημάτων της από ακίνητα.

22      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για τη θέσπιση του άρθρου 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος προκύπτει ότι πρόθεση του εθνικού νομοθέτη ήταν, μεταξύ άλλων, να προσδιορίσει με ακρίβεια τις περιπτώσεις στις οποίες αλλοδαπός οργανισμός επενδύσεων πρέπει να εξομοιωθεί προς απαλλασσόμενο φινλανδικό οργανισμό επενδύσεων, είτε πρόκειται για επενδυτικό οργανισμό είτε για ειδικό επενδυτικό κεφάλαιο, και τούτο προκειμένου να βελτιωθεί η προβλεψιμότητα της φορολογήσεως, να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου και να εξαλειφθεί ο διοικητικός φόρτος.

23      Ο εθνικός νομοθέτης θέλησε επίσης να διασφαλίσει τον ανόθευτο ανταγωνισμό θέτοντας σε ίση μοίρα τους φινλανδικούς οργανισμούς επενδύσεων και τους αλλοδαπούς οργανισμούς επενδύσεων. Ελλείψει ορισμού της εννοίας των επενδυτικών οργανισμών, ο γενικός χαρακτήρας των εθνικών φορολογικών διατάξεων συνέβαλε, κατά το παρελθόν, στη διευκόλυνση της εξομοιώσεως των αλλοδαπών οργανισμών επενδύσεων προς τους φινλανδικούς επενδυτικούς οργανισμούς, μολονότι οι τελευταίοι δεν ετύγχαναν οπωσδήποτε, στην αλλοδαπή, ανάλογης μεταχειρίσεως, ή ακόμη και υπάγονταν σε αυστηρότερη νομοθεσία.

24      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νομοθέτης δεν έχουν ως σκοπό να αναιρέσουν τον κανόνα κατά τον οποίο η φορολογική μεταχείριση στη Φινλανδία εξαρτάται από τη νομική μορφή του επενδυτικού μέσου, αλλά να καταστήσουν ακριβέστερη τη φορολογική νομοθεσία όσον αφορά την κατάσταση των οργανισμών επενδύσεων που έχουν συμβατική μορφή, ανεξαρτήτως του αν εδρεύουν στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή, χωρίς ωστόσο να επεκτείνεται η εφαρμογή της απαλλαγής σε άλλες μορφές οργανισμών συλλογικών επενδύσεων. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει επίσης ότι, κατά τη φινλανδική νομοθεσία η οποία ισχύει για τους επενδυτικούς οργανισμούς, επενδυτικοί οργανισμοί μπορούν να ιδρυθούν μόνο με σύμβαση.

25      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επομένως, ότι πρέπει να απαντήσει στο κατά πόσον η A, για το οικονομικό έτος 2020, πρέπει να εξομοιωθεί προς τους φινλανδικούς επενδυτικούς οργανισμούς που απαλλάσσονται από τον φόρο επί των εισοδημάτων που αποκτήθηκαν στη Φινλανδία ή αν οφείλει να καταβάλει φόρο παρακρατούμενο στην πηγή για τα εισοδήματα από μισθώματα και τα κέρδη που προέρχονται από τις σχετικές με ακίνητα δραστηριότητές της στο εν λόγω κράτος μέλος.

26      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν αντιβαίνει στα άρθρα 49, 63 και 65 ΣΛΕΕ το άρθρο 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος, δυνάμει του οποίου μόνον οι αλλοδαποί επενδυτικοί οργανισμοί ανοικτού τύπου, οι οποίοι ιδρύονται με σύμβαση, εξομοιώνονται προς τους φινλανδικούς επενδυτικούς οργανισμούς που απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος, οπότε, για παράδειγμα, οι επενδυτικοί οργανισμοί που έχουν συσταθεί υπό μορφή εταιρίας, όπως η A, δεν μπορούν πλέον, από της ενάρξεως ισχύος του άρθρου 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος, να εξομοιώνονται προς τους φινλανδικούς επενδυτικούς οργανισμούς οι οποίοι τυγχάνουν απαλλαγής.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικό πρωτοδικείο Ελσίνκι) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 49, 63 και 65 ΣΛΕΕ την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες μπορούν να εξομοιωθούν με φινλανδικούς επενδυτικούς οργανισμούς που απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος αποκλειστικά και μόνον αλλοδαποί επενδυτικοί οργανισμοί ανοικτού τύπου οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί με σύμβαση, ενώ αλλοδαποί επενδυτικοί οργανισμοί οι οποίοι, όσον αφορά τη νομική τους μορφή, δεν έχουν συσταθεί με σύμβαση υπόκεινται στη φορολόγηση στην πηγή στη Φινλανδία, παρά το γεγονός ότι μεταξύ της καταστάσεώς τους και αυτής των φινλανδικών επενδυτικών οργανισμών δεν υφίσταται καμία άλλη σημαντική ουσιαστική διαφορά;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

28      Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τη δυνατότητα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, η οποία είναι ένας οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια της οδηγίας 2011/61, ο οποίος έχει συσταθεί στη Γαλλία, υπό τη μορφή εταιρίας μη υποκείμενης στον φόρο εισοδήματος και απολαύει στο εν λόγω κράτος μέλος του καθεστώτος φορολογικής διαφάνειας, να τύχει απαλλαγής, στη Φινλανδία, από τον φόρο εισοδήματος για τα εισπραχθέντα στο εν λόγω κράτος μέλος μισθώματα και κέρδη που προέρχονται από τη μεταβίβαση ακινήτων και μετοχών ανωνύμων εταιριών επενδύσεων σε ακίνητα.

29      Κατά την απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, τα εν λόγω εισοδήματα, τα οποία απήλλαγησαν από τον φόρο κατά το φορολογικό έτος 2019, κατέστησαν φορολογητέα το φορολογικό έτος 2020 λόγω της ενάρξεως ισχύος του άρθρου 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος, και τούτο λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν έχει συμβατική, αλλά καταστατική μορφή.

30      Εν συνεχεία, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, σύμφωνα με τις εξηγήσεις που παρέσχε η Φινλανδική Κυβέρνηση, αφενός, η έννοια του «επενδυτικού οργανισμού», κατά τον νόμο περί επενδυτικών οργανισμών (213/2019), υποδηλώνει αποκλειστικά έναν ΟΣΕΚΑ κατά την έννοια της οδηγίας 2009/65 ο οποίος έχει συμβατική μορφή. Η έννοια του «ειδικού επενδυτικού κεφαλαίου» κατά τον νόμο περί των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (162/2014) υποδηλώνει τη μία από τις νομικές μορφές των οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων που διαλαμβάνονται στην οδηγία 2011/61 και αναφέρεται επίσης μόνο στους οργανισμούς επενδύσεων που έχουν συμβατική μορφή. Αφετέρου, οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων, κατά την έννοια της οδηγίας 2011/61, μπορεί να συσταθεί στη Φινλανδία επίσης υπό καταστατική μορφή και να πραγματοποιεί επενδύσεις σε ακίνητα, χωρίς ωστόσο να τυγχάνει της απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος.

31      Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 20a, τέταρτο εδάφιο, του νόμου περί φόρου εισοδήματος, χορηγείται απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος σε ειδικό επενδυτικό κεφάλαιο, κατά την έννοια του νόμου περί των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (162/2014), ή σε αλλοδαπό ειδικό επενδυτικό κεφάλαιο, συσταθέν με σύμβαση, συγκρίσιμο με αυτό, το οποίο επενδύει την περιουσία του κυρίως σε ακίνητα ή κινητές αξίες ακινήτων, υπό την προϋπόθεση ότι διανέμει στους μεριδιούχους του, σε ετήσια βάση, τουλάχιστον τα τρία τέταρτα από τα κέρδη του οικονομικού έτους, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υπεραξία που δεν έχει ακόμη ρευστοποιηθεί.

32      Χωρίς να αποφανθεί κατά πόσον η Α πληροί την ανωτέρω προϋπόθεση σχετικά με την ετήσια ελάχιστη διανομή κερδών, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η κατάσταση της εταιρίας αυτής είναι συγκρίσιμη με εκείνη ενός ημεδαπού επενδυτικού οργανισμού, εξαιρουμένης της καταστατικής μορφής της. Το προδικαστικό ερώτημα αφορά αποκλειστικά το τελευταίο αυτό στοιχείο.

33      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 49, 63 και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία, επιφυλάσσοντας το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον φόρο των εισοδημάτων από μισθώματα και των κερδών από τη μεταβίβαση ακινήτων ή μετοχών εταιριών που έχουν στην κυριότητά τους ακίνητα μόνο στους επενδυτικούς οργανισμούς με συμβατική μορφή, αποκλείει από το ευεργέτημα της απαλλαγής αυτής αλλοδαπό οργανισμό εναλλακτικών επενδύσεων με καταστατική μορφή, μολονότι ο εν λόγω οργανισμός, ο οποίος απολαύει, στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος, καθεστώτος φορολογικής διαφάνειας, δεν υπόκειται στον φόρο εισοδήματος στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

 Επί της εφαρμοστέας ελευθερίας κυκλοφορίας

34      Δεδομένου ότι το προδικαστικό ερώτημα παραπέμπει τόσο στις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως όσο και στις διατάξεις της σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, πρέπει να προσδιορισθεί ποια ελευθερία έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth, C-52/16 και C-113/16, EU:C:2018:157, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να κριθεί αν εθνική νομοθεσία εμπίπτει στη μία ή στην άλλη από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο της οικείας νομοθεσίας (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Όταν το αντικείμενο της νομοθεσίας αυτής δεν παρέχει τη δυνατότητα να καθορισθεί αν αυτή εμπίπτει πρωτίστως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 63 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως προκειμένου να κρίνει αν η περίπτωση την οποία αφορά η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στη μία ή στην άλλη από τις εν λόγω διατάξεις (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, KOB, C-206/19, EU:C:2020:463, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Περαιτέρω, όταν εθνικό μέτρο αφορά τόσο την ελευθερία εγκαταστάσεως όσο και την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, το Δικαστήριο εξετάζει το μέτρο αυτό, κατ’ αρχήν, υπό το πρίσμα μίας μόνον από τις δύο αυτές ελευθερίες αν προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μία από αυτές είναι εντελώς δευτερεύουσα σε σχέση με την άλλη και μπορεί να υπαχθεί σε αυτή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Société Générale, C-565/18, EU:C:2020:318, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία αφορά την απαλλαγή που χορηγείται στους επενδυτικούς οργανισμούς με συμβατική μορφή, οι οποίοι επενδύουν κυρίως σε ακίνητα ή σε κινητές αξίες ακινήτων.

39      Κατά πρώτον, όσον αφορά τις επενδύσεις σε ακίνητα, κατά πάγια νομολογία, τα εθνικά μέτρα που αφορούν τις πράξεις με τις οποίες κάτοικοι αλλοδαπής πραγματοποιούν τέτοιες επενδύσεις στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εμπίπτουν τόσο στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, όσο και στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 29).

40      Πράγματι, αφενός, οι κινήσεις κεφαλαίων περιλαμβάνουν την πραγματοποίηση επενδύσεων σε ακίνητα ευρισκόμενα στο έδαφος κράτους μέλους από πρόσωπα που δεν κατοικούν στο κράτος αυτό, όπως προκύπτει από την ονοματολογία των κινήσεων κεφαλαίων που παρατίθεται στο παράρτημα I της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης (ΕΕ 1988, L 178, σ. 5), η οποία εξακολουθεί να έχει ενδεικτική αξία όσον αφορά τον ορισμό της εννοίας των κινήσεων κεφαλαίων (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth, C-52/16 και C-113/16, EU:C:2018:157, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Αφετέρου, η άσκηση του δικαιώματος κτήσεως, εκμεταλλεύσεως και μεταβιβάσεως ακινήτων ευρισκομένων στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, το οποίο αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, δημιουργεί κινήσεις κεφαλαίων (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Ωστόσο, για να μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως, είναι κατ’ αρχήν απαραίτητο να εξασφαλίζεται η σταθερή παρουσία εντός του κράτους μέλους υποδοχής και, σε περίπτωση αποκτήσεως ή κατοχής ακίνητων περιουσιακών στοιχείων, η ενεργός διαχείριση των ακινήτων αυτών (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Centro di Musicologia Walter Stauffer, C-386/04, EU:C:2006:568, σκέψη 19).

43      Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η A δεν διαθέτει ούτε επαγγελματικούς χώρους ούτε άλλη εγκατάσταση στη Φινλανδία από όπου θα διαχειριζόταν, έστω και εν μέρει, τις επενδύσεις της σε ακίνητα στη Φινλανδία ή θα ελάμβανε αποφάσεις σχετικά με αυτές.

44      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την απόκτηση συμμετοχών σε κεφαλαιουχικές εταιρίες, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων τα οποία καταβάλλουν οι εν λόγω εταιρίες δύναται επίσης να εμπίπτει όχι μόνο στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ, αλλά και στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018,  EV, C-685/16, EU:C:2018:743, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Έχει κριθεί συναφώς ότι εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση εταιρικών συμμετοχών που παρέχουν τη δυνατότητα ασκήσεως αναμφισβήτητης επιρροής επί των αποφάσεων μιας εταιρίας και καθορισμού των δραστηριοτήτων της εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ περί ελευθερίας εγκαταστάσεως. Αντιθέτως, εθνικές διατάξεις που τυγχάνουν εφαρμογής επί μεριδίων συμμετοχής τα οποία αποκτώνται με μοναδικό σκοπό την πραγματοποίηση χρηματικής επενδύσεως, χωρίς πρόθεση να ασκηθεί επιρροή στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως, πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικώς υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Bouanich, C-375/12, EU:C:2014:138, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία έχει ως αντικείμενο τη φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων που προέρχονται από επενδύσεις σε ακίνητα τις οποίες πραγματοποιούν οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων.

47      Χωρίς να εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της καταστάσεις που εμπίπτουν στην ελευθερία εγκαταστάσεως, η νομοθεσία αυτή αφορά τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται με σκοπό την πραγματοποίηση χρηματοοικονομικής επενδύσεως, χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως. Κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάσει κατά κύριο λόγο την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Οι τυχόν απορρέοντες από την εν λόγω νομοθεσία περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως συνιστούν αναπόφευκτη συνέπεια του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και, κατά συνέπεια, δεν δικαιολογούν αυτοτελή εξέταση της νομοθεσίας αυτής υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό μέτρο πρέπει να εξετασθεί αποκλειστικώς υπό το πρίσμα των άρθρων 63 και 65 ΣΛΕΕ.

 Επί της υπάρξεως περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων

49      Κατά πάγια νομολογία, στα μέτρα που απαγορεύονται από το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ως περιορισμοί των κινήσεων κεφαλαίων, συγκαταλέγονται εκείνα που μπορούν να αποτρέψουν τους κατοίκους αλλοδαπής από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε κράτος μέλος ή να αποτρέψουν τους κατοίκους του εν λόγω κράτους μέλους από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε άλλα κράτη (αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2020, Société Générale, C-565/18, EU:C:2020:318, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Ειδικότερα, το γεγονός ότι κράτος μέλος επιφυλάσσει στα εισοδήματα που καταβάλλονται στους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που επιφυλάσσει στα εισοδήματα που καταβάλλονται σε ημεδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μπορεί να αποτρέψει τους οργανισμούς που εδρεύουν σε κράτος διαφορετικό από το πρώτο κράτος από την πραγματοποίηση επενδύσεων στο κράτος μέλος αυτό και, ως εκ τούτου, συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, κατ’ αρχήν απαγορευόμενο από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2019, College Pension Plan of British Columbia, C-641/17, EU:C:2019:960, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Τέτοια λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση συνιστά η απαλλαγή των εισοδημάτων που εισέπραξε ημεδαπός οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, ενώ τα εισοδήματα που εισέπραξε αλλοδαπός οργανισμός συλλογικών επενδύσεων υπόκεινται σε οριστικό φόρο που παρακρατείται στην πηγή (πρβλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2019, College Pension Plan of British Columbia, C-641/17, EU:C:2019:960, σκέψη 50).

52      Εν προκειμένω, η επίμαχη εθνική νομοθεσία εισάγει διαφορετική μεταχείριση όχι ανάλογα με το κράτος της έδρας του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, αλλά ανάλογα με τη νομική μορφή του οργανισμού αυτού. Πράγματι, μόνον οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που έχουν συμβατική μορφή μπορούν να τύχουν της απαλλαγής από τον φόρο υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία αυτή.

53      Κατά το γράμμα του άρθρου 20a, τέταρτο εδάφιο, του νόμου περί φόρου εισοδήματος, η προϋπόθεση της συμβατικής μορφής του οργανισμού επενδύσεων φαίνεται να αφορά αποκλειστικά τους αλλοδαπούς οργανισμούς επενδύσεων. Εντούτοις, όπως επισημαίνουν το αιτούν δικαστήριο και η Φινλανδική Κυβέρνηση, οι επενδυτικοί οργανισμοί και τα ειδικά επενδυτικά κεφάλαια μπορούν να συστήνονται σύμφωνα με το φινλανδικό δίκαιο μόνον υπό συμβατική μορφή, οπότε η απαλλαγή που προβλέπει η εν λόγω διάταξη χορηγείται αποκλειστικώς στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που έχουν συμβατική μορφή, ανεξαρτήτως του κράτους της έδρας των οργανισμών αυτών.

54      Συναφώς, επισημαίνεται ότι εθνική νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους εγκατεστημένους στην ημεδαπή όσο και στους εγκατεστημένους στην αλλοδαπή επιχειρηματίες μπορεί να συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ακόμη και μια διαφοροποίηση στηριζόμενη σε αντικειμενικά κριτήρια δύναται να συνεπάγεται, εκ των πραγμάτων, δυσμενείς διακρίσεις σε διασυνοριακές καταστάσεις (βλ. αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2020, Köln-Aktienfonds Deka, C-156/17, EU:C:2020:51, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 39).

55      Τούτο συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση που εθνική νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται αδιακρίτως στους εγκατεστημένους στην ημεδαπή και στους εγκατεστημένους στην αλλοδαπή επιχειρηματίες παρέχει φορολογικό πλεονέκτημα μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιχειρηματίας τηρεί προϋποθέσεις ή υποχρεώσεις οι οποίες προσιδιάζουν, εκ φύσεως ή εν τοις πράγμασι, στην εθνική αγορά, κατά τρόπον ώστε μόνον οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην εθνική αγορά να μπορούν να τις τηρούν, ενώ οι εγκατεστημένοι στην αλλοδαπή επιχειρηματίες που πληρούν παρόμοιες προϋποθέσεις να μην τις τηρούν γενικώς (αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2020, Köln-Aktienfonds Deka, C-156/17, EU:C:2020:51, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 40).

56      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, οι επενδυτικοί οργανισμοί και τα ειδικά επενδυτικά κεφάλαια μπορούν να συσταθούν στη Φινλανδία μόνον υπό συμβατική μορφή.

57      Βεβαίως, δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν έχει εναρμονισθεί ως προς το ζήτημα αυτό, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τη νομική μορφή υπό την οποία μπορούν να συσταθούν οργανισμοί επενδύσεων στο έδαφός τους.

58      Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν, προκειμένου να προωθήσουν τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, ειδικό φορολογικό καθεστώς εφαρμοστέο στους οργανισμούς αυτούς και στα μερίσματα και λοιπά εισοδήματα που εισπράττουν οι οργανισμοί αυτοί καθώς και να καθορίζουν τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται για την υπαγωγή σε τέτοιο καθεστώς (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Köln-Aktienfonds Deka, C-156/17, EU:C:2020:51, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Επιπλέον, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων δεν έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να διαμορφώνουν τις φορολογικές διατάξεις τους σε συνάρτηση με τις φορολογικές διατάξεις των άλλων κρατών μελών, ώστε να διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση ότι ο επιβαλλόμενος φόρος θα εξαλείφει οποιαδήποτε διαφορά οφειλόμενη στις εθνικές φορολογικές ρυθμίσεις, δεδομένου ότι οι αποφάσεις ενός φορολογουμένου ως προς την επένδυση σε άλλο κράτος μέλος μπορούν να αποβαίνουν, ανάλογα με την περίπτωση, περισσότερο ή λιγότερο επωφελείς ή επιζήμιες για τον εν λόγω φορολογούμενο (αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2013, K, C-322/11, EU:C:2013:716, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Köln-Aktienfonds Deka, C-156/17, EU:C:2020:51, σκέψη 72).

60      Εντούτοις, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 53 και 54 των προτάσεών του, εφόσον κράτος μέλος προβλέπει φορολογικό πλεονέκτημα υπέρ ορισμένων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγείται το πλεονέκτημα αυτό δεν πρέπει να συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Köln-Aktienfonds Deka, C-156/17, EU:C:2020:51, σκέψη 46).

61      Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως εναρμονίσεως που υπομνήσθηκε στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων θα στερείτο αποτελεσματικότητας αν αλλοδαπός οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, ο οποίος έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομική μορφή την οποία επιτρέπει ή απαιτεί η νομοθεσία του κράτους μέλους εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος και λειτουργεί σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, στερείτο ενός φορολογικού πλεονεκτήματος σε άλλο κράτος μέλος εντός του οποίου επενδύει, για τον λόγο και μόνον ότι η νομική μορφή του δεν αντιστοιχεί στη νομική μορφή που απαιτείται για τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

62      Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις εξηγήσεις της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, επιτρέπεται η σύσταση στη Φινλανδία οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια της οδηγίας 2011/61 υπό καταστατική μορφή και ότι οι οργανισμοί αυτοί μπορούν να προβούν σε επενδύσεις σε ακίνητα, χωρίς ωστόσο να τυγχάνουν της απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος.

63      Πράγματι, οι εγκατεστημένοι στη Φινλανδία οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων μπορούν να περιβληθούν τη νομική μορφή που τους επιτρέπει να τύχουν της απαλλαγής, ενώ οι αλλοδαποί οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων υπόκεινται στις προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι.

64      Κατά συνέπεια, μολονότι η σχετική με τη συμβατική μορφή προϋπόθεση δεν αποτελεί προϋπόθεση την οποία μπορούν να πληρούν μόνον οι ημεδαποί οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων, γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω προϋπόθεση είναι ικανή να ευνοήσει τους ημεδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων εις βάρος των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που κατά τη σύστασή τους περιβλήθηκαν την καταστατική μορφή σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι.

65      Επομένως, μια τέτοια νομοθεσία είναι ικανή να αποτρέψει τους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε ακίνητα στη Φινλανδία και συνιστά, ως εκ τούτου, περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ο οποίος απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ.

66      Πάντως, δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, το άρθρο 63 ΣΛΕΕ δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους.

67      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, καθόσον εισάγει παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επομένως, η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κάθε φορολογική ρύθμιση που προβλέπει διάκριση μεταξύ των φορολογουμένων αναλόγως του τόπου όπου κατοικούν ή του κράτους εντός του οποίου επενδύουν τα κεφάλαιά τους συμβιβάζεται άνευ ετέρου με τη Συνθήκη [απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, X (Εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες ενδιάμεσες εταιρίες), C-135/17, EU:C:2019:136, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

68      Πράγματι, η διαφορετική μεταχείριση την οποία επιτρέπει το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να αποτελεί, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, ως εκ τούτου, ότι τέτοια διαφορετική μεταχείριση μπορεί να επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση που αφορά καταστάσεις οι οποίες δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή, διαφορετικά, στην περίπτωση που δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος [απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, X (Εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες ενδιάμεσες εταιρίες), C-135/17, EU:C:2019:136, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

 Επί της υπάρξεως αντικειμενικώς συγκρίσιμων καταστάσεων

69      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δυνατότητα συγκρίσεως ή μη μιας διασυνοριακής καταστάσεως με μια εσωτερική κατάσταση του κράτους μέλους πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη του σκοπού που επιδιώκεται από τις επίμαχες εθνικές διατάξεις, καθώς και του αντικειμένου και του περιεχομένου των διατάξεων αυτών (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Εξάλλου, μόνον τα ουσιώδη κριτήρια διακρίσεως που προβλέπονται από την επίμαχη νομοθεσία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν η διαφορετική μεταχείριση που απορρέει από την εν λόγω νομοθεσία αποτελεί συνέπεια μιας αντικειμενικής διαφοράς των καταστάσεων (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Εν προκειμένω, η Φινλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει, αφενός, ότι η απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος αποσκοπεί στην αποφυγή της διπλής φορολογίας των εισοδημάτων που προέρχονται από επενδύσεις και στην προσπάθεια να αντιμετωπισθούν φορολογικώς οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται μέσω οργανισμών επενδύσεων ως άμεσες επενδύσεις. Κατά τη διάταξη αυτή, η φορολογική μεταχείριση καθορίζεται από τη νομική μορφή της οντότητας και εξαρτάται από το αν η φορολόγηση πραγματοποιείται τόσο στο επίπεδο της οντότητας όσο και στο επίπεδο του ιδιοκτήτη της, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ανωνύμων εταιριών, ή αν η φορολόγηση πραγματοποιείται μόνο στο επίπεδο του ιδιοκτήτη, όπως συμβαίνει με τις ετερόρρυθμες εταιρίες, τους επενδυτικούς οργανισμούς και τα ειδικά επενδυτικά κεφάλαια.

72      Αφετέρου, η Φινλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων με καταστατική μορφή και ένα ειδικό επενδυτικό κεφάλαιο φινλανδικού δικαίου με συμβατική μορφή δεν τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της προστασίας των επενδυτών σε περίπτωση πτωχεύσεως των οργανισμών επενδύσεων, τον οποίο επιδιώκουν ο νόμος περί επενδυτικών οργανισμών (213/2019) και ο νόμος περί των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (162/2014).

73      Συναφώς, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι, υπό το πρίσμα των σκοπών της αποφυγής της διπλής φορολογίας των εισοδημάτων από επενδύσεις και της φορολογικής μεταχειρίσεως των επενδύσεων που πραγματοποιούνται εμμέσως, μέσω οργανισμών επενδύσεων, κατά τον ίδιο τρόπο με τις άμεσες επενδύσεις, το γεγονός ότι ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων έχει καταστατική μορφή δεν τον περιάγει κατ’ ανάγκην σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων με συμβατική μορφή.

74      Πράγματι, τέτοιοι σκοποί μπορούν επίσης να επιτευχθούν όταν ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων έχει καταστατική μορφή, αλλά τυγχάνει, εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος, απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος ή απολαύει καθεστώτος φορολογικής διαφάνειας.

75      Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται εξάλλου από το γεγονός, το οποίο επισήμανε η Φινλανδική Κυβέρνηση, ότι, κατά την εθνική νομοθεσία, τα εισοδήματα οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων συσταθέντος υπό καταστατική νομική μορφή φορολογούνται τόσο στο επίπεδο του οργανισμού αυτού όσο και στο επίπεδο των επενδυτών, ενώ η φορολόγηση οργανισμού επενδύσεων συσταθέντος υπό συμβατική μορφή χωρεί αποκλειστικώς στο επίπεδο των επενδυτών.

76      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις εκτιμήσεις της Φινλανδικής Κυβερνήσεως σχετικά με τη μεγαλύτερη προστασία των επενδυτών η οποία απορρέει από τη συμβατική μορφή ενός επενδυτικού οργανισμού, πρέπει να τονισθεί ότι, μολονότι οι εκτιμήσεις αυτές εκθέτουν τους λόγους που πιθανώς να οδήγησαν τον εθνικό νομοθέτη να απαιτεί τη σύσταση των ημεδαπών επενδυτικών οργανισμών υπό τη μορφή αυτή, εντούτοις από τις εκτιμήσεις αυτές δεν καθίσταται δυνατή η αντικειμενική διαφοροποίηση των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που έχουν συμβατική μορφή σε σχέση με τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που έχουν άλλη νομική μορφή, όσον αφορά την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος την οποία χορηγεί το άρθρο 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος.

77      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όσον αφορά τις εθνικές διατάξεις περί απαλλαγής με σκοπό την εξομοίωση από φορολογικής απόψεως των επενδύσεων μέσω οργανισμών επενδύσεων προς τις άμεσες επενδύσεις, αλλοδαπός οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ο οποίος έχει καταστατική μορφή και τυγχάνει στο κράτος της έδρας του απαλλαγής των εισοδημάτων του ή απολαύει καθεστώτος φορολογικής διαφάνειας ευρίσκεται σε συγκρίσιμη κατάσταση με ημεδαπό επενδυτικό οργανισμό ο οποίος έχει συμβατική μορφή.

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν ο περιορισμός που εισάγει η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.

 Επί της υπάρξεως επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος

79      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων επιτρέπεται μόνον εφόσον δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, είναι κατάλληλος να εξασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο σχετικά με τις προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη θεσπίσθηκε προκειμένου να βελτιωθεί η προβλεψιμότητα της φορολογήσεως, να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου, να εξαλειφθεί ο διοικητικός φόρτος, καθώς και να διασφαλισθεί ο ανόθευτος ανταγωνισμός μεταξύ των ημεδαπών και των αλλοδαπών επενδυτικών οργανισμών.

81      Η Φινλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο περιορισμός της απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 20a του νόμου περί φόρου εισοδήματος μόνο στα ειδικά επενδυτικά κεφάλαια που έχουν συμβατική μορφή δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος που αφορούν τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού ελέγχου και της εισπράξεως των φόρων καθώς και την ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος.

82      Η Φινλανδική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η διάταξη αυτή παρεκκλίνει, υπό συγκεκριμένες και μη εισάγουσες διακρίσεις προϋποθέσεις, από τον γενικό κανόνα της φορολογήσεως των ειδικών επενδυτικών κεφαλαίων, καθιστώντας τοιουτοτρόπως δυνατή τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού ελέγχου και της εισπράξεως των φόρων.

83      Όσον αφορά τη συνοχή του φορολογικού συστήματος, η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η απαλλαγή την οποία προβλέπει η προαναφερθείσα διάταξη αφορά τα ειδικά επενδυτικά κεφάλαια κατά την έννοια της φινλανδικής νομοθεσίας και όλους τους αλλοδαπούς οργανισμούς επενδύσεων που εξομοιώνονται προς αυτά. Υποστηρίζει ότι οργανισμός επενδύσεων ιδρυθείς υπό μορφή εταιρίας εξομοιώνεται προς φινλανδική ανώνυμη εταιρία, η οποία επίσης υπόκειται στον φόρο επί του εισοδήματος που προέρχεται από επενδυτική δραστηριότητα.

84      Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατά πρώτον, ότι, δυνάμει της αρχής της ασφάλειας δικαίου, στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, οι κανόνες του δικαίου των κρατών μελών πρέπει να διατυπώνονται χωρίς αμφισημία, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους κατά τρόπο σαφή και ακριβή, στα δε εθνικά δικαστήρια να διασφαλίζουν την τήρησή τους (απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Finanzamt für Körperschaften Berlin, C-868/19, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:285, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Εντούτοις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 97 και 99 των προτάσεών του, ο σκοπός της ασφάλειας δικαίου δεν μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό των ελευθεριών κυκλοφορίας. Πράγματι, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τα κράτη μέλη θα ήσαν ελεύθερα να επιβάλλουν τέτοιους περιορισμούς, εφόσον αυτοί διατυπώνονται χωρίς αμφισημία.

86      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον σκοπό της διασφαλίσεως του ανόθευτου ανταγωνισμού μεταξύ των ημεδαπών και των αλλοδαπών επενδυτικών οργανισμών, ο σκοπός αυτός θα οδηγούσε στην παραδοχή ότι η δυσμενής φορολογική μεταχείριση των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που έχουν καταστατική μορφή δικαιολογείται από το γεγονός ότι, σε άλλα κράτη μέλη, οι οργανισμοί αυτοί τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως σε σχέση με τη μεταχείριση της οποίας τυγχάνουν οι φινλανδικοί επενδυτικοί οργανισμοί οι οποίοι έχουν συμβατική μορφή.

87      Ωστόσο, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δυσμενής φορολογική μεταχείριση που αντιβαίνει σε θεμελιώδη ελευθερία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει άλλων φορολογικών πλεονεκτημάτων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίστανται τέτοια πλεονεκτήματα (απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2014, van Caster, C-326/12, EU:C:2014:2269, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Κατά τρίτον, η ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, την οποία επικαλείται η Φινλανδική Κυβέρνηση, συνιστά όντως επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 2014, van Caster, C-326/12, EU:C:2014:2269, σκέψη 46, και της 22ας Νοεμβρίου 2018, Huijbrechts, C-679/17, EU:C:2018:940, σκέψη 36). Ομοίως, η ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικής εισπράξεως του φόρου συνιστά θεμιτό σκοπό δυνάμενο να δικαιολογήσει περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2018, Sofina κ.λπ., C-575/17, EU:C:2018:943, σκέψη 67).

89      Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων, οι φορολογικές αρχές μπορούν να απαιτήσουν από τον φορολογούμενο να παρουσιάσει τις αποδείξεις που κρίνουν αναγκαίες για να αξιολογήσουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της σχετικής νομοθεσίας για τη χορήγηση του επίμαχου φορολογικού πλεονεκτήματος και, κατά συνέπεια, αν πρέπει ή όχι να χορηγήσουν το ζητούμενο πλεονέκτημα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2009, Persche, C-318/07, EU:C:2009:33, σκέψη 54), καθώς και για να διασφαλίσουν την αποτελεσματική είσπραξη του φόρου.

90      Όσον αφορά τον διοικητικό φόρτο που θα συνεπαγόταν, για τις φορολογικές αρχές του κράτους μέλους της φορολογήσεως, η παροχή στους φορολογούμενους της δυνατότητας να προσκομίζουν στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, επισημαίνεται ότι οι διοικητικές δυσχέρειες πρακτικής φύσεως δεν επαρκούν από μόνες τους για να δικαιολογήσουν μέτρο που εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (πρβλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2014, van Caster, C-326/12, EU:C:2014:2269, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Κατά τέταρτον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανάγκη διαφυλάξεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος μπορεί να δικαιολογήσει νομοθεσία ικανή να περιορίσει τις θεμελιώδεις ελευθερίες (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 65 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92      Ωστόσο, προκειμένου να ευδοκιμήσει επιχείρημα στηριζόμενο στον ως άνω δικαιολογητικό λόγο, πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να αποδειχθεί η ύπαρξη άμεσου συνδέσμου μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, η δε αμεσότητα του συνδέσμου αυτού πρέπει να εκτιμάται βάσει του σκοπού της επίμαχης ρυθμίσεως (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C-478/19 και C-479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 66 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Εν προκειμένω, η Φινλανδική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι το φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγείται στους επενδυτικούς οργανισμούς με συμβατική μορφή αντισταθμιζόταν από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, η οποία ως εκ τούτου θα δικαιολογούσε τον αποκλεισμό των αλλοδαπών οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που έχουν καταστατική μορφή από το πλεονέκτημα αυτό.

94      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρoσήκει η απάντηση ότι τα άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία, επιφυλάσσοντας το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον φόρο των εισοδημάτων από μισθώματα και των κερδών από τη μεταβίβαση ακινήτων ή μετοχών εταιριών που έχουν στην κυριότητά τους ακίνητα μόνο στους επενδυτικούς οργανισμούς με συμβατική μορφή, αποκλείει από το ευεργέτημα της απαλλαγής αυτής αλλοδαπό οργανισμό εναλλακτικών επενδύσεων με καταστατική μορφή, μολονότι ο εν λόγω οργανισμός, ο οποίος απολαύει, στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος, καθεστώτος φορολογικής διαφάνειας, δεν υπόκειται στον φόρο εισοδήματος στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία, επιφυλάσσοντας το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον φόρο των εισοδημάτων από μισθώματα και των κερδών από τη μεταβίβαση ακινήτων ή μετοχών εταιριών που έχουν στην κυριότητά τους ακίνητα μόνο στους επενδυτικούς οργανισμούς με συμβατική μορφή, αποκλείει από το ευεργέτημα της απαλλαγής αυτής αλλοδαπό οργανισμό εναλλακτικών επενδύσεων με καταστατική μορφή, μολονότι ο εν λόγω οργανισμός, ο οποίος απολαύει, στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος, καθεστώτος φορολογικής διαφάνειας, δεν υπόκειται στον φόρο εισοδήματος στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.