Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

24.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 256/8


Προσφυγή της 23ης Ιουλίου 2009 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

(Υπόθεση C-284/09)

2009/C 256/15

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: R. Lyal και B.-R. Killmann)

Καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, επιβάλλοντας, στην περίπτωση που η συμμετοχή της μητρικής εταιρίας στο κεφάλαιο της θυγατρικής δεν φθάνει το ελάχιστο όριο που καθορίζει η οδηγία 90/435 (1), υψηλότερη φορολογία στα μερίσματα που καταβάλλουν οι θυγατρικές εταιρίες στις μητρικές εταιρίες που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος ή στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο από ό,τι τα μερίσματα που καταβάλλονται στις εταιρίες με έδρα την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΕΚ και –όσον αφορά τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας– από το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής είναι η γερμανική ρύθμιση για τη φορολόγηση των διανεμόμενων μερισμάτων. Οι διατάξεις του γερμανικού Einkommensteuergesetz (νόμου για τη φορολογία εισοδήματος) προβλέπουν ότι οι μητρικές εταιρίες που υπόκεινται απεριόριστα σε φόρο στη Γερμανία μπορούν να συμψηφίζουν, κατά τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου, τον καταβληθέντα φόρο στην πηγή με τον φόρο εταιριών και νομικών προσώπων που οφείλουν οι εν λόγω εταιρίες. Κατά τον τρόπο αυτό οι γερμανικές μητρικές εταιρίες απαλλάσσονται από το οικονομικό βάρος του φόρου στην πηγή. Αντίθετα, για τις μητρικές εταιρίες που υπέχουν περιορισμένη φορολογική υποχρέωση στη Γερμανία, υπάρχει η δυνατότητα να απαλλάσσονται πλήρως από τον φόρο στην πηγή μόνο εφόσον η συμμετοχή της μητρικής εταιρίας στο κεφάλαιο της θυγατρικής φθάνει το ελάχιστο όριο που προβλέπει η οδηγία 90/435. Κάτω από το όριο αυτό δεν υπάρχει όμως κατά το γερμανικό δίκαιο καμία δυνατότητα απαλλαγής των εταιριών που υπέχουν περιορισμένη φορολογική υποχρέωση στη Γερμανία αντίστοιχης προς την απαλλαγή των εταιριών που υπόκεινται απεριόριστα σε φόρο στη Γερμανία. Η ρύθμιση αυτή οδηγεί επομένως, όσον αφορά τη διανομή των γερμανικών μερισμάτων, σε διαφορετική φορολογική μεταχείριση των μητρικών εταιριών από τα άλλα κράτη μέλη έναντι των μητρικών εταιριών που υπέχουν απεριόριστη φορολογική υποχρέωση στη Γερμανία.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η άνιση αυτή μεταχείριση είναι ασυμβίβαστη με τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, διότι ενδέχεται να αποθαρρύνει τους εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη ή σε χώρες του ΕΟΧ φορολογούμενους από την πραγματοποίηση επενδύσεων στη Γερμανία.

Από την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, την οποία εγγυώνται η Συνθήκη ΕΚ και η Συμφωνία για τον ΕΟΧ, συνάγεται, κατά την Επιτροπή, ότι, όταν ένα κράτος μέλος παρέχει φορολογικά πλεονεκτήματα κατά τη φορολόγηση των μερισμάτων, τα πλεονεκτήματα αυτά δεν επιτρέπεται να περιορίζονται μόνο στη φορολόγηση των ημεδαπών δικαιούχων των μερισμάτων. Δεν επιτρέπεται η άνιση φορολογική μεταχείριση αφενός των ημεδαπών μερισματούχων και αφετέρου των μερισματούχων από άλλα κράτη μέλη ή κράτη του ΕΟΧ: τα φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχονται στην ημεδαπή πρέπει να επεκτείνονται και στους μετόχους από άλλα κράτη μέλη ή από κράτη του ΕΟΧ. Ακόμη και αν το οικείο κράτος μέλος έχει συνάψει, όπως εν προκειμένω, συμβάσεις με άλλα κράτη μέλη για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, το κράτος μέλος αυτό μπορεί να επικαλείται τις συμβάσεις αυτές μόνο εφόσον οι διατάξεις τους περί συμψηφισμού αντισταθμίζουν πλήρως και κατά τον ίδιο τρόπο την ενδεχόμενη πολλαπλή φορολογική επιβάρυνση των μετόχων από άλλα κράτη μέλη ή από κράτη του ΕΟΧ, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ημεδαπών μετόχων κατ’ εφαρμογή της ημεδαπής φορολογικής νομοθεσίας.

Αυτό όμως δεν συμβαίνει, κατά την Επιτροπή, στην περίπτωση των συμβάσεων που έχει συνάψει η Γερμανία με τα άλλα κράτη μέλη: οι συμβάσεις αυτές περιέχουν μεν, προς αποφυγή της διπλής φορολογίας, διατάξεις για τον συμψηφισμό του γερμανικού φόρου στην πηγή με τον φόρο που βαρύνει τη μητρική εταιρία στο κράτος μέλος της έδρας της, το συμψηφιστέο ποσό όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το τμήμα του φόρου που βεβαιώθηκε πριν από τον συμψηφισμό το οποίο αναλογεί στα εισοδήματα που πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία. Ο συμψηφισμός είναι επομένως περιορισμένος, καθόσον οι εν λόγω συμβάσεις δεν προβλέπουν και συνεπώς αποκλείουν την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου που προκύπτει ενδεχομένως από τη διαφορά μεταξύ της φορολογικής επιβάρυνσης στο οικείο κράτος μέλος και του γερμανικού φόρου στην πηγή.

Όσον αφορά την ύπαρξη ενδεχομένως δικαιολογητικού λόγου για την υπό εξέταση παράβαση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Γερμανία δεν επικαλέστηκε κατά τη διαδικασία πριν από την άσκηση της προσφυγής κανένα επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος ως δικαιολογητικό λόγο για το επίμαχο φορολογικό σύστημα.


(1)  Οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225, σ. 6).